Το μνημείο στην πλατεία Φάρου στη Νέα Σμύρνη και οι διηγήσεις για τις εκτελέσεις του Αυγούστου του ’44
Η Νέα Σμύρνη στην Κατοχή και το αιματοβαμμένο Μπλόκο του Φάρου: H τραγική ιστορία πίσω από το μνημείο στην Πλατεία Εθνικής Αντιστάσεως Φάρου και οι διηγήσεις από Νεοσμυρνιώτες που την έζησαν.
- 19/08/2021
- Κείμενο: NouPou.gr
Στα σύνορα της Δάφνης με τη Νέα Σμύρνη, στην πλατεία Εθνικής Αντιστάσεως, ή αλλιώς στην πλατεία Φάρου Νέας Σμύρνης, βρίσκεται ένα μνημείο που κρύβει πίσω του μια πικρή ιστορία ηρωισμού.
Πρόκειται για το Ηρώο εκτελεσμένων στον Φάρο, ένα μνημείο από ορείχαλκο σε ψηλό μαρμάρινο βάθρο, φτιαγμένο το 1980 από τον γλύπτη Ηλία Καντζιλιέρη. Το μνημείο γράφει πάνω «Στον ιερό αυτό χώρο που λέγεται Πλατεία Εθνικής Αντίστασης “Φάρου”, στις 9 Αυγούστου του 1944 οι Γερμανοί κατακτητές εκτέλεσαν 114 Έλληνες πατριώτες. Ας είναι η μνήμη τους αιωνία».
Το Μπλόκο του Φάρου
Ήταν 9 Αυγούστου του 1944, όταν οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής, λίγους μήνες πριν εγκαταλείψουν την Αθήνα, κύκλωσαν τους συνοικισμούς Δουργουτίου (Νέος Κόσμος), Κατσιποδιού (Δάφνη), και Φάρου (περιοχή Νέας Σμύρνης). Την προηγούμενη μέρα είχε γίνει μπλόκο στο Βύρωνα, στο οποίο είχαν εκτελεστεί 11 άνδρες. Έτσι, υπήρχαν αρκετές υποψίες πως ο Φάρος θα είναι ένας από τους επόμενους στόχους. Η υποψία αυτή ενισχύθηκε από το γεγονός ότι η περιοχή είχε γίνει στόχος ξανά τον Ιανουάριο της ίδιας χρονιάς, όταν σε καταδρομή των δυνάμεων κατοχής είχαν συλληφθεί 17 άνδρες της αντίστασης και είχε σκοτωθεί ο υπεύθυνος της ΕΛΑΣ Σπύρος Αλεβίζος.
Η περιοχή κυκλώθηκε από Γερμανικά στρατεύματα και οι κατακτητές κάλεσαν όλους τους άνδρες ηλικίας από 16 έως 60 ετών να παρουσιαστούν σε διάφορα σημεία μεταξύ των οποίων και η σημερινή πλατεία Φάρου. Συγκεκριμένα, τους καλούσαν σε τρία σημεία: έξω από το εργοστάσιο του Καίσαρη στη Λεωφόρο Συγγρού, έξω από την αρμένικη εκκλησία Άγιος Γρηγόριος και στην πλατεία του Φάρου στη Νέα Σμύρνη. Τελικά συγκεντρώθηκαν πάνω από 1.200 άτομα.
Ο ανθυπασπιστής Γεώργιος Ζαχαρόπουλος, που άνηκε στα Τάγματα Ασφαλείας, διοικούσε την επιχείρηση και έδινε την τελική διαταγή για τις εκτελέσεις. Οι συνεργάτες των κατακτητών διευκόλυναν τους Γερμανούς, χρησιμοποιώντας τους φακέλους της μεταξικής δικτατορίας, ώστε να βρουν τους κομμουνιστές, τους δημοκρατικούς ή τους βενιζελικούς και αντιβασιλικούς πολίτες, που πιθανώς θα είχαν προσχωρήσει στην αντίσταση. Μαζί με τους Ταγματασφαλίτες ο Ζαχαρόπουλος είχε φέρει και καταδότες – κουκουλοφόρους.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι την περίοδο εκείνη η Νέα Σμύρνη ήταν ένα προπύργιο μαζικής αντίστασης. Ήδη τα μέλη του ΕΑΜ ξεπερνούσαν τα 1.500 και οι μαχητές του ΕΛΑΣ τους 450, χωρίς να υπολογιστούν οι νέοι της ΕΠΟΝ και τα μέλη της Εθνικής Αλληλεγγύης.
