KidNest: Πώς ο Ιωάννης Γλωσσόπουλος έφτιαξε μια ασφαλή διαδικτυακή φωλιά για όλους τους γονείς
Χτίζοντας το μέλλον των παιδιών μαςΈχει περίπου 140.000 followers στο TikTok (κι άλλους τόσους στο Instagram), προσφέρει διαδικτυακές συνεδρίες συμβουλευτικής γονέων, διοργανώνει σεμινάρια και εμπνέει με τις ομιλίες του: O Ιωάννης Γλωσσόπουλος, δημιουργός του Kidnest.gr, εξηγεί στο NouPou γιατί ποτέ δεν περίμενε ότι η καριέρα του θα πάρει αυτήν την τροπή, μοιράζεται πολύτιμες συμβουλές γονεϊκότητας και αποκαλύπτει την απάντηση στην πιο συχνή ερώτηση όσων μεγαλώνουν παιδιά σήμερα.
- 13/10/2024
- Κείμενο: Εμμανουέλα Ρουσσάκη
To Kidnest, η φωλιά του παιδιού, είναι μια πραγματικά πολύ μεγάλη -πλέον- κοινότητα που δημιουργήθηκε από τον εξειδικευμένο παιδοψυχολόγο και σύμβουλο γονεϊκότητας Ιωάννη Γλωσσόπουλο, με στόχο να αποτελέσει ένα ασφαλές περιβάλλον όπου οι γονείς θα βρουν πρακτικές λύσεις για την αντιμετώπιση καθημερινών προβλημάτων, χωρίς να νιώθουν την κοινωνική πίεση του να είναι «οι τέλειοι γονείς και παιδαγωγοί».
Για τον ίδιο τον Ιωάννη, κανένα συναίσθημα δεν είναι κατακριτέο και όλοι οι γονείς αξίζουν ένα ασφαλές περιβάλλον για να εκφράσουν τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς τους, ανακτώντας τη σιγουριά και την αυτοπεποίθησή τους σε αυτόν τον σημαντικό ρόλο. Όπως ο ίδιος εξηγεί στο NouPou πάντως, κινητήριος δύναμή του παραμένει η αγάπη του για τα ίδια τα παιδιά: Στόχος του να εκπαιδεύσει και να ενδυναμώσει τους γονείς, ώστε να μπορούν τελικά να παρέχουν αγάπη, φροντίδα και κατανόηση, έτσι ώστε κανένα παιδί να μη νιώθει μόνο, χωρίς «φωλιά».
Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: Πού μεγαλώσατε, τι σπουδάσατε και τι σας οδήγησε να ασχοληθείτε με την παιδοψυχολογία και τη συμβουλευτική γονέων;
Έχω μεγαλώσει στη Λαμία και τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια ζω στη Θεσσαλονίκη. Είμαι παιδοψυχολόγος και σύμβουλος γονέων. Γύρω στα 26 ξεκίνησα τις σπουδές μου στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο της Αγγλίας και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο του Lancashire με ειδικότητα την Παιδοψυχολογία. Έχω πάρει και μια ειδίκευση στην Solution Focused Brief Therapy, δηλαδή στη θεραπεία εστιασμένης λύσης, και έτσι εξέλιξα την εκπαίδευσή μου στη συμβουλευτική γονέων.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν περιμένα να πάρει αυτή την τροπή η καριέρα μου. Εγώ δουλεύα με παιδιά πάρα πολλά χρόνια, δηλαδή ασχολούμουν με παιδιά προσχολικής και πρωτοσχολικής ηλικίας τα τελευταία 17 χρόνια. Δεν περιμένα ότι πλέον θα ασχολούμαι με γονείς. Όλο αυτό ξεκίνησε από τη μητέρα μου, η οποία είχε έναν θίασο κουκλοθεάτρου και, μετά από κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες καριέρας που είχα, την ακολούθησα. Ασχολήθηκα με αυτό, το αγάπησα και το θεωρώ πολιτιστική κληρονομιά μου και μετά, για να το εξελίξω, έκανα αυτά που είπα πριν, δηλαδή τις σπουδές μου.
Από εκεί και πέρα, αυτό που με οδήγησε να ασχοληθώ με την παιδοψυχολογία ήταν η αγάπη μου για τα παιδιά και τον κόσμο τους. Δηλαδή μου αρέσουν πάρα πολύ τα παιδικά παραμύθια, μου αρέσουν πάρα πολύ οι άνθρωποι του πνεύματος που μιλάνε για παιδιά – η Montessori, ο Rousseau, ο Locke, ο Piaget, ο Erikson, ο Freud. Μου άρεσε πάντα το πώς ερμήνευαν αυτά τα φαινόμενα που έβλεπα εγώ.
