Ένα πρωινό στη Βούλα με τον Πασχάλη, τον σταρ της διπλανής πόρτας
Αφιέρωμα: ΒούλαΟ Πασχάλης, ο διαχρονικός τραγουδιστής της αιώνιας εφηβείας μας, αφηγείται τη ζωή του στο NouPou.
- 11/07/2022
- Κείμενο: Γεωργία Βαμβακερού
- Φωτογραφίες: Νίκος Μυλωνάς
Τα τραγούδια του έγιναν η μουσική επένδυση κάποιων από τις πιο ρομαντικές στιγμές μας: Ο «Τρόπος», ο «Αλέξης», το «Όταν πηγαίναμε μαζί σχολείο», για τη γενιά των 60s και των 70s. Το «μπαράκι» και ο «καταπληκτικός» για τη γενιά των 80s και 90s κι ύστερα έγινε πια διαχρονικός, ο τραγουδιστής της νεότητας, της εφηβικής αθωότητας και του πρώτου σκιρτήματος.
Ο Πασχάλης συνεχίζει ακάθεκτος μια καριέρα χωρίς διακοπή, με την ίδια ζωντάνια, σαν να μην πέρασε μια μέρα από επάνω του. Πριν από μερικούς μήνες, στο «Μουσικό Κουτί» του Νίκου Πορτοκάλογλου, μας εξέπληξε για άλλη μια φορά με τη φρεσκάδα και την ενέργειά του.
Εκτός σκηνής κυκλοφορεί στη Γλυφάδα και τη Βούλα με το ποδήλατο, πίνει καφέ με τα φιλαράκια του στα παραλιακά μαγαζιά, ψωνίζει στα σούπερ μάρκετ και τις λαϊκές αγορές για την οικογένειά του και χαιρετάει, χωρίς σταριλίκια, όλον τον κόσμο.
«Είμαι ο “σταρ” της διπλανής πόρτας. Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν θα ήταν καλύτερο για την καριέρα μου να κρατάω το σταριλίκι μου και να πουλάω μούρη στον κόσμο ή να είμαι όπως αισθάνομαι, χαλαρά. Ξέρεις πώς αισθάνομαι; Όταν είμαι στη σκηνή είμαι πραγματικά σταρ, αυτός που εκφράζει τα συναισθήματα του κόσμου με τα τραγούδια. Κι όταν ο κόσμος θέλει αυτόν τον καλλιτέχνη απρόσιτο, του δίνω αυτή την αίσθηση. Όμως στην πραγματικότητα, σαν άνθρωπος, είμαι πολύ φιλικός, πολύ κοινωνικός και δεν θέλω να κρατάω αποστάσεις από τον κόσμο που συνδέει, με κάποιον τρόπο, τη ζωή του με τα τραγούδια μου».
«Αυτό συνέβαινε από την αρχή της καριέρας μου, ακόμα κι όταν με κυνηγούσαν πλήθη θαυμαστριών. Η επιτυχία ήρθε πολύ γρήγορα, αμέσως σχεδόν μόλις ξεκίνησα. Μέσα σε έναν χρόνο ήμουν σούπερ σταρ. Δεν μπορούσα να κυκλοφορήσω στον δρόμο. Αυτό προσπάθησα να το διαχειριστώ, πρώτα στη σκέψη και την ψυχολογία μου κι ύστερα στην κοινωνική μου συμπεριφορά. Έτσι, αν και υπήρξαν περιστάσεις που θα έπρεπε να μείνω απρόσιτος, με την καρδιά μου επέλεξα την απλότητα, τη συνέπεια και τη σοβαρότητα απέναντι στο κοινό μου. Σέβομαι έτσι τα συναισθήματα που έχουν οι άνθρωποι όταν ακούν τα τραγούδια μου».
«Για μένα όλο αυτό το συναίσθημα των ανθρώπων είναι κάτι μαγικό. Μου δημιουργεί δέος μερικές φορές το να σκέφτομαι ότι τόσοι άνθρωποι έχουν συνδέσει στιγμές από τη ζωή τους με τα τραγούδια μου, ή έχουν επενδύσει κομμάτια από τη ζωή τους με τη δική μου μουσική. Είναι σπουδαίο αυτό, συγκινητικό».
«Έτσι κυκλοφορώ παντού, χαλαρά στα νότια από την πρώτη ημέρα που “μετανάστευσα” από την Θεσσαλονίκη στη Γλυφάδα, γιατί τραγουδούσα στα Παλιά Δειλινά. Κι αμέσως αγάπησα αυτή την περιοχή και δεν έφυγα ποτέ ξανά».
«Η Γλυφάδα τότε δεν είχε καμία σχέση με το σήμερα. Είχε πολύ λίγα σπίτια, λίγα μαγαζιά κι όλα ήταν χαλαρά και ήρεμα. Έμεινα λοιπόν αρχικά στη Γλυφάδα κι ύστερα έφτιαξα το σπίτι μου στα σύνορα με τη Βούλα. Η περιοχή αυτή μου δίνει χαρά κι ευχαρίστηση να την ζω κάθε μέρα. Πιστεύω ότι είναι μια από τις καλύτερες περιοχές του κόσμου. Χαίρομαι το φυσικό περιβάλλον, τον καθαρό αέρα, τη θάλασσα».
«Ξυπνώ κάθε πρωί νωρίς, πάντα μου άρεσε το πρωινό ξύπνημα, ακόμα κι όταν ξενυχτούσα. Και μου αρέσει να πηγαίνω για ψώνια, σαν φυσιολογικός άνθρωπος, να χαιρετώ τον κόσμο, να μιλώ με ανθρώπους, να καλαμπουρίζω και να πειράζω τους άλλους».