Εκεί, στον Φάρο, με τη βοήθεια των καταδοτών εκτέλεσαν 114 άντρες από διάφορες αντιστασιακές οργανώσεις. Ανάμεσα στους εκτελεσθέντες ήταν -σύμφωνα με διηγήσεις από το βιβλίο του Γιάννη Κυριακίδη «Εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας Νέα Σμύρνη – Φάληρο, 1941-1945»,- και ο Δημήτριος Μπαρούτης, ένας νέος ο οποίος κατάφερε και τράβηξε την κουκούλα ενός καταδότη φωνάζοντας το όνομά του – Θανάσης Μπαξεβανίδης. Τους υπόλοιπους, πάνω από 2.500 άνδρες, τους πήραν όμηρους σε γερμανικά στρατόπεδα. Άφησαν μόνο τους πιο ηλικιωμένους και τους εφήβους κάτω των 16 χρόνων. Όσοι σύρθηκαν αιχμάλωτοι υπέστησαν πολλές κακουχίες πριν επιστρέψουν στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο. Πολλοί από αυτούς δεν κατάφεραν να επιζήσουν και πέθαναν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ανατριχιαστικές είναι οι διηγήσεις από Νεοσμυρνιώτες που έζησαν τις εκτελέσεις του Φάρου, όπως μεταφέρονται στο βιβλίο του Γιάννη Κυριακίδη «Εθνικοαπελευθερωτικός Αγώνας Νέα Σμύρνη – Φάληρο, 1941-1945».
Διήγηση Δημήτρη Βάη:
Στις 9/8/44 το πρωί ώρα 5 έως 5.30 ακούσαμε μεγάφωνα (τηλεβόες) που φώναζαν.
«Μαζευτείτε. Ολοι οι άνδρες από 15 έως 60 ετών στην πλατεία Φάρου».
Μαζί στο σπίτι έμενε και ο ανηψιός μου Κώστας Μανωσίδης, που τότε ήταν 18 χρόνων και τελείωνε το γυμνάσιο. Ο πατέρας του ήταν στο βουνό, αντάρτης του ΕΛΑΣ.
Κατάλαβα αμέσως τι μας περίμενε αν πηγαίναμε στο Φάρο. Αποφασίζουμε να βγούμε και να φύγουμε προς Νεκροταφεία και Βουρλοπόταμο. Από διάφορες κατευθύνσεις ακούγονταν πυροβολισμοί. Γινότανε μάχη. Πήραμε αντίθετη κατεύθυνση, προχωρώντας προς Σκατζουράκη. Δυό στενά παρακάτω μας σταματούν 5-6 τσολιάδες, που ήταν περίπολο. Στη γωνιά είχαν πολυβολείο.
«Γιατί πάτε καταδώ, μας λένε, δεν ακούσατε το χωνί;»
«Μα αποκεί γίνεται μάχη», απάντησα τάχα φοβισμένα.
«Να πάτε προς τα κει, στο Φάρο» πρόσταξε και μας ωθούσαν κατεκεί.
Προχωρήσαμε προς τα κει, κατηφορίζοντας λιγάκι, μήπως βρούμε καμιά διέξοδο προς το Μπραχάμι. Σύντομα αντιληφτήκαμε πως όλοι οι δρόμοι ήταν κλεισμένοι. Ενας νεαρός, που προσπαθούσε να διαφύγει, έπεσε στην παγίδα τους, τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν στην οδό Δαρδανελίων, κοντά στο σπίτι της Μαρίνας που είχαν δολοφονήσει πριν λίγους μήνες.
