Πώς η Ζησιμοπούλου έγινε μόνοδρομος για την Τέχνη στη Γλυφάδα: Η ανατομία της Blender Gallery
Το μεγαλύτερο αφιέρωμα που έγινε ποτέ για τη ΓλυφάδαΜια ξενάγηση στις αίθουσες, στη φιλοσοφία και στην ιστορία του πιο ενεργού χώρου Τέχνης της Γλυφάδας, από τη Λεώνη Γαβρία, general manager της Blender Gallery.
- 01/04/2024
- Κείμενο: Αντώνης Τζαβάρας
- Φωτογραφίες: Κατερίνα Καπετάνη
Μια προφανής παρομοίωση για μια άδεια γκαλερί θα ήταν ο λευκός καμβάς – ένα κομμάτι ύφασμα που περιμένει κάποιον να το ζωγραφίσει για να εκπληρώσει τον ρόλο του ως καμβάς και όχι ως ένα οποιοδήποτε κομμάτι ύφασμα. Μια πιο ταιριαστή παρομοίωση, όμως, θα ήταν ένα άδειο πιάτο. Ένα αντικείμενο, δηλαδή, που μπορεί να εκτιμηθεί και αυτόνομα, πέραν του λειτουργικού του προορισμού. Που μπορεί να είναι κομψό, όμορφο -ενίοτε και πολύτιμο- κι ας μην έχει φαγητό πάνω του.
Η άδεια Blender Gallery είναι ένα εξαιρετικά όμορφο σκεύος. Ένας μεγάλος, ψηλοτάβανος χώρος, τέλεια φωτισμένος, που αναπτύσσεται γύρω από ένα κατάφυτο αίθριο, το οποίο είναι ορατό από όλες τις επιμέρους αίθουσες. Πολύ κοντά στην είσοδό της υπάρχει μπαρ για να νιώθουν ευπρόσδεκτοι οι επισκέπτες, στο υπόγειο υπάρχει ντεπό για να νιώθουν ευπρόσδεκτα τα έργα που φυλάσσονται εκεί όταν δεν εκτίθενται, στο τέλος της εσωτερικής σκάλας βρίσκεται μια ανοιχτή αίθουσα συσκέψεων όπου αποφασίζονται τα εκάστοτε πρότζεκτ και χαράσσονται οι μακροπρόθεσμες στρατηγικές.
«Αυτό που επιδιώξαμε από την πρώτη στιγμή, όταν διαμορφώναμε τον χώρο, ήταν οι προδιαγραφές του να είναι μουσειακού επιπέδου, με την έννοια του white cube», σημειώνει η Λεώνη Γαβρία, general manager της Blender Gallery. «Όταν ξεκινήσαμε, μάλιστα, επιλέξαμε να μην υπάρχει καμία επιγραφή εξωτερικά του κτιρίου για το ποιοι είμαστε και τι συμβαίνει εδώ μέσα. Είναι κάτι που το συναντάς συχνά σε γκαλερί στο εξωτερικό, που τις ανακαλύπτεις, χωρίς να υπάρχει αυτό το τρανταχτό “εδώ είμαστε, ελάτε”. Θέλαμε αυτήν την αίσθηση της ανακάλυψης. Όμως με τα χρόνια είδαμε ότι η απουσία της πινακίδας δυσκολεύει πολύ τον κόσμο, οπότε κάποια στιγμή τη βάλαμε».
