Ορθόδρομος, μελωδικός Ermis
Ο Ερμής Γεραγίδης γράφει με την ίδια άνεση και σύγχρονη ποπ και μελωδικές μπαλάντες. Στο στούντιό του στη Βούλα έχουν γεννηθεί τα super hits του Good Job Nicky αλλά και οι επανεκτελέσεις των τραγουδιών της Χαρούλας Αλεξίου και το πειραγμένο Ζεϊμπέκικο ΙΙ του Διονύση Σαββόπουλου. Εκεί, ονειρεύεται ότι θα γεννηθεί και το soundtrack που θ’ ακούει ο πλανήτης σε δέκα χρόνια από σήμερα.
- 31/08/2023
- Κείμενο: Αντώνης Τζαβάρας
- Φωτογραφίες: Κατερίνα Καπετάνη
Πριν από ακριβώς δέκα χρόνια, ο Ερμής Γεραγίδης ήταν 18 ετών. Περνούσε το καλοκαίρι του στην Ίο παίζοντας ντραμς σε μια μπάντα και παράλληλα προετοιμαζόταν για σπουδές στο Εδιμβούργο. «Το μυαλό μου ήταν χωρισμένο στα δύο», θυμάται χαρακτηριστικά. «Από τη μία υπήρχαν οι διακοπές, η καλοπέραση και η μουσική και από την άλλη οι σπουδές και μια πιθανή καριέρα στα οικονομικά. Η σοβαρότητα, η ευθύνη του “να κάνω κάτι στη ζωή μου”».
Πριν από πέντε χρόνια ξεμπέρδεψε με τα οικονομικά. Μετά από πτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές, μετά από πρακτικές σε μεγάλες εταιρείες στο Λονδίνο, στη Μόσχα και τις ΗΠΑ και κάποιες πρώτες δουλειές, ανέλαβε την πιο ουσιαστική ευθύνη που αναλογεί σε καθέναν από μας: αποφάσισε να υπηρετήσει το ταλέντο του. Εγκατέλειψε την προοπτική μιας συμβατικής καριέρας και αφοσιώθηκε στη μουσική.
Σήμερα η μουσική του αρδεύει ένα ολόκληρο οικοσύστημα με εντυπωσιακή βιοποικιλότητα. Ο Ermis έχει γράψει εξαιρετική ενήλικη ποπ για τον Good Job Nicky, τραγούδια που μετρούν εκατομμύρια views στο Youtube. Έχει συνθέσει μελωδίες και ορχηστρικά θέματα που προβάλλονται στο μυαλό του ακροατή σαν φανταστικές ταινίες σε λούπα – μαγικές εικόνες που διαδέχονται η μία την άλλη σε μια αέναη επανάληψη. Πρόσφατα, έβαλε την υπογραφή του στα ατμοσφαιρικά reworks των εμβληματικών τραγουδιών της Χαρούλας Αλεξίου.
Και πριν από περίπου ένα μήνα συμμετείχε στον απόλυτο αιφνιδιασμό που ονομάστηκε «Ζεϊμπέκικο ΙΙ» και φύσηξε νέα πνοή σε ένα από τα τοτεμικά τραγούδια της ελληνικής δισκογραφίας.
«Αυτό που μου συμβαίνει τα δύο τελευταία χρόνια είναι κάτι που δεν θα φανταζόμουν ποτέ – ούτε δέκα ούτε πέντε χρόνια πριν. Βρίσκομαι πλέον στην πάρα πολύ ευχάριστη θέση να καλούμαι αρκετά συχνά να διαχειριστώ “ιερά” τραγούδια. Αυτό, βέβαια, που συνέβη με το “Ζεϊμπέκικο” ήταν κάτι ξεχωριστό. Το συναίσθημα που με κατέκλυσε όταν άνοιξα το κανάλι της φωνής της Μπέλλου δεν περιγράφεται. Είναι μια φωνή που χωρίς καθόλου επεξεργασία, χωρίς εφέ, φτάνει μέχρι το κόκκαλο».
