«Όταν κοιτάς από ψηλά»: Ένα τραγούδι διαμαρτυρίας με «άγνωστο» τίτλο και νότια «προέλευση»
Συνέβη κάποτε πάνω από το Ελληνικό. Γράφουμε για ένα από τα πιο γνωστά τραγούδια που είπε ποτέ ο Κώστας Χατζής.
- 24/02/2015
- Κείμενο: NouPou.gr
Η Σώτια Τσώτου ήταν το 5ο παιδί της οικογένειας του αγωνιστή του ΕΛΑΣ Γιώργου Κρανιώτη, που εκτελέστηκε από τους Γερμανούς μπροστά στο σπίτι του το Σεπτέμβρη του 1943. Το μένος των Γερμανών κατά του Γ. Κρανιώτη τους οδήγησε και στην πυρπόληση του σπιτιού του, με αποτέλεσμα να μείνει η οικογένεια του στο δρόμο. H γυναίκα του, τρομοκρατημένη από τις βιαιότητες των Γερμανών χάθηκε από τους δικούς της, αγνοούμενη μέχρι το 1950, οπότε βρέθηκε να νοσηλεύεται στο Νοσοκομείο της Βούλας. Η δραματική περιπέτεια της οικογένεια της είχε ως αποτέλεσμα τη φυγή της μικρής Σώτιας. Συγγενείς την έφεραν, τότε 2 ετών, στην Αθήνα όπου υιοθετήθηκε από οικογένεια εύπορων μικροαστών, του Χαράλαμπου και Δέσποινας Τσώτου.
Η ιστορία του τραγουδιού
Η Τσώτου στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 ήταν μια νεαρή ανερχόμενη δημοσιογράφος, που έκανε πολιτικό ρεπορτάζ για την εφημερίδα Ελευθερία, η οποία έκλεισε ανήμερα του πραξικοπήματος. Η Σώτια Τσώτου, άνεργη πλέον σκέφτηκε να αναζητήσει δουλειά στη Θεσσαλονίκη, συγκεκριμένα στο συγκρότημα Βελλίδη, που εξέδιδε τις εφημερίδες Μακεδονία και Θεσσαλονίκη. Φτάνοντας στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, όμως, αντίκρισε μια κατάσταση που θα γινόταν αφορμή για ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ελληνικά τραγούδια: Η χούντα σε όλο της το μεγαλείο: στρατός, άρματα μάχης και μια πληθώρα ανθρώπων που έλεγχαν εξονυχιστικά όσους αναχωρούσαν και όσους επέστρεφαν. Κατά τη διαδικασία επιβίβασης η Τσώτου συνελήφθη, υποβλήθηκε σε εξονυχιστικό έλεγχο και εξαντλητική ανάκριση. Το αεροπλάνο φυσικά, έφυγε χωρίς εκείνη.
Ώρες αργότερα, ταλαιπωρημένη, αηδιασμένη και φοβισμένη, αφέθηκε ελεύθερη, αφού δεν βρέθηκε σε βάρος της τίποτα που να την ενοχοποιεί στα μάτια των χουντικών και επιβιβάστηκε σε επόμενη πτήση για τη Θεσσαλονίκη. Εκεί, πάνω από το Νότο, η Τσώτου κοίταξε κάτω και αναλογίστηκε πώς είχαν καταντήσει οι δικτάτορες τη χώρα της Δημοκρατίας, του Ελύτη και του Ρίτσου. Η απελπισία της έγινε η πιο λυρική διαμαρτυρία.
«Μοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα»
«Μοιάζουν μυρμήγκια οι ανθρώποι»
«Το μεγαλύτερο ανάκτορο»
«Μοιάζει μ’ ένα μικρούλι τόπι»
Όπως έχει αφηγηθεί η ίδια, προτού η επιγραφή του αεροπλάνου «προσδεθείτε» σβήσει, εκείνη έλυσε την ζώνη ασφαλείας, ένιωσε ελεύθερη και συγχρόνως θυμωμένη με όλα αυτά που είχε ζήσει και αντικρίσει στο αεροδρόμιο. Εκείνη τη στιγμή έδωσε μια υπόσχεση στον εαυτό της, ότι το πρώτο της ρεπορτάζ όταν θα ξανάβρισκε δουλειά, θα ήταν σχετικό με αυτά, αλλά και με τα συναισθήματα των ανθρώπων που βλέπουν τον κόσμο από ψηλά. Από το αεροπλάνο. Ωστόσο, στη Θεσσαλονίκη η δουλειά στην εφημερίδα δεν ευδοκίμησε, σα να’ ταν γραφτό να μην συνεχίσει την καριέρα της ως δημοσιογράφος. Τότε ήταν που η Σώτια Τσώτου αποφάσισε να αφοσιωθεί στην ποίηση και τη στιχουργική.
Στη διάρκεια της Χούντας, συνελήφθη και κρατήθηκε πολλές φορές. Στην απομόνωση εμπνεύστηκε τα τραγούδια που θα την έκαναν λίγους μήνες αργότερα γνωστή σαν στιχουργό, όπως το «Βρε δε βαριέσαι, αδελφέ» και το «Νά ΄τανε το 21».
Η Σώτια Τσώτου «έφυγε» από τη ζωή το 2011, αφήνοντας πίσω της μεγάλα έργα και σπουδαίες συνεργασίες.