Η αλήθεια είναι ότι δεν ήξερα καν ότι μου αρέσει η συμβουλευτική γονέων και ότι ήθελα να ασχοληθώ με αυτόν τον τομέα. Έγινε με αφορμή την καραντίνα. Εγώ είχα στον νου μου ότι θα τελείωνα την ψυχολογία και θα έμπαινα σε ένα κέντρο, όπως όλοι οι συνάδελφοι, αλλά εν μέσω κορονοϊού αναδείχθηκε η ανάγκη των γονέων να ζήσουν με τα παιδιά τους μέσα στο σπίτι. Οπότε εγώ κλήθηκα σαν νέος ειδικός να μπω μέσα στο σπίτι, να μιλήσω με γονείς, να πάρω ιστορικά, να κάνω κάτι για το οποίο δεν είχα ουσιαστικά εκπαιδευτεί.
Ξεκίνησα εθελοντικά κιόλας τα πρώτα δύο χρόνια, δεν αμοιβόμουν γι ‘αυτό, ήταν κάτι σαν πρακτική και σαν ψάξιμο. Οπότε, είδα ότι η σχέση γονέα παιδιού είναι κάτι το οποίο μπορεί να αλλάξει την ισορροπία όλης της οικογένειας, την ψυχολογία και τη στάση ενός παιδιού. Και μου άρεσε πάρα πολύ αυτό. Μου άρεσαν δηλαδή οι αρετές και οι αξίες που μπορεί ο γονέας να εμφυσήσει στο παιδί. Ενεργητική ακρόαση, ενσυναίσθηση, κατανόηση, οριοθέτηση, όλα αυτά, σαν αξίες του γονέα μπορούν να αλλάξουν εντελώς τις δυναμικές στις σχέσεις γονέα παιδιού, κάτι το οποίο θέλουμε.
Ποια ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από την ίδρυση του KidNest; Τι θέλετε να πετύχετε μέσω των προγραμμάτων που προσφέρετε;
Ουσιαστικά αυτό που εμείς θέλουμε είναι να μη νιώσει κανένα παιδί μόνο του ή παραγκωνισμένο. Κανένα παιδί καταδικασμένο, θα λέγαμε, σε τραβήγματα γονέων ή συνθήκες που δεν αναπτύσσουν τη δυναμική του. Οπότε η κινητήριος δύναμη πίσω από αυτό είναι κανένα παιδί χωρίς κάποιον δίπλα του που να μπορεί να του μιλά, κανένα παιδί μόνο του που να μην μπορεί να εκφραστεί με τον διαφορετικό του χαρακτήρα, που στην τελική έχουμε όλοι μας. Όλα αυτά μπορούν να συνοψιστούν στο κανένας να μη νιώθει μόνος και χωρίς φωλιά.
Εκεί έρχεται και το «nest» στο Kid nest. Ουσιαστικά εγώ μέσα από το KidNest θέλω να φτιάξω μία φωλιά, δηλαδή τις αναμνήσεις, τις καλές στιγμές, την διαχείριση των κακών στιγμών σε μια οικογένεια, ώστε το παιδί να έχει μία νοητική φωλιά, να μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον στο οποίο του παρέχουν αγάπη, φροντίδα, κατανόηση αλλά και όρια, γιατί αναπόφευκτα μέσα στη ζωή υπάρχουν και οι άσχημες στιγμές.
Η αποστολή μου είναι να ενδυναμώνω γονείς και επαγγελματίες, ιδιαίτερα εκείνους που ασχολούνται με τη γονεϊκή καθοδήγηση και την ψυχολογία. Oι γονείς, με τους φρενήρεις ρυθμούς της καθημερινότητας, νιώθουν εξάντληση αλλά παρά τις προκλήσεις δεν παραδίδονται. Αυτό είναι πολύ βασικό, μένουν δυνατοί και θέλουν να καθιερώσουν όρια αλλά και να συνθέσουν όμορφες στιγμές. Ουσιαστικά θέλουμε να δομήσουμε ηγετικές προσωπικότητες, γιατί η γονεϊκότητα έχει ηγετικό χαρακτήρα, όχι με την έννοια του «αυταρχισμού», αλλά όσον αφορά την καθοδήγηση. Ένας ηγέτης ακούει, ενστερνίζεται, καθοδηγεί και κατανοεί.
Οπότε είναι πάρα πολλά τα πράγματα που πρέπει να κάνει ένας γονέας και ένας επαγγελματίας ψυχικής υγείας. Μέσα από την εμπειρία που έχω στη γονεϊκή υποστήριξη, στην επικοινωνία γονέα-παιδιού και στην αυτοπεποίθηση των γονέων αλλά και των παιδιών, θέλω να καθοδηγήσω τους γονείς και τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας να ενδυναμώσουν τις σχέσεις με τα παιδιά, να θέσουν υγιή όρια και να χτίσουν τον ισχυρό δεσμο εμπιστοσύνης που χρειάζεται.
Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη μέθοδος που ακολουθείτε για να καλλιεργήσετε αυτόν τον χαρακτήρα και τις σχέσεις γονέων και παιδιών;
Πρακτικά προσφέρω συμβουλές, μοιράζομαι ανοιχτά τις δικές μου εμπειρίες και προκλήσεις που βλέπω καθημερινά σε γονείς και παιδιά, και προσπαθώ να τους βοηθήσω να ξεπεράσουν τα συναισθηματικά εμποδία που έχουν είτε από το παρελθόν τους, είτε από αυτά που έρχονται μπροστά τους, αντλώντας πράγματα από το προσωπικό μου ταξίδι.
