Η Στέλλα Χρυσουλάκη έζησε δέκα χρόνια με τους νεκρούς του Φαλήρου
Μια συναρπαστική συζήτηση με την αρχαιολόγο που ανακάλυψε τους Δεσμώτες του Φαλήρου κι έφερε στο φως μια αχανή νεκρόπολη της αρχαίας Αθήνας.
- 08/03/2024
- Κείμενο: Αντώνης Τζαβάρας
- Φωτογραφίες: Κατερίνα Καπετάνη
Είμαστε στα μέσα Φεβρουαρίου, μία από τις πολλές ζεστές μέρες του φετινού χειμώνα. Είναι μεσημέρι αλλά ο ουρανός πάνω από την Αθήνα είναι κάπως βαρύς και η ατμόσφαιρα θολή από την αφρικανική σκόνη. Η μέρα είναι εργάσιμη, το ίδιο και η ώρα, οπότε στην Εσπλανάδα του Κέντρου Πολιτισμού του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος δεν κυκλοφορεί πολύς κόσμος. Επιπλέον, το κανάλι έχει αποστραγγιστεί για να πραγματοποιηθούν εργασίες καθαρισμού του πυθμένα και των αντλιοστασίων του. Η Στέλλα Χρυσουλάκη αφηγείται μια αστεία ιστορία από τις μέρες που τα συνεργεία είχαν μόλις αρχίσει να δουλεύουν πάνω στη χάραξη του καναλιού.
Ξέρει πολλές τέτοιες ιστορίες. Έχει περάσει δέκα χρόνια από τη ζωή της σ’ αυτό το μέρος. Ξέρει τα πάντα για τις υποδομές και τα κτίσματά του, για τον λόφο, για τις επιχωματώσεις και τις δενδροφυτεύσεις των εξωτερικών του χώρων. Κυρίως, όμως, ξέρει τι βρίσκεται κάτω απ’ όλα αυτά. Η Στέλλα Χρυσουλάκη ήταν η επικεφαλής της αρχαιολογικής ανασκαφής που ξεκίνησε το 2012 στην περιοχή που σήμερα φιλοξενεί το σύμπλεγμα του ΚΠΙΣΝ, η οποία έφερε στο φως ένα από τα μεγαλύτερα αρχαία νεκροταφεία της Αττικής.
Εδώ και κάποιους μήνες ζει στην Κρήτη, είναι η νέα διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου. Σήμερα, όμως, έχει επιστρέψει στην αγαπημένη της αρχαία νεκρόπολη. Περπατάει με γρήγορο ρυθμό παράλληλα με το άδειο κανάλι και κατευθύνεται προς το σημείο όπου ανακαλύφθηκαν οι Δεσμώτες του Φαλήρου, ένα από τα πιο συναρπαστικά ευρήματα της σύγχρονης αρχαιολογικής ιστορίας. Αυτή τη στιγμή είναι απλώς ένας περιφραγμένος χώρος που δεν πολυγεμίζει το μάτι, αλλά σύντομα θα ανεγερθεί εδώ το πολυαναμενόμενο προστατευτικό κέλυφος με τα διαφανή τζάμια που θα επιτρέπουν στους επισκέπτες να έρχονται σε οπτική επαφή με τους σκελετούς των 79 ανθρώπων που εκτελέστηκαν πριν από αιώνες από τους συμπολίτες τους κι ενταφιάστηκαν ομαδικά, δεμένοι μεταξύ τους και συνδεδεμένοι για πάντα με μια από τις πιο υποφωτισμένες πτυχές της απαστράπτουσας αρχαίας Αθηναϊκής κοινωνίας.
Λίγο πριν ξεκινήσουμε τη συνέντευξη, η αρχαιολόγος που ανακάλυψε τους δεσμώτες θα μας δώσει μια συμβουλή: η καλύτερη ώρα για να τους επισκεφθούμε είναι το ηλιοβασίλεμα. «Εκείνη την ώρα, το φως του ήλιου που δύει βάφει τον Υμηττό με ένα μενεξελί χρώμα, που είναι το ομορφότερο του κόσμου. Έτσι το περιγράφει και ο Πίνδαρος σε κάποιο ποίημά του, “το χρώμα που έχουν τα άνθη των μενεξέδων”».