Η Λεώνη Γαβρία έχει ζήσει όλες τις περιόδους της Blender Gallery, η οποία φέτος θα συμπληρώσει 11 χρόνια έντονης και συνεπούς καλλιτεχνικής δραστηριότητας στη Γλυφάδα. Ήταν παρούσα στη γέννησή της ως κτίσμα, όταν η αρχιτέκτονας Ερατώ Χολή μετέτρεπε το american diner που προϋπήρχε στο εξαιρετικά επίκαιρο σημείο της Ζησιμοπούλου 4 σε μια σύγχρονη εστία Τέχνης με βιοκλιματικό σχεδιασμό, με φουτουριστικά και μίνιμαλ στοιχεία και με πολύ ευχάριστους αλλά ταυτόχρονα λειτουργικούς εξωτερικούς χώρους. Ήταν παρούσα και στην ανάπτυξή της ως κόνσεπτ, στις συζητήσεις που γίνονταν με τον ιδιοκτήτη και διευθυντή της TBG, Ιάσονα Θεοφανίδη, για τη δημιουργία μιας πλατφόρμας στην οποία θα μπορούσαν να φιλοξενηθούν όλες οι εκδοχές της καλλιτεχνικής έκφρασης. Φυσικά, είναι παρούσα και σήμερα. «Είμαι ο φρουρός της Blender Gallery», λέει χαμογελώντας, πριν μας αφηγηθεί την ιστορία της πιο ξεχωριστής γκαλερί των νοτίων προαστίων, η οποία αυτήν τη στιγμή είναι άδεια καθώς έχει μόλις ολοκληρωθεί η ομαδική έκθεση «ἅμαdeus», με έργα 17 Ελλήνων και διεθνών καλλιτεχνών. Θα παραμείνει έτσι για λίγα μόλις εικοσιτετράωρα. Ήδη, οι χώροι της προετοιμάζονται για να υποδεχτούν τα έργα της Μυρτώς Ψυχάκη και αμέσως μετά την ατομική έκθεση του Κωνσταντίνου Πάτσιου, «My Father Had a Big Nose».
Μια γκαλερί έξω απ’ τον χάρτη
Στην αφήγησή της για τις πρώτες μέρες της Blender Gallery, η Λεώνη Γαβρία χρησιμοποιεί αρκετές φορές τη λέξη «στοίχημα». Η δημιουργία ενός χώρου Τέχνης στην καρδιά του εμπορικού κέντρου της Γλυφάδας και σε απόσταση αναπνοής από τη θάλασσα, είναι -από επιχειρηματική σκοπιά- μια βουτιά σε αχαρτογράφητα νερά. «Ο χώρος υπήρχε, ανήκε ήδη στους σημερινούς ιδιοκτήτες, αλλά η μετατροπή του σε γκαλερί ήταν ένα στοίχημα», λέει χαρακτηριστικά. «Το σκέφτηκαν πολύ πριν προχωρήσουν σ’ αυτήν την κίνηση, αλλά στο τέλος επικράτησε ο ενθουσιασμός και η αισιοδοξία ότι ερχόμαστε για να καλύψουμε ένα κενό, με μια πρόταση που έφερνε έναν ωραίο, διαφορετικό αέρα στην περιοχή. Το πρώτο διαστημα, πάντως, βλέπαμε κόσμο να μας προσπερνάει χωρίς να κεντρίζεται καθόλου το ενδιαφέρον του για το τι υπάρχει πίσω από αυτές τις πόρτες».
Ακόμα και σήμερα η Blender Gallery αποτελεί μια από τις λιγοστές αντιπροτάσεις στο gentrification του κέντρου της Γλυφάδας. Μια διαφορετική επιλογή στη μονοτονία των μπουτίκ που διαδέχονται εστιατόρια και νυχάδικα. «Εμείς από την αρχή θέλαμε να είμαστε πολύ προσιτοί. Η διάθεσή μας ήταν να χτίσουμε εδώ μια οικογένεια κι ένα hub, οι άνθρωποι όμως ήταν επιφυλακτικοί. Σαν να τους τρόμαζε το κόνσεπτ μιας γκαλερί στα νότια προάστια. Με τον καιρό, όταν άρχισαν να τρέχουν οι εκθέσεις, διαπιστώσαμε ότι είχαμε επισκεψιμότητα αλλά ήταν κυρίως κόσμος του κέντρου και των βορείων προαστίων. Οι νότιοι ήταν η εξαίρεση». Σήμερα πλέον αυτό έχει αλλάξει, χάρη στην επιμονή και την επινοητικότητα των ανθρώπων της TBG. «Αρχίσαμε να δοκιμάζουμε πράγματα, οργανικά και δυναμικά, χωρίς συγκεκριμένη στρατηγική», εξηγεί η Λεώνη Γαβρία. «Κάναμε, για παράδειγμα, κάποια μουσικά λάιβ, τα οποία όντως έφεραν κόσμο και μας έκαναν πιο γνωστούς στα νότια προάστια, αλλά έχουν πλέον ολοκληρώσει τον κύκλο τους και τα έχουμε αφήσει πίσω μας».