Προσπαθώ, δηλαδή, να μεταδώσω όλα αυτά που βλέπω στους γονείς καθημερινά και τους παρουσιάσω έναν «μπούσουλα» προσωπικής επιτυχίας για να αντλήσουν έμπνευση και όχι για να τον αντιγράψουν «καρμπόν». Δεν θέλω να γίνει η δική μου «μέθοδος» και εμπειρία πιστό αντίγραφο που θα εφαρμοστεί σε κάποιον άλλον, γιατί αυτό δεν γίνεται και, εκτός αυτού, κατασταρατηγεί την ελευθερία.
Εσείς πώς ήσασταν ως παιδάκι; Ζωηρό ή ήσυχο; Πώς θυμάστε να σας αντιμετωπίζουν οι γονείς σας;
Εγώ σαν παιδάκι ήμουν πάρα πολύ ζωηρό, ελικρινά ταραξίας. Δηλαδή δεν ήμουν το παιδί το οποίο ακολουθούσε νόρμες ή ήταν ήσυχο. Έκανα ζημιούλες, είχα αρκετές παραβατικές συμπεριφορές… γενικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν ήμουν το καλό παιδάκι της «εποχής του ΠΑΣΟΚ». Από μικρός ήμουν ανήσυχο πνεύμα, απλά με τη σωστή καθοδήγηση και τη σωστή εκπαίδευση, κατάφερα όλη αυτήν την παρορμητικότητα να την εμφυσήσω σε κάτι πιο δημιουργικό, να μπορέσω να ξεσπάσω μέσα από την τέχνη, να μπορέσω να τιθασέψω τον θυμό μου μέσα από την ψυχολογία, να μπορέσω να καταλάβω την ενσυναίσθηση από εμπειρίες άλλων, από βιβλία, από ειδικούς, από πνευματικούς ανθρώπους.
Νομίζω ότι ταυτίζομαι αρκετά με αυτό που έλεγε ο George Bernard Shaw, ότι «εγώ βρήκα την ειρήνη μου στο βασίλειο των νεκρών ανθρώπων». Οπότε, ναι, οι γονείς μου δηλαδή δυσκολεύτηκαν πολύ να με μεγαλώσουν. Κι αυτοί κάποιες στιγμές «σήκωναν τα χέρια ψηλά», αλλά εκτιμώ πάρα πολύ την προσπάθεια, όποια και ήταν αυτή, που έκαναν και ειλικρινά με έχουν κάνει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι από το παιδί που είμαι σήμερα, γιατί και σήμερα πιστεύω ότι είμαι παιδί ακόμα, απλά σε μια άλλη μορφη, θα έλεγα.
Υπάρχουν συμπεριφορές των γονιών σας που θυμάστε και τις αναγνωρίζετε ως «λάθος»;
Όσον αφορά τις «λάθος» συμπεριφορές δεν θα ήθελα να το αναγάγω σε τόσο προσωπικό κομμάτι, νομίζω ότι έχει νόημα να κοιτάξουμε γενικά τις συμπεριφορές που επικρατούσαν εκείνη την εποχή από πάρα πολλούς γονείς. Ουσιαστικά, ένα μεγάλο λάθος που έκαναν ήταν ότι δεν έδιναν σημασία στα συναισθήματα των παιδιών. Δηλαδή, δεν είχαμε συναισθηματική και ψυχοκοινωνική εκπαίδευση. Η ψυχολογία ήταν τότε κάτι το οποίο αφορούσε μόνο «τρελούς», ήταν συγχυσμένη η έννοια ψυχοθεραπευτή και ψυχιάτρου, υπήρχε ένα πάρα πολύ μεγάλο ταμπού λόγω κλειστής κοινωνίας και γενικότερα επιφυλακτικότητας. Οπότε αυτό στο οποίο ουσιαστικά καταλήγαμε ήταν ότι τα συναισθήματα δεν είχαν καμία σημασία.
Δίναμε σημασία μόνο στην τροφή, στον υλισμό, στο να γίνουμε καλοί, επιτυχημένοι και να ανταποκριθούμε στα πράγματα που η επίπλαστη κοινωνική ευμάρεια μάς επέβαλλε, ώστε να έχουμε μια εικόνα επιτυχίας. Αυτή η αντίληψη βέβαια καταποντίστηκε τα επόμενα χρόνια και καταποντίζεται ακόμα, δηλαδή πέφτουν όλα τα κάστρα που είχαν φτιάξει οι γονείς μας και οι μυθοπλασίες περί «καλού παιδιού» και «πετυχημένου ανθρώπου».
Λαμβάνοντας υπόψιν όλα αυτά, δεν αδικώ τους γονείς που φέρονταν έτσι, γιατί αυτό «επέβαλλε» το κοινωνικό γίγνεσθαι. Σήμερα όμως είναι η εποχή που αλλάζουν πάρα πολύ οι ρόλοι και τα δεδομένα. Πλέον όλα τίθενται υπό αμφισβήτηση. Αυτό αρχίζει και δημιουργεί και στους γονείς ένα «ανισόπεδο τερέν» στο οποίο καλούνται να γαλουχήσουν τα παιδιά τους. Χρειάζεται τεράστια προσαρμοστικότητα για έναν γονέα του σήμερα.