«Το συγκεκριμένο πρότζεκτ το ανέλαβα μαζί με τη Μαρίνα Σάττι και, ειλικρινά, τα πρώτα λεπτά απλώς ακούγαμε ξανά και ξανά τα μεμονωμένα κανάλια και κοιταζόμασταν μεταξύ μας. Δεν είναι κάτι που το διαχειρίζεσαι εύκολα. Νιώθω, όμως, ότι υπάρχει χώρος εκεί έξω και για τους νεότερους καλλιτέχνες. Η ματιά μας έχει αξία, ακόμα και σε κομμάτια που ίσως κάποιοι σκέφτονται ότι δεν θα ‘πρεπε να τα αγγίζουμε. Όταν αναλαμβάνεις κάτι τέτοιο, βέβαια, αναλαμβάνεις και μία ευθύνη: πρέπει να το σεβαστείς, αλλά οφείλεις να προσπαθήσεις να φέρεις και κάτι καινούριο».
«Με τον Διονύση Σαββόπουλο δεν γνωριστήκαμε απλώς, είχαμε και πολλή τριβή. Αυτό που μου έκανε εντύπωση -και μάλλον επιβεβαίωσε κάποιες προσδοκίες που είχα- είναι ότι παραμένει πάρα πολύ ενεργός. Είναι τρομερά ευαίσθητος μουσικά. Μιλούσαμε καθημερινά, μου πρότεινε ιδέες. Πολλές φορές, μάλιστα, ήθελε να δοκιμάσει πράγματα πιο τολμηρά απ’ αυτά που σκεφτόμουν εγώ. Από τη συναναστροφή μαζί του κατάλαβα ότι το μικρόβιο της μουσικής ανησυχίας δεν φεύγει ποτέ».
«Η συνεργασία με την Αλεξίου ήταν ένα από τα παιδικά μου όνειρα. Ήταν ίσως η καλλιτέχνις που άκουγα περισσότερο μεγαλώνοντας. Η δισκογραφία της μου έκανε παρέα σχεδόν όλα μου τα πρωινά μέχρι να φτάσω στο σχολείο, οπότε αισθάνομαι μια ιδιαίτερη σύνδεση με τα τραγούδια της. Με αφορμή αυτό το πρότζεκτ, που ξεκίνησε από ένα τραγούδι κι εξελίχθηκε τελικά σε έναν ολόκληρο δίσκο με επανεκτελέσεις, τα “Reworks”, τη γνώρισα και ως άνθρωπο. Η Χάρις είναι πραγματικά εγκάρδια κι εύκολη στη συνεννόηση, αλλά ταυτόχρονα τρομερά ανήσυχη με την καλή έννοια. Στέκεται στην παραμικρή λεπτομέρεια σε κάθε τραγούδι κι έχει την ίδια δίψα που είμαι σίγουρος ότι είχε όταν ξεκινούσε την πορεία της. Είναι τρομερό αυτό, η δίψα και η ανησυχία είναι πάντα εκεί: να βγει κάτι ολόσωστο αλλά και κάτι καινούριο. Που να μην είναι δειλό αλλά ούτε να προσβάλει. Στην αρχή φοβόμουν ότι αυτήν την ισορροπία δεν θα την καταφέρω, τώρα αρχίζω και τη συνηθίζω».
«Από τη σύλληψη έως την πραγμάτωση των ονείρων μεσολαβούν όλα όσα μας καθιστούν έτοιμους για αυτά. Επομένως, όταν ένα όνειρο συμβαίνει, σίγουρα δε νιώθεις όπως πίστευες και αυτό μπορεί να είναι και για καλό. Τόσο στη συνεργασία μου με την Χαρούλα Αλεξίου όσο και σε αυτή με τον Διονύση Σαββόπουλο, ένιωθα έτοιμος».
