Ασθένειες μεταδιδόμενες από το σκύλο και τη γάτα στον άνθρωπο
Τα κατοικίδια μας τα αγαπάμε και τα φροντίζουμε αλλά θα πρέπει να είμαστε αρκετά προσεκτικοί μαζί τους διότι μπορεί να μεταφέρουν αρρώστιες τις οποίες αν κολλήσουμε, είναι αρκετά σοβαρές για την υγεία μας. Ο κτηνίατρος του Vetherapy - του πρότυπου ιατρείου μικρών ζώων στη Γλυφάδα - Λάζαρος Καρανάσιος μας λέει τις πιο σημαντικές απ'αυτές και πως να τις αναγνωρίσουμε.
- 05/05/2015
- Κείμενο: NouPou.gr
Οι ασθένειες ονομάζονται ζωοανθρωπονόσοι και οι πιο σημαντικές από αυτές είναι οι εξής:
Σαλμονέλλωση: Η σαλμονέλλα είναι ένα γένος παθογόνων βακτηρίων που προκαλεί ποικίλες ασθένειες στα έντερα και το στομάχι. Η ασθένεια αυτή, προέρχεται συνήθως από το νερό, το χώμα, τα έντομα, τις επιφάνειες εργοστασίων και κουζινών, τα ζωικά περιττώματα και τα ακατέργαστα κρέατα, πουλερικά και θαλασσινά.
Εχινοκοκκίαση: Η Εχινοκοκκίαση είναι παρασιτική νόσος που μπορεί να προσβάλει και τον άνθρωπο. Προκαλείται από την προνύμφη της εχινόκοκκου, παράσιτου που υπάρχει στο λεπτό έντερο του σαρκοφάγου ζώου. Αυγά του παράσιτου αυτού αποβάλλονται είτε με τα ωάρια είτε με τα κόπρανα του ζώου ενώ το σαρκοφάγο ζώο δεν πλήττεται από αυτό το παράσιτο. Το παράσιτο στον άνθρωπο εγκαθίσταται στο ήπαρ και στους πνεύμονες δημιουργώντας κύστες και συνήθως μεταφέρεται σε αυτόν με την βρώση μολυσμένων ωμών λαχανικών ή πόση νερού.
Τοξοπλάσμωση: Το τοξόπλασμα εμφανίζει τρεις μολυσματικές μορφές και κύριος (τελικός) ξενιστής του είναι η γάτα. Μέσω των μολυσμένων τροφίμων και του μολυσμένου περιβάλλοντος (όχι άμεσα από τη γάτα) μπορεί να προσβάλλει τον άνθρωπο και άλλα ζώα (πουλιά, τρωκτικά, χοίρους, πρόβατα κ.ά.). Η γάτα μολύνεται με τη βρώση μολυσμένου κρέατος ή μολυσμένων τρωκτικών, πτηνών κ.ά. Ο άνθρωπος μολύνεται με την κατάποση ωοκύστεων του παρασίτου από το περιβάλλον (όχι από τα νωπά κόπρανα της γάτας – οι άωρες ωοκύστεις εξελίσσονται σε ώριμες μετά από 2-4 ημέρες από την αποβολή των κοπράνων) ή με τη βρώση ατελώς ψημένου χοιρινού, βόειου κ.ά. κρέατος που περιέχει τοξοπλασμικές κύστεις. Συνεπώς, κύρια πηγή μετάδοσης στον άνθρωπο στις ανεπτυγμένες χώρες είναι το κρέας από μολυσμένα ζώα, καθώς και τα φρούτα και τα λαχανικά που τρώγονται ωμά ή ατελώς πλυμένα. Η γάτα πάντως και ορισμένα αιλουροειδή είναι τα μόνα ζώα στο εντερικό σύστημα των οποίων το παράσιτο ολοκληρώνει τον κύκλο ζωής του, με αποτέλεσμα την αποβολή των άωρων ωοκύστεών του με τα κόπρανα για διάστημα 10-20 ημερών (οι άωρες ωοκύστεις ωριμάζουν και μπορούν να μολύνουν τα ζώα και τον άνθρωπο, μετά την παραμονή τους στο εξωτερικό περιβάλλον για 2-4 ημέρες). Δεν υπάρχει απευθείας μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο, εκτός από την ενδομήτρια μετάδοση Η περίοδος επώασης του παρασίτου είναι 5-23 ημέρες μετά την κατάποση της ώριμης ωοκύστης ή μετά την κατάποση της τοξοπλασμικής κύστης.
