Delivery apps: Ευχή ή κατάρα για τα εστιατόρια;
Προμήθειες που φτάνουν σχεδόν στο 30%, αλλά ταυτόχρονα παραγγελίες έως και δεκαπλάσιες από αυτές του κλασικού τηλεφωνικού κέντρου, δημιουργούν μια νέα πραγματικότητα για τους επιχειρηματίες της εστίασης: Το αναλυτικό ρεπορτάζ του NouPou για όσα ισχύουν αυτή τη στιγμή στη ραγδαία αναπτυσσόμενη αγορά του online delivery
- 17/11/2021
- Κείμενο: Μάκης Αποστόλου
Δέκα χρόνια μετά την εμφάνιση του eFood στην Ελλάδα, η αγορά του online delivery έχει γιγαντωθεί με την έλευση νέων «παικτών» και τον συνολικό τζίρο να προσεγγίζει πλέον τα επίπεδα των 800 εκατ. ευρώ. Σημαντικό ρόλο στην εκτόξευσή της έπαιξε ασφαλώς και η πανδημία, καθώς χιλιάδες καταναλωτές εξοικειώθηκαν με τα delivery apps και τις παραγγελίες φαγητού και καφέ στο σπίτι.
Η κάθετη αύξηση του online τζίρου, ωστόσο, ευνόησε πολύ περισσότερο τις πλατφόρμες, παρά τα καταστήματα εστίασης, καθώς η επίτευξη μεγαλύτερης πελατείας δεν συνδυάστηκε με την ανάλογη αποκομιδή κερδών. Αιτία; Οι υψηλότατες προμήθειες που χρεώνουν οι πλατφόρμες.
Επιβολή προμηθειών που «παίζουν» συνήθως σε διψήφια ποσοστά, αγγίζοντας ακόμη και τα επίπεδα του 25%-30%, δεν αφήνει ιδιαίτερα περιθώρια κέρδους στις περισσότερες επιχειρήσεις της εστίασης, οι οποίες βρίσκονται στο εξής δίλημμα: Eίτε επιλέγουν να κινηθούν μόνες τους, δεχόμενες παραγγελίες μέσω τηλεφώνου και site, χάνοντας όμως την κρίσιμη μεγάλη μάζα των καταναλωτών που παραγγέλνουν συνήθως μέσω των delivery apps, είτε συνεργάζονται με τις πλατφόρμες διανομής, δίνοντάς τους ως αντάλλαγμα ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό από το κέρδος τους.
Τι έχουν να πουν λοιπόν οι ίδιοι οι επιχειρηματίες; Τους δώσαμε τον λόγο, για να μας περιγράψουν με τον δικό τους τρόπο πώς η συνεργασία με αυτές τις πλατφόρμες μοιάζει τελικά να είναι μονόδρομος, ακόμα κι αν πολλοί νιώθουν να έχουν εγκλωβιστεί σε μία μάχη που δεν δίνεται επί ίσοις όροις.
«Κοστίζει πολλά, αλλά δεν μπορείς να δουλέψεις χωρίς τα apps»
Iδιοκτήτης εστιατορίου στο Παλαιό Φάληρο εξηγεί στο NouPou πώς βιώνει ο ίδιος την κατάσταση: «Από τη μία, μας παίρνουν πάρα πολλά χρήματα, από την άλλη δεν μπορείς να δουλέψεις αυτή τη στιγμή χωρίς τις εφαρμογές, γιατί θα χάσεις το 40% με 50% των παραγγελιών σου». Κι ενώ για κάποια νέα μαγαζιά πολλές από αυτές τις παραγγελίες ήρθαν κατευθείαν από τα apps, για κάποιους, τους παλαιότερους, αυτό που συνέβη, σύμφωνα με τον συγκεκριμένο επιχειρηματία, είναι ότι «οι εφαρμογές ήρθαν και μας πήραν πελατολόγιο που ήδη είχαμε στο τηλεφωνικό μας κέντρο και τους έκαναν δικούς τους πελάτες. Εμείς, ό,τι παραγγελίες είχαμε πριν από μερικά χρόνια, τόσες έχουμε και τώρα. Απλώς τώρα το 55% των παραγγελιών έρχεται μέσα από τις πλατφόρμες και ένα 40% -45% έχει μείνει στο τηλέφωνο».
