Ο Αντώνης Παπαθεοδούλου θα έγραφε άλλα τόσα βιβλία προκειμένου έστω και ένα παιδί να βρει το δικό του
Χτίζοντας το μέλλον των παιδιών μαςΠειραιώτης στην καταγωγή, Νεοσμυρνιώτης από επιλογή, ο Αντώνης Παπαθεοδούλου έχει γράψει κάποια από τα ωραιότερα παιδικά βιβλία της εποχής μας. Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο που κάνει για τα παιδιά.
- 23/12/2023
- Κείμενο: Αντώνης Τζαβάρας
- Φωτογραφίες: Γιώργος Σίδερης
Υπάρχει ένα κλισέ, το οποίο μάλλον αντικατέστησε κάποιο προϋπάρχον κλισέ, που θέλει τους κωμικούς ηθοποιούς να είναι πάντα μελαγχολικοί όταν δεν βρίσκονται στη σκηνή ή σε κάποιο πλατό. Με τους συγγραφείς παιδικών βιβλίων συμβαίνει το αντίθετο. Ή τουλάχιστον με τον Αντώνη Παπαθεοδούλου συμβαίνει το αντίθετο: επιβεβαιώνει στο ακέραιο τη φανταστική εικόνα που συνήθως φτιάχνουμε στο μυαλό μας για τους ανθρώπους που γεννούν ιστορίες που απευθύνονται στα παιδιά. Είναι χαμογελαστός, εγκάρδιος, ευγενικός και εύστροφος. Διαθέτει μια εγγενή περιέργεια για τα πράγματα που συμβαίνουν γύρω του και δεν σταματά να σκέφτεται ιδέες που μπορεί κάποτε να γίνουν ιστορίες, ακόμα και την ώρα που δίνει συνέντευξη.
Αν διαβάσει κάποιος το πολύ ωραία σχεδιασμένο βιογραφικό του, θα εντυπωσιαστεί σίγουρα από τρία πράγματα: εξέδωσε το πρώτο του παιδικό βιβλίο όταν ήταν μόλις 23 (μέχρι σήμερα έχει εκδώσει περισσότερα από 50), εγκατέλειψε τις σπουδές του στη Γεωλογία στο πτυχίο (είναι πολύ δύσκολο να μπεις σ’ αυτήν τη σχολή κι εξίσου δύσκολο να φτάσεις μέχρι το πτυχίο) και σπούδασε animation (κινούμενο σχέδιο) στην Αθήνα και στη Βαρκελώνη, με το οποίο, όμως, δεν καταπιάστηκε επαγγελματικά. Όπως παραδέχεται, όλα αυτά, αλλά και πολλά ακόμα στη ζωή του, συνέβησαν με αφορμή την ανάγκη του να αφηγείται ιστορίες.
«Από μικρός ήθελα να λέω ιστορίες. Το πρώτο μου βιβλίο το έγραψα στη Β’ Δημοτικού – ευτυχώς δεν κυκλοφορεί! Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο εγκατέλειψα τη Γεωλογία, μια επιστήμη και μια σχολή που με ενδιέφερε πολύ, για να σπουδάσω κινούμενο σχέδιο: ήθελα να αφηγούμαι ιστορίες όπως το έκανε ο Τζον Λάσιτερ και η Pixar εκείνη την εποχή. Το animation, όμως, είναι ένας πολύ δύσκολος τρόπος να αφηγείσαι. Για μια ιστορία μερικών δευτερολέπτων δουλεύουν πάρα πολλοί άνθρωποι για πάρα πολύ καιρό, με πολύ μεγάλη προετοιμασία και -συνήθως- με αντίστοιχα μεγάλα μπάτζετ».
«Κάποια στιγμή, λοιπόν, ανακάλυψα ότι αυτές τις ιστορίες που αρχικά τις έγραφα ως σενάρια, για να τις κάνω βιβλίο χρειαζόμουν μόνο έναν εικονογράφο κι έναν εκδότη που θα το πίστευε. Κι επειδή οι ιστορίες που είχα να πω είχαν φαντασία, χιούμορ και ρίμα, οδηγήθηκα αυτόματα στο παιδικό βιβλίο».
«Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές το λέει ως εξής: “η συγγραφή είναι η ευλογημένη μανία να αφηγείσαι”. Εγώ αυτήν τη μανία την είχα έτσι κι αλλιώς. Και είχα ταυτόχρονα όλη αυτήν την πολυχρωμία που κληρονόμησα από την αγάπη μου για το animation και το κόμικ -τον Αστερίξ, τον Λούκυ Λουκ, ό,τι έχει φτιάξει ο Ρενέ Γκοσινί και πολλά άλλα. Επιπλέον, είχα και την επαφή με τα παιδιά, γιατί ασχολιόμουν εθελοντικά για πάρα πολλά χρόνια με τους προσκόπους. Από την ηλικία των 20 ήδη, είχα στην ομάδα “δικά μου” παιδιά. Και ο προσκοπισμός είναι μια συνθήκη που σου μαθαίνει να επικοινωνείς με τα παιδιά με αμεσότητα και να τα αντιμετωπίζεις όχι ως μικρογραφίες των ενηλίκων, αλλά ως αυτό που είναι: παιδιά, δηλαδή, με τα δικά τους χαρακτηριστικά».
