Στο Πυρνάρι ο χρόνος έχει σταματήσει στην εποχή που το σουβλάκι ήταν αλλιώς
Το μεγαλύτερο αφιέρωμα που έγινε ποτέ για τη ΓλυφάδαΜια αυλή που έχει κάτι από το παρελθόν, μια οικογένεια που μέσα από ένα ψητοπωλείο απέκτησε κι άλλα «μέλη», και ένα από τα πιο γνήσια, παραδοσιακά σουβλάκια με χειροποίητο γύρο και πίτα λαδωμένη στα κάρβουνα που θα σε ξαναγυρίσει πίσω στο Πυρνάρι της Γλυφάδας.
- 26/09/2023
- Κείμενο: Γεωργία Περιμένη
- Φωτογραφίες: Κατερίνα Καπετάνη
Τόσο κοντά στην πολύβουη πλατεία της Γλυφάδας, αλλά και τόσο μακριά της ταυτόχρονα, το Πυρνάρι, που θα συναντήσεις στο αριστερό σου χέρι καθώς ανεβαίνεις από το κέντρο της πόλης την οδό Ανθέων, θα τραβήξει αμέσως το βλέμμα σου, γιατί δε μοιάζει με τίποτα απ΄ όσα έχεις συνηθίσει να βλέπεις στην περιοχή. Μια μικρή συμπαθητική αυλή που θα μπορούσε να είναι η αυλή κάποιας παλιάς μονοκατοικίας, τόσο αυθεντική μέσα στην απλότητά της, με κατάφυτες γλάστρες να την περιβάλλουν και μέσα της τραπέζια με ρετρό τραπεζομάντηλα σαν αυτά που έβαζε η γιαγιά σου στη βεράντα.
Το Πυρνάρι είναι από αυτά τα στέκια που δύσκολα θα βρει κάποιος χωρίς να το ξέρει. Δεν «βροντοφωνάζει» πουθενά το όνομά του, δύσκολα θα δεις την ταμπέλα του ώστε να το εντοπίσεις, δεν χρησιμοποιεί πλατφόρμες delivery ούτε ιντερνετικά μέσα διαφήμισης. Κι όμως, παραμένει καθημερινά γεμάτο εδώ και 30 χρόνια, με θαμώνες που δεν το αλλάζουν με τίποτα. «Πάμε για σουβλάκι στο Μήτσο και την Εύα» λένε πολλοί Γλυφαδιώτες, και όλοι ξέρουν πού ακριβώς δίνεται το ραντεβού. Γύρω του, θα δεις κι άλλα ιστορικά μαγαζιά που αντιστέκονται σθεναρά σε χρόνο και μοντερνισμούς, διατηρώντας την ταυτότητά τους αναλλοίωτη και συνθέτοντας έτσι μια μικρή γειτονιά με άρωμα από τα παλιά. Το τυροπιτάδικο του Λαβίδα ακριβώς απέναντι και το ουζερί «Ο Φάρος», που μοιάζουν πραγματικά σαν χρονοκάψουλες.
Πέρασα από εκεί ένα απόγευμα, όταν το Πυρνάρι είχε στρώσει τα τραπέζια και ετοιμαζόταν να ανοίξει για το κοινό (στις 7 παρά για την ακρίβεια). Ο γύρος γυρνούσε ήδη αργά και ο ψήστης έκανε τις απαραίτητες προετοιμασίες για να υποδεχθεί τον κόσμο. Μέσα από την ψησταριά βγήκε η κυρία Ευανθία, κατά κόσμον Εύα, με τη λευκή ποδιά της, με υποδέχθηκε με ένα ζεστό χαμόγελο και ξεκίνησε να μου ξετυλίγει την ιστορία του θρυλικού γλυφαδιώτικου ψητοπωλείου.