Μία άλλη επιχειρηματίας του κλάδου, που δραστηριοποιείται σε περιοχή κοντά στο κέντρο της πρωτεύουσας, εξηγεί στο NouPou ότι αντιμετωπίζει την κατάσταση από μια ελαφρώς διαφορετική οπτική: «Δεν είναι “κακές” οι εφαρμογές για τις επιχειρήσεις εστίασης. Γιατί η αλήθεια είναι πως χωρίς αυτές τις πλατφόρμες, απλώς δεν υπάρχεις. Είναι αναγκαίες. Όταν τυχαίνει ας πούμε να πέσει η εφαρμογή, βλέπουμε κατευθείαν ότι πέφτει και η δουλειά του μαγαζιού. Είναι λοιπόν μεγάλη βοήθεια. Βέβαια σου κρατάνε τόσο μεγάλη προμήθεια που είναι σαν να έχεις έναν κανονικό συνέταιρο. Παρ’ όλα αυτά, εμάς ο κόσμος μας έμαθε μέσα από το eFood, οπότε το βλέπω σαν να πληρώνω διαφήμιση. Και οι κατάλογοι, για να μοιράσεις από πόρτα σε πόρτα, είναι τεράστιο κόστος για μια επιχείρηση. Μάλιστα οι περισσότεροι πάνε στα σκουπίδια, ενώ με την εφαρμογή θα σε δει ο κόσμος σίγουρα». Πάντως, όπως διευκρινίζει, «αν θέλεις να εμφανιστείς στην πλατφόρμα τους στη θέση με τα προτεινόμενα, θα σου κοστίσει επιπλέον. Είναι μια κανονική χρέωση διαφήμισης, πέρα από το κόστος της συνεργασίας με την πλατφόρμα».
Οι προμήθειες, οι έξτρα χρεώσεις και η μεγαλύτερη ακτίνα διανομής
«Οι πλατφόρμες χρεώνουν υψηλές προμήθειες για τις παραγγελίες και το delivery προϊόντων. Εμείς συνεργαζόμαστε με την eFood, η οποία δεν έχει τις χρεώσεις άλλων πλατφορμών. Μας χρεώνουν μόνο για την παραγγελία περίπου 10%, ένα ποσοστό που είναι μεγάλο αν σκεφτείς πως εμάς, που έχουμε δικό μας στόλο, μας κοστίζει ένα επιπλέον 20%-25% το delivery. Άλλες πλατφόρμες, όπως η Wolt, χρεώνουν μεγαλύτερα ποσοστά, γιατί έχουν συμπεριλάβει και το delivery. Τότε, το ποσοστό προμήθειας είναι μεταξύ 20%-25%, ωστόσο αυτή η λύση ενδείκνυται για όσους δεν έχουν δικό τους στόλο», δηλώνει επικεφαλής γνωστής αλυσίδας εστιατορίων.
Η χρέωση της συνεργασίας φαίνεται πάντως πως εξαρτάται από διάφορους παράγοντες. Η ιδιοκτήτρια του εστιατορίου κοντά στο κέντρο της Αθήνας εξηγεί: «Το eFood παίρνει συνήθως -μόνο για τις παραγγελίες, χωρίς delivery- γύρω στο 12% συν ΦΠΑ. Βέβαια, ανάλογα με τον τζίρο σου, με το αν είσαι πολλά χρόνια συνεργάτης ή αν έχεις αλυσίδα καταστημάτων, αυτό το ποσοστό μπορεί να διαφοροποιηθεί. Εμείς από πέρυσι έχουμε πάει στο 10%. Αυτό αφορά μόνο το να είσαι στην πλατφόρμα. Επίσης, αν ο πελάτης πληρώσει με κάρτα, υπάρχει επιπλέον χρέωση, η οποία πληρώνεται από εμάς. Οπότε συνολικά, για ένα εστιατόριο που έχει συμφωνήσει στο 12%, αν προσθέσεις το ΦΠΑ και τη χρέωση τράπεζας, βγαίνει γύρω στο 15% πάνω σε κάθε παραγγελία».