Ο Ermis είναι αυτοδίδακτος στο πιάνο και σε αρκετά ακόμα όργανα, τα οποία ενίοτε εντάσσει στις ενορχηστρώσεις του. Το τελευταίο του απόκτημα είναι ένα κλαρίνο. Είναι ένα πρόσφατο απόκτημα, οπότε, όπως σχολιάζει χαριτολογώντας, «δεν ξέρω πού θα καταλήξει αυτό, προς το παρόν είναι μόνο κάτι δυσάρεστο για τους γείτονές μου».
Η ελληνικότητα είναι ζωτικό στοιχείο της μουσικής του. Τον γοητεύει, τη μελετά και την αξιοποιεί όλο και περισσότερο, όλο και πιο δημιουργικά. Η επόμενη κυκλοφορία του θα συμπεριλαμβάνει αναφορές που φτάνουν ως και τον παραδοσιακό ήχο. Σε κάποιους ίσως κάνει εντύπωση – ήδη, στις περισσότερες συνεντεύξεις, τον ρωτούν αν σκέφτεται το εξωτερικό, τη διεθνή καριέρα. Φυσικά και τη σκέφτεται, αλλά με τους δικούς του όρους και τη δική του αντίληψη για τη μουσική.
«Το κλαρίνο και ο ήχος του έχει αρχίσει να με γοητεύει τρομερά. Μου κάνει κάτι που ακόμα δεν το έχω καταλάβει πλήρως, μου μιλάει όπως μια φωνή. Αυτό είναι κι ένα πείραμα που κάνουμε στο επερχόμενο EP. Θα λέγεται “Άνω Πέτρα” όπως το χωριό μου (σσ: η Άνω Πέτρα Άρτας) κι έχω προσπαθήσει να εντάξω εκεί τον ήχο του κλαρίνου και των ηπειρώτικων παραδοσιακών τραγουδιών, προσαρμοσμένα στη δική μου αισθητική ή -τουλάχιστον- στις δικές μου αναμνήσεις από αυτήν τη μουσική. Χωρίς απαραίτητα να είναι πιστός στα αυθεντικά ηπειρώτικα».
«Αγαπώ πολύ το στούντιο. Έχει ησυχία, έχει αιρκοντίσιον -πολύ σημαντικό!- είναι ένα μέρος στο οποίο νιώθεις ελεύθερος. Το λάιβ, όμως, είναι εξίσου σημαντικό και γοητευτικό. Τώρα που πλέον έχω βιώσει το συναίσθημα του να δημιουργείς ένα απόγευμα κάτι απ’ το μηδέν και λίγους μήνες αργότερα να το τραγουδάνε μπροστά στα μάτια σου, σε μία συναυλία, άνθρωποι τους οποίους δεν έχεις γνωρίσει ποτέ, δεν μπορώ να τα διαχωρίσω. Θέλω και τα δύο. Θέλω να έχω την ευκαιρία να δημιουργώ ελεύθερα στο στούντιο μου και να μπορεί αυτή η μουσική να ταξιδεύει στ’ αυτιά του κόσμου και να τον αγγίζει».
«Πιστεύω ότι αυτό είναι κάτι που πρέπει να το βιώσουν όλοι οι καλλιτέχνες, οποιαδήποτε μορφή τέχνης κι αν παράγουν. Να μην αφήνουν πράγματα στο ράφι. Πολλοί από μας έχουμε αμφιβολίες για το αν αυτό που κάνουμε είναι αρκετά καλό για να βρει προς τα έξω. Όταν το βγάλεις και το αφήσεις να περπατήσει, διαπιστώνεις ότι παίρνει άλλη μορφή απ’ αυτό που φανταζόσουν. Στο λάιβ έρχεται αντιμέτωπος απευθείας μ’ αυτό. Κάτι που εσύ δεν θεωρείς ότι είναι τέλειο, μπορεί να αγγίξει κάποιον άλλο και να του κάνει καλύτερη τη μέρα. Γι’ αυτόν το λόγο αξίζει να κάνουμε αυτό που κάνουμε».