«Φυσικά, σημαντικό ρόλο έπαιξαν και τα παιδικά βιβλία που είχα διαβάσει. Τότε διαβάζαμε περισσότερο διασκευές από βιβλία ενηλίκων, δεν είχα τόσο πολλά παιδικά βιβλία όπως τα εννοούμε σήμερα. Το τοπίο το άλλαξαν οι προηγούμενοι από εμάς: ο Ευγένιος Τριβιζάς και ο Αλέξης Κυριτσόπουλος με τα βιβλία που έφτιαξαν μαζί, η Λότη Πέτροβιτς-Ανδρουτσοπούλου, η Αγγελική Βαρελά, ο Μάνος Κοντολέων και πολλοί ακόμη… ο Παντελής Καλιότσος… Αυτή η γενιά μάς έφερε στο σήμερα, παραλαμβάνοντας κι εκείνη τη σκυτάλη από την Άλκη Ζέη και τη Ζωρζ Σαρρή, οι οποίες αντιμετώπισαν το παιδικό βιβλίο με απίστευτες αξιώσεις. Πριν από αυτές, η Θεία Λένα, τα παραμύθια, οι αφηγήσεις που μπορούσαν να εξασφαλίσουν την τρυφερότητα που χρειάζονταν οι άνθρωποι μετά από έναν πόλεμο… όλα αυτά θα σας τα πουν με ακρίβεια οι φιλόλογοι, οι μελετητές του παιδικού, αλλά σίγουρα αν βλέπουμε λίγο μακρύτερα είναι γιατί μας πήραν οι προηγούμενοι στους ώμους».
Τι περίπου σημαίνει ένα καλό παιδικό βιβλίο
Το παιδικό βιβλίο είναι ένα δύσκολο είδος και η πρώτη του δυσκολία συνίσταται στο ότι πρέπει να γίνεται εύκολα αντιληπτό από τους αναγνώστες στους οποίους απευθύνεται. Για να μιλήσεις στα παιδιά πρέπει σε κάποιο βαθμό να σκέφτεσαι σαν παιδί, ή τουλάχιστον να μην έχεις απομακρυνθεί πολύ από τον τρόπο σκέψης και τον κόσμο των παιδιών. Ταυτόχρονα, όμως, πρέπει να σκέφτεσαι εντελώς ενήλικα, υπεύθυνα. Και αυτή είναι η δεύτερη δυσκολία: ένα παιδικό βιβλίο είναι μια de facto παρέμβαση στην εκπαίδευση, στην ψυχαγωγία και στη διαμόρφωση της προσωπικότητας ενός παιδιού. Αυτός που το δημιουργεί, έχει την ευθύνη για τον πιθανό αντίκτυπο αυτής της παρέμβασης.
«Το πιο βασικό για ένα παιδικό βιβλίο είναι να μην αντιμετωπίζει το παιδί σαν ένα μικρό “κάτι”. Να του απευθύνεται στην ηλικία που βρίσκεται, θεωρώντας το έναν ισότιμο συνάνθρωπο με δικά του χαρακτηριστικά, που εκπορεύονται από την ηλικία του. Να το αντιμετωπίζει ως παιδί και όχι ως παιδάκι, για να το πω λίγο πιο δημιουργικά».
«Επίσης, το παιδικό βιβλίο πρέπει να είναι απολαυστικό. Για μένα η ανάγνωση είναι πάνω απ’ όλα απόλαυση. Πρέπει να περνάς καλά με ένα βιβλίο. Και, δυστυχώς, τον τελευταίο καιρό έχουμε αρχίσει εμείς οι μεγάλοι να μην περνάμε καλά διαβάζοντας ή μάλλον περνάμε καλύτερα με τα κινητά μας και τα παιδιά το βλέπουν αυτό. Όσο κι αν τα προτρέπουμε να διαβάσουν βιβλία, δεν θα το κάνουν αν δεν δουν εμάς να το κάνουμε. Αν δεν ακούσουν τους γονείς τους να λένε “Πω, πω! να ξεκλέψω λίγο χρόνο να τελειώσω το μυθιστόρημα που διαβάζω!”».
«Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν καλά και κακά βιβλία. Στην αρχή τα διαχώριζα, τώρα επιμένω ότι αν ένα βιβλίο βρει έστω κι έναν αναγνώστη και φτιάξουν μια σχέση οι δυο τους, αυτό το βιβλίο πρέπει να υπάρχει, ασχέτως αν είναι καλό, κακό, πετυχημένο, πρωτότυπο ή βαρετό. Το μόνο που με στενοχωρεί όταν βλέπω ένα βιβλίο που δεν μου αρέσει ή είναι πιο πρόχειρο, είναι η σκέψη ότι αν αυτό είναι το πρώτο πράγμα που θα διαβάσει ένα παιδί, θα συμπεράνει ότι η ανάγνωση είναι κάτι βαρετό. Ειλικρινά, μόνο αυτό σκέφτομαι, δεν μπαίνω σε ποιοτικά χαρακτηριστικά. Ένα βιβλίο που δεν τιμά το παιδί ως αναγνώστη φοβάμαι ότι ίσως ακυρώσει στη συνείδησή του την ανάγνωση συνολικά ως διαδικασία».