Το συγκεκριμένο κατάστημα εξυπηρετεί με τον δικό του στόλο διανομής τις παραγγελίες που έρχονται από το eFood, ενώ επικουρικά χρησιμοποιεί πλέον και τη Wolt, που προσφέρει το δικό της delivery. «Τη Wolt τη βάλαμε πριν από έναν περίπου χρόνο. Κι αυτή μας βοήθησε. Αυξήθηκε ο τζίρος, αυξήθηκαν οι παραγγελίες. Γιατί εμείς π.χ. εξυπηρετούμε σε ακτίνα τεσσάρων χιλιομέτρων -με δικό μας delivery, μέσω τηλεφώνου και μέσω eFood- ενώ η Wolt σου δίνει την επιλογή με τον δικό της ντελιβερά να βάλεις μεγαλύτερη ακτίνα διανομής. Για να καταλάβεις για τι διαφορά μιλάμε, οι τηλεφωνικές παραγγελίες σε μία βραδιά μπορεί να είναι δέκα, ενώ από τις πλατφόρμες μπορεί να έχεις εκατό. Είναι τεράστια η διαφορά, οπότε δεν μπορείς να δουλέψεις χωρίς αυτές» υπογραμμίζει η επιχειρηματίας.
Από την πλευρά του, ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου στο Παλαιό Φάληρο αναφέρει ότι «η μόνη αύξηση που έχουμε δει στις παραγγελίες μας μέχρι τώρα, σε σχέση με το παρελθόν, έχει να κάνει με το ότι, σημεία που εμείς δεν τα εξυπηρετούσαμε πριν, λόγω μεγάλης απόστασης, η Wolt για παράδειγμα τα εξυπηρετεί βάζοντας στον πελάτη μια έξτρα χρέωση. Όταν βέβαια η εφαρμογή σου παρέχει και τον διανομέα, το ποσοστό που σου παίρνει φτάνει το 25%, το οποίο είναι πραγματικά τεράστιο».
Μοιραία, δεν είναι τελικά λίγες οι επιχειρήσεις εστίασης που δίνουν διαφορετικές τιμές ανάλογα με το κανάλι πώλησης, προκειμένου να καταφέρουν να ανταπεξέλθουν. «Το app διευκολύνει τον πελάτη, αλλά τα μαγαζιά τα αναγκάζει να έχουν άλλες τιμές στην εφαρμογή και άλλες στον τηλεφωνικό κατάλογό τους. Εμείς, εδώ και λίγο καιρό έχουμε πλέον διαφορετικές τιμές στην πλατφόρμα από ό,τι στο τηλέφωνο. Αλλιώς δεν βγαίνει. Εγώ, για να βγαίνω ως επιχείρηση, πρέπει να έχω ένα τελικό κέρδος 15%-19%. Με τις πλατφόρμες πέφτω στο 9%-11%. Είναι λοιπόν αναγκαίο να δουλέψω με άλλες τιμές εκεί» αναφέρει χαρακτηριστικά επιχειρηματίας του κλάδου.
Wolt: «Εάν κάποιος κοστολογήσει όσα προσφέρουμε, θα αντιληφθεί πως η προμήθεια που λαμβάνουμε δεν είναι υψηλή»
Πάντως οι ίδιες οι εταιρείες διανομής εξηγούν ότι οι παροχές που προσφέρουν στους καταστηματάρχες της εστίασης είναι τόσες που δικαιολογούν πλήρως τις προμήθειες. Σε σχετική ερώτηση, η Wolt έκανε την εξής τοποθέτηση στο NouPou: «Στην αγορά της Ελλάδας δραστηριοποιούνται διάφορες πλατφόρμες online delivery, οι οποίες παρέχουν διαφορετικά πακέτα υπηρεσιών. Υπάρχουν πλατφόρμες που προσφέρουν μόνο την παραγγελιοληψία, άλλες που προσφέρουν την παραγγελιοληψία και τη διανομή, ενώ η Wolt παρέχει ένα συνολικό πακέτο υπηρεσιών που περιλαμβάνει την εξυπηρέτηση του πελάτη, την παραγγελιοληψία, την προώθηση της επιχείρησης στην εφαρμογή και φυσικά τη διανομή στον πελάτη. Το επικρατέστερο