Πότε συνειδητοποιήσατε ότι θέλετε να γίνετε αρχαιολόγος;
Προσωπικά, είχα πάντα μια σχέση με τα αρχαιολογικά εκθέματα, γιατί όταν ήμουν παιδί συγκατοικούσαμε με έναν συλλέκτη, ο οποίος αργότερα χάρισε τη συλλογή του στο ελληνικό δημόσιο και πλέον βρίσκεται σε μουσείο. Λόγω αυτής της συγκατοίκησης μου είχε γίνει βίωμα κάτι που πολύ δύσκολα αποκτά σαν εμπειρία ένα παιδί: αγκάλιαζα αγάλματα, έπαιρνα αγγεία στα χέρια μου, είχα την ευκαιρία να δω από πολύ κοντά αρχαία αντικείμενα. Αυτή η εξοικείωση υπήρχε μάλλον στο πίσω μέρος το μυαλού μου, αλλά αρχικά ακολούθησα άλλους δρόμους. Ξεκίνησα να κάνω θετικές επιστήμες, μετά με ενθουσίασε η σύγχρονη λογοτεχνία και μπήκα στη φιλολογία και την εποχή που έκανα τη διατριβή μου αποφάσισα ότι θέλω να κάνω αρχαιολογία, οπότε πήρα και αυτό το πτυχίο. Δεν ήταν, πάντως, αυτονόητο ότι θα ασχοληθώ επαγγελματικά μ’ αυτό, πίστευα ότι ήμουν φτιαγμένη για τις θετικές επιστήμες και ιδιαίτερα για τη Χημεία.
Πόσο εύκολο είναι να γίνει κάποιος αρχαιολόγος στην Ελλάδα. Και δη αρχαιολόγος πεδίου, να βρεθεί σε ανασκαφές;
Στην εποχή μου δεν ήταν δύσκολο, σήμερα είναι σχεδόν ακατόρθωτο. Το πρώτο πράγμα που θα σου πουν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία αρχαιολόγοι είναι ότι αν θέλεις να ζήσεις από το επάγγελμά σου, καλύτερα να μη γίνεις αρχαιολόγος. Αυτή είναι και η δική μου συμβουλή στα σχολικά εκπαιδευτικά προγράμματα που συμμετέχω: αν δεν έχεις διασφαλίσει λεφτά από την οικογένεια, καλό είναι να αποφύγεις την αρχαιολογία. Κατ’ αρχάς γιατί πλέον είναι πάρα πολύ δύσκολο να εργαστείς ως αρχαιολόγος, να είναι δηλαδή το επάγγελμά σου αυτό και όχι κάτι που συμβαίνει περιστασιακά, σαν χόμπι. Και κατά δεύτερον γιατί τα λεφτά είναι πάρα πολύ λίγα. Δεν θα σου φτάνουν για να ζήσεις. Ο αρχαιολόγος είναι ο πιο χαμηλόμισθος δημόσιος υπάλληλος.
Σχεδόν όλοι οι διάσημοι αρχαιολόγοι, από τους πραγματικούς μέχρι τους φανταστικούς, είναι άνδρες. Είναι ανδροκρατούμενος χώρος η αρχαιολογία;
Το αντίθετο ισχύει: η αρχαιολογία σίγουρα δεν είναι ανδροκρατούμενη. Η αρχαιολογική υπηρεσία στην Ελλάδα έχει σχεδόν μόνο γυναίκες. Το ίδιο και οι σχετικές σχολές, τα πανεπιστήμια: η ποσόστωση είναι τρομακτική. Η εικόνα, φυσικά, ήταν διαφορετική πριν από 50 χρόνια, πολλώ δε μάλλον πριν απο 150 χρόνια, όταν ξεκίνησε η αρχαιολογία στην Ελλάδα. Τότε οι γυναίκες ήταν ελάχιστες. Πολύ θαρραλέες, βέβαια, και ντυμένες -λίγο ως πολύ- ανδρικά. Σήμερα είμαστε πλειοψηφία, τόσο στην έρευνα όσο και στο πεδίο.