«Δεν υπάρχουν ηλικίες για να αρχίσεις να μιλάς στα παιδιά για οτιδήποτε. Τα παιδιά μπορούν να έρθουν σε επαφή ακόμα και με τα πιο σκληρά πράγματα, αλλά υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος για να συμβεί αυτό. Δεν θα μιλήσεις, δηλαδή, με τον ίδιο τρόπο για τον πόλεμο, την προσφυγιά ή τη βία σε ένα παιδί που είναι 15 χρονών και σε ένα παιδί που είναι επτά χρονών. Και τα δύο, όμως, δικαιούνται να ξέρουν».
«Τα βιβλία που απευθύνονται σε παιδιά δεν πρέπει να έχουν πάντα καλό τέλος, αλλά πρέπει σίγουρα να έχουν ένα τέλος ανοιχτό. Αν η αφήγηση οδηγήσει σε ένα happy end, καλώς, ας τελειώσει το βιβλίο θετικά και αισιόδοξα. Αν όχι, πρέπει το τέλος της ιστορίας να αφήνει στο παιδί το περιθώριο να το αλλάξει. Και όχι μόνο: ίσως πρέπει να το εμπνέει κιόλας, ώστε να αλλάξει αυτό το κακό τέλος. Ακόμα και να του δίνει τα εργαλεία για να το κάνει».
«Νομίζω ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να αφήσουμε ένα παιδί να πιστεύει ότι όλα είναι τέλεια αλλά ούτε να αφήσουμε ένα παιδί να πιστεύει ότι δεν έχουμε πετύχει αρκετά ή ότι δεν έχουμε διορθώσει αρκετά εμείς οι μεγάλοι. Ούτε θέλω να “φορτώνουμε” το μέλλον και την αλλαγή στα παιδιά. Έχουμε δουλειά ακόμα να κάνουμε εμείς οι μεγάλοι, δεν μπορούμε ούτε να παραιτηθούμε ούτε να τεμπελιάζουμε».
Πώς γράφεται ένα παιδικό βιβλίο
Το παιδικό βιβλίο είναι μια πολύ ανεπτυγμένη αυθύπαρκτη βιομηχανία μέσα στον αχανή βιομηχανικό κλάδο των προϊόντων και των υπηρεσιών που απευθύνονται στα παιδιά. Κάθε χρόνο κυκλοφορούν εκατοντάδες νέοι τίτλοι ελληνικών ή μεταφρασμένων στα ελληνικά παιδικών βιβλίων, ενώ επανεκδίδονται συστηματικά τα κλασικά και πιο σύγχρονα παραμύθια και διασκευάζονται κατά συρροή τα μυθιστορήματα του Βερν, του Δουμά κλπ. Όπως εξηγεί ο Αντώνης Παπαθεοδούλου, όμως, η δημιουργία ενός παιδικού βιβλίου είναι το αντίθετο της αυτοματοποίησης και της βιομηχανίας. Εδώ όλα είναι «χειροποίητα» και προϋποθέτουν -εκτός από γνώσεις και τεχνογνωσία- μεράκι, κέφι και καλές προθέσεις. Ενίοτε και τη βοήθεια καλών φίλων…
«Έχει αλλάξει πολύ ο τρόπος που γράφω στο πέρασμα των χρόνων. Όσο μεγαλώνεις βάζεις όλο και περισσότερα προαπαιτούμενα στο γράψιμό σου. Μαθαίνεις καλύτερα τον χώρο του βιβλίου και το πεδίο της ανάγνωσης, κατανοείς περισσότερο τον κόσμο των παιδιών και αυτό σε ωθεί να βάζεις όλο και περισσότερες απαιτήσεις σ’ αυτό που θέλεις να κάνεις. Ο πήχης ανεβαίνει και σε βαραίνει όλο και περισσότερο ως δημιουργό».
«Από την άλλη, νομίζω ότι γίνεσαι και πιο φειδωλός στα πράγματα που αποφασίζεις ότι θέλεις να κάνεις. Πολλές φορές έρχεται στο μυαλό σου μια ωραία ιδέα, αλλά τελικά αποφασίζεις ότι δεν χρειάζεται να γίνει βιβλίο ή ότι κάποιος την έχει ήδη κάνει και, μάλιστα, καλύτερα από σένα. Εγώ τα βιβλία μου έτσι τα γράφω συνήθως: μέσα στο κεφάλι μου. Και κάποιες φορές γράφω όσο νομίζω από αυτήν την καλή ιδέα, την αφήνω στην άκρη κι ένα χρόνο αργότερα ανακαλύπτω τι ήθελε να πει, οπότε τη συνεχίζω από εκεί που την άφησα».
«Βέβαια, εγώ υπηρετώ ένα συγκεκριμένο είδος, που λέγεται picture book. Στο εικονοβιβλίο, το κείμενο και η εικόνα αφηγούνται μαζί. Για να φέρω ένα παράδειγμα που μου αρέσει, φαντάσου ένα κείμενο που λέει “ο καβαλάρης ανεβαίνει στο άλογο”. Ο εικονογράφος θα μπορούσε να φτιάξει εκεί έναν ιππότη πάνω στο άλογό του ή έναν ιππότη που κάθεται ανάποδα πάνω στο άλογο. Θα μπορούσε, εναλλακτικά, να φανταστεί έναν διανομέα πίτσας που ανεβαίνει στο μηχανάκι του ή ένα παιδάκι που καβαλάει τον καναπέ του σαλονιού του. Όλες αυτές είναι ιστορίες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Αυτό, λοιπόν, το είδος βιβλίου έχει κάτι μαγικό: η αφήγησή του γεννιέται κάπου στη μέση, ανάμεσα στην εικόνα και στο κείμενο».
