Το μυθιστορηματικό Παγκράτι του Φώτη Σεργουλόπουλου
To 2024 όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο Παγκράτι!Γέννημα θρέμμα Παγκρατιώτης, ο Φώτης Σεργουλόπουλος γράφει για την ιστορία της γειτονιάς όπου μεγάλωσε και αφηγείται προσωπικές ιστορίες που έζησε και συνεχίζει να ζει εκεί.
- 28/07/2020
- Κείμενο: NouPou.gr
Γράφει ο Φώτης Σεργουλόπουλος
Μένω στο Παγκράτι. Δηλαδή όχι ακριβώς. Ποτέ δεν μπορούσα να εξηγήσω πώς ακριβώς ονομάζεται το νοτιότερο άκρο του Παγκρατίου. Είναι εκεί που τελειώνει το Μετς και αρχίζει η Γούβα. Ο περισσότερος κόσμος δεν γνωρίζει πού είναι η Γούβα και γι’ αυτό αρκούμαι να λέω Παγκράτι, κοντά στον Άγιο Αρτέμιο, πίσω από το Α’ Νεκροταφείο. Εκεί μένω. Άλλωστε, το ότι είναι Παγκράτι το ομολογούν και τα ονόματα των οδών. Σε όλο το Παγκράτι σχεδόν οι δρόμοι έχουν ονόματα επιφανών αρχαίων Ελλήνων, κάτι που το κάνει πολύ ενδιαφέρον ώστε να ψάξει κανείς και να βρει ποιος ήταν ο Φιλόλαος, η Δάμαρις, ο Εμπεδοκλής, ο Δαμάγητος και πάει λέγοντας.
Πάντως είναι μία ιστορική γειτονιά. Αν και το όνομα Γούβα, που προδίδει τη γεωφυσική μορφή της, ακούγεται κάπως περίεργο, έχει αποτελέσει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι στην ιστορία της πόλης των Αθηνών. Πρόσφυγες από τη Μικρασία ήρθαν και εγκαταστάθηκαν εκεί φτιάχνοντας σιγά σιγά τα σπίτια τους, πολλά εκ των οποίων ήταν “φεγγαρόχτιστα”, δηλαδή αυθαίρετα που χτίζονταν το βράδυ όταν είχε φεγγάρι. Έτσι μπορούσαν οι μάστορες να χτίζουν νύχτα, αλλά κάτω από το φως του φεγγαριού ώστε να βλέπουν τι χτίζουν. Ο παππούς μου, ως πρόσφυγας και αυτός λοιπόν, αγόρασε ένα οικόπεδο και έχτισε εκεί, υπό το φως του ήλιου όμως, μία μονοκατοικία που έμελλε να είναι και η οικογενειακή μου κατοικία μέχρι και σήμερα.
Το ότι είναι ιστορική γειτονιά, ναι μεν έχει να κάνει με τους πρόσφυγες που την κατοίκησαν και την ιστορία που κουβαλούσε ο καθένας από μνήμες και πίκρα, αλλά έπαιξε και πολύ μεγάλο ρόλο στην αντίσταση μια και εκεί ήταν η έδρα του αρχηγείου του Ε.Λ.Α.Σ. με πολύ ενεργή δράση από νέους κυρίως που αντιστέκονταν στη Γερμανική κατοχή. Σε ένα μπλόκο μάλιστα, που έγινε από τους Γερμανούς και τα Τάγματα Ασφαλείας, σκοτώθηκαν δύο 18χρονοι μαθητές που τα ονόματα τους μνημονεύτηκαν πολλές φορές, ο Κώστας Γκίκας και ο Μανώλης Ζαμπέλης. Προς τιμήν τους οι κάτοικοι φύτεψαν δύο κυπαρίσσια στην αυλή του Αγίου Αρτεμίου, ενώ σε άλλη συμπλοκή μεταξύ Ελασιτών και Γερμανών σκοτώθηκε ο αρχηγός του Ε.Λ.Α.Σ. ανατολικής Αττικής Βαγγέλης Μαρτάκης, κατά κόσμον “Μαύρος”, στέλεχος του ΚΚΕ. Όλη αυτήν την περίοδο την περιγράφει εξαιρετικά και με συναίσθημα η Διδώ Σωτηρίου στο μυθιστόρημά της “Κατεδαφιζόμεθα”, αναφέροντας τη Γούβα ως το στρατηγείο του Ε.Λ.Α.Σ. που έπαιξε σημαντικό ρόλο και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, περιγράφοντας συμπλοκές μεταξύ των δύο παρατάξεων, έχοντας ως φυσικό σύνορο τον Ιλισό που περνούσε στους πρόποδες του Αρδηττού στην αρχή του Μετς.
