#ΠρότζεκτΓειτονιές: Πλατεία Ξενοφώντος, μια διαχρονική σταθερά σε μια Γλυφάδα που αλλάζει
#ΠρότζεκτΓειτονιέςΗ Γλυφάδα είναι γεμάτη μικρές και μεγάλες γειτονιές. Γειτονιές που η κάθε μία έχει τις δικές της ιστορίες να διηγηθεί, τους δικούς της ήρωες να υμνήσει και πάνω από όλα τα δικά της μαγαζιά να δημιουργούν τον ξεχωριστό της μικρόκοσμο. Μια από αυτές είναι και η πλατεία Ξενοφώντος, στην οποία είναι αφιερωμένο το οδοιπορικό που ακολουθεί.
- 06/12/2021
- Κείμενο: Δημήτρης Κουπριτζιώτης
Η οδός Ξενοφώντος είναι ένας δρόμος που η μία του άκρη βρίσκεται στο Γκολφ της Γλυφάδας και η άλλη σχεδόν ακουμπάει στη λεωφόρο Βουλιαγμένης. Ο πυρήνας της όμως δεν βρίσκεται ούτε στη μία άκρη, ούτε στην άλλη. Βρίσκεται εκεί που ήταν ο παλιός ‘σινεμάς’ (όπως μας τον είπαν κάποιοι από τους κατοίκους που συναντήσαμε), ο οποίος είναι πλέον κλειστός. Εδώ θα μπορούσε κανείς να πει πως για πολλά χρόνια χτυπούσε η καρδιά ολόκληρης της Γλυφάδας, με τις ταινίες και τα ραντεβουδάκια, με τον μοναδικό dolby ήχο και τη γεύση του ποπ κορν, με τις οικογενειακές εξόδους στον Σέρκο ή τα εφηβικά φιλιά στα παγκάκια της απέναντι παιδικής χαράς αμέσως μετά την την προβολή.
Ακριβώς απέναντι από το κλειστό πλέον Odeon Glyfada -που όπως μαθαίνω θα γίνει σύντομα super market γνωστής αλυσίδας- βρίσκεται σήμερα το νέο επίκεντρο της γειτονιάς, η ανακαινισμένη παιδική χαρά. Φωνές, γέλια και παιδικά κλάματα δίνουν ζωή στην μικρή πλατεία. Περιστέρια τσιμπολογάνε ψίχουλα από κουλούρια, καροτσάκια πάνε κι έρχονται, μια μπάλα περνάει σχεδόν πάνω από το κεφάλι μας και προσγειώνεται πάνω σε έναν πιτσιρικά, που πέφτει κάτω κλαίγοντας. Είναι πρωί Τετάρτης και η βόλτα μας στη γειτονιά έχει μόλις ξεκινήσει.
Πρώτη στάση στο γωνιακό παλαιοπωλείο. Μπορεί να μοιάζει σα να βρίσκεται εκεί για δεκαετίες, αλλά η αλήθεια είναι πως άνοιξε πριν από μερικά χρόνια ως υποκατάστημα ενός παλαιοπωλείου με έδρα στο Μοναστηράκι. Αμέτρητα αντικείμενα -στοιβαγμένα με έναν οργανωμένα άναρχο τρόπο, όπως συμβαίνει σε κάθε αντικερί που σέβεται τον εαυτό της- καλύπτουν το πεζοδρόμιο. Ο ιδιοκτήτης δεν τρελαίνεται για συζητήσεις, όμως έξω από το μαγαζί έχουν καθίσει τρεις κύριοι και πίνουν τον καφέ τους κουβεντιάζοντας. Θα περίμενα να δω αυτήν την εικόνα σε κάποιο καφενείο ή στην ταβέρνα λίγο πιο κάτω, αλλά όχι, οι γέροντες της γειτονιάς (με την έννοια του σοφού και όχι του ηλικιωμένου) αράζουν έξω από αυτό το παλαιοπωλείο. Το όνομα και των τριών είναι Κώστας. Δεν γινόταν να τους αγνοήσω.