Δερματοφυτίαση: Η δερματοφυτίαση αποτελεί μία σημαντική δερματίτιδα η οποία προκαλείται από μύκητες των γενών Microsporum ή Trichophyton που προσβάλλουν την κεράτινη στοιβάδα της επιδερμίδας καθώς επίσης τις τρίχες και τα νύχια , τόσο των ζώων (σκύλος, γάτα) , όσο και του ανθρώπου. Η μόλυνση του ανθρώπου από τα ζώα γίνεται συνήθως με άμεση επαφή με μολυσμένους σκύλους και γάτες, γι’αυτό και χαρακτηρίζεται ζωοανθρωπονόσος. Τα δερματόφυτα αυτά ονομάζονται ζωόφιλα και αφού προσβάλλουν τα ζώα μπορούν να μεταδωθούν στη συνέχεια στον άνθρωπο. Το μεγαλύτερο ποσοστό δερματοφυτιάσεων συναντάται κυρίως στη γάτα και οφείλεται στο γένος Microsporum canis. Εμφανίζεται κυρίως σε μικρές ηλικίες και σε ζώα που μπορεί να είναι για κάποιο λόγο ανοσοκατεσταλμένα όπως γάτες με FIV και FeLV.
Συμπτώματα
Η κλινική εικόνα παρουσιάζεται με μεγάλη ποικιλία συμπτωμάτων. Το πιο κλασικό σύμπτωμα είναι μία ή περισσότερες εστίες αλωπεκίας, καλά περιγεγραμμένες με κυκλικό σχήμα, των οποίων οι τρίχες είναι σπασμένες ενώ το δέρμα εμφανίζει έντονη απολέπιση. Άλλες φορές μπορεί να παρατηρηθεί μόνο ξηρή σμηγματόρροια (“πιτυρίδα”) ή κεχροειδής δερματίτιδα. Η τελευταία είναι μία κλινική μορφή δερματίτιδας που παρουσιάζεται με βλατίδες (“σπυράκια”), συνήθως σε πολλά σημεία του σώματος, και τις οποίες ο ιδιοκτήτης της γάτας αντιλαμβάνεται όταν χαϊδεύει το ζώο, επειδή δεν είναι συνήθως ορατές καλυπτόμενες από το τρίχωμα του ζώου. Οι αλλοιώσεις εντοπίζονται στο κεφάλι και κυρίως γύρω από τα μάτια, γύρω από το στόμα και στη βάση των αυτιών. Θα πρέπει τέλος να αναφέρουμε πως συμπτώματα όμοια με εκείνα της δερματοφυτίασης μπορεί να προκληθούν και από άλλα αίτια στη γάτα, γεγονός που καθίσταται απαραίτητη η συμβουλή κτηνιάτρου κάθε φορά που ο ιδιοκτήτης της γάτας παρατηρήσει οποιαδήποτε αλλοίωση στο δέρμα ή το τρίχωμα του ζώου του.
Οι μορφές της νόσου στον άνθρωπο
Ανάλογα με την εντόπισή τους, οι δερματοφυτιάσεις διακρίνονται σε εκείνες του τριχωτού της κεφαλής, του γένειου, του λεπτού δέρματος, των μηροβουβωνικών πτυχών, του άκρου ποδός, των νυχιών. Η δερματοφυτίαση στο τριχωτό της κεφαλής χαρακτηρίζεται από περιοχές αλωπεκίας και απολέπισης. Η δερματοφυτίαση στο άτριχο δέρμα εμφανίζεται σαν περιγεγραμμένες βλάβες με ευρεία ποικιλία μορφών. Μπορεί να εμφανιστούν λέπια, φυσαλίδες ή φλύκταινες. Η δερματοφυτίαση στο γένειο μοιάζει με πυώδη θυλακίτιδα. Στην ονυχομυκητίαση τα νύχια αποχρωματίζονται ή παχύνονται και γίνονται εύθραστα και ζαρωμένα. Η θεραπεία περιλαμβάνει τη συστηματική αγωγή με αντιμυκητιακά φάρμακα.
