Ημερολόγιο Εγκλήματος: Πίσω στο 1983 συνέλαβαν το “δράκο” της παραλιακής
Στις 7 Οκτωβρίου του 1983 συνελήφθη ο "δράκος" της παραλιακής: Δύο γυναίκες ξεψύχησαν στα χέρια του Σπύρου Μπέσκου και άλλες 14 έζησαν εφιαλτικές στιγμές.
- 07/10/2019
- Κείμενο: Χριστίνα Ζάχου
Aπό τη Δευτέρα έως την Παρασκευή ήταν υπόδειγμα οικογενειάρχη και επαγγελματία. Τα Σαββατοκύριακα μεταμορφωνόταν σε έναν βίαιο και αδίστακτο «δράκο», που σκόρπιζε τον τρόμο στην παραλιακή και αργότερα στα βόρεια προάστια. Θύματά του ήταν ιερόδουλες που «ψάρευε» από τις γνωστές πιάτσες και γυναίκες που επιβίβαζε δια της βίας στο αυτοκίνητό του. Τις οδηγούσε σε ερημικές περιοχές, τύλιγε ένα σκοινί γύρω από το λαιμό τους, το έσφιγγε μέχρι να χάσουν τις αισθήσεις τους και τις βίαζε.
Δύο νεαρές ξεψύχησαν στα χέρια του και άλλες 14 έζησαν εφιαλτικές στιγμές. Η Αστυνομία προσπάθησε να τον παγιδεύσει με «δολώματα» όμορφες χωροφυλακίνες και τα κατάφερε δύο χρόνια μετά την πρώτη του επίθεση, στις 7 Οκτωβρίου 1983. Στην αρχή αρνήθηκε τα πάντα, αλλά όταν εμφάνισαν μπροστά του ένα από τα θύματά του, λύγισε και ομολόγησε τα πάντα.
Η είδηση της σύλληψης του 37χρονου φυσιοθεραπευτή Σπύρου Μπέσκου έπεσε σαν «κεραυνός» στο περιβάλλον και τη γειτονιά του στο Νέο Κόσμο. Οι γονείς του και η σύζυγός του, με την οποία είχαν αποκτήσει ένα κοριτσάκι 3 ετών, δυσκολεύτηκαν να πιστέψουν ότι ο άριστος επαγγελματίας, ο άψογος πατέρας και σύζυγος ήταν ο «δράκος με το σκοινί», που σκότωνε, βίαζε και επέστρεφε στο σπίτι του σα να μην είχε συμβεί τίποτα.
Ήταν 21 Σεπτεμβρίου 1981 όταν έκανε τον πρώτο του φόνο, με θύμα την 19χρονη ιερόδουλη Χρυσάνθη Μπατζίκα. Την πλησίασε πεζός κοντά στα «Δειλινά», στην παραλιακή λεωφόρο Ποσειδώνος και αφού συμφώνησαν στην τιμή, μπήκαν στο μπλε “Autobianchi Α112”. Λίγο αργότερα έφτασαν σε ερημικό σημείο της Γλυφάδας και σταμάτησαν κάτω από τα πεύκα. Βγήκαν από το αυτοκίνητο και κάθισαν πάνω στη ζακέτα της κοπέλας, όταν ξαφνικά ο Μπέσκος έβγαλε από την τσέπη του ένα σκοινί και το πέρασε γύρω από το λαιμό της. Εκείνη προσπάθησε να βάλει τις φωνές και τότε την φίμωσε με ένα λευκοπλάστ. Ταυτόχρονα άρπαξε ένα κουκουνάρι, το έχωσε με δύναμη στο στόμα της και τράπηκε σε φυγή. Το πρωί ένας κηπουρός βρήκε νεκρή την άτυχη κοπέλα. Τα χέρια της ήταν δεμένα με κορδόνι και το στόμα της καλυμμένο με μια φαρδιά κορδέλα.