«Η γειτονιά, όπως και όλη η Γλυφάδα, δημιουργήθηκε από τη χούντα και μετά. Στην αρχή κέντρο της ήταν ο σινεμάς, σήμερα όμως είναι η παιδική χαρά. Για αρκετά χρόνια ήταν όλα σπασμένα και παρατημένα. Ο Παπανικολάου την ανακαίνισε και της έδωσε ζωή. Εγώ εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα. Από τα παλιά χρόνια πολύ λίγα πράγματα έχουν μείνει», λέει ο κύριος Κώστας Κιρκιλίτσης.
Ο έτερος Κώστας, που προτιμά να μην γράψω το επίθετό του, συνεχίζει: «Εγώ έμενα στην οδό Δασκαρόλη, και από το σπίτι μου έβλεπα τα αστέρια – τα Αστέρια της Γλυφάδας. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο τότε. Ένας φούρνος μονο και η πλατεία. Τίποτα άλλο. Και ο δρόμος τότε ήταν γεμάτος δάφνες. Παντού υπήρχαν δάφνες».
Ο κυριος Κώστας Κιρκιλίτσης, ο οποίος είχε βάλει υποψηφιότητα για Δήμαρχος Γλυφάδας το 1982 και το 1990, συνεχίζει με ένα παράδειγμα για να μου δώσει να καταλάβω πόσο διαφορετική ήταν η Γλυφάδα πριν από αρκετές δεκαετίες: «Επάνω στην Λαμπράκη, πίσω από το περίπτερο υπάρχει μια πλατεία. Εκεί βρίσκεται το πολυβολείο. Αυτό το είχαν στήσει οι Γερμανοί για να ελέγχουν τον Σαρωνικό. Για να καταλάβεις, από εκεί πάνω έβλεπαν όλο τον κόλπο, αφού δεν υπήρχε τίποτα κάτω. Λίγο πριν και πολύ περισσότερο μετά τη χούντα όμως, τα χαμόσπιτα άρχισαν να γίνονται πολυκατοικίες και να έρχονται όλο και περισσότεροι άνθρωποι εδώ».
Όταν τους ρωτάω γιατί κάθονται στο παλαιοπωλείο και όχι σε κάποιο καφέ, μου δείχνουν ένα μαγαζί. Εκεί ήταν το παλιό καφενείο της γειτονιάς. Τώρα πια είναι κλειστό. Παραδίπλα είναι το μαγαζί της κυρίας Ανθούλας, της μοδίστρας. «Θα περάσω κι από εκεί για να μιλήσω μαζί της», σκέφτομαι. Βέβαια σύντομα αποδείκνύεται πως λογάριαζα χωρίς τον ξενοδόχο, αφού η κυρία Ανθούλα όταν φτάνω έξω από το μαγαζί της είναι τόσο απορροφημένη στη δουλειά της που δεν έχει χρόνο (ή διάθεση) ούτε για καλημέρα.
Επόμενη στάση, η Ιωλκός. Είναι το εστιατόριο που γνωρίζει όλη η Γλυφάδα – και όχι μόνο. Είναι ακόμα νωρίς, όμως η Μαρία Παπαγεωργίου, η ιδιοκτήτρια, είναι ήδη εδώ.
Η Ιωλκός ξεκίνησε το 2013 σαν ένα παραδοσιακό τσιπουράδικο, σαν αυτά που βρίσκεις στον Βόλο. Με τα ουζάκια, τα μεζεδάκια και την απλή και παρεΐστικη ατμόσφαιρα. Σήμερα είναι ένα εστιατόριο που δεν απαρνιέται τον αυθεντικό χαρακτήρα του, έχει όμως επανεφεύρει τον εαυτό του. «Ο ίδιος ο κόσμος μας ώθησε να αλλάξουμε το ύφος του μαγαζιού. Από το 2018 άλλαξε εντελώς και έγινε ένα πιο εστιατορικό μαγαζί – και στη διακόσμηση αλλά και στα πιάτα που προσφέρει. Το μενού πια επιμελείται ο σεφ Μιχάλης Ντουνέτας και δίνουμε έμφαση στην ποιότητα και στην πρώτη ύλη». Εδώ θα βρεις καθημερινά ό,τι βγάζει η θάλασσα: Ψάρια, όστρακα, στρείδια, κυδώνια, γυαλιστερές, πετροσωλήνες, καραβίδες… «Έχουμε πιστούς πελάτες και θέλουμε να τους προσφέρουμε υψηλής ποιότητας πρώτη ύλη και φρέσκα ψάρια. Αυτό που κάνουμε και είναι διαφορετικό, είναι ότι ο πελάτης μπορεί να διαλέξει ένα ψάρι από την ψαριέρα και να του το προσφέρουμε σε πολλές παραλλαγές. Επίσης έχουμε μια ανανεωμένη λίστα κρασιών αλλά και αρκετά παλαιωμένα τσίπουρα».