Προχωρούσαμε αργά και όπου δεν είχαμε μπροστά μας Τσολιάδες, πισωγυρίζαμε. Οι πυροβολισμοί έπεφταν όλο και πιό αραιοί, όσο που έπαψαν σχεδόν εντελώς. Η τρομοκρατία όλο και μεγάλωνε.
Φτάσαμε στο Φάρο περασμένες 7.30. Ηδη είχαν γίνει μερικές εκτελέσεις.
Όσοι ήταν εκεί καθόντουσαν κάτω. Μας κάθησαν κι εμάς. Μασκοφόροι δεν είχαν εμφανιστεί.
Τσολιάδες, Γερμανοί και Ασφαλίτες τριγύριζαν ανάμεσά μας. Χτυπούσαν και έβριζαν χυδαιότατα, ακατονόμαστα. Σε λίγο ξεχωρίζουν 4-5 από τους καθισμένους. Τους δέρνουν αλύπητα, τους βρίζουν τους χτυπάν με τα κοντάκια των όπλων τους, τους τραβούν απτά μαλλιά και τους σέρνουν. Συνεχώς τους φωνάζουν και τους ρωτάν.
«Πού είναι ρε οι άλλοι. Μαρτύρα γιατί σε φάγαμε».
Κανείς δεν τους απαντούσε. Αυτοί όλο και περισσότερο λυσσάγανε. Η σιωπή των θυμάτων τους, τους σκύλιαζε κυριολεκτικά. Η συμπεριφορά τους δεν είχε πια τίποτε το ανθρώπινο.
Όταν οι βασανισμένοι δεν μπορούσαν να σταθούν πια στα πόδια τους, και έπεφταν κάτω τους κλωτσούσαν και τους πατούσαν στην κοιλιά, στο κεφάλι, στο λαιμό.
Όποιον έβλεπαν και δεν άντεχε πια τον έδιναν σένα Γερμανό εκτελεστή που τον εκτελούσε στον τοίχο στο σπιτάκι απέναντι στην Μάντρα.
Έναν-έναν τους εκτέλεσαν και τους 5. Ενώ η τρομοκρατία συνεχίζονταν μέσα στους μαζεμένους στην πλατεία.
Τώρα εμφανίστηκε και μια τσολιαδίνα. Όρθια πάνω σ’ ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο (τανκ) βρίζει χυδαιότατα και απειλεί να μας πατήσει με το τανκ.
Ενας τσολιάς φωνάζει: «Όσοι είναι του Γυμνασίου να βγούν έξω».
Βγήκαν 5-6 παιδιά. Κάνει να σηκωθεί και ο ανηψιός μου. Τον συγκρατώ, τραβώντας τον απτό μανίκι. Δεν ξέρεις τι γίνεται μ’ αυτούς.
Παίρνουν τα παιδιά. Τα χτυπούν και ένα-ένα τα παραδίνουν στον εκτελεστή. Τα εκτελεί στο σπιτάκι. Μια μικρή ανάπαυλα ακολουθεί. Λες και οι δήμιοι κουραστήκανε. Μόνο κάτι βρισιές ακούγονται για λίγο.
Ο εκτελεστής μένει για λίγο άεργος. Πλησιάζει και περιεργάζεται τους καθισμένους. Το μάτι του πέφτει και καρφώνεται σε κάποιον. Τον κοιτά επίμονα αυτός ανατριχιάζει, τρέμει, παρακαλά. Μη, όχι εμένα. Εχω παιδιά. Λυπηθείτε τα παιδιά μου. Ποιός θα τα ζήσει; Ο Γερμανός τον τραβά, αυτός αντιστέκεται, φωνάζει. Ο Γερμανός δεν πρόκειται να χασομερήσει, τον χτυπά με το αυτόματο. Μια ριπή και ο άνθρωπος είναι νεκρός εκεί μπροστά μας.
Σε λίγο έρχονται οι μασκοφόροι. Στην αρχή ένας, κατόπιν άλλοι δυό. Όλοι φορούσαν ένα τσουβάλι ανάποδα απτο κεφάλι, που είχε δυό τρύπες μπροστά, ψηλά. Θα ήταν περίπου 11 η ώρα. Ο ήλιος έκαιγε δυνατά. Η τρομοκρατία όλων των φασιστών έφτασε στ’ απροχώρητο.