Ακολούθησαν τέσσερις βιασμοί, με θύματα τρεις ιερόδουλες πίσω από το συμμαχικό νεκροταφείο στο Παλαιό Φάληρο και μια 32χρονη γυναίκα στη Βάρκιζα, που προκάλεσαν «συναγερμό» στην Αστυνομία. Μέχρι που ο «δράκος» έκανε και δεύτερο φόνο. Ήταν 27 Ιουνίου 1983 όταν πήρε στο αυτοκίνητό του την 20χρονη Χαρίκλεια Κολιοπούλου από τη λεωφόρο Αμφιθέας και την οδήγησε σε ερημική περιοχή στο Άνω Καλαμάκι. Ξαφνικά έβγαλε ένα σκοινί, το πέρασε στο λαιμό της και ταυτόχρονα της έκλεισε το στόμα με το σουτιέν της. Η κοπέλα ξεψύχησε στα χέρια του. Λίγο αργότερα μετέφερε το ημίγυμνο πτώμα της σε μια αλάνα στο τέρμα της οδού Υψηλάντου και το πέταξε ανάμεσα σε σκουπίδια και μπάζα, όπου βρέθηκε το επόμενο πρωί. Το δερμάτινο μπουφάν της και μια μπότα που έμεινε στο αυτοκίνητό του την ώρα που την έσερνε, τα πέταξε σε άλλο σημείο, τρία χιλιόμετρα μακριά.
Στις παραλιακές περιοχές της Αθήνας επικρατούσε πλέον ο τρόμος, καθώς ο «δράκος» συνέχιζε τις δολοφονικές του επιθέσεις. Για τρεις μήνες «λούφαξε», μέχρι που έκανε την εμφάνισή του στα βόρεια προάστια, «θολώνοντας» τα νερά. Στις 24 Σεπτεμβρίου 1983 κακοποίησε σεξουαλικά μια 16χρονη μαθήτρια στην Εκάλη και έξι ημέρες αργότερα άρπαξε μια 20χρονη μπέιμπι σίτερ από την Κηφισιά, την οδήγησε στο Μενίδι και την βίασε. Οι αστυνομικοί είχαν πειστεί ότι δράστης όλων των επιθέσεων ήταν το ίδιο πρόσωπο.
Στις 7 Οκτωβρίου 1983 έστησαν μπλόκα τόσο στην παραλιακή λεωφόρο, όσο και στα βόρεια προάστια, από την Κηφισιά μέχρι τον Διόνυσο. Τα «δολώματα» ήταν τέσσερις χωροφυλακίνες. Οι οδηγίες των αξιωματικών ήταν σαφείς: «Μόλις σας πλησιάσει, να του χαμογελάσετε, μην δείξετε φοβισμένες. Δεν θα μπείτε στο αυτοκίνητο για κανένα λόγο. Γύρω σας θα είναι κρυμμένοι οι άνδρες συνάδελφοι, έτοιμοι να επέμβουν». Πράγματι αργά το βράδυ το μπλε “Autobianchi” εμφανίστηκε στην Κηφισιά και πλησίασε την Τζένη Ταμπάκη, ένα από τα «δολώματα», που υπηρετούσε στη δίωξη κοινού εγκλήματος. Μόλις τον είδε, του χαμογέλασε με νόημα.
Ο Μπέσκος απομακρύνθηκε, αλλά λίγες δεκάδες μέτρα μακριά έκανε στροφή επί τόπου και επέστρεψε στο σημείο. Εκείνη τη στιγμή πετάχτηκαν μέσα από τα δέντρα οι αστυνομικοί και προσπάθησαν να τον ακινητοποιήσουν. Ο οδηγός ανέπτυξε ταχύτητα και ακολούθησε καταδίωξη. Κοντά στον «Τροχονόμο», στη συμβολή της Κηφισίας με την οδό Δηλιγιάννη τα περιπολικά τον μπλόκαραν και τον συνέλαβαν.