Τότε οι ανάγκες του παιδιού ήταν κάτι πολύ υποδεέστερο. Εκτός αυτού, δεν υπήρχε καμία καθοδήγηση όσον αφορά τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση, κάτι το οποίο σήμερα είναι επιβεβλημένο. Μαθαίναμε για το σεξ, τα μέρη του σώματος και τις υγιείς σχέσεις μετά τα 18 -20 και τα ανακαλύπταμε μόνοι μας, μέσα από πειραματισμούς και συζητήσεις. Ως αποτέλεσμα, δεν γνωρίζαμε από τι ακριβώς αποτελείται μια υγιής σχέση, πότε είμαι καλά με έναν άνθρωπο, πότε δεν είμαι καλά, πότε ζω όμορφα, τι ζητάω, τι θέλω να μου καλύπτει και τι είναι ένας σύντροφος. Και τώρα όλα αυτά δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρα, αλλά με τα σωστά εφόδια θα μπορούσαμε να είμαστε λίγο πιο σταθεροί στις επιλογές συντρόφων και στην διεκδίκηση των σχέσεων που θέλουμε.
Υπάρχουν πράγματα που εσείς δεν θα κάνατε για τα δικά σας παιδιά;
Σίγουρα στα δικά μου παιδιά δεν θα ήμουν απόλυτος όσον αφορά τα συναισθήματά τους. Θα προσπαθούσα να δω πώς συμπεριφέρονται και να είμαι δίπλα τους. Με λίγα λόγια, όλα αυτά που είπα προηγουμένως. Το κομμάτι αυτό είναι σίγουρα πάρα πολύ δύσκολο, αλλά στο φανταστικό μου παιδί υπόσχομαι να τα κοιτάξω.
Ποια μαθήματα πήρατε από τους γονείς σας για την ανατροφή των παιδιών;
Να μην υπομνομεύω τις ανάγκες του παιδιού και να μπορώ να καταλάβω καλύτερα το παιδί, διότι όταν επικοινωνεί κάτι, δεν είναι επειδή έχει προσωπικά προβλήματα μαζί μου, αλλά έχει κάποια ανάγκη που πρέπει να καλυφθεί από εμένα ως γονέα.
Παράλληλα με το KidNest ταξιδεύετε με τους «Ονειροβάτες». Πείτε μας δυο λόγια για αυτή τη δράση.
Τους Ονειροβάτες τους ξεκίνησα πριν το KidNest και απο εκεί και πέρα έτρεχαν παράλληλα για δέκα με δώδεκα χρόνια. Ήταν μια προσπάθεια να βάλω την τέχνη του κουκλοθεάτρου μαζί με την ψυχοκοινωνική εκπαίδευση. Δηλαδή ήταν παραστάσεις που είχαν μηνύματα συναισθηματικής και κοινωνικής αγωγής. Οι εκπαιδευτικοί αγκάλιασαν αυτήν την πρωτοβουλία και είμαι πολύ ευγνώμων για την αγάπη που μου έδειξαν σε όλη την Ελλάδα.
Μέσα απο το κουκλοθέατρο προσπαθώ να περάσω στα παιδιά μηνύματα όπως η φιλία, η φιλαναγνωσία, η αναγνώριση και διαχείριση των συναισθημάτων, οι φοβίες… Πράγματα τα οποία χρειάζονται και με μέσον το κουκλοθέατρο μπορούν να τα αντιληφθούν διαφορετικά. Και, πράγματι, τα παιδιά ανταποκρίνονται πάρα πολύ καλά.
Ποια είναι η πιο συχνή ερώτηση που λαμβάνετε απο γονείς κατά τη διάρκεια των σεμιναρίων και των ομιλιών και ποια η απάντηση;
Η πιο συχνή ερώτηση είναι «γιατί τα παιδιά μου δεν με ακούνε», κάτι το οποίο ουσιαστικά δεν έχει μία μοναδική και μονόπλερη απάντηση. Το ότι ένα παιδί ακούει, προϋποθέτει ότι το έχουμε ακούσει εμείς, ότι έχουμε προσπαθήσει να δομήσουμε μία σχέση μαζί του. Επίσης, το ότι δεν μας ακούει, σημαίνει ότι έχει και αυτό κάποια πράγματα μέσα στο μυαλό του ή ότι κάνει κάτι άλλο εκείνη τη στιγμή ή και γενικά. Ο γονιός πρέπει να αποκωδικοποιήσει αυτά τα πράγματα.
Επίσης η άποψη «να με ακούσει το παιδί μου» ενέχει τον κίνδυνο της υποταγής-υπακοής. Ουσιαστικά εμείς θέλουμε να μας υπακούσει το παιδί μας, να πειθαρχήσει σε αυστηρό στιλ «άκου τον πατέρα σου, άκου τη μητέρα σου!». Αυτή η απαίτηση όμως έρχεται από δικά μας τραύματα και από τον τρόπο με τον οποίο εμείς θεωρούμε ότι πρέπει να φερθεί το παιδί.