«Κατά τη γνώμη μου, στην Τέχνη ισχύει αυτό που σε έναν βαθμό ισχύει και στην τεχνολογία. Είναι καλύτερα να βγάλεις κάτι σε μορφή beta και να πάρεις feedback από τον κόσμο και να το βελτιώσεις, παρά να περιμένεις να βγει το τέλειο. Ειδικά στη σημερινή εποχή που κινούνται όλα γρήγορα. Αν είσαι καλλιτέχνης, πρέπει να βγάλεις γρήγορα το πρώτο σου έργο, για να σου ανοίξει η όρεξη για το δεύτερο».
Η ελληνικότητα, πάντως, είναι ένα στοιχείο που συνυπάρχει μέσα του μαζί με την αγάπη για τα ταξίδια, την πίστη στην πολυπολιτισμικότητα αλλά και μια αυθεντική, εγγενή κοσμικότητα. Γεννήθηκε στην Κουάλα Λουμπούρ της Μαλαισίας, όπου εργαζόταν ο πατέρας του. Έχει ζήσει ως ενήλικος στο εξωτερικό, έχει ταξιδέψει πολύ και συνεχίζει να ταξιδεύει, αλλά πάντα επιστρέφει στη Βούλα, την οποία έχει επιλέξει για τόπο μόνιμης διαμονής κι εργασίας του.
Και κάθε πρωί κατεβαίνει στη θάλασσα, ό,τι καιρό κι αν κάνει έξω ή μέσα του.
«Όλα τα μέρη που έχω επισκεφθεί έχουν αφήσει ένα ίχνος μέσα μου – τα ταξίδια σε διαμορφώνουν θέλοντας και μη. Στη Μαλαισία όπου γεννήθηκα, επικρατούσε μια κουλτούρα αλλαγής, οπότε έμαθα να μη φοβάμαι την αλλαγή. Έκανα συνέχεια ταξίδια, άκουγα πολλές γλώσσες, είχα συμμαθητές από όλα τα μέρη του κόσμου. Αυτό το international περιβάλλον με βοήθησε να μη φοβάμαι την αλλαγή. Μπορεί και να με βοήθησε ν’ αλλάξω πορεία αργότερα στη ζωή μου, επαγγελματικά μιλώντας».
«Στο Ηνωμένο Βασίλειο ίσως να πήρα μια πειθαρχία μέσα από τις σπουδές μου και μια οργανωτική σκέψη. Στην Αμερική ήμουν στο Όρεγκον, όπου επικρατούσε ένα hippy mentality, μια φιλοσοφία λίγο πιο φιλελεύθερη. Αυτό με βοήθησε να χαλαρώσω και να σκεφτώ τη μουσική σαν μια πορεία ζωής και καριέρας. Η Ασία μου έχει διδάξει ότι αυτά που ξέρω δεν είναι αυτονόητα».
«Το λημέρι μου, όμως, είναι εδώ. Η Ελλάδα, τα νότια προάστια της Αθήνας, η θάλασσα. Μου αρέσει να ταξιδεύω και μετά να γυρίζω εδώ, να περνάω λίγο χρόνο μόνος μου στη θάλασσα, να τα σκέφτομαι, να τα αφουγκράζομαι. Γιατί καμιά φορά τα ταξίδια τα ζεις μια φορά όταν πηγαίνεις και μετά ξανά όταν τα θυμάσαι».
«Νομίζω ότι η θάλασσα ζει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο σε όλα τα ελληνικά τραγούδια, αλλά ο πρώτος συνθέτης που έρχεται στο δικό μου μυαλό όταν τη σκέφτομαι είναι ο Μάνος Λοΐζος. Η μουσική του τα εμπεριέχει όλα, αλλά προσωπικά τον έχω συνδέσει πολύ συγκεκριμένα με ένα πρόσχαρο ξύπνημα και πρωινή βουτιά στη θάλασσα. Υπάρχουν στιγμές που οδεύω χαρωπός προς τη θάλασσα και σκέφτομαι την “Τζαμάικα”».