Θα αναφέρω κι ένα σχετικά αστείο περιστατικό: πρόσφατα είχε έρθει για επίσκεψη στο αρχαιολογικό μουσείο του Ηρακλείου ο διευθυντής ενός πολύ μεγάλου αρχαιολογικού μουσείου της Κίνας. Αφού τον υποδεχτήκαμε, τον ξεναγήσαμε, τον κεράσαμε τσαγάκι κλπ, γύρισε και είπε -με πολλή συστολή πάντα, γιατί είναι σφιχτοί άνθρωποι- «Έτσι είναι όλα τα μουσεία εδώ; Μόνο γυναίκες;». Όταν πήγα στην Κίνα έπειτα από δύο μήνες, κατάλαβα την απορία του. Οι γυναίκες σε θέσεις ευθύνης εκεί είναι ελάχιστες.
Στο μυαλό μας το αρχέτυπο του αρχαιολόγου είναι πάντα ο Ιντιάνα Τζόουνς. Πόσο απέχει η πραγματική αρχαιολογία απ’ αυτό που βλέπουμε στις ταινίες; Υπάρχει έστω και λίγη περιπέτεια στην καθημερινότητά σας;
Σας διαβεβαιώ ότι και στο δικό μας μυαλό ο Ιντιάνα Τζόουνς είναι. Όλοι θα θέλαμε να του μοιάσουμε, στη φαντασιακή μας ζωή υπάρχει μεγάλη συνταύτιση. Κάποιοι βρίσκουν διανοουμενίστικους τρόπους για να το καμουφλάρουν, λένε πχ «θέλω να είμαι ο pioneer της αρχαιολογίας στο τάδε πεδίο». Άλλοι είμαστε πιο ειλικρινείς και το παραδεχόμαστε: ονειρευόμαστε λάσο, καπέλο και άλογο. Στην αρχαιολογία πεδίου, πάντως, υπάρχει περιπέτεια. Και νομίζω ότι αυτό είναι και το άρωμα που κάνει τις μικρές μυγούλες να έλκονται και να προσεγγίζουν αυτόν τον χώρο.
Πώς, λοιπόν, είναι η καθημερινότητα σε μία ανασκαφή;
Υπάρχουν δύο ειδών ανασκαφές. Η αστική αρχαιολογία, οι ανασκαφές, δηλαδή, που κάνουμε μέσα στις πόλεις, στα σημεία όπου γίνονται μεγάλα έργα ή χτίζονται νέα κτίρια προκειμένου να διασωθούν τυχόν αρχαιότητες, και οι συστηματικές έρευνες του πεδίου, που είναι οι πραγματικές ανασκαφές. Πραγματικές με την έννοια ότι έχουν οριστεί μόνο με επιστημονικά κριτήρια και όχι από όρους ανάγκης. Αυτές συνήθως γίνονται στην ύπαιθρο χώρα και είναι σαφώς πιο μυθιστορηματικές. Κατ’ αρχάς, διότι οι αρχαίοι δεν έχτιζαν όπου να ‘ναι, διάλεγαν τα ωραιότερα μέρη. Το ίδιο έκαναν και αργότερα οι μεσαιωνικοί, με τους ναούς και τα μοναστήρια. Η πολιτιστική κληρονομιά της χώρας βρίσκεται στις πιο όμορφες τοποθεσίες της, οπότε και ο αρχαιολόγος εργάζεται δίπλα στη θάλασσα ή στα βουνά, σε φαράγγια, σε δάση. Μέσα σε ωραία φύση η οποία, βέβαια, κάποιες φορές είναι και δύσκολη ή δυσπρόσιτη. Πρέπει να περπατάς πολλές ώρες φορτωμένος -αυτό το έχουμε ζήσει όλοι μας, από τα φοιτητικά μας χρόνια- ή να χρειαστεί να μπεις σε μια βάρκα μαύρα μεσάνυχτα για να φτάσεις τα ξημερώματα στην ανασκαφή.
