«Ακταίον»: Το στολίδι του Φαλήρου μιας άλλης εποχής
Η νότια συγγραφέας Πολύμνια Ρέγκου γράφει για την ιστορία του «Ακταίον», του αυτοκρατορικού ξενοδοχείου του Φαλήρου που φιλοξένησε βασιλιάδες και πρίγκιπες, επιβίωσε από πολέμους, βομβαρδισμούς και κρίσεις, για να κατεδαφιστεί τελικά ολοσχερώς τη δεκαετία του 1990.
- 01/10/2024
- Κείμενο: Πολύμνια Ρέγκου
Πάντα με εντυπωσίαζαν τα παλιά σπίτια. «Σπίτια με ψυχή», διάβασα κάπου να τα λένε. Από μικρή έκλεβα ματιές μέσα στους κήπους τους, προσπαθούσα να δω κίνηση από τα μισάνοικτα παραθυρόφυλλα, να φανταστώ τις οικογένειες που έμεναν κάποτε εκεί. Παλιότερα, λάτρης του μεταφυσικού, τα σύνδεα με τραγικές ιστορίες. Έβλεπα με τη φαντασία μου, τις νύχτες, γυναίκες με λευκά νυχτικά κι ένα κερί στο χέρι, να διασχίζουν τους τεράστιους διαδρόμους, να στέκονται στα ετοιμόρροπα μπαλκόνια και να με κοιτούν.
Μεγαλώνοντας, έβλεπα μόνο τη χαμένη ομορφιά. Το μεράκι του αρχιτέκτονα, την αγάπη στην κομψότητα και στο νεοκλασικισμό. Έργα τέχνης από τούβλα και μπετό. Στην παραλιακή ζώνη, από τον Πειραιά ως τη Γλυφάδα, τέτοιοι θησαυροί υπήρχαν πολλοί. Ειδικά το Φάληρο κρύβει ακόμη στα στενά του μικρούς πύργους, παλιά αρχοντικά, αίθρια με μισοσπασμένα τζάμια. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην κερδίσουν, έστω και μια φευγαλέα ματιά από τους περαστικούς. Έτσι απλά. Επειδή στέκονται εκεί για δεκαετίες. Επειδή ξεχωρίζουν. Επειδή θυμίζουν άλλες εποχές, δύσκολες για κάποιους, άνετες για λιγότερους.
Κάπου εκεί κοντά υπήρχε κάποτε ένα ανάκτορο. Στεκόταν δίπλα στη θάλασσα, η οποία συμπλήρωνε την ομορφιά και τη φινέτσα του. Μπροστά του απλωνόταν η τεράστια εξέδρα του Φαλήρου. Πιο δίπλα, στην προκυμαία, η γνωστή ταραντέλα. Πέρασαν τα χρόνια, η εξέδρα αφαιρέθηκε, η ταραντέλα ξηλώθηκε. Ακόμη κι η θάλασσα κακοποιήθηκε από το αδυσώπητο ανθρώπινο χέρι. Έπρεπε βλέπετε να μεγαλώσει η παραλιακή. Να γίνει διαπλάτυνση του δρόμου. Τσιμέντα και άσφαλτος χύθηκαν στο υγρό στοιχείο.
Την έσπρωξαν τη θάλασσα. Της άλλαξαν τη θέση. Μόνο το αρχοντικό ή ό,τι είχε μείνει από αυτό, έστεκε ακόμη, σε πείσμα οποιαδήποτε κακοποίησης. Μέχρι που κι εκείνο φάνταζε πια άσχημο κι ενοχλητικό. Μπουλντόζες πλήγωσαν το κουφάρι του. Το έριξαν κι έχτισαν στη θέση του ένα νοσοκομείο. Συμφώνησαν το κτίριο να θυμίζει το παλιό ανάκτορο. Τι σημασία είχαν όμως οι συμφωνίες… Ο κόσμος προόδευε, προχωρούσε. Η σύγχρονη εποχή δε μπορούσε να αναλωθεί σε περιττές αρχιτεκτονικές πολυτέλειες του παρελθόντος.