«Όταν ήμουν πιτσιρίκος, είχα μπει από πολύ μικρός στη βιοπάλη κι εργαζόμουν σε ένα υποδηματοπωλείο. Όταν επισκεπτόμουν για δουλειά τους τσαγκαραίους, αυτοί ήταν πειραχτήρια κι έτσι μου κόλλησε κι εμένα αυτό το χούι, να πειράζω τους ανθρώπους και να καλαμπουρίζω»
«Πηγαίνω στις εκκλησίες μας τις γιορτές, είμαι πιστός και μου αρέσουν πολύ οι λειτουργίες, οι ακολουθίες και τα έθιμά μας. Ο Σταυρός που φοράω από μικρό παιδί είναι το φυλαχτό μου. Τον είχε φέρει ένας παππούς του πατέρα μου από τα Ιεροσόλυμα και τον φορούσε ο πατέρας μου στις μάχες με τους Βούλγαρους στο Δοξάτο της Δράμας, που είναι το χωριό μου. Έτσι γλίτωσε από θαύμα. Όταν ξεκίνησα το τραγούδι η μάνα μου μου το έδωσε από το εικονοστάσι και μου είπε να το φορώ πάντα. Και νομίζω ότι καλά πήγα. Μετράω μια συνεχή ασταμάτητη καριέρα 56 ετών. Ποτέ δεν “πήγα στο σπίτι μου”».
«Και κατά τη διάρκεια της πανδημίας εμφανιζόμουν, όταν σταματούσε η καραντίνα. Όπου με έπαιρνε τραγουδούσα. Το να τραγουδάω με συνέπεια και με σκοπό σημαίνει για μένα αυτός που με ακούει να αισθανθεί “κάτι”. Αυτό το κάτι μπορεί να είναι ένα ρίγος γιατί θυμήθηκε ότι αυτό το τραγούδι το άκουγε κάποτε αγκαλιάζοντας το κορίτσι του, ή κάποια κάποτε του το αφιέρωσε, ή έκανε κάτι ακούγοντας αυτό το τραγούδι. Τέτοιες σκηνές περνούν από το μυαλό μου και με κάνουν να θέλω να είμαι όσο το δυνατό πιο κοντά στον ερεθισμό αυτής της θύμησης των στιγμών που συνδέονται με τα τραγούδια μου. Για μένα αυτό είναι σπουδαίο. Ίσως η ψωνάρα που έχω σαν καλλιτέχνης είναι αυτή και όχι να με βλέπουν και να σκέφτομαι “χειροκροτείστε με”».
«Για να συνεχίσω σωστά την αποστολή που μου έδωσε ο Θεός ή η μοίρα, πρέπει να διατηρώ τη φωνή μου σε καλή κατάσταση. Γιατί με μια φωνή κουρασμένη δεν θα θυμίζω τον Πασχάλη, αλλά κάτι άλλο. Επίσης να διατηρώ την εικόνα μου, όσο μπορώ, αρχής γενομένης από τα κιλά μου. Είμαι περίπου στα ίδια κιλά που ήμουν στα είκοσι χρόνια μου. Αυτό θέλει μια μικρή θυσία, η οποία στο τέλος γίνεται συνήθεια».
«Ποτέ δεν ονειρευόμουν νέος να γίνω καλλιτέχνης. Απλά προέκυψε. Ονειρευόμουν μόνο να πάω φαντάρος και μετά να βρω ένα καλό κορίτσι και να παντρευτώ. Οι γονείς μου όμως όταν ήταν ακόμα αρρεβωνιασμένοι είδαν σε ένα πανηγύρι μια τσιγγάνα και τους είπε ότι θα κάνουν ένα παιδί που συνέχεια θα το χειροκροτούν. Οι γονείς μου έκαναν πέντε παιδιά, εγώ ήμουν ο μικρότερος κι όλα από πολύ νωρίς εργαζόμασταν για να ζήσουμε. Εγώ από δεκατεσσάρων χρονών. Κανείς μας λοιπόν δεν είχε προοπτική “χειροκροτημάτων” κι αυτό ήταν το αστείο μας. Όμως ξαφνικά, στα δεκαοκτώ μου εγώ γράφω το “Σχολείο” και τον “Τρόπο”, χωρίς να είμαι μουσικός. Μου άρεσε βέβαια η μουσική, μάθαινα λίγο κιθάρα, ήμουν και σε μια φιλαρμονική, αλλά τίποτα παραπάνω. Κυκλοφόρησε λοιπόν ο Τρόπος, που έγινε το τραγούδι που ανέτρεψε την ελληνική μουσική πραγματικότητα και δημιούργησε ένα νέο είδος τραγουδιού, την ελληνική ποπ μουσική. Και οι Ολύμπιανς με τα τραγούδια μας αυτά έκαναν πολύ μεγάλη επιτυχία. Άρχισε λοιπόν ο κόσμος να μας χειροκροτεί».
«Το καλό κορίτσι το αναζήτησα. Γνωρίστηκα με την Αλίκη, είχαμε ένα φλερτ έξι μήνες, μας χώρισε στην αρχή ο πατέρας της, όμως μετά από δύο χρόνια, το 1967, ξαναβρεθήκαμε κι από τότε είμαστε πάντα μαζί».
«Είμαι παππούς. Υπερήφανος παππούς δύο εγγονιών. Είναι καμάρι, τιμή και υπερηφάνεια να έχεις εγγόνια. Η εγγονή μου είναι εννέα ετών κι ο εγγονός μου πέντε κι η Αλίκη, η εγγονή μου, ήδη μαθαίνει πιάνο».