Μια άλλη κίνηση ήταν το venue hire, η φιλοξενία εταιρικών και άλλων εκδηλώσεων στο καλαίσθητο οικοσύστημα της γκαλερί. «Μετά από δύο – τρία χρόνια λειτουργίας, αντιληφθήκαμε ότι έμπαινε κόσμος και μας ζητούσε τον χώρο για εκδηλώσεις. Ξεκινήσαμε έχοντας πάντα στο μυαλό μας τη δημιουργική συνθήκη και θέτοντας ως στόχο να προσφέρουμε τη δυνατότητα σε brands, εταιρείες και ιδιώτες να κάνουν ένα event που παρόμοιό του δεν θα μπορούσε να ξαναϋπάρξει, λόγω της εναλλαγής των έργων Τέχνης στον χώρο», εξηγεί η κα Γαβρία, συμπληρώνοντας πως «πολλές φορές βέβαια μας επιλέγουν, λόγω της μίνιμαλ αισθητικής, brands τα οποία θέλουν να μεταμορφώσουν εντελώς το εσωτερικό της Blender. Κι αυτό ενέχει μια δημιουργικότητα και μας αρέσει πολύ όποτε συμβαίνει».
Αυτό που σίγουρα δεν έχει αλλάξει στα περισσότερα από δέκα χρόνια λειτουργίας της Blender Gallery είναι η ανοιχτότητά της σε όλο το φάσμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας και η επιμονή στην ανθρωποκεντρική προσέγγιση της Τέχνης σε όλα τα στάδια της δημιουργίας και της διακίνησής της. Για τη Λεώνη Γαβρία η προσωπική επαφή, τόσο με τους δημιουργούς των έργων Τέχνης όσο και μ’ αυτούς στους οποίους απευθύνονται, είναι θεμελιώδης: «Θυμάμαι ακριβώς ποιος είναι ο κάθε άνθρωπος που έχει μπει εδώ μέσα», αναφέρει χαρακτηριστικά. «Πέραν του ειδικού ενδιαφέροντος που μπορεί να έχει για έναν καλλιτέχνη, ξέρω τι κάνει στη ζωή του, τι άλλα ενδιαφέροντα έχει και τι είδους εκδηλώσεις του αρέσουν, γιατί πολλές φορές παίζουμε στο μεταίχμιο Τέχνης και άλλων μορφών ψυχαγωγίας. Μπορώ, ακόμα, να αντιληφθώ με βάση τον χαρακτήρα και την αισθητική ενός καλλιτέχνη τι ενέργεια θα έχουν τα εγκαίνιά του και ποιον θα καλέσω. Είναι σημαντικό να μη βομβαρδίζουμε τον κόσμο με επικοινωνία που δεν τον αφορά, ειδικά όταν αλλάζουμε τις εκθέσεις μας τόσο συχνά».