Όταν ήταν ακόμα έφηβος, ο Ermis έστειλε ένα τραγούδι του στο Υπουργείο Τουρισμού. Βρήκε ένα τυχαίο mail, έγραψε δύο λόγια κι επισύναψε τη μουσική του. Ήταν μια κίνηση παρορμητική, ένδειξη ίσως μιας νεανικής άγνοιας κινδύνου. Ήταν όμως σίγουρα και μια δήλωση αυτοπεποίθησης από ένα παιδί που κατά βάθος ήξερε ότι ο δρόμος του ήταν η μουσική.
Η συγκεκριμένη ιστορία, μάλιστα είχε happy end. Οι άνθρωποι στην άλλη άκρη του e-mail ανταποκρίθηκαν και η μουσική του έντυσε ένα μέρος της καμπάνιας «Visit Greece». Σήμερα λειτουργεί λιγότερο παραρομητικά, αλλά δεν αφήνει τα εφηβικά του ένστικτα να ατονήσουν. Είναι ένα παιδί που έχει ήδη δει κάποια από τα όνειρά του να πραγματοποιούνται και επιδιώκει ως ενήλικος την πραγματοποίηση των επόμενων ονείρων.
«Αυτό που έχει αλλάξει με τα χρόνια είναι πως πλέον δίνω περισσότερο χώρο και χρόνο στη δουλειά μου και της επιτρέπω να φτάσει μονη της στα αυτιά όσων θέλω. Έχω γίνει πιο υπομονετικός γιατί πιστεύω περισσότερο στη μουσική μου, πατάω καλύτερα στα πόδια μου. Άγνοια κινδύνου, όμως, εξακολουθώ να έχω. Κι ευτυχώς την είχα όταν ήμουν παιδί – εκείνη η πρώτη στιγμή της αποδοχής της μουσικής μου ήταν καθοριστική. Μου έδωσε τεράστια ώθηση».
«Ένα παιδικό μου όνειρο που παραμένει ενεργό είναι να γράψω μουσική για μια ταινία Τζέιμς Μποντ. Δεν ξέρω, βέβαια, αν ο Μποντ θα είναι relevant σε δέκα χρόνια από σήμερα – μπορεί και ήδη να μην είναι. Θα ήθελα πολύ, όμως, να γυριστεί ένας Τζέιμς Μποντ στην Ελλάδα, που να είναι relevant και να γράψω εγώ τη μουσική. Το soundtrack του Μποντ έχει μια διαχρονική, ακαταμάχητη γοητεία. Ιδανικά, θα ήθελα να τον αναλάβει ένας μεγάλος σκηνοθέτης όπως ο Κρίστοφερ Νόλαν, που έχει συνεργαστεί με σπουδαίους συνθέτες».
«Έχοντας πει αυτό, όμως, θέλω να επιστρέψω στο σήμερα και στους σημερινούς μου συνεργάτες. Στον Δημήτρη Τσακαλέα και τη Λήδα Βαρτζιώτη, ένα σκηνοθετικό δίδυμο με τους οποίους μόλις γυρίσαμε από το φεστιβάλ κινηματογράφου του Παλμς Σπρινγκς, όπου συμμετείχαμε με μια ταινία στο διαγωνιστικό τμήμα. Πιστεύω πολύ σ’ αυτούς και πιστεύω ότι μαζί μπορούμε να χτίσουμε ένα μέλλον έτσι ώστε σε δέκα χρόνια να είμαστε εμείς αυτό που θαυμάζουμε τώρα. Αυτό είναι το μέλλον: οι σχέσεις που χτίζω τώρα. Μπορεί να ονειρεύομαι Τζέιμς Μποντ, αλλά στην πραγματικότητα εύχομαι να συμβεί κάτι εξίσου μεγάλο στο μέλλον με τα άτομα με τα οποία χτίζουμε σχέσεις από σήμερα».