μοντέλο στην Ελλάδα είναι η πλατφόρμα να προσφέρει την παραγγελιοληψία και το κατάστημα να αναλαμβάνει τη διανομή. Η Wolt όμως καλύπτει όλο το φάσμα των υπηρεσιών που χρειάζονται για να φτάσει η παραγγελία στον πελάτη με ασφάλεια και επαγγελματική εξυπηρέτηση, απαλλάσσοντας το κατάστημα από σημαντικά κόστη και έξοδα. Εδώ αξίζει να τονίσουμε ότι, όταν ένα κατάστημα αναλαμβάνει αυτές τις εργασίες με ίδιους πόρους ή ακόμα και αναπτύσσοντας δική του εφαρμογή παραγγελίας, θα επιβαρυνθεί με σημαντικά κόστη ανάπτυξης και διαχείρισης της εφαρμογής, καθώς και τις αμοιβές των διανομέων, ανεξάρτητα από το εάν υπάρχουν ή όχι παραγγελίες. Για τα συνεργαζόμενα καταστήματα λοιπόν ως Wolt αναλαμβάνουμε το σύνολο αυτών των εργασιών, απαλλάσσοντας τους συνεργάτες μας από σημαντικά πάγια έξοδα και δίνοντάς τους τη δυνατότητα να χρεώνονται μόνο για κάθε παραγγελία που παραδίδουμε για λογαριασμό τους. Εάν κάποιος τα κοστολογήσει όλα αυτά, τότε θα αντιληφθεί πως η προμήθεια που λαμβάνουμε από τα μαγαζιά δεν είναι υψηλή. Ουσιαστικά, μέσω της Wolt τα καταστήματα αποκτούν ένα επιπλέον κανάλι πωλήσεων, χωρίς ωστόσο να αυξάνουν τα κόστη τους».
Πελατεία από το… πουθενά
Αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι τα delivery apps προσφέρουν στα καταστήματα εστίασης πελάτες τους οποίους δεν θα μπορούσαν να προσεγγίσουν σε διαφορετική κατάσταση. Από την άλλη μεριά όμως, το τίμημα για την επιπλέον πελατεία δεν είναι βαρύ μόνο από οικονομικής άποψης, αλλά οι εκπρόσωποι του κλάδου εκφράζουν και άλλα, διαφορετικά παράπονα.
Ένα πρόβλημα που δημιουργείται σε μια επιχείρηση που δουλεύει πολύ με τις πλατφόρμες δεν είναι άλλο από αυτό της ρευστότητας. «Όταν ο πελάτης πληρώνει με κάρτα απευθείας στην εφαρμογή, τα χρήματα δεν τα παίρνουμε εμείς αμέσως. Μας τα βάζουν αργότερα. Οι κάρτες από το eFood πληρώνονται σε εμάς μια φορά την εβδομάδα -μέχρι πρόσφατα ήταν μια φορά τον μήνα- ενώ από τη Wolt διαλέγεις: το ελάχιστο είναι κάθε τέσσερις μέρες. Όμως έτσι δεν έχεις χρήματα για να κινηθείς. Είναι πολύ δύσκολο αυτό για μία επιχείρηση με τόσα καθημερινά έξοδα, με προμήθειες κλπ» εξηγεί ένας από τους ερωτηθέντες επιχειρηματίες.
Η χρήση του διανομέα που προσφέρει η εφαρμογή δημιουργεί ταυτόχρονα ένα επιπλέον ζήτημα: «Από τη στιγμή που το πακέτο παραδίδεται στον διανομέα της εφαρμογής, εμείς δεν έχουμε καμία ενημέρωση και καμία δυνατότητα ελέγχου. Δεν γνωρίζω αν πηγαίνει το προϊόν μου σωστά, αν πηγαίνει στην ώρα του, αν πηγαίνει ζεστό. Δεν ξέρω καν ποιος είναι ο πελάτης και πού βρίσκεται, αν είναι στο διπλανό τετράγωνο ή αν βρίσκεται σε άλλον δήμο. Η εφαρμογή με ενημερώνει μόνο για τα περιεχόμενα της παραγγελίας, χωρίς να ξέρω κάτι παραπάνω για τον πελάτη» επισημαίνεται χαρακτηριστικά.