«Το Πυρνάρι το άνοιξε ο άντρας μου, Δημήτρης, πριν από 30 χρόνια και έτσι μπήκα και εγώ στην επιχείρηση. Μαζί στη ζωή, μαζί και στη δουλειά. Το 1981 εγκατασταθήκαμε στη Γλυφάδα. Ήμασταν και οι δυο μας “της δουλειάς”. Ο πατέρας μου είχε αντίστοιχο μαγαζί για 20 χρόνια στον Άη Γιάννη της Βουλιαγμένης. Μετά παντρεύτηκα, ο άντρας μου είχε δουλέψει και εκείνος σε αντίστοιχες επιχειρήσεις, εγώ ήξερα λόγω του πατέρα μου και έτσι βρήκαμε αυτόν τον χώρο εδώ και ανοίξαμε το Πυρνάρι. Τώρα ο άντρας μου, επειδή έχει συνταξιοδοτηθεί, δεν είναι πια τόσες ώρες στο μαγαζί, αλλά έρχεται και βοηθάει. Περισσότερο δουλεύουμε εγώ και ο γιος μου, ο Γιώργος».
Έτσι, απλά και αβίαστα, το μαγαζί πήρε το όνομά του από την περιοχή στην οποία βρίσκεται, το Πυρνάρι Γλυφάδας. «Στην αρχή προσπαθούσαμε μόνοι μας και μετά, επειδή αρχίσαμε να έχουμε όλο και περισσότερο κόσμο, προσλάβαμε κάποιους υπαλλήλους, οι οποίοι στη συνέχεια έγιναν οικογένειά μας».
Σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης, η κ. Εύα επιμένει να επιστρέφει σε αυτή την αλήθεια της: Όσοι δουλεύουν στο Πυρνάρι είναι κάτι παραπάνω από απλοί εργαζόμενοι. Όταν αργά το βράδυ ο κόσμος φύγει και φτάνουν σιγά σιγά προς το κλείσιμο, αν έχουν κουράγιο θα κάτσουν όλοι μαζί στο τραπέζι να πιουν από μια μπύρα, να φάνε το σουβλάκι τους, να πουν τα καλαμπούρια τους, όπως ακριβώς θα καθόταν μια οικογένεια στο κυριακάτικο τραπέζι. «Είμαστε αγαπημένοι. Μπορεί να φωνάξουμε και καμιά φορά και να τσακωθούμε, αλλά θα στηρίξουμε ο ένας τον άλλον στα δύσκολα και θα κάτσουμε το βράδυ να φάμε όλοι μαζί» λέει.
Ρωτάω την κυρία Εύα τι πιστεύει ότι ευθύνεται για τη διαχρονικότητα του μαγαζιού της. «Τέλειοι δεν είμαστε, αλλά τέλειος δεν είναι κανένας. Ο κόσμος όμως μας αγαπάει και έρχεται και από άλλες περιοχές για να μας τιμήσει. Έχουμε σταθερούς πελάτες που πλέον φέρνουν και τα παιδιά τους. Εγώ μπήκα εδώ μέσα 30 χρονών και είμαι 60 και όλα αυτά τα χρόνια προσπαθούμε να διατηρούμε την ίδια ποιότητα και να μην κοροϊδεύουμε τον κόσμο. Και αυτό νομίζω ότι εκτιμάται» απαντάει με ειλικρίνεια. «Όταν ξεκινήσαμε, τα πράγματα ήταν αρκετά δύσκολα, μέχρι να μας μάθει ο κόσμος και να σταθεροποιηθεί η πελατεία μας. Αυτό πήρε χρόνια ολόκληρα, όμως δεν σκεφτήκαμε ότι δεν θα τα καταφέρουμε. Άλλωστε δεν πηγαίναμε ποτέ για τα πολλά. Θέλαμε πάντα να κάνουμε καλά τη δουλειά μας, να έχουμε καλό προϊόν και να βγάζουμε το μεροκάματό μας. Τίποτα άλλο. Και το καταφέραμε, με τα πάνω και τα κάτω μας, συντηρήσαμε το μαγαζί. Ακόμη και σε εποχές όπου εμείς δεν βγάζαμε κέρδος, κρατήσαμε την ποιότητά μας, με λίγα αλλά καλά πράγματα στον κατάλογο και αποκτήσαμε συγκεκριμένους πελάτες που είναι χρόνια τώρα θαμώνες».