«Έχω την τύχη να συνεργάζομαι με εξαιρετικούς εικονογράφους από τα πολύ πρώτα μου βήματα, με τους οποίους γίναμε φίλοι και πολύ ουσιαστικοί συνεργάτες. Είναι άνθρωποι που δεν φοβούνται να ζωγραφίσουν και να σβήσουν κάτι κι εγώ δεν φοβάμαι να σβήσω και ν’ αλλάξω οτιδήποτε προκειμένου να επιτευχθεί η επικοινωνία. Στην πορεία της δημιουργίας ενός βιβλίου παρεμβαίνουν κι άλλοι παράγοντες – η εμπειρία ενός editor, η καθοδήγηση του εκδοτικού οίκου, ακόμα και η δουλειά των φίλων μας. Έχουμε πολλούς φίλους συγγραφείς και εικονογράφους στους οποίους σίγουρα θα δείξουμε προσχέδια του βιβλίου, θα μοιραστούμε χειρόγραφα. Κι εκείνοι θα πουν τη γνώμη τους πολύ ειλικρινά».
«Στα εκδοτικά μας πράγματα συμβαίνει κάτι παράδοξο: Ζούμε σε μια μικρή χώρα και μιλάμε και γράφουμε σε μια μικρή γλώσσα, αλλά έχουμε τεράστια παραγωγή βιβλίων. Μέσα σε όλη αυτήν την υπερπροσφορά, ακόμα και τα καλά βιβλία “παλιώνουν” μέσα σε μια εβδομάδα. Δεν είναι, δυνατόν, για παράδειγμα να μη βρίσκουμε στα βιβλιοπωλεία τα βιβλία της Μαριανίνας Κριεζή – είναι αρχετυπικά αναγνώσματα γι’ αυτές τις ηλικίες. Δεν γίνεται να τα προσπερνάμε ως “παλιά” και να ψάχνουμε το επόμενο καινούργιο. Ή ας το ψάχνουμε, αλλά να υπάρχουν στο ράφι κι αυτά».
«Υπάρχει ένα θέμα που έρχεται κι επανέρχεται στα βιβλία μου και είναι η αξία και η σημασία που δίνουμε στους ανθρώπους που έχουμε δίπλα μας. Είναι στο “Τελευταίο Γράμμα”, στον “Ραφτάκο των Λέξεων”, στο “Ποιος Φτιάχνει τ’ Ανέκδοτα”, ένα βιβλίο που είχα γράψει πολύ παλιά, μικρός. Το να γνωρίσουμε καλύτερα και να δώσουμε αξία στους ανθρώπους που βρίσκονται γύρω μας, γιατί ο καθένας κουβαλάει κάτι δικό του. Κουβαλάει και μια δική του προσφορά στους υπόλοιπους, η οποία αξίζει να αναγνωριστεί. Ένα άλλο θέμα είναι η μη βία και η σοβαρότητα που έχει το αστείο. Μ’ αρέσει να παίρνω το αστείο στα σοβαρά και μ’ αρέσει να παρουσιάζω την τρυφερότητα, την κατανόηση, την ενσυναίσθηση ως δύναμη. Ως κανονική δύναμη, που μπορεί να δώσει μάχες. Όχι ως γλυκουλιά».
«Το πιο πρόσφατο βιβλίο που φτιάξαμε με τη Μυρτώ Δεληβοριά λέγεται “Εξετάσεις για την Αϊ-Βασιλική Ακαδημία”. Μιλάει για έναν κύριο που θέλει να σπουδάσει Αϊ-Βασίλης και δίνει εξετάσεις για να περάσει στη σχολή, αλλά δεν τα καταφέρνει σε τίποτα. Του λένε, για παράδειγμα, να διαβάζει γρήγορα τα γράμματα παιδιών αλλά εκείνος συγκινείται με το πρώτο γράμμα και περνάει ο χρόνος της εξέτασης και στο τέλος έχει διαβάσει μόνο ένα. Του λένε να οδηγήσει το έλκηθρο, το τρακάρει σε μια καμινάδα. Δεν θα πω αν τα καταφέρνει τελικά γιατί θα είναι spoiler, αλλά νομίζω ότι καταλάβατε…»
Τι κάνουν αυτοί που γράφουν παιδικά βιβλία όταν δεν γράφουν παιδικά βιβλία
Ο Αντώνης Παπαθεοδούλου δεν διστάζει να παραδεχτεί ότι καμιά φορά είναι πιο εύκολο να απευθύνεσαι σε όλα τα παιδιά του κόσμου ως συγγραφέας, παρά στο δικό σου παιδί. Ο ίδιος είναι πατέρας δύο παιδιών, για χάρη των οποίων εγκατέλειψε τον Πειραιά και μετακόμισε στη Νέα Σμύρνη. Ταξιδεύει αρκετά, πολλές φορές και με αφορμή τη δουλειά του, κι ενώ συνεχίζει να αγαπά τα νότια προάστια της Αθήνας και τη θάλασσα, δεν κρύβει τον θαυμασμό του για κάποια πράγματα που σε άλλες πόλεις είναι αυτονόητα, ενώ στη δική μας υπάρχουν μόνο στη σφαίρα της φαντασίωσης ή σε πεδία χαμένων μαχών.