Το νοσοκομείο φτιάχτηκε από σίδερο και γυαλί. Μόνο ένας θόλος μπήκε στην οροφή του, για να θυμίζει τους τρεις θόλους του παλιού ανακτόρου. Τι ειρωνεία! Ο θόλος αυτός είναι καλά κρυμμένος. Για να τον δει κάποιος θα πρέπει να κατηφορίζει από τον Κηφισό προς την παραλιακή, στη γνωστή στροφή πάνω από το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας.
Δεν έμεναν βασιλιάδες στο παλιό εκείνο ανάκτορο. Δεν ήταν κανονικό παλάτι. Ξενοδοχείο ήταν κι ονομαζόταν «Ακταίον». Πολλά έχουν γραφτεί γι’ αυτό. Πολλοί λυπήθηκαν για την καταστροφή του. Πόλεις στο εξωτερικό διαφύλασσαν με κάθε τρόπο τέτοια αρχιτεκτονικά θαύματα. Εδώ όμως τα γκρεμίσαμε με τόση ευκολία. Το «Ακταίον» λοιπόν κτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάνου Καραθανασόπουλου, μαθητή του Ερνέστου Τσίλερ. Ο τραπεζίτης Ιωάννης Πεσματζόγλου ήταν ο ιδιοκτήτης, ο οποίος το νοίκιασε στο Γάλλο επιχειρηματία Μελιέ. Κανένας από τους δύο δεν έκανε έκπτωση στο όραμά του, με αποτέλεσμα να δαπανηθούν εκατομμύρια δραχμές για την ανέγερση και τη διακόσμησή του.
Το αποτέλεσμα τους αποζημίωσε. Δημιούργησαν ένα από τα ομορφότερα ξενοδοχεία της Ευρώπης. Η φήμη του ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο. Μέσα στα 160 δωμάτιά του, φιλοξένησε την αφρόκρεμα της Αθήνας και όλης της Ευρώπης. Στα σαλόνια του χόρεψαν πανέμορφα, κομψά ζευγάρια, πολιτικοί, πρίγκιπες. Στην τραπεζαρία του γευμάτισαν άρχοντες και απλοί πολίτες, που βρέθηκαν καλεσμένοι σε μια από τις περίφημες εκδηλώσεις που διοργανώνονταν συνεχώς.
Και τι γεύματα απόλαυσαν αλήθεια! Ο διάσημος Γάλλος σεφ Ογκίστ Εσκοφιέ κλήθηκε από τον ιδιοκτήτη Μελιέ, για να ενώσει την απόλυτη χλιδή του ξενοδοχείου, με τη γαστρονομική του μαγεία. Σε κάθε τραπέζι κρύσταλλα Βοημίας, σερβίτσια Christofle, πορσελάνες Sarreguemines, φιλοξενούσαν τα ακριβά κρασιά και τα γευστικά δημιουργήματα. Οι επισκέπτες γευμάτιζαν ή λικνίζονταν ακούγοντας μελωδίες από την Αυτοκρατορική φιλαρμονική του Ρωσικού Στόλου.
Όλες οι ανθρώπινες αισθήσεις λάμβαναν τα ομορφότερα ερεθίσματα μέσα στον χώρο του «Ακταίον», δημιουργώντας αίσθημα ευφορίας και ικανοποίησης ακόμη και στον πιο απαιτητικό. Έμπειροι κηπουροί ασχολήθηκαν με τους κήπους του. Ήταν μεγάλη απόλαυση η βόλτα εκεί, ανάμεσα στους πανύψηλους, εξωτικούς φοίνικες. Ευωδίες εσπεριδοειδών, λουλουδιών και αρωματικών φυτών, συνδυασμένες με τη θαλασσινή αύρα.
Ήρθαν άσχημες εποχές. Ο κόσμος δεν είχε διάθεση ούτε χρήματα για τέτοιες απολαύσεις. Ξέσπασε ο Βαλκανικός Πόλεμος. το 1912, το αρχοντικό κτίριο μετατράπηκε σε Ναυτικό Νοσοκομείο. Τα πολυτελή έπιπλά του έγιναν χρηστικά αντικείμενα για τους τραυματισμένους. Οι καιροί δεν άλλαξαν. Η μια πληγή έφερνε την άλλη. Δέκα χρόνια μετά, άνθρωποι χάθηκαν κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Έλληνες ξεριζώθηκαν από τη Μικρά Ασία. Το ξενοδοχείο υποδέχθηκε τους πρόσφυγες, προσφέροντάς τους κατάλυμα.