Αντίστοιχο είναι και το σήμα που εκπέμπει η Blender στην πιάτσα της Τέχνης, η οποία ενίοτε μπορεί να γίνει πολύ ανταγωνιστική και αδίστακτη σε ό,τι αφορα τις πρακτικές της. «Εμείς δεν είμαστε καθόλου της ίντριγκας και δεν καλλιεργούμε ανταγωνιστικό κλίμα. Ίσα – ίσα, επιδιώκουμε τις συνεργασίες», υπογραμμίζει η κα Γαβρία. «Ούτε στην αποκλειστικότητα πιστεύουμε. Ειδικά όταν ένας καλλιτέχνης δεν είναι πολύ φτασμένος, με το να είναι εκεί έξω, να κυκλοφορεί και να δείχνει τη δουλειά του και σε άλλους χώρους, χτίζει κατά κάποιον τρόπο το brand του. Δεν έχουμε αντίλογο σ’ αυτό. Φυσικά, έχουμε κάποιους τακτικούς συνεργάτες εικαστικούς, με τους οποίους έχουμε χτίσει μια σχέση εμπιστοσύνης κι έχουμε δει ότι αυτό λειτουργεί στην πράξη: μπορεί να τελειώσει μια έκθεση εδώ και το έργο ενός καλλιτέχνη να επιστρέψει στο σπίτι του, αλλά θα υπάρξει πάντα συνεννόηση μεταξύ μας αν, ας πούμε, κάποιος πελάτης έχει δει το έργο εδώ και το θέλει. Παράλληλα, είμαστε πάντα ανοιχτοί σε προτάσεις από εξωτερικούς επιμελητές, που μας φέρνουν πολύ ωραίες εκθέσεις. Τις περισσότερες φορές καταλήγουμε να χτίζουμε κι εκεί σχέσεις. Και τις κρατάμε. Το γεγονός ότι δεν έχουμε αποκλειστικές συνεργασίες και συμβόλαια και αυστηρούς κανόνες, νομίζω ότι έχει λειτουργήσει υπέρ μας».
Η συζήτηση με την general manager της Blender Gallery καταρρίπτει αρκετά από τα στερεότυπα που έχουν επικρατήσει για τους ανθρώπους και τον κόσμο της Τέχνης. Προφανώς υπάρχουν εκκεντρικοί καλλιτέχνες ή δημιουργοί με ιδιαίτερες ευαισθησίες, αλλά για εκείνη η γνωριμία μαζί τους είναι σαν να εξερευνά διαφορετικούς κόσμους που μπορεί και να μην έχουν τίποτα κοινό με τον δικό της ή ακόμα και μεταξύ τους. Απολαμβάνει αυτήν την εξερεύνηση και απολαμβάνει εξίσου την επαφή με τους παθιασμένους φιλότεχνους. «Κάποιοι δεν αρκούνται στα έργα που παρουσιάζονται στην έκθεση. Ενδιαφέρονται για κάτι που μπορεί να βρίσκεται ακουμπισμένο στο γραφείο μου, να κρέμεται στο χολ ή να είναι αποθηκευμένο στο ντεπό, τυλιγμένο με bubble wrap και υποφωτισμένο. Αυτή η αίσθηση του κυνηγιού, της ανακάλυψης και του backstage είναι ένα πολύ γοητευτικό κομμάτι του συνολικού βιώματος της Τέχνης».
Σημαντικό κομμάτι του κόσμου της Τέχνης -και αυτό που τη συντηρεί ως εμπορική πιάτσα- είναι βέβαια και το κόστος της. Εδώ κι αν δεν υπάρχουν στερεότυπα. Μιλάμε απενοχοποιημένα (καλώς) και αβασάνιστα (κακώς) για «χρηματιστήριο της Τέχνης», τη συνδέουμε με αστρονομικά ποσά και πάμπλουτους συλλέκτες και, αυτόματα κάπως, οι περισσότεροι απομακρυνόμαστε ή τουλάχιστον επιλέγουμε να κρατήσουμε κάποια απόσταση. Και σίγουρα παύουμε να φανταζόμαστε τους εαυτούς μας ως πιθανούς ιδιοκτήτες ενός αυθεντικού έργου.