Έχει πολλή περιπέτεια, πολλή σωματική κούραση, αλλά μέσα απ’ αυτήν, οι αρχαιολόγοι κερδίζουμε τις βιταμίνες μας. Δεν υπάρχει αρχαιολόγους που να του λείπουν βιταμίνες και συστατικά που έχουν να κάνουν με τον ήλιο. Κάτι άλλο που ισχύει, είναι ότι οι αρχαιολόγοι δεν γερνάνε όπως οι υπόλοιποι άνθρωποι. Το λέω γιατί έχω συναντήσει δύο γενιές αρχαιολόγων πριν από μένα: Οι αρχαιολόγοι δεν γερνάνε, πεθαίνουν. Και πεθαίνουν όρθιοι, σαν τ’ άλογα.
Θυμάστε την πρώτη σας ανακάλυψη; Μπορεί να περιγραφεί η συγκίνηση του να φέρνεις στο φως κάτι σημαντικό, το οποίο βρισκόταν για αιώνες θαμμένο;
Την πρώτη φορά που ανακάλυψα κάτι σημαντικό ήμουν στη Θάσο, στην Πύλη του Σειληνού. Ήμουν, όμως, τόσο νέα και άσχετη ακόμα με την επιστήμη αυτή, που δεν κατάλαβα πόσο σημαντικό ήταν μέχρι που μου το εξήγησε ο καθηγητής που είχε την ευθύνη του σκάμματος. Γενικά, όμως, είμαι παρορμητική, δεν μπορώ να μην εκδηλώσω τον ενθουσιασμό μου. Πηγαίνω λοιπόν κάπου όπου δεν μπορούν να με δουν και αρχίζω να ουρλιάζω και να χοροπηδάω πάνω – κάτω. Ειδικά αν έχω ταλαιπωρηθεί πολύ να χρονολογήσω κάτι, ένα κτίριο πχ, και ξαφνικά εμφανίζεται μπροστά στα μάτια μου η ταυτότητά του. Εκείνη την ώρα που λύνονται οι γρίφοι και τα πράγματα μπαίνουν σε μια σειρά, καταλαβαίνεις τι ακριβώς έχεις βρει, αλλά και το πού βρίσκεσαι. Καμιά φορά αυτό που βρίσκει κανείς είναι και το πού βρίσκεται ο ίδιος.
Θα μας μιλήσετε και για την ανασκαφή του Φαλήρου; Γι’ αυτά που βρήκατε κάτω ακριβώς από το σημείο που βρισκόμαστε αυτήν τη στιγμή;
Θα μπορούσα να σας μιλάω μέρες ολόκληρες γι’ αυτήν την ανασκαφή – δέκα χρόνια πέρασα εδώ. Ξεκινήσαμε το 2012 και από πολύ νωρίς εντοπίστηκε το νεκροταφείο, το οποίο είναι τεράστιο και διασχίζει το σημερινό Κέντρο Πολιτισμού. Επειδή εδώ ήταν δημόσια γη, η νεκρόπολη βρέθηκε χωρίς να έχει διαταραχθεί, παρά μονάχα κάποιες φορές μέσα στην ίδια την αρχαιότητα και στα λίγα χρόνια που μεσολάβησαν από τη μεταφορά του Ιππόδρομου μέχρι να αρχίσουν οι εργασίες του ΚΠΙΣΝ. Ο χώρος τότε έγινε χωματερή και μπήκαν φορτηγά που απόθεσαν μπάζα από τις οικοδομές και πετρέλαια.
Τι γνωρίζουμε σήμερα για αυτό το τεράστιο νεκροταφείο;
Είναι ένα από τα μεγαλύτερα νεκροταφεία της Αττικής – σκεφτείτε ότι στην πραγματικότητα έχουμε ανασκάψει ένα πολύ μικρό μέρος του. Το μεγαλύτερο και ίσως το κεντρικό του τμήμα, βρίσκεται κάτω από τον τεχνητό λόφο του ΚΠΙΣΝ, κάτω από τις επιχωματώσεις και τις φυτεύσεις. Η περιοχή που ανασκάψαμε ξεκινά από το σημείο όπου σήμερα βρίσκονται η Όπερα και Βιβλιοθήκη και είναι μάλλον το παλαιότερο κομμάτι του νεκροταφείου, το οποίο έφτανε μέχρι τον φαληρικό όρμο.