Όσο για το πώς καταφέρνει ένα εστιατόριο που δεν βρίσκεται καν στο εμπορικό κέντρο της Γλυφάδας να έχει πελάτες από κάθε σημείο της Αθήνας, η Μαρία εξηγεί: «Εμάς μας έμαθε ο κόσμος στόμα με στόμα. Δεν βρισκόμαστε στο κέντρο για να περνάει ο άλλος και να κάτσει. Είμαστε σε μια γειτονιά λίγο πιο έξω και οι πελάτες μας μας έχουν μάθει λόγω της ποιότητας που προσφέρουμε».
Φεύγοντας από την Ιωλκό και επιστρέφοντας προς την παιδική χαρά, πέφτω πάνω στη Ρεβέκκα που, πέρα από τατουάζ, κάνει κοινωνικό έργο αφού μοιράζει μέσα από το μελάνι και την τέχνη της αυτοπεποίθηση σε γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε μαστεκτομή. «Δεν ζωγραφίζω θηλές με τατουάζ. Μετατρέπω σημάδια πολέμου σε σύμβολα ειρήνης. Κλείνω την πόρτα των νοσοκομείων και ανοίγω μια χαραμάδα στην καινούρια ζωή που έρχεται. Στη ζωή μετά τον καρκίνο του μαστού» μου λέει μεταξύ άλλων στην άκρως ενδιαφέρουσα συζήτησή μας.
Δίπλα στη Ρεβέκκα είναι το μαγαζί από όπου θα ξεκινήσεις την μέρα σου αν μένεις στην Ξενοφώντος. Είναι το Cakers από όπου θα πάρεις τον πρωτο σου καφέ και το γλυκάκι για πρωινό. Η Λουίζα και η Ελισάβετ έχουν φτιάξει έναν γλυκό παράδεισο ο οποίος άνοιξε πριν από δυόμισι χρόνια και μας διδάσκει την τέχνη της ζαχαροτεχνίας. «Οι καταστάσεις του κορονοϊού, αλλά και με τον τρόπο της η ίδια η γειτονιά, μας ζήτησε να εξελιχθούμε και, από εργαστήρι που ήμασταν, να αρχίσουμε να προσφέρουμε καφέ και να ασχοληθούμε με τη γαλλική ζαχαροπλαστική για να προσφέρουμε ένα γλυκό πρωινό στους γείτονές μας» μου λέει η Ελισάβετ καθώς με κερνάει έναν ζεστό καφέ. Καμία τους δεν είναι Γλυφαδιώτισσα, όπως μαθαίνω. Τις ρωτάω λοιπόν πώς αποφάσισαν να ανοίξουν το κατάστημά τους εδώ. «Επιλέξαμε το σημείο αυτό τυχαία. Το μαγαζί πριν από εμάς το είχε μια κοπέλα η οποία έκανε την ίδια δουλειά. Είχε δηλαδή το εργαστήριο ζαχαροπλαστικής της εδώ. Την ακολουθούσα μάλιστα στο Instagram και τη θαύμαζα πάρα πολύ. Έτσι, μόλις είδα πως αποφάσισε να σταματήσει να εργάζεται σε αυτό το κομμάτι, ήρθαμε με την Ελισάβετ, της μιλήσαμε και κάπως έτσι πήραμε εμείς τη σκυτάλη» θυμάται η Λουίζα.