Αν και όλα δείχνουν ότι οι κάτοικοι της περιοχής θα είχαν μία σύμπνοια όσον αφορά στα φρονήματα, έχουμε την περίπτωση του Νίκου Μιχαλολιάκου, γέννημα θρέμα της περιοχής, με το πατρικό του στη γωνία Φιλολάου και Δικαιάρχου και τον ίδιο, αθώο μικρό παιδάκι, να παίζει μπαλίτσα στην Πλατεία Πλυτά.
Σ΄ αυτή λοιπόν την ιδιαίτερη περιοχή φρόντισα να μένω μέχρι και σήμερα διατηρώντας τη μονοκατοικία του παππού και ποτίζοντας τις ίδιες πορτοκαλιές και λεμονιές που φύτεψε ο ίδιος στην πίσω αυλή του σπιτιού μας μαζί με τα θεμέλιά του. Έχει αλλάξει η γειτονιά, ευτυχώς όχι τόσο οπτικά. Θυμάμαι όταν άνοιξε η Σπονδή πριν από εικοσιτέσσερα χρόνια στην Πύρρωνος, το δρόμο που μας οδηγεί στην πολυσύχναστη πλέον πλατεία Βαρνάβα, είχα αναρωτηθεί τι μέλλον θα μπορούσε να έχει ένα τέτοιο εστιατόριο σε αυτή την ήσυχη γειτονιά. Την ίδια σχεδόν περίοδο άνοιξε πάνω στην πλατεία το πρώτο Sushi Bar που κυριολεκτικά με μύησε στο ωμό ψάρι. Από κει και πέρα η σύγχρονη ιστορία της περιοχής έχει γραφτεί πολλές φορές, και τα μικρά μπαρ, εστιατόρια και μαγαζιά της την έχουν αναδείξει στην πλέον χιπστερογειτονιά της Αθήνας.
Η βόλτα μου στο πρώτο νεκροταφείο δεν έχει αλλάξει και δεν θα αλλάξει ποτέ. Από τη Μάρκου Μουσούρου ανοίγει η πίσω πόρτα του Νεκροταφείου και θυμάμαι η γιαγιά μου ντυμένη στα μαύρα να με παίρνει από το χέρι και να πηγαίνουμε λουλούδια στο τάφο του παππού μου. Αφού καθόμασταν λίγο, σκούπιζε τα δάκρυά της και φεύγοντας με κερνούσε κουλουράκια. Έτσι εξοικειώθηκα με το τοπίο. Ποτέ δεν με φόβιζε. Ακόμα και όταν γύριζα βραδάκι από το γηπεδάκι που παίζαμε με τα παιδιά που ήταν μεσοτοιχία με το νεκροταφείο, αυτό που σήμερα είναι γήπεδο μπάσκετ, απολάμβανα να χαζεύω τα καντηλάκια που φέγγιζαν πάνω στους τάφους. Κατά κάποιο τρόπο μου φαινόταν ότι είχαν πιο ζωή από αυτό που πραγματικά ήταν.
Η τραγική όμως αλλαγή που έγινε στην περιοχή ήταν όταν εγκαταστάθηκε η υπερ-εφορία Παγκρατίου στο πρώην και κλειστό για αρκετό καιρό εργοστάσιο επίπλων “Λάιου”. Άνθρωποι ξένοι με τη γειτονιά πηγαινοέρχονται με πολύ κακή διάθεση για να φέρουν σε λογαριασμό χρέη, δόσεις και παράλογο. Όλα αυτά μέχρι τις δύο το μεσημέρι, τότε που όλα επιστρέφουν στη γνώριμη ησυχία που θυμάμαι από παιδί.