Ήρθε η παγκόσμια οικονομική κρίση. Κι άλλη καταστροφή. Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, αγγελίες στις εφημερίδες ενημέρωναν τους ενδιαφερομένους πως αντικείμενα του ξενοδοχείου πωλούνταν και χώροι ενοικιάζονταν, ακόμη και για απλές αποθήκες. Οι όμορφες τραπεζαρίες όπου κάποτε σερβιρίστηκαν οι γευστικές απολαύσεις του Εσκοφιέ, έγιναν χειμερινός κινηματογράφος.
Ύστερα ήρθαν οι Γερμανοί κατακτητές και κατέλαβαν τους υπόλοιπους χώρους. Ούτε οι σύμμαχοι δε συγκινήθηκαν μπροστά στην ομορφιά του και το βομβάρδισαν, κατά τον μεγάλο βομβαρδισμό του Πειραιά, στις 11 Ιανουαρίου του 1944. Άντεχε όμως. Άντεχε. Επέμενε να υπάρχει έστω και τμηματικά. Τραυματισμένο, διαλυμένο, παραμορφωμένο, το παλιό στολίδι του Φαλήρου έστεκε για δεκαετίες κερδίζοντας ακόμη κάποια βλέμματα από τους περαστικούς.
Ήρθε η δεκαετία του 1970. Κάθε κλασικό φαινόταν παράταιρο, μίζερο και αποκρουστικό. Το τμήμα του «Ακταίον» που έστεκε ακόμη, σε προνομιακό σημείο, έπρεπε να εκσυγχρονιστεί. Έγινε κοσμικό κέντρο με το όνομα «ΣΙΝΙΚΟΝ». Την επόμενη δεκαετία ακόμη κι αυτή η ονομασία φάνταζε εκτός εποχής. Παρέμεινε κέντρο διασκέδασης και μετονομάστηκε σε «Studio 254» κατά το διάσημο -και κατά 200 νούμερα μικρότερο- κλαμπ της Νέας Υόρκης. Νέοι που αγνοούσαν την ιστορία του κάπνιζαν, χόρευαν, ούρλιαζαν και μεθούσαν, στους ίδιους χώρους που κάποτε έπρεπε να είσαι αυστηρά ντυμένος και ευπρεπής για να μπορέσεις να εισέλθεις.
Η μοίρα του ήταν ακόμη πιο σκληρή. Έπρεπε να πάψει να υπάρχει, να εξαφανιστεί. Είχε ακριβώς την ίδια τύχη με το Ρολόι του Πειραιά, τη Βίλα Μαργαρίτα, στους Αμπελόκηπους, το Μέγαρο της Κοντέσας Θεοτόκη, στην Ομόνοια και τόσα άλλα θαυμαστά κτίρια. Τύχη σκληρή και άδικη*. Αν ήταν παραμύθι, ίσως όλα τελείωναν καλά και αισιόδοξα. Δεν ήταν όμως. Υπήρξε πραγματικά. Δεν χωρούσε όμως στην εποχή μας. Ήταν πολύ όμορφο για να χωρέσει.
* Το Ακταίον κατεδαφίστηκε ολοσχερώς το 1994. Στη τοποθεσία του σήμερα βρίσκεται συγκρότημα πολυκατοικιών και το Νοσοκομείο Metropolitan.
**Η Πολύμνια Ρέγκου γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Άγιο Δημήτριο. Φοίτησε στο 1ο Γενικό Λύκειο, το λεγόμενο «Στρογγυλό». Τα τελευταία 15 χρόνια ζει στο Παλαιό Φάληρο. Το πρώτο της βιβλίο, το μυθιστόρημα με τίτλο «Πολεμίστρες στη Στέγη», κυκλοφορεί από την ΚΑΠΑ Εκδοτική.