Πόσο, αλήθεια, κοστίζει ένα έργο Τέχνης;
Ο βασικός λόγος ύπαρξης μιας γκαλερί και κάθε χώρου Τέχνης είναι να φέρει τα καλλιτεχνικά έργα -κι ενίοτε τους δημιουργούς τους- σε επαφή με το κοινό. Να βοηθήσει τους καλλιτέχνες να εκθέσουν τη δουλειά τους και τους επισκέπτες να εκτεθούν σ’ αυτήν και, ιδανικά, να τη σχολιάσουν, να την αφήσουν να τους επηρεάσει, να υπάρξει κάποιου είδους διάδραση μεταξύ τους. Η αγοραπωλησία ενός έργου είναι κάτι που μπορεί να συμβεί σε δεύτερο χρόνο. Δεν είναι σε καμία περίπτωση ο λόγος για τον οποίο κάποιος παράγει ή καταναλώνει Τέχνη, αλλά από ένα σημείο κι έπειτα, είναι σημαντική για την επιβίωση του ίδιου του καλλιτέχνη και όλων όσοι απασχολούνται σ’ αυτόν τον χώρο.
Μπορεί, λοιπόν, οποιοσδήποτε να αγοράσει ένα έργο Τέχνης; Σε ποιους πραγματικά απευθύνεται η Τέχνη ως εμπορικό προϊόν και πόσο ακριβή είναι στις μέρες μας; Η Λεώνη Γαβρία δεν μπαίνει στη διαδικασία να αναφέρει ποσά και τιμές, γιατί σ’ αυτήν την αγορά δεν υπάρχουν τιμοκατάλογοι. Τοποθετεί, όμως, το ζήτημα σε μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα βάση: «Εγώ, για παράδειγμα, είμαι ένα δείγμα ανθρώπου που μένει στα νότια προάστια, στη Γλυφάδα. Έχω μεγαλώσει εδώ, σε πολύ νορμάλ συνθήκες. Και σήμερα βλέπω ότι εκεί που έπαιζα όταν ήμουν μικρή και πήγαινα για μπάνιο χαλαρά, έχει δημιουργηθεί μια Αθηναϊκή Ριβιέρα που έχει εκτινάξει τις τιμές στα πάντα. Έχουν έρθει άνθρωποι με άλλα πορτοφόλια, με τους οποίους συνυπάρχουμε μεν, αλλά ζούμε παράλληλες και τελείως διαφορετικές ζωές. Αυτό που για μένα είναι ακριβό, για κάποιον άλλο δεν είναι τίποτα».
Η Blender Gallery, πάντως, πολύ συνειδητά και από τη σύστασή της, δεν απευθύνεται μόνο στα «άλλα» πορτοφόλια. «Είμαστε σε επαφή με συλλέκτες, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι μιλάμε για ανθρώπους με τρομερή οικονομική ευχέρεια ή επιχειρηματίες που αγοράζουν έργα ως επένδυση. Μπαίνουν εδώ άνθρωποι που έχουν πάθος για την Τέχνη, βλέπουν ένα έργο και δεν μπορούν να ξεκολλήσουν. Γι’ αυτούς θα κάνουμε, τόσο εμείς όσο και ο καλλιτέχνης, ό,τι καλύτερο μπορούμε. Θα βρούμε τρόπο να τους εξυπηρετήσουμε. Όταν βλέπεις κάποιον να παθιάζεται με ένα αντικείμενο και να το αξιολογεί ως κάτι πολύτιμο για την ψυχική του εκπλήρωση, παθιάζεσαι κι εσύ».
Οι καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάζεται η Blender, πάντως, ως επί το πλείστον δεν είναι πρωτοεμφανιζόμενοι. Έχουν χτίσει ένα κοινό κι έχουν τις τιμές τους. Οι παράγοντες που επηρεάζουν αυτές τις τιμές είναι βέβαια το όνομα του εικαστικού -η υπογραφή του- και το βάρος του βιογραφικού του (οι εκθέσεις στις οποίες έχει συμμετάσχει, οι συλλογές όπου ανήκουν τα έργα του), αλλά και κάποια πιο «ταπεινά» δεδομένα: το μέγεθος ή ο όγκος των έργων, το κόστος των υλικών, αν μιλάμε για γλυπτά ή της κορνίζας, αν μιλάμε για φωτογραφίες ή πίνακες.