Στα αρχαϊκά χρόνια, το Φάληρο ήταν το κεντρικό λιμάνι της Αθήνας. Τα λιμάνια του Πειραιά φτιάχτηκαν μετά τους Περσικούς Πολέμους, όταν οι Αθηναίοι αποφάσισαν να γίνουν η υπερδύναμη της Μεσογείου. Το Φάληρο, βέβαια, δεν έπαψε ποτέ να χρησιμοποιείται ως δευτερεύον λιμάνι και παρέμεινε πολυσύχναστο ως την ύστερη αρχαιότητα. Ο Απόστολος Παύλος, για παράδειγμα, εδώ έπιασε γη για πρώτη φορά στην Αττική.
Στο κομμάτι του νεκροταφείου που έχουμε ανασκάψει οι τάφοι ανήκουν στην αρχαϊκή εποχή. Και παρότι έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με όλα τα παράκτια νεκροταφεία εκείνης της εποχής, έχει και κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες ιδιαιτερότητες. Βρήκαμε, για παράδειγμα, πλήθος αλόγων. Πάρα πολλά οστά ιπποειδών. Πιστεύω, λοιπόν, ότι κάπου εδώ υπήρχαν και ιπποφορβεία, εγκαταστάσεις πέραν του νεκροταφείου, όπου εκτρέφονταν άλογα. Κάθε τόπος, βλέπετε, έχει μια παράδοση. Εδώ ανέκαθεν υπήρχαν άλογα. Υπήρχε, επίσης, μια έκταση που άλλοτε γινόταν έλος, άλλοτε λίμνη και άλλοτε λιμνοθάλασσα. Και αμμοθίνες. Μια ατελείωτη σειρά από αμμόλοφους που ο άνεμος τους σμίλευε σαν γλυπτά και τους άλλαζε τον όγκο και το σχήμα. Τις αμμοθίνες τις βλέπουμε στους χάρτες ως και τον 19ο αιώνα – έκλειναν τη μεριά του Σαρωνικού.
Δεδομένου ότι στην Αθήνα υπήρχε ο Κεραμεικός, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η νεκρόπολη του Φαλήρου ήταν ένα λαϊκό νεκροταφείο; Το κοιμητήριο των φτωχών;
Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ο Κεραμεικός ήταν κάτι αντίστοιχο με το σημερινό Πρώτο Νεκροταφείο. Στις αρχαϊκές εποχές ενταφιάζονταν εκεί οι καλές οικογένειες και στα κλασικά χρόνια οι ήρωες της Δημοκρατίας. Οι πολίτες – οπλίτες που είχαν πεθάνει για την προστασία της Πόλης. Ταυτόχρονα, ο Κεραμεικός ήταν και το μουσείο της Πόλης των Αθηνών για τους ίδιους τους Αθηναίους, για τα παιδιά τους, αλλά και για τους ξένους. Εκεί μάθαιναν ποιοι ήταν αυτοί που έγραψαν την ιστορία της Πόλης και πώς τους συμπεριφέρθηκε η Πόλη. Ας μην ξεχνάμε ότι μια μεγάλη ομαδική ταφή του Κεραμεικού αφορούσε τον σπουδαίο εχθρό, τους Λακεδαιμόνιους που πέθαναν στη μάχη και οι Αθηναίοι τους τίμησαν ντύνοντάς τους με τους κόκκινους χιτώνες, σαν ήρωες. Οι πολιτικοί των Αθηναίων ήταν πολύ προσεκτικοί σε όλα τα επίπεδα.
Το ότι ο Κεραμεικός είχε αυτήν την Αίγλη, όμως, δεν σημαίνει ότι το Φάληρο ήταν το μέρος όπου ενταφιάζονταν οι φτωχοί. Στην πραγματικότητα, είναι ο καθρέφτης της Αθηναϊκής κοινωνίας: εδώ υπάρχουν φτωχοί, υπάρχουν πλούσιοι, υπάρχουν ξένοι που πέθαναν στην πόλη. Η νεκρόπολη μας δίνει μια πραγματική εικόνα της Αθήνας της εποχής.
Εδώ υπάρχουν και οι δεσμώτες, το μακάβριο εύρημα που έχει συζητηθεί τόσο πολύ.