Στην Ασφάλεια Προαστίων όπου οδηγήθηκε ο 37χρονος φυσιοθεραπευτής αρνήθηκε τα πάντα, παρά το γεγονός ότι στο αυτοκίνητό του είχαν βρεθεί σκοινιά με γυναικείες τρίχες. «Δεν ξέρω τι μου λέτε», απαντούσε μονότονα στις ερωτήσεις των αστυνομικών, μέχρι που τα χαράματα έφτασε στην Ασφάλεια η 20χρονη μπέιμπι σίτερ Κατερίνα Παναγούλη. Ταράχτηκε όταν την είδε να στέκεται απέναντί του! Ήταν το πιο πρόσφατο θύμα του. Μόλις μία εβδομάδα νωρίτερα την είχε βάλει με το ζόρι στο αυτοκίνητό του στην Εκάλη, όπου περίμενε στη στάση του λεωφορείου, την οδήγησε στο Μενίδι και την βίασε δύο φορές.
Η κοπέλα τον αναγνώρισε 100%, περιγράφοντας τις εφιαλτικές στιγμές που πέρασε στα χέρια του. Ο Μπέσκος δεν είχε άλλα περιθώρια και η ομολογία του ήταν θέμα χρόνου. Ο ίδιος οδήγησε τους αστυνομικούς στο σημείο όπου είχε πετάξει το μπουφάν και την μπότα της Χαρίκλειας Κολιοπούλου, ενώ στο σπίτι του βρέθηκαν χρυσαφικά και άλλα αντικείμενα των θυμάτων του.
Την επόμενη ημέρα, κατά τη διάρκεια της αναπαράστασης, ο κόσμος αποδοκίμασε άγρια τον 37χρονο φυσιοθεραπευτή, ο οποίος περιέγραψε με ψυχραιμία στον ιατροδικαστή Πάνο Γιαμαρέλλο πώς σκότωσε τις δύο νεαρές γυναίκες. «Δεν ήξερα τι έκανα, θόλωνε το μυαλό μου», απάντησε στον εισαγγελέα, όταν τον ρώτησε «γιατί»…
Η δίκη του έγινε τον Φεβρουάριο του 1985 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών. Ως πολιτική αγωγή παρέστησαν ο πατέρας της Χαρίκλειας Κολιοπούλου και μόλις τρία από τα θύματα που επέζησαν από τις επιθέσεις του. Από τις ιερόδουλες δεν προσήλθε καμία και στο ακροατήριο αναγνώστηκαν οι καταθέσεις τους. Ο ψυχίατρος των φυλακών Κορυδαλλού Σπύρος Σπύρογλου χαρακτήρισε τον Μπέσκο «διχασμένη προσωπικότητα, άλλοτε ψυχρό και ασυγκίνητο και άλλοτε παρορμητικό». «Δεν έχω να πω τίποτα», ψέλλισε ο ίδιος όταν έφτασε η ώρα της απολογίας του.
«Δεν είναι τρελός, έχει απόλυτο καταλογισμό», τόνισε στην αγόρευσή του ο εισαγγελέας. «Τα έκανε όλα για να ικανοποιήσει τη διεστραμμένη γενετήσια ορμή του, τη νεκροφιλία του. Θα πρέπει να τιμωρηθεί παραδειγματικά». Ο Σπύρος Μπέσκος καταδικάστηκε ομόφωνα δις εις θάνατον και κάθειρξη 25 ετών κατά συγχώνευση, για δύο δολοφονίες, 14 απόπειρες ανθρωποκτονίας, έξι βιασμούς, δύο απόπειρες βιασμού, επτά ληστείες και πέντε κλοπές. Στη φυλακή ήταν υπόδειγμα κρατουμένου. Ζωγράφιζε και πρόσφερε τα έργα του προς πώληση στον σύλλογο συμπαράστασης κρατουμένων «Ονήσιμος». Αποφυλακίστηκε το 2008, ζητώντας δημόσια συγνώμη από τις οικογένειες των θυμάτων του και συνέχισε τη δουλειά του φυσιοθεραπευτή.
Πηγή: astinomiko.gr