Αν όμως δεν ακούσουμε εμείς το παιδί, αν δεν συζητήσουμε μαζί του και αν δεν το πλησιάσουμε, δεν θα μπορέσουμε να αποκωδικοποιήσουμε τη συμπεριφορά του. Σε πρακτικό επίπεδο, μπορούμε για παράδειγμα να σκύψουμε στο ύψος του ή να το πλησιάσουμε. Έχω συναντήσει πάρα πολλούς γονείς που φωνάζουν αυτό που θέλουν από μακριά. Επίσης πολλές φορές ο γονιός βλέπει ένα παιδί το οποίο είναι απορροφημένο και του μιλάει περιμένοντας απάντηση. Αυτό όμως εξελικτικά δεν γίνεται, γιατί ο εγκέφαλος του παιδιού δεν είναι «multitasker». Μπορεί να εστιάσει μόνο σε έναν αντικείμενο.
Άρα ουσιαστικά η ερώτηση «πώς θα με ακούει το παιδί μου;» έχει πάρα πολλά επίπεδα. Αυτό είναι το μεγαλύτερο λάθος που κάνουν οι γονείς. Πχ «Δεν με ακούει το παιδί μου, λέω κάτι δέκα φορές». Οι περιπτώσεις είναι εκατοντάδες και εξατομικευμένες. Εκτός αυτού, η συμπεριφορά του παιδιού αλλά και η αντιμετώπιση που πρέπει να λάβει, διαφοροποιείται σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με το συναίσθημα που βιώνει εκείνη τη στιγμή. Οπότε ο γονέας σε εκείνη τη φάση πρέπει να παίξει αυτό που ονομάζω «τον συναισθηματικό detective».
Για παράδειγμα θα πει «Ξέρω ότι είσαι πάρα πολύ θυμωμένος, αλλά τώρα δεν μπορούμε να φάμε παγωτό», ή «Ξέρω ότι έχεις ενθουσιαστεί πάρα πολύ για να ανέβεις πάνω στον καναπέ, αλλά καλύτερα έλα να σε πάρω και να πάμε να σκαρφαλώσουμε κάπου άλλου μαζί». Κάπως έτσι, ο γονέας εκμεταλλεύεται τον ενθουσιασμό και δεν περιμένει απλά μια απάντηση, αλλά ανακατευθύνει το παιδί.
Τελικά ποιο πιστεύετε ότι είναι το πιο σύνηθες λάθος που κάνουν οι γονείς στην ανατροφή των παιδιών τους;
Και πάλι εδώ θα πω, ότι δεν ακούνε τα παιδιά. Και για να το θέσω λίγο διαφορετικά, οι γονείς μιλούν πάρα πολύ με τη λογική. Το μεγαλύτερο σφάλμα για μένα είναι να μιλούν με λογική όταν το παιδί μιλάει με συναισθήματα. Όταν ένα παιδί σου λέει «δεν σε αγαπάω, δεν σε θέλω, είσαι κακιά» σημαίνει ότι έχει νευριάσει, Όταν σου λέει «δεν με παίζει κανένας, δεν είμαι καλός φίλος» σου επικοινωνεί μία ματαίωση από κάτι που το πλήγωσε.
Σε πρακτικό επίπεδο, θα έλεγα ότι πρέπει να ανταποκρίνονται πρώτα συναισθηματικά και μετά λογικά. Αρχικά είναι σημαντικό να καταλάβουν ότι τα συναισθήματα, ειδικά των παιδιών, είναι κύματα. Έρχονται και φεύγουν. Το παιδί όταν εκφράζει ένα αρνητικό συναίσθημα βρίσκεται σε μια δίνη γύρω από αυτό το συναίσθημα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το παιδί νιώθει βαθιά την αποτυχία ή τη θλίψη.
Αν ο γονιός πιάσει αυτό το συναίσθημα και προσπαθήσει να το φτιάξει εκλογικεύοντάς το, δεν θα καταφέρει τίποτα και ενδεχομένως θα διαιωνίσει το πρόβλημα. Αν, όμως, υιοθετήσει μια πιο συναισθηματική αντιμετώπιση, δηλαδή του πει ότι «ναι, σήμερα έγινε αυτό που λες, και νιώθεις έτσι, αλλά αυτό είναι εντάξει, σήμερα νιώθεις έτσι, θα δούμε πώς θα νιώθεις αύριο» δίνοντας χώρο στα συναισθήματα, το παιδί θα μπορέσει να αλλάξει τις αρνητικές σκέψεις σε θετικές. Με αυτόν τον τρόπο αρχίζουμε και χτίζουμε το «self-talk», κάτι το οποίο βοηθάει στην αυτοπεποίθηση, την αυτοεκτίμηση και πολλά άλλα επίπεδα της ανάπτυξης.