Το Φάληρο ήταν από πάντα μια σκανδαλώδης ανασκαφή. Πολλά χρόνια πριν βρεθεί στα δικά μου χέρια, ήταν στην ευθύνη ενός πολύ καλύτερου αρχαιολόγου, του Στρατή Πελεκίδη. Ο Πελεκίδης ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος με πολλά κουράγια, ο οποίος έσκαψε αυτόν τον χώρο το 1915 σωστικά, όπως εμείς. Τότε, βέβαια, ήταν μια εποχή που ήταν ακόμα πολύ κοντά στον Ρομαντισμό και με πολλές ευαισθησίες στα θέματα που άγγιζαν την ταυτότητα του ελληνικού έθνους. Όταν ανακάλυψε, λοιπόν, τους σκελετούς και διατύπωσε τη θεωρία για το βίαιο θάνατό τους, έγινε πραγματικά μεγάλο σκάνδαλο. Οι εφημερίδες τον ξέσκισαν, του επιτέθηκαν πολύ άσχημα.
Εκείνος, όμως, ήταν πολύ θαρραλέος και πολύ νέος. Ένας πιτσιρικάς που έκανε τα πρώτα του βήματα στην αρχαιολογική υπηρεσία, χωρίς το κύρος του σπουδαίου αρχαιολόγου και με άγνοια κινδύνου. Όταν άρχισαν να τον βαράνε από παντού, ότι είναι ανθέλληνας και τα γνωστά, έκανε μια διεπιστημονική έρευνα, από τις πρώτες στην Ελλάδα. Ζήτησε τα δεσμά τους να τα ελέγξουν οι καθηγητές της Χημείας στο Μετσόβειο Πολυτεχνείο και τα οστά τους να τα αξιολογήσει το Ανθρωπολογικό Μουσείο, το οποίο είχε μόλις συγκροτηθεί. Και βέβαια, απέδειξε ότι ήταν όντως αρχαίοι (σ.σ: οι «αποτυμπανισμένοι»). Εκείνος τους υπολόγιζε στην κλασική περίοδο. Εγώ δεν έχω αντίρρηση σ’ αυτό, αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι, γιατί δεν βρέθηκαν στοιχεία που θα μπορούσαν να τους χρονολογήσουν με ασφάλεια. Εμείς, λοιπόν, βρήκαμε τους δεσμώτες όταν ψάχναμε τον χώρο των ανασκαφών του Πελεκίδη. Τον αναζητούσαμε από την πρώτη μέρα που άρχισε η ανασκαφή εδώ και παράλληλα κάναμε «ανασκαφή» και στα αρχεία. Ταυτόχρονα με την έρευνα επί του εδάφους, δηλαδή, κάποιοι από την ομάδα μας έκαναν αρχειακή έρευνα.
Η ανασκαφή του 1915, δηλαδή, είχε καλυφθεί και ήταν εξαφανισμένη;
Ναι, βέβαια. Γιατί εκείνη η ανασκαφή ήταν σωστική και μετά το πέρας της σκεπάστηκε. Η αρχαιολογική υπηρεσία ήταν υποχρεωμένη να ανασκάψει την περιοχή πριν γίνει μια δενδροφύτευση που είχε αποφασιστεί προκειμένου να σκεπαστεί ο βούρκος που υπήρχε εδώ για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των κουνουπιών. Όταν δεν χτίζεται κάτι πάνω τους, οι σωστικές ανασκαφές δεν παραμένουν, καλύπτονται. Εκτός, φυσικά, αν αποκαλυφθεί κάποιο αρχαίο κτίσμα ή σύμπλεγμα κτιρίων. Έτσι καλύφθηκε και η παλιά ανασκαφή του Πελεκίδη, χωρίς μάλιστα να τοπογραφηθεί.