Ο μασκοφόρος περνούσε μπροστά μας. Ολοι είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε τεντωμένο το λαιμό και να τον κοιτάμε στα μάτια.
Οποιον υπέδειχνε ο μασκοφόρος, τον άρπαζαν δυό τσολιάδες και με κλωτσιές και χτυπήματα τον παρέδιναν, χωρίς καμιά άλλη διαδικασία, στον εκτελεστή. Αυτός τον εκτελούσε αμέσως στο ίδιο μέρος.
Πιστεύω ότι όλοι οι εκτελεσμένοι εκεί πρέπει να ήσαν πάνω από 50. Μεταξύ αυτών και ο Κεβόρκ Γουγκασιάν αδελφός του Αντρανίκ, καπετάνιου του ΕΛΑΣ, που είχε σκοτωθεί σε μάχη με τους Γερμανοτσολιάδες λίγες μέρες πριν εκεί κοντά.
Τελευταίος εκτελέστηκε ένας νεαρός 16-17 ετών. Τον έφερναν δεμένο, με κλωτσιές και με γροθιές. Αυτός φώναζε συνέχεια. «Δεν ξέρω τίποτα. Δεν έκανα τίποτα.» Τον χτυπούσαν με τους υποκόπανους. Αυτός τα ίδια.
Κάποτε σταμάτησαν. Ένας τσολιάς του λέει, πεινάς ρε; Ναι, λέει ο νέος. Του δίνει λίγο ψωμί, που αυτός τρώει με βουλιμία. Πριν τελειώσει τον βουτά ο Γερμανός και του στήνει το αυτόματο. Τον πηγαίνει προς τον τοίχο. Αυτός φωνάζει. Σε μιά στιγμή ορμά και του πιάνει το αυτόματο απτην κάνη. Παλεύουν. Αλλά η πάλη είναι άνιση. Ο Γερμανός πολύ δυνατότερος υπερισχύει. Κρατά το αυτόματο, του ρίχνει μια ριπή στην κοιλιά και τον σκοτώνει.
Οι εκτελέσεις τελείωσαν. Τους υπόλοιπους μας πήγαν στο Χαϊδάρι. Χιλιάδες άνδρες στη γραμμή. Περάσαμε απ’ τούς δρόμους, Ακροπόλεως – Αλωπεκής [σημερινή Αμβροσίου Φραντζή, σ.σ.] – Συγγρού. Στην αρχή της Συγγρού στο Αγαλμα του Βύρωνα παίρνουν πολλούς για το Γουδί. Οι υπόλοιποι συνεχίζουμε την Πανεπιστημίου -Πειραιώς – Ιερά Οδό και καταλήγουμε στο Χαϊδάρι.
Απεκεί μας πήραν στις 16/8/1944 και μας πήγαν στο Ρουφ, όπου μας έδωσαν κάτι ρούχα — οι περισσότεροι είμαστε με τα κοντομάνικα. Μας έβαλαν σε κάτι βαγόνια, που χρησίμευσαν για μεταφορά ζώων, μας έκλεισαν μέσα και μας άνοιξαν όταν φτάσαμε, μετά από πολλές περιπέτειες, στη Γερμανία. Εκεί μας έβαζαν να δουλεύουμε στις πιο βαρείες δουλειές, συνήθως στο ύπαιθρο.
Γυρίσαμε μήνες μετά την συνθηκολόγηση της Γερμανίας. Από την ομάδα που ήμαστε μαζί ένας δεν γύρισε, υπέκυψε εκεί.
Διήγηση Αντίλ Μπερμπεριάν
Μέναμε στο συνοικισμό Νέας Αρμενίας της Νέας Σμύρνης, στην οδό Εθνικής Στέγης 50, από το 1939.
Το πρωΐ της 9 Αυγούστου 44, ξυπνήσαμε με μια μεγάλη ανησυχία. Εξω γινόταν χαλασμός, μάχη. Κατόπιν χωνιά ειδοποιούσαν να συγκεντρωθούμε όλοι στην πλατεία ΦΑΡΟΥ.
