Είσαι πραγματικά παλιός Γλυφαδιώτης αν έχεις φάει σουβλάκι στον Αίνο
Για τους νότιους πιτσιρικάδες των ‘80ς, ο Αίνος ήταν απλώς σουβλατζίδικο. Πολύ αργότερα, μάθαμε ότι το ψηλότερο βουνό της Κεφαλονιάς έδωσε το όνομά του στο μαγαζί που έγραψε τη δική του ιστορία και ταυτίστηκε με τη λέξη «σουβλάκι» στη Γλυφάδα. Ο Φώτης Πετράτος, γιος ενός από τους ιδιοκτήτες του Αίνου, διηγείται στο NouPou την ιστορία του θρυλικού σουβλατζίδικου.
- 23/02/2021
- Κείμενο: Γεωργία Βαμβακερού
Το να έχεις φάει σουβλάκι στον Αίνο είναι ένα από τα πέντε (άντε, δέκα) πράγματα που μπορούν να επιβεβαιώσουν ότι ναι, είσαι σίγουρα παλιός Γλυφαδιώτης. Το μεγαλύτερο σουβλατζίδικο/ψητοπωλείο των νοτίων προαστίων άνοιξε στην οδό Μεταξά το 1974 , όταν ο δρόμος ακόμα ονομαζόταν Ιωάννου Μεταξά. Έκλεισε το 2006, αφήνοντας αναμνήσεις που έχουν τη γεύση της πάπρικας και τη μυρωδιά του κρεμμυδιού. Ποτέ δεν μάθαμε πόσες τσίχλες με μέντα πουλήθηκαν από το περίπτερο , που βρισκόταν έξω από το μαγαζί και αποτελούσε πάντα την επόμενη στάση μας μετά τον Αίνο και πριν την επιδρομή στα γύρω μπαρ. Σε απόσταση αναπνοής, το Moonshine, το Shipin, το Astarti το Irish , οι Εσπερίδες και η BBG μάς έφερναν πολύ κοντά για να μυρίζουμε κρεμμύδι άλλωστε.
Χιλιάδες καλαμάκια με πίτα, ζουμερή ντομάτα και κρεμμύδι διακινήθηκαν σ’ αυτό το μαγαζί που συνδέθηκε με τα καλύτερά μας χρόνια σε μια Γλυφάδα που σταδιακά μετατρεπόταν, από ένα ήσυχο προάστιο στα νότια, στη σύγχρονη πόλη που γνωρίζουμε σήμερα.
Ο Αίνος άνοιξε αρχικά σαν ένα μικρό μαγαζάκι, στην άκρη της Γλυφάδας (το 1974 το εμπορικό κέντρο της πόλης σταματούσε στην γωνία Μεταξά και Δούσμανη), που πουλούσε μόνο παραδοσιακό σουβλάκι, με καλαμάκι και μπιφτέκι. Εμπνευστής του εγχειρήματος ένας δαιμόνιος Κεφαλονίτης, ο Κώστας Πετράτος, με συνέταιρο τον ανιψιό του, Χριστόφορο Τζανάτο. Ο κύριος Κώστας, όπως όλοι τον γνώριζαν, είχε μόλις επιστρέψει από την Αυστραλία, όπου ήταν μετανάστης για 17 χρόνια, κι έψαχνε μια εμπορική ευκαιρία για να μείνει μόνιμα στην πατρίδα. Ξεκίνησαν λοιπόν αρχικά οι δυο τους και στην πορεία, καθώς το μαγαζί άρχισε να αναπτύσσεται, έβαλαν στη δουλειά και τα αδέλφια του Τζανάτου, τον Ανδρέα, τον Γεράσιμο και τον Παναγιώτη.
Πολύ σύντομα, το μικρό σουβλατζίδικο μεγάλωσε αφού πήραν και τα δυο διπλανά μαγαζιά, τα τραπεζάκια έξω πολλαπλασιάστηκαν και το μενού εμπλουτίστηκε σταδιακά με κοτόπουλα σούβλας, πίτσα και -πολύ αργότερα- γύρο. Το σουβλάκι του απλό, αλλά το νοστιμότερο της περιοχής.
Ο γιος του Κώστα Πετράτου, Φώτης, άρχισε να δουλεύει στην οικογενειακή επιχείρηση από δεκατριών ετών. Ο Αίνος, όπως λέει ο ίδιος, «ήταν ολόκληρη η ζωή μας». Η οικογένεια Πετράτου κατοικούσε σε ένα διαμέρισμα ακριβώς επάνω από το μαγαζί. Η μητέρα του Φώτη κρατούσε το ταμείο. Εκείνος και η αδερφή του έκαναν ό,τι δουλειά μπορούσαν. Και, κάπως έτσι, πέρασαν περίπου 30 χρόνια.
«Το μυστικό της νοστιμιάς ήταν ο συνδυασμός πάπρικας και λαδιού, που έκανε πεντανόστιμη την πίτα. Το σουβλάκι το τυλίγαμε στον πάγκο κι έτσι τα μπαχαρικά και το λάδι πότιζαν την πίτα και την έκαναν τόσο μαλακή και νόστιμη».
« Τζατζίκι δεν βάζαμε τα πρώτα χρόνια. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον καβγά που έκανε ο πατέρας μου με δύο Ελληνοαμερικάνους που απαιτούσαν να βάλει τζατζίκι. Ο πατέρας μου ήταν ανένδοτος κι έτσι έγινε ολόκληρη φασαρία».