Όταν αρχίσαμε να σκάβουμε αυτήν την αχανή περιοχή, δεν είχαμε τίποτα στα χέρια μας εκτός από μερικές φωτογραφίες, αλλά εν τω μεταξύ το τοπίο έχει αλλάξει πάρα πολύ – ακόμα και η θάλασσα έχει αποχωματιστεί κι έχει τραβηχτεί προς τα έξω. Προσπάθησα, πάντως, από την πρώτη στιγμή να βρω αυτό που τότε είχε προκαλέσει ένα τόσο μεγάλο σκάνδαλο. Και όλα τα υπόλοιπα, φυσικά, για να τα χρονολογήσω αφού μου δόθηκε αυτή η ευκαιρία. Επιπλέον -κι αυτό είναι ένα ακόμα κόλλημα που έχουμε εμείς οι αρχαιολόγοι- ήθελα να τεκμηριώσω κάποια παλιά ευρήματα, τα οποία, όσο εμπνευσμένοι κι αν ήταν οι συνάδελφοί μας εκείνης της εποχής, δεν είχαν τα μέσα να τα τεκμηριώσουν. Για μας σήμερα είναι πολύ εύκολο να κάνουμε ένα τοπογραφικό σχέδιο, ακόμα και χωρίς τοπογράφο. Εκείνοι δεν τα είχαν αυτά και έκαναν σκίτσα, τα λεγόμενα σκαριφήματα.
Από την αρχή, λοιπόν, για μας, αυτό ήταν μια πρόκληση η οποία προς το τέλος είχε γίνει εμμονή: έπρεπε να βρεθεί η ανασκαφή του Πελεκίδη. Και τη βρήκαμε. Μια μέρα είδαμε μπροστά μας τα μικρά ξύλινα άγκιστρα με τα οποία είχε σημαδέψει το τετράγωνο της ανασκαφής του.
Πώς το γιορτάσατε εκείνο το βράδυ;
Η αλήθεια είναι ότι κάναμε πολλά πάρτι σ’ εκείνη την ανασκαφή. Τα σήκωνε και η περιοχή, τώρα απ’ ό,τι βλέπω έχει αλλάξει, έχουν κλείσει οι περισσότερες μικρές λαϊκές ταβέρνες.
Τι καθιστά αυτήν την ανασκαφή ιδιαίτερη ή σημαντική;
Κατ’ αρχάς, ως ανασκαφή αυτή καθαυτή έδωσε πάμπολλες πληροφορίες για τα έθιμα ταφής όλων των αρχαϊκών χρόνων στην Αττική. Επίσης, άλλαξε εντελώς την εικόνα που έχουμε για την ιστορία της κεραμικής την εποχή εκείνη – βρήκαμε σ’ αυτό το νεκροταφείο αγγεία μεγάλων ζωγράφων. Πολύ σημαντικό επίσης, είναι ότι το νεκροταφείο μας βοήθησε να αντιληφθούμε τους κοινωνικούς συσχετισμούς στην Αθήνα εκείνης της περιόδου: λίγοι πλούσιοι και πάρα πολλοί φτωχοί. Ανακαλύψαμε πυρρές που είχαν διασωθεί τα ξύλα τους, είδαμε πράγματα μοναδικά. Κυρίως, όμως, είδαμε κάτι που θα συζητιέται για χρόνια και όχι μόνο στους αρχαιολογικούς κύκλους – θα απασχολεί ιστορικούς, ιστορικούς του Δικαίου και κοινωνιολόγους: υπάρχει εδώ ένα τεράστιο ποσοστό ανθρώπων που βρήκαν βίαιο θάνατο, είτε ως ποινικοί είτε ως πολιτικοί. Και όσο κι αν φαίνεται σκληρό, είναι μια πλευρά της κοινωνίας που εγώ δεν βλέπω καθόλου ως υποτιμητική για την ιστορία της Αθήνας. Είναι μια αληθινή πτυχή της, την οποία δεν θα βρούμε εύκολα στα αρχαία κείμενα ή τουλάχιστον δεν θα την αναγνωρίσουμε εύκολα, καθώς συνήθως υπονοείται. Για μας είναι πολύ σημαντική, γιατί μας βοηθάει να δούμε σφαιρικά μια κοινωνία της αρχαιότητας.
Ποιες είναι οι μεγαλύτερες παρανοήσεις που έχουμε για την αρχαία Ελλάδα;
Πάντα την ιστορία μας τη διδασκόμαστε εξωραϊσμένη. Είμαστε οι καλύτεροι, είμαστε νικητές, είμαστε οι υπερασπιστές του Καλού απέναντι στον εκάστοτε κακό εχθρό. Για να το πω ευγενικά, δεν μπορώ καν ν’ αρχίσω να απαριθμώ αυτά που κατά καιρούς έχουμε διδαχθεί με τρόπους που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε λανθασμένη αντίληψη της Ιστορίας.