Καθυστερήσαμε αρκετά, μη ξέροντας τι να κάνουμε. Καμιά 15 είμαστε συγκεντρωμένοι έξω απτα σπίτια μας συζητώντας και προσπαθώντας να βρούμε τρόπο να γλυτώσουμε. Μας μάζεψε απεκεί ένα περίπολο τσολιάδων. Με βρισιές, κλωτσιές και απειλές μας πήγε στην πλατεία.
Μας υποχρέωσαν να καθίσουμε. Διάφοροι φασίστες κυκλοφορούσαν χτυπώντας, βρίζοντας και τρομοκρατώντας. Θάταν 11 όταν ήρθε ο Κουκουλοφόρος. Επρεπε να τον κοιτάμε στα μάτια. Οποιος δεν το έκανε τον έστελναν στον Γερμανό για εκτέλεση. Το ίδιο και όποιον υπέδειχνε ο κουκουλοφόρος. Χωρίς καμιά άλλη διατύπωση τον έπαιρναν, τον παρέδιναν στον Γερμανό εκτελεστή, που τον εκτελούσε εκεί αμέσως στο σπιτάκι.
Ο κουκουλοφόρος έφτασε μπροστά μας, σηκώνει το χέρι δείχνει τον αδελφό μου τον Αμπαρτσούμ. Ενα ηλεκτρικό ρεύμα λες και με διαπερνά. Δεν μπορώ να κουνηθώ. Βλέπω το αδελφάκι μου στα χέρια του Δήμιου. Λίγα δευτερόλεπτα και μια ριπή τον ρίχνει κάτω. Δεν θα τον ξαναδώ! Η εικόνα του όρθιου μπροστά στο αυτόματο του δήμιου θα είναι η τελευταία και που θα μου μείνει για πάντα… Μάθαμε αργότερα ότι ο κουκουλοφόρος ήταν ένας Σαρκίς Καρογλάν.
Κατά τη μία περίπου σταμάτησαν οι εκτελέσεις. Μας έβαλαν στη γραμμή και με τα πόδια πήγαμε στο Χαϊδάρι.
Τις επόμενες μέρες ήρθαν και άλλοι κουκουλοφόροι για αναγνώριση. Ενας απαυτούς ο Μηνάς, υπέδειξε τον Καρμπέτ Σετιάν. Είχαν πριν καιρό τσακωθεί σ’ ένα σουβλατζίδικο στο Δουργούτι. Τον Καρμπέτ τον πήραν, μαζί μ’ έναν άλλον, απτό Χαϊδάρι και τον εκτέλεσαν στο Πικέρμι.
Εμένα με μια ομάδα 580 ατόμων, μας πήραν στις 18 Αυγούστου. Μας πήγαν στο Σταθμό Λαρίσης. Μας φόρτωσαν σε φορτηγά βαγόνια, 36 σε καθένα και 2 Γερμανοί φρουροί.
Μπαίνοντας στην Γιουγκοσλαβία, έγινε αεροπορική επιδρομή. Οι Γερμανοί μας κλείδωσαν και μας άφησαν εκεί. Αυτοί πήγαν να κρυφτούν. Φτάσαμε στη Γερμανία χωρίς να βγούμε απτά βαγόνια, που έμειναν κλειδωμένα. Εκεί μας χρησιμοποίησαν στις πιο βαρείες δουλειές. Σκαψίματα, καθαρίσματα βομβαρδισμένων και άλλα. Πάντα πεινασμένοι, με το ελάχιστο φαγητό που μας έδιναν και κινδυνεύοντας απτούς βομβαρδισμούς. Αυτό συνεχίστηκε μέχρι τέλη του Απρίλη 1945, που Γαλλικές δυνάμεις μας απελευθέρωσαν. Γυρίσαμε στα σπίτια μας στα τέλη 1945.
Με πληροφορίες από Δήμο Νέας Σμύρνης, dafninews.gr, left.gr
Πηγή αποσπασμάτων βιβλίου Γιάννη Κυριακίδη: https://pandiera.gr/το-μπλόκο-του-δουργουτιού-μέρος-3ο-4ο/