Ανάμεσά τους έχουν βρεθεί όλα αυτά τα χρόνια στα τραπέζια της μικρής αυλίτσας πολλές γνωστές προσωπικότητες. Η κυρία Εύα δεν δίνει όμως μεγάλη σημασία σε αυτά. Όπως μου λέει δυσκολεύεται ακόμα και να θυμηθεί τα ονόματα των διάσημων πελατών της. «Με νοιάζει πάντα το φαγητό να είναι καλό και να αφήσω τον άλλον να φάει με την ησυχία του, όποιος και αν είναι αυτός».
Τι θα φας όμως στο Πυρνάρι; Εδώ δεν θα βρεις γύρο κοτόπουλο, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν μπορούν να τον φτιάξουν μόνοι τους. Ο γύρος τους είναι χοιρινός και φτιάχνεται από τους ίδιους στο χέρι καθημερινά, όπως και το λαχταριστό μπιφτέκι τους. Αν ωστόσο πρέπει να επιλέξεις ένα από τα δυο, πρέπει σίγουρα να δοκιμάσεις τον γύρο. Δεν είμαι άνθρωπος που θα παραγγείλει χοιρινό, όμως στο Πυρνάρι θα τον επέλεγα ξανά και ξανά. «Φωνάζει» χειροποίητο, είναι ζουμερός και πεντανόστιμος.
Το τυλιχτό του έχει μια γενναία μερίδα κρέατος και – αν ζητήσεις απ’ όλα – ελάχιστες τηγανητές πατάτες, ίσα ίσα για τη γεύση, ντομάτα, κρεμμύδι και τζατζίκι. Εναλλακτικά, μπορείς να ζητήσεις σως, κέτσαπ, μουστάρδα ή γιαούρτι – ή πάνω από ένα, χατίρι δεν χαλάνε. Η πίτα ψήνεται στα κάρβουνα λίγο λαδωμένη (εκτός αν ζητήσεις αλάδωτη) αλλά άνετα την «τσιμπάς» και σκέτη. Άλλωστε, όπως τονίζει η κυρία Εύα «αν δεν φας λαδωμένη την πίτα, με κανονικό λάδι όμως, όχι βούτυρα και άλλα λίπη, δεν ευχαριστιέσαι το σουβλάκι. Η πίτα η αλάδωτη μέχρι να φτάσει στο σπίτι έχει παγώσει, δεν κρατά θερμοκρασία». Μόλις τα υλικά βρουν τη θέση τους, το σουβλάκι τυλίγεται στο χαρτί με ευλαβικές κινήσεις, εντυπωσιακή μαεστρία και χωρίς βιασύνες και ξεπετάγματα.
Από εκεί και πέρα σε περιμένουν ψητά όπως το μπιφτέκι, το λουκάνικο, η πανσέτα, ο γύρος σε μερίδα, καλαμάκια χοιρινά και κοτόπουλου στα κάρβουνα. Στο Πυρνάρι μην περιμένεις να βρεις ευφάνταστους μεζέδες για να συνοδεύσεις το σουβλάκι ή τη μερίδα σου. Οι επιλογές σου για συνοδευτικά περιορίζονται σε απόλυτα αυθεντικές ελληνικές γεύσεις, όπως η χωριάτικη σαλάτα, οι τηγανητές πατάτες και το τζατζίκι για να τις βουτάς. Αλλά ειλικρινά, δεν χρειάζεσαι κάτι άλλο. «Τώρα μέσα θα φτιάξουν τις ντομάτες για τις σαλάτες και θα τηγανίσουν τις πατάτες. Θέλουμε να έχουμε λίγα, φρέσκα και καλά πράγματα που ο κόσμος αγαπάει και γι’ αυτό μας στηρίζει τόσα χρόνια» σχολιάζει η κ. Εύα. Και, λίγο πριν την αποχαιρετήσω, με προσκαλεί να τους ξαναεπισκεφθώ σύντομα.
Αυτό όμως είναι το μόνο σίγουρο.