«Εννοείται ότι όταν απέκτησα δικά μου παιδιά άλλαξαν πολλά πράγματα στη ζωή μου και στον τρόπο που σκέφτομαι. Κατ’ αρχάς, καταλαβαίνεις πόσο διαφορετική πίστα είναι το ένα δικό σου παιδί -πολλώ δε μάλλον τα δύο- σε σύγκριση με το να ασχολείσαι δημιουργικά με όλα τα παιδιά του κόσμου».
«Απέκτησα σίγουρα δύο πολύ πολύ κοντινούς μου αναγνώστες που με ενδιαφέρουν πολύ και είναι ιδιαίτερα απαιτητικοί, απολαμβάνουμε βέβαια το γεγονός ότι ο μπαμπάς γράφει βιβλία για παιδιά, γιατί θα πάμε μαζί σε εκθέσεις, σε βιβλιοπωλεία, έχουμε μια πολύ μεγάλη βιβλιοθήκη και είμαστε τυχεροί, γιατί διαβάζουμε πολλά βιβλία, αλλά κάνουμε και τόσα άλλα παρέα. Η σχέση μας είναι μπαμπάς-παιδιά, η σχέση συγγραφέας-αναγνώστες σπανίως μας απασχολεί».
«Σε κάθε περίπτωση, μου έδωσαν την ευκαιρία να απολαμβάνω τα βιβλία που αγαπώ, όχι μόνο ως αναγνώστης αλλά και ως αφηγητής. Έχω την ευκαιρία να βάζω τα παιδιά μου για ύπνο και να τους διαβάζω τα βιβλία -όχι τα δικά μου, αλλά τα βιβλία άλλων που αγαπάω».
«Είμαι γέννημα – θρέμμα Πειραιώτης, το ίδιο και η γυναίκα μου. Εγώ μεγάλωσα στον Προφήτη Ηλία, εκείνη στο Πασαλιμάνι. Και το πρώτο σπίτι που μείναμε μαζί ήταν επίσης στον Πειραιά. Όταν αποκτήσαμε, όμως, το πρώτο μας παιδί, αναζητήσαμε μια γειτονιά λίγο πιο “οικογενειακή”. Η Νέα Σμύρνη μας κάλυψε από πολλές απόψεις. Είχε περισσότερα μεγαλύτερα σπίτια διαθέσιμα για να νοικιάσουμε -πιο οικογενειακά-, έχει το άλσος, έχει κάποιους πεζόδρομους και αρκετό πράσινο, τη μεγάλη πλατεία. Επιπλέον έχει δική της αγορά και πολύ ζωντανό εμπορικό κέντρο, είναι κοντά στο κέντρο της Αθήνας και επιπλέον η πρόσβαση σ’ αυτό είναι εύκολη, μέσω της Συγγρού ή από το μετρό του Φιξ. Και σίγουρα μας άρεσε από την πρώτη στιγμή το ότι ήταν μια γειτονιά κοντά στον Πειραιά, κοντά στους παππούδες και τις γιαγιάδες».
«Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, στην επιλογή μας έπαιξε ρόλο και το ότι πολλοί φίλοι μας ήταν Νεοσμυρνιώτες, οπότε ερχόμασταν πάντα σ’ αυτήν την περιοχή: στο Ethnique για επιτραπέζια, στο Μπλε για καφέ. Ήμασταν, δηλαδή, έτσι κι αλλιώς λίγο Νεοσμυρνιώτες στις εξόδους μας».
«Τώρα, βέβαια, έχει αρχίσει και ο Πειραιάς να γίνεται πολύ ωραίος και πολύ ανθρώπινος. Το Μικρολίμανο, για παράδειγμα, που ήταν μια γειτονιά όπου εγώ μεγάλωσα κάνοντας ιστιοπλοΐα, βγαίνοντας για καφέ ή βόλτα με φίλους, στα μπαράκια κλπ, έχει γίνει πλέον ένα πάρα πολύ όμορφο μέρος για βόλτα. Πολύ ενωμένο και με άλλα σημεία, μπορείς να περπατήσεις, να κάνεις ποδήλατο, να δεις τη θάλασσα. Αυτό είναι ίσως το μόνο που λείπει από τη Νέα Σμύρνη, δεν έχει θάλασσα».
«Μου αρέσουν πολύ τα ταξίδια, νομίζω ότι με έχουν βοηθήσει πολύ και στα βιβλία που γράφω. Από τις πόλεις του εξωτερικού ζηλεύω δύο πράγματα: το ένα η σχέση των ανθρώπων με τον δημόσιο χώρο. Στην Ευρώπη ειδικά, οι πολίτες τον δημόσιο χώρο τον θεωρούν δικό τους. Αυτό σημαίνει ότι τον αξιοποιούν αλλά και ότι τον φροντίζουν. Είναι κάτι που το βλέπεις στη Στοκχόλμη, πχ, τα μεγάλα πάρκα που είναι γεμάτα ανθρώπους που κάνουν πικ νικ, παίζουν με τα παιδιά ή τα σκυλιά τους, κάνουν ποδήλατο, γυμναστική κάθε είδους δραστηριότητες. Το βλέπεις, όμως, και στις πλατείες της Βαρκελώνης, στις οποίες οι Ισπανοί θα βγουν, θα κάτσουν στο έδαφος, θα πάρουν μια μπύρα από το περίπτερο, θα πιάσουν την κιθάρα τους, θα φτιάξουν μια παρέα και θα μείνουν μέχρι αργά το βράδυ».