Οι «παίκτες» της αγοράς
Θετικά λειτούργησε η περίοδος της πανδημίας και των απανωτών lockdowns για την eFood η οποία είδε τον κύκλο εργασιών της το 2020 να ανέρχεται στα €64,4 εκατ., σημειώνοντας ετήσια αύξηση 49,38%. Σύμφωνα με τη δημοσιοποίηση των οικονομικών αποτελεσμάτων της πλατφόρμας, η αύξηση στον τζίρο της εταιρείας προήλθε από την αύξηση των παραγγελιών μέσω αυτής, που επέφερε κι αύξηση των εσόδων από τις παραγγελίες κατά €13,4 εκατ. σε σχέση με το 2019. Τα EBITDA της εταιρείας ανήλθαν σε 31,65 εκατ. ευρώ (+33,53% από το 2019) και τα καθαρά κέρδη σε 28,7 εκατ. ευρώ αυξημένα κατά 29% συγκριτικά με την αμέσως προηγούμενη χρονιά.
Θυμίζουμε ότι η εταιρεία μέσα στην πανδημία προχώρησε σε συνεργασία-κλειδί στον κλάδο των super market με την κορυφαία αλυσίδα στη χώρα, την Σκλαβενίτης. Παράλληλα εμπλουτίζει διαρκώς τη γκάμα των προϊόντων που κάνει delivery, επεκτεινόμενη και σε τομείς εκτός εστίασης (π.χ. ανθοπωλεία, βιβλιοπωλεία, προϊόντα φαρμακείου κ.ά.), ενώ ενισχύει την παρουσία της σε περισσότερες πόλεις στη χώρα.
Τέλος, δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τη μικρή λιανική. Προκειμένου να διευκολυνθούν οι καθημερινές αγορές, δημιουργήθηκε πριν λίγους μήνες το eFood market, προσφέροντας χιλιάδες κωδικούς προϊόντων supermarket, άμεσα και γρήγορα. Παράλληλα, η Delivery Hero προχώρησε στην εξαγορά εταιρειών από τον όμιλο Μούχαλη και πιο συγκεκριμένα της Άλφα Διανομές, της ΙΝΚΑΤ (Kiosky’s, E-table) και του delivery.gr.
Παρότι ήρθε στην Ελλάδα το 2019, κατάφερε πέρυσι να εκτοξεύσει τον τζίρο της στα 12,8 εκατ. ευρώ από 3 εκατ. την αμέσως προηγούμενη χρονιά και να κλείσει τη χρήση με κέρδη 283 χιλ. Ευρώ από 71 χιλ. το 2019. Και φέτος πάντως η ανάπτυξη των μεγεθών κινείται ανοδικά, καθώς έχουν προστεθεί πολλές πόλεις στην κάλυψη του δικτύου της.
Θυμίζουμε ότι η Wolt, εκτός από την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, μέσα στο έτος επεκτάθηκε σε Λάρισα, Πάτρα, Βόλο και Ηράκλειο. Παράλληλα, στην πλατφόρμα της πλέον φιλοξενεί επιχειρήσεις και από άλλους τομείς δραστηριότητας όπως π.χ, κάβες, ανθοπωλεία, παιχνιδάδικα κ.ά. Τέλος, ιδιαίτερη έμφαση δίνει η εταιρεία στο Wolt Market.
Η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα, εκτός Φινλανδίας, στην οποία η Wolt εφαρμόζει αυτό το μοντέλο αγορών, το οποίο:
- Εγγυάται χρόνο παράδοσης παραγγελιών τα 25′
- Δεν προμηθεύεται τα προϊόντα από αλυσίδες ή καταστήματα, αλλά
- Κλείνει απευθείας συμφωνίες με προμηθευτές και Cash & Carry
«Με το Wolt Market, αξιοποιήσαμε την τεχνολογία και την εμπειρία της Wolt για να δημιουργήσουμε μια νέα κατηγορία market. Δίνουμε τη δυνατότητα στους πελάτες μας να έχουν όλα τα ψώνια της εβδομάδας, μέσα σε λίγα λεπτά στην πόρτα τους, ή -αν προτιμούν- να προγραμματίσουν να τα παραλάβουν την ώρα και τη μέρα, που τους εξυπηρετεί. Στόχος μας είναι οι πελάτες μας να παίρνουν τα ψώνια τους εύκολα και γρήγορα και να μην ανησυχούν αν θα ξοδέψουν πολύ χρόνο στο supermarket ή αν θα το προλάβουν ανοιχτό», είχε αναφέρει σχετικά ο Δημήτρης Καρέλος, Γενικός Διευθυντής της Wolt για Ελλάδα, Κύπρο και Μάλτα.