«Είχαμε και καυγάδες, ναι. Συνήθως με παράξενους πελάτες αλλά και με πιτσιρικάδες που έτρωγαν και την κοπανούσαν χωρίς να πληρώσουν»
« Ξεκινήσαμε με λίγη δουλίτσα, που σταδιακά αυξήθηκε και φτάσαμε να πουλάμε 2.000 πίτες και 4.000 καλαμάκια κατά μέσο όρο την ημέρα. Αφού μεγάλωσε το μαγαζί, έγινε must για τα νότια προάστια αλλά και για όσους επισκέπτονταν την Γλυφάδα. Σημείο συνάντησης. Πολλοί επώνυμοι, καλλιτέχνες, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, αθλητές έτρωγαν τακτικά σε εμάς. Σχεδόν κάθε βράδυ θα συναντούσες κι έναν διάσημο».
«Πελάτες μας τακτικοί ήταν ο Κόκκοτας, ο Πανταζής, ο Μπιθικώτσης , ο Πασχάλης, ο Βουτσάς, ο Κωνσταντάρας, ο Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, ο οποίος ερχόταν με την οικογένειά του από μικρό παιδί, ο Γιώργος Πιντέρης, ο ψυχολόγος, με τις τεράστιες παρέες του, ο Φραγκίσκος Αλβέρτης, ο Χριστοδούλου, ο Φασούλας. Ολόκληρη η Εθνική ομάδα μπάσκετ μετά το τρόπαιο του Eurobasket το ‘87 ήρθε κι έφαγε σε εμάς. Φανταστείτε τι χαμός έγινε. Τι να πρωτοθυμηθώ…».
« Το μαγαζί άνοιγε στις 11 το πρωί και, τα πρώτα χρόνια, έμενε ανοιχτό μέχρι τις πέντε τα χαράματα. Και μέχρι το πρωί γινόταν χαμός. Έρχονταν για φαγητό μετά τα μπαρ και ξημέρωναν έξω στα τραπεζάκια. Μετά τον νόμο Παπαθεμελή, υποχρεωθήκαμε να κλείνουμε στις δύο κι ησυχάσαμε λίγο».
«Ούτε που μπορώ να μετρήσω πόσα παιδιά απασχόλησε ο Αίνος σαν σερβιτόρους αυτά τα χρόνια. Πολλοί φίλοι μας δούλεψαν μόνιμα ή προσωρινά για να βγάλουν το χαρτζιλίκι τους ή ακόμα και να υποστηρίξουν τις σπουδές τους. Θυμάμαι όταν έδωσα και μπήκα στο Πάντειο, που ο πατέρας μου μου ειχε πει ότι έπρεπε να δηλώσω μόνο Αθήνα για να μην αφήσω το μαγαζί. Κι έτσι το πρωί ήμουν στην σχολή και το βράδυ στον Αίνο. Περίμενα να κλείσουμε για να βγω για βράδυ. Οι φίλοι μου έρχονταν και με έπαιρναν από το μαγαζί για να συνεχίσουμε στα μπαράκια. Κι έτρωγαν και το σουβλάκι τους με την ευκαιρία».
« Ο πατέρας μου είχε Κεφαλονίτικο επιχειρηματικό δαιμόνιο. Θυμάμαι ότι το 1986 κοντά στο μαγαζί άνοιξε ένα φροντιστήριο Αγγλικών για Άραβες. Σκέφτηκε λοιπόν να βάλει κοτόπουλο σούβλας γιατί ως γνωστόν οι Μουσουλμάνοι δεν τρώνε χοιρινό. Κι έγινε χαμός. Μετά ο ξάδελφός μου ο Χριστόφορος σκέφτηκε να φτιάξουμε σουβλάκι αλλά και γύρο κοτόπουλο Νομίζω ότι μέχρι τότε στην Αθήνα δεν υπήρχε σουβλάκι κοτόπουλο. Ήταν ιδέα του Χριστόφορου για να κάνει τους Άραβες πελάτες του. Επίσης, όταν άρχισε η μόδα με την υγιεινή διατροφή, βάλαμε στο μενού την αλάδωτη πίτα στη σχάρα με σουβλάκι από στήθος κοτόπουλο. Για όσους νήστευαν ή δεν έτρωγαν κρέας ήμασταν επίσης οι πρώτοι που είχαμε τυλιχτό χωρίς κρέας, με πατάτες και λαχανικά».
«Το 1988 το μαγαζί πήρε φωτιά, αλλά σε χρόνο ρεκόρ ξαναφτιάχτηκε -και μάλιστα ανακαινισμένο- για να λειτουργήσει ως το 2006. Εμείς με τον πατέρα μου είχαμε αποχωρήσει από την επιχείρηση από το 2002, που συνταξιοδοτήθηκε. Εγώ πήρα τον δικό μου δρόμο. Από τότε άνοιξα κι άλλα μαγαζιά εστίασης, αλλά σαν τον Αίνο κανένα δεν είχε ανάλογη επιτυχία».
«Ήταν άραγε τα χρόνια που ο κόσμος στη Γλυφάδα να φάει απλά και νόστιμα ζητούσε στη γειτονιά του; Ήταν που εκεί θα συναντούσε τους φίλους και γνωστούς του; Το μαγαζί που θα έτρωγε χαλαρά δίπλα σε έναν διάσημο; Ήταν οι συγκυρίες; Η οικογένεια που δούλεψε ομαδικά; Οι παρέες που μας αγκάλιασαν; Ίσως να ήταν κι όλα μαζί. Πάντως ο Αίνος ήταν σίγουρα ένα κομμάτι από το καλύτερά μας χρόνια στη Γλυφάδα που τόσο αγαπήσαμε».