«Το δεύτερο που ζηλεύω στις πόλεις του εξωτερικού που έχω επισκεφθεί είναι ότι οι άνθρωποι εκεί καταφέρνουν να είναι καλοί στα πράγματα που είναι εύκολο να είσαι καλός. Εδώ στην Ελλάδα είμαστε καλοί σε πράγματα που είναι δύσκολο να κατακτήσεις, όπως το συναίσθημα και η επικοινωνία. Το να έχεις ράμπες για άτομα με αναπηρία σε όλη την πόλη είναι το εύκολο. Δεν χρειάζεται κάποια επιστήμη ή, τέλος πάντων, η επιστήμη αυτή έχει ανακαλυφθεί. Πρέπει απλώς κάποιος να το κάνει. Έζησα κάποιους μήνες στη Βαρκελώνη όταν έκανα ένα summer course κινουμένου σχεδίου. Ακόμα και στην πιο κακόφημη γειτονιά της πόλης να πήγαινες, είχε ράμπες για ΑΜΕΑ, ειδικά φανάρια και ποδηλατόδρομους. Θεωρώ αδιανόητο το ότι εδώ, εν έτει 2024, κάνουμε ακόμα θέμα αυτά τα αυτονόητα πράγματα».
«Εργάζομαι από πολύ νέος στον χώρο της διαφήμισης και νομίζω ότι αυτή η απασχόληση με έχει βοηθήσει διπλά. Κατ’ αρχάς, μου επιτρέπει να βιοπορίζομαι από κάτι άλλο και να μην χρειάζεται να φορτώσω το άγχος του βιοπορισμού στο παιδικό βιβλίο, που θα ήταν ούτως ή άλλως πάρα πολύ δύσκολο. Οι περισσότεροι δημιουργοί του παιδικού βιβλίου στην Ελλάδα χρειάζεται να κάνουμε και κάτι άλλο, γιατί είμαστε, όπως είπα νωρίτερα, μια πολύ μικρή γλώσσα με πολύ μεγάλη παραγωγή».
«Επιπλέον, η διαφήμιση σε βοηθάει να εξασκείς τη δημιουργικότητα αλλά και την αυτοακύρωσή σου. Είναι ένας χώρος στον οποίο κάθε μέρα πρέπει να έχεις 25 ωραίες ιδέες, εκ των οποίων είναι βέβαιο ότι οι 24 θα πεταχτούν στο καλάθι των αχρήστων. Είναι σπουδαίο μάθημα αυτό, να επιλέγεις αυτά που πραγματικά αξίζουν και να προχωράς χωρίς να αφήνεις την απογοήτευση να σε καταβάλει».
Το πιο σημαντικό κείμενο για τα παιδιά δεν είναι παιδικό βιβλίο
Δεν ταξιδεύει μόνο ο ίδιος αλλά και τα βιβλία του, τα οποία έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από 10 γλώσσες, μεταξύ των οποίων τα ιαπωνικά, τα κινεζικά και τα κορεάτικα. Κάποτε, η σκέψη ότι ένα παιδάκι στη Φουκουόκα κι ένα παιδάκι στη Νέα Σμύρνη θα γελούσαν ή θα συγκινούνταν κρατώντας στα χέρια τους το ίδιο βιβλίο, θα φάνταζε μακρινή, ως και ουτοπική. Σήμερα όμως, τα ουσιαστικά ζητήματα είναι οικουμενικά. Ο Αντώνης Παπαθεοδούλου έχει πειστεί γι’ αυτό και το διατυπώνει πολύ ωραία και πολύ εμφατικά: «ή θα τα λύσουμε όλοι μαζί ή δεν θα τα λύσουμε».
Ο ίδιος προσπαθεί να δώσει λύσεις ή τουλάχιστον να βοηθήσει αυτούς που επιδιώκουν να βρουν λύσεις. Είναι πάντα ενεργός και στο πλευρό όσων επιχειρούν να βελτιώσουν τη ζωή των παιδιών, απ’ όπου κι αν προέρχονται. Συμμετέχει συστηματικά στις δράσεις του Δικτύου για τα Δικαιώματα του Παιδιού, της UNICEF και άλλων οργανισμών. Δεν θα ξεχάσει ποτέ όσα είδε επισκεπτόμενος παιδιά που ζουν σε προσφυγικούς καταυλισμούς και κάνει ό,τι μπορεί για να μην ξεχάσουμε και όλοι εμείς ότι αυτά τα παιδιά υπάρχουν δίπλα μας και μας έχουν ανάγκη. Όπως σημειώνει -για πρώτη φορά με πρόσωπο σκυθρωπό- αυτό είναι το πιο σημαντικό σημείο όλης της συζήτησης που κάνουμε τόση ώρα. Με τα δικά του λόγια: «Αν κάτι αξίζει οπωσδήποτε να διαβαστεί από αυτή τη συνέντευξη είναι αυτό. Από εδώ έπρεπε να ξεκινήσουμε».
«Στην Ιαπωνία έχει μεταφραστεί ένα βιβλίο μου για ένα χταπόδι που κάθε πόδι του κάνει διαφορετικό επάγγελμα και κάποιο πρωί στραβοξυπνάει και μπερδεύει τα πόδια του. Βάζει το πόδι του γιατρού εκεί όπου χρειαζόταν ένας χτίστης, έναν ζαχαροπλάστη στη θέση του πυροσβέστη κλπ. Είναι μια ιστορία που έχει χιούμορ και πλάκα, δύο στοιχεία που υπερβαίνουν τις πολιτισμικές διαφορές που μπορεί να υπάρχουν ανάμεσα στη δική μας κουλτούρα και την ιαπωνική».