Σταθερά συνεχίζει την ανοδική του πορεία στην ελληνική αγορά το BOX, η υπηρεσία online παραγγελίας φαγητού της Cosmote, καθώς ξεπέρασε τα 9.000 καταστήματα σε 60 πόλεις σε όλη την Ελλάδα, γεγονός που οφείλεται, σύμφωνα με την εταιρεία, στο πρόγραμμα επιβράβευσης, αλλά και στο μεγάλο δίκτυο συνεργατών πανελλαδικά, που συνεχώς επεκτείνεται. Όπως αναφέρεται, ήδη από τον περασμένο Ιούνιο, ο τζίρος και οι χρήστες του ΒΟΧ υπερδιπλασιάστηκαν.
Επιπλέον, πολύ ικανοποιητικές είναι και οι παραγγελίες μέσα από το BOX app (Android, iOS) και το www.box.gr, στα supermarkets, Μασούτης και Κρητικός, καθώς έχουν διατηρήσει τη δυναμική τους. Μάλιστα, έχει παρατηρηθεί 50% αύξηση των πωλήσεων σε είδη super market από την αρχή της χρονιάς.
Εκτός από τα supermarkets, στο ΒΟΧ οι καταναλωτές μπορούν να βρουν και καταστήματα μαναβικής, κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία στην κατηγορία Φρέσκα Τρόφιμα, ενώ στην κατηγορία Μάρκετ & Ψιλικά θα βρουν καταστήματα delicatessen, κάβες, βιολογικά προϊόντα, αλλά και ζαχαροπλαστεία. Η πλατφόρμα εμπλουτίζεται συνεχώς με νέα καταστήματα, καλύπτοντας νέες περιοχές και προχωρώντας σε συνεργασία με μεγάλες αλυσίδες εστίασης.
Πρόσφατα μπήκε στην ελληνική αγορά online delivery η Rocket. Η Rocket ιδρύθηκε στην Ουκρανία το 2018 και μέσα σε τρία χρόνια έχει καταφέρει να επεκταθεί σε 28 πόλεις και 18 περιφέρειες της χώρας, παραδίδοντας όχι μόνο φαγητό, αλλά και είδη supermarket. Πλέον, αποτελεί τη δεύτερη πιο δημοφιλή εφαρμογή μετά την Glovo στην τοπική αγορά. Ακόμη, η εταιρεία δραστηριοποιείται στην Ολλανδία, ενώ πρόσφατα μπήκε στην αγορά της Κύπρου.
Στην Ελλάδα στόχος της εταιρείας είναι να ενταχθεί σε πληθώρα καταστημάτων εστίασης, που θα παρέχουν μεγάλη ποικιλία επιλογών στους καταναλωτές. Σε αυτή την κατεύθυνση και προκειμένου να προσελκύσει περισσότερους πελάτες, η υπηρεσία θα γίνει διαθέσιμη και στο κέντρο της Αθήνας, μέσα στις επόμενες εβδομάδες. Ήδη, τα καταστήματα που έχουν ενταχθεί στην πλατφόρμα της Rocket, επωφελούνται της υψηλού επιπέδου εξυπηρέτησης και των ανταγωνιστικών προνομίων που παρέχει, μεταξύ των οποίων είναι η χρέωση χαμηλότερων προμηθειών, οι συμβουλευτικές υπηρεσίες marketing και προώθησης στα social media και η επαγγελματική φωτογράφιση γευμάτων και πιάτων.
Τι συμβαίνει στις ΗΠΑ
Για τις αλυσίδες εστίασης στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι πλατφόρμες delivery (Postmates, Uber Eats, Door Dash, Grubhub) αποτελούν μία λύση, ωστόσο η συντριπτική πλειονότητα αυτών χρεώνουν υψηλές προμήθειες: Από 25% έως και 35% – 40%! Αν και πολλοί καταναλωτές δεν γνωρίζουν τον τρόπο χρέωσης των υπηρεσιών delivery, τα περισσότερα εστιατόρια έχουν έρθει αντιμέτωπα με υπέρογκες χρεώσεις, οι οποίες την εποχή του κορονοϊού οδηγούν τον τζίρο των επιχειρήσεών τους σε χαμηλότερα επίπεδα και αυξάνουν τα έξοδα.