Ακόμα πάντως κι αν ένα αυθεντικό εικαστικό έργο είναι απλησίαστο, υπάρχει τρόπος να το έχεις κοντά σου και να το απολαμβάνεις ή να διακοσμεί το σπίτι σου. Τα limited edition prints, τα αριθμημένα και υπογεγραμμένα αντίτυπα, έχουν πάντα προσιτές τιμές και απευθύνονται σε όλους. «Στην Αμερική τα prints είναι πολύ διαδεδομένα, δεν αντιμετωπίζονται ως κάτι υποδεέστερο. Εδώ είναι κάτι που ακόμα χτίζεται, αλλά εμείς το υποστηρίζουμε πολύ και το έχουμε εντάξει στη στρατηγική μας», ξεκαθαρίζει η κα Γαβρία. «Τώρα για παράδειγμα, στην επερχόμενη έκθεση του Κωνσταντίνου Πάτσιου, που είναι ένας από τους πιο παλιούς μας συνεργάτες, παρότι τα έργα είναι δουλεμένα με μικτή τεχνική και κολάζ, θα έχουμε διαθέσιμα και κάποια prints, για να καλύψει η έκθεση εμπορικά όλο το φάσμα του κοινού. Γενικά, όμως, δεν παίζουμε με πάρα πολύ υψηλές τιμές, ούτε με καλλιτέχνες τόσο ακριβοθώρητους ώστε να επηρεάζουν το χρηματιστήριο της Τέχνης. Μπορεί να το κάνουμε ενίοτε, αλλά δεν είναι κάτι αντιπροσωπευτικό της καλλιτεχνικής μας ταυτότητας. Θέλουμε τα έργα να φτάνουν στο κοινό».
Η εμπειρία της έχει δείξει ότι το ίδιο επιδιώκουν και οι καλλιτέχνες: «Είναι βέβαιο ότι οι καλλιτέχνες θέλουν τα έργα τους να βρουν ένα σπίτι κι αυτό είναι κάτι πέρα από το οικονομικό όφελος. Ένας εικαστικός δεν νιώθει ότι έχει εκπληρώσει τον ρόλο του αν η δημιουργική διαδικασία τελειώσει στο ατελιέ του και το έργο δεν βγει προς τα έξω».
Μια διαρκής πρόκληση
Κάτι που δεν είναι καθόλου στερεότυπο, αλλά μια διαχρονική αναγκαιότητα και μια ζωτικής σημασίας λειτουργία για την Τέχνη, είναι να ανταποκρίνεται στα ζητούμενα της εποχής. Να απαντά στις προκλήσεις της και να θέτει τα ερωτήματα και τις προκλήσεις της επόμενης μέρας. Σε κάποιον βαθμό αυτό ισχύει και για τους χώρους που φιλοξενούν και εμπορεύονται Τέχνη: τα στοιχήματα που παίζονται είναι πάντα διαρκείας και σπανίως «κλειδώνουν».
Κάποιες φορές οι προκλήσεις είναι οι κοινές, αυτές που αντιμετωπίζουμε όλοι. Η Τέχνη ως industry και συνολικά ως κοινότητα, για παράδειγμα, έπρεπε να βρει τρόπους να επιβιώσει στην περίοδο του Covid. Για την Blender Gallery, αυτό το διάστημα έγινε αφορμή για ένα καλό reboot και για ακόμα περισσότερη εξωστρέφεια. «Η καραντίνα μάς ώθησε να βρούμε λύσεις και να κάνουμε πράγματα τα οποία ίσως είχαμε αργήσει να κάνουμε», σημειώνει η κα Γαβρία. Μέσα στην πανδημία πραγματοποιήθηκαν, μεταξύ άλλων, δύο πολύ ενδιαφέρουσες δράσεις. Το Horizon Line Sessions -μια σειρά από εξαιρετικά βίντεο στα οποία οι ίδιοι οι καλλιτέχνες μιλούν για τα έργα τους και κατά κάποιον τρόπο τα «αποκαλύπτουν» για μας- και το Totemic Other, που παρουσιάζει με πρωτότυπο τρόπο όλη τη διαδρομή του στησίματος μιας εικαστικής έκθεσης, από την αρχική σύλληψη της ιδέας ως την τελική παρουσίαση.