Πώς μπορεί ένας γονιός να ενισχύσει τη σχέση με το παιδί του, ειδικά σε δύσκολες περιόδους όπως η εφηβεία ή η μετάβαση στο σχολείο;
Έχοντας μιλήσει αρκετά για τις δεξιότητες του σύγχρονου γονέα, την ενεργητική ακρόαση, τη συναισθηματική καθοδήγηση, το χιούμορ, την κατανόηση των συναισθημάτων, ας μιλήσουμε λίγο για τις δραστηριότητες. Αρχικά θα πρέπει να έχουμε «σημειωμένο» στο ημερολόγιό μας κάποιο μέρος ποιοτικού χρόνου. Δηλαδή πρακτικά, ανοίγουμε το ημερολόγιό μας και βρίσκουμε χρόνο. Δε χρειάζεται να είναι πολύς, αλλά θα έλεγα τουλάχιστον μισή με μία ώρα την ημέρα. Κάπως έτσι έχουμε ορίσει στην παιδοψυχολογία το «golden hour».
Έχοντας βρει και οριοθετήσει αυτόν τον χρόνο, είναι σημαντικό να κανονίσουμε ένα πρόγραμμα που θα περιλαμβάνει τουλάχιστον ένα από τα παρακάτω: ένα ενδιαφέρον του παιδιού, κάτι που να μπορεί να κάνει με ευχαρίστηση ο γονέας και οικογενειακές στιγμές που εμείς θέλουμε να φτιάξουμε. Συνεπώς, πρώτος στόχος είναι η εμπλοκή του γονέα σε κάτι που αρέσει στο παιδί, π.χ. λέμε από την προηγουμένη ότι την επόμενη μέρα θα καθίσουμε μαζί και θα φτιάξουμε ένα κάστρο. Παράλληλα σε αυτόν τον χρόνο μιλάμε με το παιδί (τι ωραίο αυτό, τι υπέροχο εκείνο, θα το φτιάξουμε τόσο ψηλό που θα αρέσει πάρα πολύ στη μαμά, ποιος μπορεί να μένει εδώ μέσα). Ως αποτέλεσμα εμπλεκόμαστε, ρωτάμε και επιβραβεύουμε το παιδί για το ενδιαφέρον του.
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, είναι απόλυτα θεμιτό να επιλέγουμε κάτι που αρέσει και στους γονείς. Πολλές φορές στις συνεδρίες οι γονείς μου λένε με ντροπή ότι βαριούνται να παίξουν με το παιδί τους, αλλά αυτό δεν είναι ούτε κακό, ούτε τόσο σπάνιο όσο νομίζουν. Γι’ αυτό χρειάζεται ο γονιός να έχει τουλάχιστον μια μικρή σύνδεση με τη δραστηριότητα που επιλέγει. Ας πούμε αν σου αρέσει να μαγειρεύεις, ανάλογα και με την ηλικία του παιδιού, πάρε το μαζί σου στην κουζίνα. Αν σου αρέσει το ποδήλατο, οργανώστε μια ποδηλατάδα.
Το τρίτο και πολύ βασικό που πρέπει να αναζητούμε στις δραστηριότητες είναι οι οικογενειακές στιγμές. Το να κρατάμε αναμνήσεις, ενδεχομένως με μορφή φωτογραφιών, και να δημιουργούμε τα δικά μας μικρά «τελετουργικά» ως οικογένεια. Για παράδειγμα το μεσημεριανό φαγητό ή μια επίσκεψη στους παππούδες. Έτσι φτιάχνουμε τη συναισθηματική μας «φωλιά», ώστε το παιδί να αναπτύξει το αίσθημα του «ανήκειν», της «φυλής» του. Αυτό δίνει στο παιδί μια τεράστια δόση αυτοπεποίθησης και το κάνει πολύ πιο ανθεκτικό.
Τι θα συμβουλεύατε τους γονείς για να αναπτύξουν την αυτοπεποίθησή τους και να νιώσουν ικανοί στον ρόλο τους;
Οι δύσκολες καταστάσεις της καθημερινότητας απαιτούν από τους γονείς τεράστια ενέργεια και θυσία προσωπικού χρόνου και επιδιώξεων. Το να μεγαλώσεις ένα παιδί είναι κυριολεκτικά η πιο δύσκολη δουλειά στον κόσμο γιατί αφήνεις την ταυτότητά σου, τη σχέση σου, τις επιδιώξεις σου και επωμίζεσαι οικονομικά βάρη. Ωστόσο, παρά τις αντιξοότητες, υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι που πραγματικά λαχταρούν να μπουν στο μονοπάτι της γονεϊκότητας παρόλο που είναι δύσβατο και δοκιμάζει τις αντοχές. Βασικά σε κάνει να αμφισβητείς τον εαυτό σου, «είμαι αρκετός; μπορώ να τα καταφέρω;».