Ο γνωστός Chef Elis Sussman, ιδιοκτήτης του εστιατορίου Samesa στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, δηλώνει πως – σύμφωνα με το συμβόλαιο, που έχει με τη Seamless – απαιτείται να δίνει 25% για κάθε παραγγελία. «Το ποσό είναι υπέρογκο και μάλιστα η εταιρεία μπορεί, αν θέλει, να με χρεώσει επιπλέον προμήθεια 10% σε περίπτωση που κάνει delivery του προϊόντος στην πόρτα του καταναλωτή. Η λύση είναι η συνεργασία με εταιρείες delivery, που κάνουν παραδόσεις προϊόντων με ένα flat fee».
Παρόμοια εικόνα παρουσιάζουν και άλλοι ιδιοκτήτες εστιατορίων. Ο Deepak Kaul, ιδιοκτήτης του εστιατορίου Bhuna στο Πόρτλαντ του Όρεγκον, εξηγεί πως πληρώνει προμήθεια 27% στο Caviar και 30% σε Grubhub και Postmates. O ίδιος σημειώνει πως «οι χρεώσεις είναι υπέρογκες και δημιουργούν πρόβλημα στα οικονομικά της επιχείρησης την εποχή του κορονοϊού. Θα μπορούσαν οι τιμές να είναι πιο φιλικές σε αυτή τη δύσκολη φάση, που περνάμε, εξαιτίας της κρίσης της πανδημίας και όχι να προστίθεται έξτρα κόστος για τους επιχειρηματίες».
Η Uber Eats, στην ιστοσελίδα της, σημειώνει πως χρεώνει 30% τα εστιατόρια για delivery και 15% για απλή παραγγελία. Ωστόσο, όπως σημειώνει η Reem Assil, ιδιοκτήτρια του ομώνυμου εστιατορίου στο Όκλαντ της Καλιφόρνια , «σε περίπτωση, που κάνεις αποκλειστική συμφωνία μαζί τους, τότε υπάρχει μια μικρή μείωση της συνολικής προμήθειας. Γενικότερα, σε αυτές τις περιπτώσεις, οι προμήθειες κυμαίνονται από 20%-29%».
Από τη μεριά του, ο Samir Mogannam, ιδιοκτήτης του Beit Rima στο Σαν Φρανσίσκο, δηλώνει πως «είναι πολύ δύσκολο για τις επιχειρήσεις εστίασης στη συγκεκριμένη συγκυρία να ανταπεξέλθουν σε προμήθειες 30%. Είναι άδικο, καθώς οι πλατφόρμες θα έπρεπε να στηρίξουν τον κλάδο σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση και να βοηθήσουν να αυξηθούν οι παραγγελίες. Από τα έσοδα από τις πωλήσεις μας εξαρτώνται οι θέσεις εργασίας και η βιωσιμότητά μας».
Ανώτατο όριο χρεώσεων
Οι επαγγελματίες της εστίασης καλωσόρισαν τη θέσπιση ανώτατου ορίου χρεώσεων: Μέχρι αυτή τη στιγμή, τρεις πολιτείες (Νέα Υόρκη, Καλιφόρνια και Τέξας) και εκατοντάδες δήμοι στις ΗΠΑ έχουν θεσπίσει ή εξετάζουν παρόμοια νομοθεσία, ωστόσο οι εταιρείες παράδοσης έχουν καταγγείλει αυτήν την πολιτική -την «τυφλή» όπως την αποκαλούν θέσπιση ορίων- εκτιμώντας ότι, κάτι τέτοιο, μπορεί να έχει επιπτώσεις στους καταναλωτές.
Στο Πόρτλαντ του Όρεγκον, μια πολιτεία που έχει θεσπίσει ανώτατο πλαφόν στο 10%, οι μαγαζάτορες χαρακτήρισαν το πλαφόν «τεράστια βοήθεια». Η Katy Connors, Διευθύντρια του εστιατορίου Hat Yai στο Πόρτλαντ, δήλωσε: «Χωρίς αυτά τα ανώτατα όρια, θα δούμε ένα εξαιρετικά υψηλό ποσοστό λουκέτων. Δεν ξέρω αν το πλαφόν στις χρεώσεις είναι η απάντηση στο πρόβλημα. Αλλά νομίζω ότι πρέπει να υπάρξει κάποια ρύθμιση για τις πλατφόρμες».