Υπάρχουν ακόμα σπουδαίοι θησαυροί στο ελληνικό έδαφος που δεν έχουν ανακαλυφθεί;
Εννοείται! Υπάρχουν κι εδώ που βρισκόμαστε τώρα, κάτω απ’ τον τεχνητό λόφο του ΚΠΙΣΝ.
Ο τάφος του Αλέξανδρου είναι σε ελληνικό έδαφος;
Είμαστε σίγουροι ότι υπάρχει ο τάφος του Αλέξανδρου;
Δηλώνουμε πολύ περήφανοι για το παρελθον μας. Σε έναν βαθμό μας συντηρεί και οικονομικά, ως τουριστική χώρα, αλλά και ταυτοτικά – γύρω απ’ αυτό στοιχιζόμαστε ως έθνος. Το φροντίζουμε, όμως; Φροντίζουμε την κλασική μας παιδεία, τους αρχαιολόγους, τους φιλολόγους και τα μουσεία μας;
Όχι βέβαια. Και δεν φαντάζομαι ότι υπάρχει αρχαιολόγος που θα σας απαντήσει το αντίθετο. Αρκεί, άλλωστε, να δει κάποιος τι ποσοστό του προϋπολογισμού του κράτους πηγαίνει κάθε χρόνο στο Υπουργείο Πολιτισμού για να υποστηριχθούν οι τέχνες, τα γράμματα και η πολιτιστική κληρονομιά. Είναι σίγουρο ότι δεν φροντίζουμε αρκετά την πολιτιστική μας κληρονομιά και μπορώ προσωπικά να σας διαβεβαιώσω ότι η αρχαιολογική επιστήμη δεν τροφοδοτείται οικονομικά. Έχουμε φτάσει σε μια πολύ βαθιά ένδεια και δεν ευθύνεται γι’ αυτό το υπουργείο per se, αλλά η λογική με την οποία το ελληνικό κράτος μοιράζει την πίτα.
Με τα μουσεία τι σχέση έχουμε;
Οι Έλληνες τι σχέση έχουν με τα μουσεία; Ε, όταν θέλουν να πάνε βόλτα τους συγγενείς που έρχονται από την Αυστραλία, μπαίνουν και σε κάνα μουσείο… Αστειεύομαι, αλλά δυστυχώς δεν αξιοποιούμε τα μουσεία, δεν είναι ένα κέρδος για όλη την κοινωνία.
Το όραμά σας για το αρχαιολογικό μουσείο του Ηρακλείου ποιο είναι;
Είναι ακριβώς αυτό: το Μουσείο να ανοίξει την πόρτα στην πόλη και η πόλη να μπει μες στο Μουσείο.
Σε ποια εποχή από αυτές που έχετε μελετήσει θα θέλατε να ζήσετε;
Όταν ήμουν πολύ νέα ήθελα να ζήσω, για λίγο έστω, στη μινωική εποχή. Εκείνο το διάστημα μελετούσα εντατικά τον μινωικό πολιτισμό και προσπαθούσα να μπω στη νοοτροπία των ανθρώπων που τον ανέπτυξαν, να τους καταλάβω. Πολύ ειλικρινά, το έχω δει μέχρι και στον ύπνο μου, ότι είμαι εκεί και τους μιλάω, συζητάμε.
Θα ζούσατε καλά ως γυναίκα στη μινωική εποχή;
Πιστεύω ότι ναι. Εκείνη την εποχή, σ’ εκείνο το νησί, οι γυναίκες δεν είχαν πρόβλημα, μπορούσαν να ζήσουν αξιοπρεπώς.
Τελικά τι σας έχει διδάξει η ενασχόληση με το μακρινό παρελθόν;
Πολλά, αλλά το κυριότερο είναι να παίρνω πάντα μια απόσταση από τα πράγματα. Όταν το κάνεις αυτό, όταν σχετικοποιείς τις καταστάσεις και μπαίνεις λιγότερο «μέσα», θυμώνεις και στενοχωριέσαι λιγότερο. Η απόσταση μου δίνει τη δυνατότητα να σκεφτώ ότι τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι, άρα μπορούν να γίνουν και κάπως αλλιώς.