Λεισμανίαση: είναι παρασιτική νόσος που μεταδίδεται με το τσίμπημα του φλεβοτόμου Phlebotomus (σκνίπα). Υπάρχουν τρεις μορφές λεϊσμανίασης: η δερματική, η βλεννογονική και η σπλαγχνική μορφή (Καλά-αζάρ). Συνήθως πρόκειται για ερυθηματώδη κηλίδα ή οζίδιο που τυπικά σχηματίζει ένα ρηχό έλκος με υπερυψωμένο όχθο. Μπορεί να συνυπάρχει διόγκωση λεμφαδένων κοντά στις βλάβες (π.χ. κάτω από τη μασχάλη στην περίπτωση που οι βλάβες εντοπίζονται στο χέρι ή στο βραχίονα). H σπλαγχνική λεϊσμανίαση (καλά-αζάρ), χαρακτηρίζεται από πυρετό, ανορεξία, απώλεια βάρους και διόγκωση ήπατος και σπληνός (συνήθως ο σπλήνας είναι περισσότερο διογκωμένος από το ήπαρ). Παρουσιάζονται επίσης αναιμία, πτώση του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων και των αιμοπεταλίων Συνυπάρχει διόγκωση λεμφαδένων. Παρουσιάζονται περίπου 1,5 εκατομμύρια νέα κρούσματα δερματικής λεϊσμανίασης και 500.000 νέα κρούσματα σπλαγχνικής λεϊσμανίασης κάθε χρόνο στον κόσμο. Περισσότερες από το 90% των περιπτώσεων σπλαγχνικής λεϊσμανίασης ανά τον κόσμο αφορούν την Ινδία, το Μπαγκλαντές, το Νεπάλ, το Σουδάν και τη Βραζιλία.
Ειδικότερα η λεϊσμανίαση συναντάται στις παρακάτω περιοχές: Μεξικό, Κεντρική και Νότια Αμερική-από τη βόρεια Αργεντινή στο νότιο Τέξας (όχι στην Ουρουγουάη τη Χιλή ή τον Καναδά) Νότια Ευρώπη (η λεϊσμανίαση δεν είναι συχνή στους ταξιδιώτες στη νότια Ευρώπη). Ασία (όχι νοτιοανατολική), Μέση Ανατολή, Αφρική (ειδικά στην ανατολική και νότια Αφρική με σποραδικά κρούσματα στην υπόλοιπη ήπειρο). Λεϊσμανίαση δε συναντάται στην Αυστραλία και στα νησιά του Ειρηνικού όπως η Μελανησία, η Μικρονησία και η Πολυνησία. Από το 1998 έως το 2005 έχουν αναφερθεί στην Ελλάδα 291 κρούσματα σπλαγχνικής και 20 κρούσματα δερματικής λεϊσμανίασης. (Πηγή World Health Organisation).
Η λεϊσμανίαση μεταδίδεται με το τσίμπημα ορισμένων τύπων φλεβοτόμων (σκνίπες). Οι σκνίπες μολύνονται όταν προηγουμένως έχουν τσιμπήσει ένα μολυσμένο ζώο (όπως τρωκτικό ή σκύλο) ή μολυσμένο άνθρωπο. Άνθρωποι κάθε ηλικίας κινδυνεύουν να αρρωστήσουν αν κατοικούν ή επισκέπτονται περιοχές στις οποίες η νόσος ενδημεί. Η νόσος είναι συχνότερη σε επαρχιακές από ότι σε αστικές περιοχές – μπορεί όμως να παρατηρηθούν κρούσματα στις παρυφές αστικών κέντρων. Ο κίνδυνος νόσησης είναι μεγαλύτερος κατά τη διάρκεια του απογεύματος και της νύχτας που οι σκνίπες παρουσιάζουν μεγαλύτερη δραστηριότητα. Το μόνο που χρειάζεται είναι το τσίμπημα από μολυσμένη σκνίπα.
Λύσσα: αποτελεί ένα ιογενές νόσημα του κεντρικού νευρικού συστήματος, μια λοιμώδης ασθένεια που προκαλείται από διηθητό ιό. Ο ιός αυτός από τη στιγμή που ο ασθενής, ο οποίος έχει προσβληθεί από τον ιό της λύσσας, παρουσιάσει κλινικά συμπτώματα δεν υπάρχει περίπτωση σωτηρίας και ο θάνατος θα επέλθει μετά από λίγες ημέρες. Ο Πανελλήνιος Κτηνιατρικός Σύλλογος υπενθυμίζει ότι η λύσσα είναι μια θανατηφόρος ζωοανθρωπονόσος, που οφείλεται σε στελέχη του ραβδοϊού Lyssavirus. Ο ιός μεταδίδεται μέσω του σάλιου, συνήθως από δάγκωμα λυσσασμένου ζώου ή με την επαφή σε σημείο του δέρματος που έχει κάποια πληγή.Ο ιός μεταναστεύει από την πύλη εισόδου του στον εγκέφαλο του θύματος. Κατά τη διάρκεια της περιόδου επώασης, η οποία στον άνθρωπο διαρκεί 20-40 ημέρες ενώ στα άλλα ζώα 15-30 ημέρες, δεν εκδηλώνονται συνήθως κλινικά συμπτώματα. Η πρόληψη κατά της ασθένειας βασίζεται στους τακτικούς ετήσιους αντιλυσσικούς εμβολιασμούς.
Info: Vetherapy, Ανδρέα Παπανδρέου 35, Γλυφάδα, 2108940590, 6932630952