Όλα αυτά είναι λογικά συναισθήματα και είναι καλό για τους γονείς να τους δίνουν χώρο. Είσαι αγχωμένος για το αν κάνεις κάτι καλά, γιατί προσπαθείς να προσφέρεις στο παιδί σου τα πάντα. Και μπράβο σου, γιατί αυτό είναι δείγμα ώριμου χαρακτήρα. Πολλοί γονείς ξεχνούν ότι μαζί με το παιδί μεγαλώνουν κι αυτοί. Πριν γεννηθεί το παιδί δεν υπάρχει γονέας. Πρόκειται για μια εμπειρία εφ’ όρου ζωής που συνταράζει συθέμελα την ύπαρξή σου. Δεν είσαι πια ο άντρας, η γυναίκα, ο σύζυγος, η φίλη, η κόρη. Κάτι που πάντα συμβουλεύω τους γονείς είναι να κοιτούν και τη δική τους προσωπική ιστορία. Έχουμε την τάση να ρίχνουμε όλα τα φώτα στο παιδί και να ξεχνάμε ποιοι ήμασταν πριν από αυτό, αλλά αυτές οι αναζητήσεις είναι κομβικές για τη γονεϊκότητα.
Πιστεύετε, δεδομένης της υπερπληροφόρησης και των διαφορετικών μεθόδων διαπαιδαγώγησης που μας βομβαρδίζουν, ότι οι γονείς είναι φοβισμένοι πλέον;
Εγώ το λέω και γενικά αλλά και για τη δική μου σελίδα, ότι αν θεωρείς ότι το περιεχόμενο είναι «too much» καλύτερα να με σβήσεις. Γενικά καλό θα ήταν οι γονείς να μην ακολουθούν προφίλ που τους κάνουν να νιώθουν τύψεις. Καλύτερο θα ήταν να διαλέξουν κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους οι οποίοι έχουν μια αντιμετώπιση που ταιριάζει στην οικογένειά τους και να μην προσπαθούν να ακολουθήσουν όλα όσα λένε. Ούτε είναι απαραίτητο να ακούνε αυτά που λέγονται από «έμπειρες μητέρες».
Θα πρότεινα στους γονείς αν αυτή τη στιγμή είναι στη φάση της υπερπληροφόρησης, να κλείσουν τα social media για 2-3 μέρες και να πάρουν λίγο χρόνο να σκεφτούν τι πραγματικά θέλουν. Αυτή η μέθοδος έχει βοηθήσει πολύ τους γονείς με τους οποίους δουλεύω, γιατί πολλοί είναι όντως φοβισμένοι. Και είναι λογικό γιατί αυτή τη στιγμή γίνεται μια συνολική ανασκόπηση αξιών και συνεχώς προστίθενται νέες προκλήσεις.
Για παράδειγμα αυτή είναι η πρώτη γενιά που πρέπει να οριοθετήσει οθόνες, η πρώτη γενιά που οι δουλειές του σπιτιού και η ανατροφή των παιδιών θεωρητικά μοιράζονται 50-50 ανάμεσα στους γονείς. Και, πέρα απο αυτό, οι γονείς φοβούνται τη βία και την πόλωση που υπάρχει στην κοινωνία. Βέβαια η καλή πρόθεση, οι σταθερές αξίες και η γενικότερη πίστη στον εαυτό και στον άνθρωπο είναι αυτή που σώζει τους γονείς και εγώ προσπαθώ να τους το εμφυσήσω.
Μερικές φορές οι γονείς νιώθουν μια ανεπάρκεια ή ενοχές -συνήθως λόγω έλλειψης χρόνου- και μπαίνουν στη διαδικασία του «overcompensation», εν ολίγοις κάνουν στο παιδί όλα τα χατίρια. Τι θα σους συμβούλευες σχετικά με αυτό;
Συνήθως όταν παρατηρώ κάτι τέτοιο ή όταν και οι ίδιοι οι γονείς αντιλαμβάνοντια ότι το κάνουν και μου ζητούν βοήθεια, κάνουμε μαζί μια αναφορά στο αξιακό τους σύστημα, δηλαδή, τι είδους γονέας θέλεις να είσαι, τι επιθυμείς στη ζωή σου και τελικά ποιες είναι οι προτεραιότητές σου. Υπάρχει μια μέθοδος του Robert Greene στην οποία αρχικά γράφεις σε ένα χαρτί 10 πράγματα που αγαπάς, μετά κυκλώνεις τα πέντε από αυτά χωρίς τα οποία δεν θα μπορούσες να ζήσεις και τέλος τα τρία από τα πέντε τα οποία πραγματικά σκέφτεσαι μόλις ξυπνήσεις το πρωί. Αυτά είναι τα πράγματα στα οποία πρέπει να εστιάσεις. Αν οι γονείς δεν έχουν κάνει αυτήν την ενδοσκόπηση είναι ευεπίφοροι σε εξωγενείς παράγοντες που μπορεί να τους μπερδέψουν, αλλά και στα δικά τους συναισθήματα.
Με αυτή τη διαδικασία, λοιπόν, σε συνδυασμό με τον προγραμματισμό του χρόνου που επίσης κάνουμε στις συνεδρίες, δημιουργείται ένα «action plan» για τους γονείς, ώστε να πάρουν τον έλεγχο της καθημερινότητας. Αυτός ο προγραμματισμός και ο συντονισμός απαιτεί καθαρά συμβουλευτική γονέων. Οφείλω να το τονίσω ότι η συμβουλευτική γονέων δεν έχει τη θέση που της αξίζει στην κοινωνία και στο μυαλό των ανθρώπων.