Λίγο πιο κάτω, ένα ακόμα τοπόσημο της περιοχής. Ο φούρνος Κατσαρός, μια οικογενειακή επιχείρηση που μετρά περίπου τέσσερις δεκαετίες ζωής. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην τον δεις αν περνάς από εδώ και -ειδικά αν είσαι Γλυφαδιωτης- δεν υπάρχει περίπτωση να μην τον ξέρεις. Ο Αλέξανδρος, γιος του ιδρυτή και ένας εκ των ιδιοκτητών σήμερα μαζί με τα αδέρφια του, αναλαμβάνει εκ μέρους όλης της οικογένειας να μου μιλήσει και να με ξεναγήσει στον ιστορικό φούρνο. «Είναι πολύ σημαντικό να στηρίζει η γειτονιά τα μαγαζιά της αλλά και εμείς να στηρίζουμε τους ανθρώπους της γειτονιάς, προσφέροντας το καλύτερο δυνατό που μπορούμε. Ό,τι προσφέρουμε το φτιάχνουμε εδώ μέσα με πάρα πολύ μεράκι και με την καλύτερη ποιότητα» μου λέει καθώς πηγαίνουμε προς το εργαστήριο από όπου βγαίνουν ένα σωρό θεϊκές μυρωδιές.
Πριν μπούμε όμως στα άδυτα του εργαστηρίου, ο Αλέξανδρος προλαβαίνει να δει με την άκρη του ματιού του έναν πατέρα με το παιδάκι του στο καρότσι και τρέχει να τους προσφέρει από ένα κουλουράκι. Μετά χαιρετά τον κύριο Νίκο, έναν ηλικιωμένο κύριο που έχει έρθει για να πάρει ψωμί, καλημερίζοντάς τον εγκάρδια.
Επιστρέφοντας στη συζήτησή μας και προχωρώντας προς το εργαστήριο, τον ρωτάω τι θυμάται από την παλιά Ξενοφώντος. Μου δείχνει το σινεμά. «Εκεί είχα δει το Apollo 13 με ήχο dolby surround. Ένιωθα ότι πετούσα στο διάστημα».
Φεύγοντας από τον Κατσαρό προμηθευμένος με διάφορα καλούδια, σταματώ στην ταβέρνα Ηλίας. Ο κύριος Ηλίας με χαιρετάει. Ρωτάω για την ιστορία του μαγαζιού. «Εδώ πριν από την ταβέρνα μας υπήρχε ένα ψητοπωλείο, που είχε ανατολίτικα (σ.σ.: ο γνωστός Σέρκος). Εμείς είμαστε παραδοσιακή οικογενειακή ταβέρνα και ανοίξαμε πριν από δύο σχεδόν χρόνια. Όμως από τότε που κλείσαμε για τον κορονοϊό τα πράγματα είναι αρκετά δύσκολα. Δεν μπορούμε εύκολα να σταθούμε στα πόδια μας και να ανταπεξέλθουμε στα έξοδα. Μας έχει ισοπεδώσει η κατάσταση».
Είναι στενάχωρο να ακούς ανθρώπους με μικρές επιχειρήσεις να δυσκολεύονται να τα βγάλουν πέρα. Υπάρχουν βέβαια και κάποιες που με έναν μαγικό τρόπο καταφέρνουν και επιβιώνουν για δεκαετίες ολόκληρες. Ακριβώς όπως η Αλέα, το mini market που βρίσκεται 25 χρόνια στη γειτονιά της Ξενοφώντος. Convenience Store γράφει απ’ έξω. Μέσα από το ταμείο συναντώ την κ. Μαρία Παπακωνσταντίνου, η οποία το τρέχει όλα αυτά τα χρόνια – αν και πια έχει, όπως μου εξηγεί, και βοήθεια από τις κόρες της. Κόσμος μπαίνει και βγαίνει διαρκώς και εκείνη μαζί με την κόρη της, Κατιάνα, τους εξυπηρετούν όλους αμέσως, πολλές φορές χωρίς καν οι πελάτες να πουν τι τσιγάρα ή ποια σοκολάτα θέλουν.
Και κάπως έτσι κλείνει αυτό το οδοιπορικό. Με μικρές καθημερινές συνήθειες και ανθρώπινες σχέσεις που τις έχουν χτίσει τα χρόνια και οι καταστάσεις. Όπως μου εκμυστηρεύεται η κ. Παπακωνσταντίνου, τώρα που το Σινέ Γλυφάδα θα γίνει μεγάλο super market, φοβάται πως ίσως όλο αυτό χαθεί. Ελπίζω ειλικρινά πως όχι.