Η Τέχνη στις μέρες μας βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του αγώνα για συμπερίληψη και ισότητα στην έκφραση, ενώ για μία ακόμα φορά καλείται να αναμετρηθεί με μία τεχνολογία η οποία, δυνητικά, μπορεί να προσβάλει τα ζωτικά της κύτταρα. Αντίθετα με όλες τις προηγούμενες τεχνολογικές καινοτομίες που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τους καλλιτέχνες ως εργαλεία ή να ενσωματωθούν οργανικά στη δημιουργική διαδικασία, η Τεχνητή Νοημοσύνη έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει η ίδια ως δημιουργός. Να παραγάγει, δηλαδή, δική της Τέχνη. «Το ότι έχει δοθεί περισσότερος χώρος στις γυναίκες είναι πολύ σημαντικό και δεν έχει γίνει τυχαία», σχολιάζει η general manager της Blender Gallery. «Η ατζέντα δεν δημιουργείται μόνο με βάση το τι αρέσει στον κόσμο. Γίνονται συνειδητές προσπάθειες τα πράγματα πλέον να είναι ισορροπημένα. Υπάρχουν εκθέσεις η επιμέλεια των οποίων έχει γίνει με γνώμονα να παρουσιαστούν έργα γυναικών δημιουργών. Είναι σίγουρο ότι οι επαγγελματίες της Τέχνης συντάσσονται με τις διεκδικήσεις της εποχής».
Σε ό,τι έχει να κάνει με την τεχνολογία, συνοπτικές απαντήσεις δεν υπάρχουν. Όχι ακόμα, τουλάχιστον. «Αυτό που νομίζω ότι συμβαίνει τώρα, είναι ότι πραγματικά καταρρίπτονται τα όρια της Τέχνης. Η AI θέτει εκ νέου το ερώτημα για το πού ξεκινά και που σταματάει η δουλειά του καλλιτέχνη. Σε έναν βαθμό, η ίδια η Τέχνη σήμερα επαναφέρει τον προβληματισμό για το ποιος είναι καλλιτέχνης και τι είναι έργο Τέχνης. Στην Ελλάδα υπάρχουν δημιουργοί που τρομάζουν με την κατεύθυνση που έχει πάρει η τεχνολογία. Συχνά μάλιστα απευθύνονται σε μας για να τους βοηθήσουμε, στο κομμάτι του digital art, των NFTs κλπ. Υπάρχουν όμως και αυτοί που βλέπουν την Τεχνητή Νοημοσύνη ως μια νέα βάση έμπνευσης. Συνήθως τη χρησιμοποιούν για να φτάσουν σε ένα προωθημένο σημείο έναρξης, από το οποίο θα δημιουργηθεί κάτι καινούργιο. Προσωπικά, δεν μου φαίνεται καθόλου μακρινό το ενδεχόμενο μια έκθεσης με έργα φτιαγμένα από κάποια τεχνητή νοημοσύνη. Δεν έχει συμβεί ακόμα κάτι τέτοιο εδώ, αλλά αυτό που έχουμε ήδη κάνει και είχε ενδιαφέρον και μπορεί να βρει άπειρες εφαρμογές, ήταν η δουλειά του Νικόλα Αθανασόπουλου. Σχεδίασε σε λογισμικό το καλούπι πήλινων έργων τα οποία εκτύπωσε σε 3D Printer. Στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας είχε χρησιμοποιήσει AI για να δει πώς θα μοιάζουν τα έργα στην τελική τους μορφή».