«Γενικά, νομίζω ότι τα πράγματα που μεταφράζονται είναι οικουμενικά, όπως το χιούμορ, η τρυφερότητα, η αγάπη, το παιχνίδι, το γέλιο. Όλα αυτά τα πράγματα, ευτυχώς, σε ολόκληρο τον κόσμο, γίνονται και εισπράττονται με τον ίδιο τρόπο. Απ’ την άλλη -κι αυτό είναι πολύ αισιόδοξο- νομίζω ότι αρχίζουν και γίνονται οικουμενικά πράγματα όπως η ειρήνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η αξία της επιστήμης και των ανακαλύψεων, η έγνοια για το περιβάλλον. Είναι κάτι που συμβαίνει πλέον και όλοι μιλάμε στα παιδιά με τον ίδιο τρόπο γι’ αυτά τα θέματα».
«Όλα τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ανθρωπότητα ή θα τα λύσουμε όλοι μαζί ή δεν θα τα λύσουμε. Η καταστροφή του περιβάλλοντος, η βιοηθική, η τεχνητή νοημοσύνη – όλα αυτά δεν είναι θέματα που μπορεί να λύσει η Ελλάδα και να μην τα έχει λυμένα η Ιταλία πχ. Δεν γίνεται. Ή θα τα λύσουμε για όλους ή θα είναι πολύ δύσκολα τα πράγματα».
«Εμένα με συγκινεί ειλικρινά και βαθιά η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Με συγκινεί το γεγονός ότι όλοι οι μεγάλοι αυτού του κόσμου, που δεν έχουν συμφωνήσει ποτέ σε τίποτα -η Ιστορία μας είναι γραμμένη με πολέμους γιατί διαφωνούμε στα πάντα- συμφώνησαν σε ένα τεράστιο νομικό κείμενο που αφορά τα παιδιά. Είναι αυτό που λέγαμε πριν περί οικουμενικότητας. Στο θέμα “παιδιά” συμφωνούμε, κι αυτό είναι πολύ ελπιδοφόρο. Αυτήν τη σύμβαση την έχουν υπογράψει σχεδόν όλα τα κράτη του κόσμου και κάποια άρθρα της έχουν γίνει νόμοι στα συντάγματά τους».
«Στη δική μας γενιά υπήρχε στο θέατρο ο Μορμόλης, το αριστουργηματικό έργο του Ράινερ Χάχφελτ. Ο Μορμόλης, λοιπόν, είναι ένα κουτί στο οποίο τα παιδιά “χρεώνουν” ό,τι θέλουν να κάνουν. Λένε, πχ, “Να μην πάμε για ύπνο άμα δεν νυστάζουμε, λέει ο Μορμόλης” ή “Να μην τρώμε άμα δεν πεινάμε, λέει ο Μορμόλης” κλπ. Εγώ θυμάμαι τον εαυτό μου παιδί να βλέπει αυτό το έργο και σε κάποια σκηνή, ο δήμαρχος πάει να χαστουκίσει ένα παιδί. Δίπλα του, όμως, βρίσκεται ένας αστυνομικός ο οποίος τον σταματά, λέγοντάς του ότι δεν επιτρέπεται να χτυπάμε τα παιδιά. Και όταν τα παιδιά συμπληρώνουν από συνήθεια “λέει ο Μορμόλης”, ο αστυνομικός τα διορθώνει: “δεν το λέει ο Μορμόλης, το λέει ο νόμος”. Εγώ, λοιπόν, ως παιδί τη θυμάμαι σαν αποκάλυψη αυτήν τη στιγμή. Το ότι ο νόμος μιλάει για μένα. Ότι, δηλαδή, υπάρχει και κάτι πέρα από το ασφαλές περιβάλλον της οικογένειάς μου, που προστατεύει εμένα. Και αυτό είναι ο νόμος. Το βρίσκω συγκλονιστικό και γι’ αυτό η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού είναι κάτι που με ενδιαφέρει τόσο πολύ».
«Συνεργάζομαι πολλά χρόνια με το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού κι έχουμε κάνει πολλές ενέργειες για τη Σύμβαση, όπως και με τη Μετάδραση, υπό την αιγίδα της οποίας βγάλαμε πρόσφατα ένα βιβλίο για τα δικαιώματα των παιδιών σε πάρα πολλές γλώσσες, με τη Μυρτώ Δεληβοριά και τη Σταυρούλα Παγώνα. Με το Δίκτυο, όμως, κάναμε μια δράση που κράτησε τρία χρόνια. Η ιδέα γεννήθηκε ένα πρωί, πίνοντας καφέ με τον διευθυντή του Δικτύου, τον Πάνο Χριστοδούλου. Συζητούσαμε τι μπορούμε να κάνουμε για να ενημερωθούν όλοι για τα δικαιώματα του παιδιού και καταλήξαμε ότι αν τα κάνουμε τραγούδια -και μάλιστα ωραία τραγούδια, κολλητικά- μπορεί να έμπαιναν στα χείλια όλων, να τα τραγουδάνε και να τα σιγοσφυρίζουν. Συμφωνήσαμε, όμως, τους στίχους γι’ αυτά τα τραγούδια να μην τους γράψω εγώ ή ένας στιχουργός, αλλά τα ίδια τα παιδιά. Αυτό, λοιπόν, εξελίχθηκε σε μια από τις πιο απολαυστικές και πιο δύσκολες περιπέτειες της ζωής μου. Γιατί το να γράψεις κάτι με τα λόγια των παιδιών και να είναι πραγματικά δικά τους λόγια και όχι δικά σου, είναι πάρα πολύ δύσκολο».
«Αρχικά, επεξεργαστήκαμε τα δικαιώματα μαζί με την Κούλα Πανάγου. Είχαμε μια πάρα πολύ ετερόκλητη ομάδα παιδιών και επεξεργαζόμασταν μέσα από παιχνίδια και άλλες δράσεις ένα δικαίωμα κάθε φορά. Και κάθε φορά -το λέμε έτσι χαρακτηριστικά- μαζεύαμε από κάτω τις λεξούλες που έπεφταν από τα παιδιά, τις ατάκες που προέκυπταν από τα παιχνίδια μας. Αυτά, λοιπόν, σιγά – σιγά έγιναν τραγούδια, στα οποία άρχισε να βάζει μουσική ο Φοίβος Δεληβοριάς, ο οποίος από ένα σημείο κι έπειτα συμμετείχε στο εργαστήριο. Μαζί με τα παιδιά, φυσικά. Ρωτούσε “τι να το κάνουμε αυτό; Να το κάνουμε μπόσα νόβα; Η μπόσα νόβα είναι κάπως έτσι”. Και το έκανε, το τραγουδάγαμε όλοι μαζί κι αν δεν άρεσε στα παιδιά το άλλαζε, βάζαμε έναν άλλο ρυθμό. Κάπως έτσι, μετά από δυόμισι χρόνια, βγήκαν δύο τραγούδια. Ήταν, όμως, δύο τραγούδια που αγαπήθηκαν πολύ -παίζονταν και στα ραδιόφωνα πολύ- οπότε το Δίκτυο αποφάσισε να συνεχίσει αυτή τη διαδικασία».
«Εκεί, λοιπόν, κάναμε ένα σπουδαίο άνοιγμα σε μουσικούς, τραγουδιστές και τραγουδοποιούς, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό. Διοργανώσαμε έναν διαγωνισμό στιχουργικής στα σχολεία, με παιδιά απ’ όλη την Ελλάδα και προέκυψε ένα μουσικό άλμπουμ με απίστευτες συμμετοχές και με εξαιρετικά τραγούδια. Η υποδοχή του μας έχει συγκινήσει όλους. Το ζητάνε στα σχολεία ως εκπαιδευτικό εργαλείο, το έχουν αγκαλιάσει παιδιά, γονείς και εκπαιδευτικοί. Το Δίκτυο, μάλιστα, φρόντισε να κυκλοφορήσει και σε βινύλιο, με συλλεκτικά εξώφυλλα τα οποία ζωγράφισαν πολλοί σημαντικοί εικονογράφοι του παιδιού βιβλίου. Από αυτήν την ενέργεια ξεκίνησε μια γιορτή που συνεχίζεται ακόμα».
«Πιστεύω στην ατομική ευθύνη και στην ατομική κινητοποίηση απέναντι σε όλα τα ζητήματα. Πριν από δύο χρόνια, ας πούμε, φτιάξαμε με τη UNICEF και με τον Συνήγορο του Παιδιού ένα βιβλίο που λέγεται “Παιδιά που μετακινούνται”. Είναι ένα άλμπουμ ζωγραφικής το οποίο έχει σκοπό να φέρει σε επαφή τα παιδιά στα σχολεία υποδοχής με την πραγματικότητα των παιδιών προσφύγων. Όταν μπαίνω στη διαδικασία να τα κάνω αυτά τα πράγματα νιώθω πάρα πολύ ωραία, αισθάνομαι ότι βοηθάω. Όταν σκέφτομαι, όμως, το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος, αισθάνομαι ότι κάνω μια τρύπα στο νερό. Ο καθένας από εμάς είναι μικρός απέναντι στο πρόβλημα. Η πραγματικότητα μας ξεπερνάει, τόσο στο προσφυγικό όσο και στη βία στα σχολεία».
«Για κάποια παιδιά η πραγματικότητα είναι φρικτή, αβίωτη. Έχω έρθει σε επαφή και με παιδιά πρόσφυγες. Ήταν σοκαριστικό να βλέπεις πώς ζουν αυτά τα παιδιά στους καταυλισμούς, δεν το χωράει το μυαλό σου. Και με παιδιά που με διάφορους τρόπους στερούνται τα δικαιώματά τους. Συζητούσαμε πριν από λίγο ότι πρέπει να αφήνουμε το τέλος κάθε ιστορίας ανοιχτό σε όλα τα ενδεχόμενα. Και γι’ αυτά τα παιδιά ισχύει αυτό. Αυτή είναι η έγνοια και η συζήτηση για τα “Δικαιώματα”. Πώς να φροντίσουμε και το δικό τους μέλλον να χωράει όλα τα ενδεχόμενα, όλα τα όνειρά τους για κάτι καλύτερο, γιατί είναι σίγουρο ότι κι εκείνα ονειρεύονται κάτι καλύτερο και αξίζει να κάνουμε ό,τι μπορούμε προκειμένου να έχουν ίσες ευκαιρίες στο να το διεκδικήσουν».