Η Λεώνη Γαβρία είναι σίγουρη ότι ο κόσμος της Τέχνης θα βρει και αυτή τη φορά τους τρόπους να διαχειριστεί τα καινούργια δεδομένα. «Πιθανώς θα περάσουμε το στάδιο του χάους, όταν ακόμα οι εξελίξεις θα τρέχουν ανεξέλεγκτα, αλλά είναι βέβαιο ότι σε βάθος χρόνου θα δημιουργηθούν νέες πλατφόρμες που θα το ελέγχουν όλο αυτό. Εν τω μεταξύ, παρατηρούμε ήδη μια στροφή στο πιο touchable – στις υφές, στο αρχέγονο, στα γήινα υλικά. Εμείς, για τα δέκα χρόνια που κλείσαμε το 2023, παρότι δεν είχαμε ασχοληθεί καθόλου με την κεραμική στο παρελθόν, επιλέξαμε να κάνουμε μια ομαδική έκθεση κεραμικής. Παρουσιάσαμε τη δουλειά 15 σύγχρονων κεραμιστών γιατί νιώσαμε ότι αυτή είναι η τάση».
Κάτι άλλο που την κάνει αισιόδοξη είναι το πώς εξελίσσεται το αθηναϊκό τοπίο και ο τρόπος με τον οποίο επανατοποθετείται στον παγκόσμιο χάρτη των εικαστικών. «Κάποτε όλοι έτρεχαν στο Βερολίνο για να ανακαλύψουν νέα κινήματα και φρέσκο αίμα. Τώρα η διάχυση είναι μεγαλύτερη. Υπάρχει κόσμος από το εξωτερικό που θα έρθει στην Αθήνα για να κάνει τουρισμό Τέχνης», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Μέσα σ’ αυτό το τοπίο και από την όμορφη και κάπως εξωτική, για τα δεδομένα αυτού του χώρου, τοποθεσία της Γλυφάδας, η Blender Gallery θα συνεχίσει να εκπέμπει το φωτεινό σήμα της και να υποδέχεται την Τέχνη και τους φίλους της απ’ όπου κι αν προέρχονται. «Ερχόμενος κάποιος εδώ και ανάλογα με το μέχρι πού θέλει να φτάσει την ενασχόλησή του με την Τέχνη, είναι σίγουρο ότι θα βρει κάτι που να τον καλύπτει», υπόσχεται η Λεώνη Γαβρία λίγο πριν επιστρέψει στο brainstorming που είναι σε εξέλιξη στο γραφείο που βρίσκεται δίπλα στο αίθριο. «Θα μας γνωρίσει, θα λάβει ενημέρωση για όλα όσα συμβαίνουν εδώ, θα έχει την ευκαιρία να κάνει παρέα με άλλους τεχνόφιλους ή φίλους της γκαλερί. Θα μπορέσει επίσης να γνωρίσει καλλιτέχνες, να αγοράσει κάτι που του ταιριάζει ή να δει ένα έργο που θα του “μιλήσει” και θα συνεχίσει να το σκέφτεται το βράδυ στο σπίτι του και το οποίο ίσως αποτελέσει έμπνευση για κάτι δημιουργικό δικό του. Νομίζω αυτό είναι το δυνατό σημείο της Blender. Δεν βάζουμε τελεία και είμαστε πάντα ανοιχτοί σε καινούργιες ιδέες και συμπράξεις».
Info: Τα εγκαίνια της έκθεσης του Κωνσταντίνου Πάτσιου, «My Father Had a Big Nose» θα πραγματοποιηθούν την Παρασκευή, 19 Απριλίου. Εκείνη τη μέρα η Blender θα ενημερώσει το κοινό και για τις παράλληλες δράσεις της έκθεσης και το πολυαναμενόμενο supper club (dinner with stangers), ανάμεσα σε έργα τέχνης.
Το μεγαλύτερο αφιέρωμα που έγινε ποτέ για τη Γλυφάδα τρέχει τώρα στο NouPou: Πρόσωπα, Stories, Ρεπορτάζ και ένας πλήρης Οδηγός Πόλης σε ένα δυναμικό αφιέρωμα που ανανεώνεται διαρκώς.