Τι θα συμβουλεύατε ότι πρέπει να κάνει ένας γονιός ή και ένας τρίτος παρατηρητής όταν ένα παιδί βρίσκεται σε tantrum, meltdown και γενικά σε μια ανεξέλεγκτη ψυχολογική κατάσταση;
Αρχικά αυτό που πρέπει να κατανοήσουμε από την πλευρά του παιδιού είναι ότι ένα tantrum συνήθως οφείλεται σε ένα πολύ μεγάλο συναίσθημα, και το ξαδελφάκι του, το meltdown, οφείλεται γενικά σε υπερερεθισμό. Γενικά αυτές είναι συμπεριφορές που μπορούμε να δικαιολογήσουμε μέχρι τα τέσσερα ή πέντε έτη, εφόσον βέβαια δεν γίνονται συχνά.
Προεκιμένου να εξηγήσω τη συναισθηματική κατάσταση του παιδιού εκείνη τη στιγμή, το παροιμοιάζω με έναν υπολογιστή. Ουσιαστικά το παιδί έχει ανοιχτές στο μυαλό του εκατό διαφορετικές καρτέλες. Όταν, λοιπόν, του δοθεί άλλη μια εντολή, ο σκληρός του δίσκος «κρασάρει» και βγάζει μπλε οθόνη. Αντιστοίχως, η εντολή που δίνει σωματικά το νευρικό σύστημα του παιδιού, είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που μπορεί να χωρέσει ο προμετωπιαίος λοβός. Αρα οδηγείται σε ένα ξέσπαμα-αποσυμφόρηση που μεταφράζεται σε έντονες νευρικές κινήσεις, κλάματα, δάγκωμα…
Αρα εκείνη τη στιγμή τι κάνουμε; Αρχικά πρέπει ο γονιός να δείξει κατανόηση ειδικά σε εξωτερικούς χώρους, διότι αν αυτό συμβεί μια-δυο φορές είναι στα πλαίσια του φυσιολογικού. Σίγουρα όμως ο γονιός πρέπει να ξέρει το παιδί του, οπότε αν δει ότι αυτό γίνεται επαναλαμβανόμενα, για παράδειγμα στην παιδική χαρά ή στην καφετέρια ή γενικά σε πολυσύχναστα μέρη, θα ήταν καλό να τα αποφεύγει, όχι γιατί θα ενοχληθούν οι γύρω, αλλά γιατί δημιουργεί στο παιδί υπερερεθισμό. Είναι σαν να είμαστε στο super market, να βάζουμε το παιδί μπροστά σε ένα ράφι με σοκολάτες και να το αφήνουμε ώρες. Λογικά θα θελήσει να τις πάρεις όλες.
Στο πρακτικό επίπεδο, ο γονέας πρέπει να προσπαθήσει να ηρεμήσει το παιδί είτε με αγκαλιά, είτε απλά να μείνει δίπλα του, χωρίς να του μιλάει. Όταν πια σταματήσει το μεγάλο ξέσπασμα καλό θα ήταν να το πάρει μια αγκαλιά ή να πάνε μια βόλτα για να το αποσυμφορίσει.
Τώρα όσον αφορά έναν τρίτο παρατηρητή, πρέπει να θυμάται ότι βρίσκεται σε έναν δημόσιο χώρο ο οποίος δεν προορίζεται αποκλειστικά για ενήλικες. Δεν θα σου κρύψω ότι και εγώ έχω ενοχληθεί κάποιες φορές από παιδάκια τα οποία είχαν τεράστια ξεσπάσματα. Απλά επειδή τυχαίνει να ξέρω εκ των έσω την κατάσταση, είτε φεύγω γιατί δεν είμαι σε θέση να αντιμετωπίσω ένα τέτοιο ξέσπασμα, είτε κάθομαι και κάνω υπομονή. Σίγουρα δεν θα κάνω παράπονα σε κάποιον, σέβομαι τον γονέα αλλά και το παιδάκι.
Να σημειώσω ότι αν δούμε ότι τα ξεσπάσματα δεν σταματούν, προτείνω την τρίτη φορά οι γονείς να παίρνουν το παιδί και να φεύγουν. Δηλαδή αν κάνει ένα ξέσπασμα δέκα λεπτών, και μετά άλλο ένα και μετά κι άλλο, καλό είναι να φεύγουν ή αν είναι εκεί και οι δυο γονείς, προκειμένου να μη χαλάσουν την έξοδό τους, προτείνω με βάρδιες να βγάλουν το παιδί λίγο έξω, μια ο ένας και μια ο άλλος. Πάντως δεν είναι κάτι το οποίο μπορούμε να αποφύγουμε, εκτός αν έχουμε προετοιμάσει πάρα πολύ καλά το παιδί από πριν, ή αν έχουμε ετοιμο πρόγραμμα δραστηριοτήτων ώστε να απασχολείται, πχ tablet, μπλοκ ζωγραφικής κ.ο.κ
Υπάρχει κάποια αλλαγή που παρατηρείτε στις συμπεριφορές των γονέων, είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο;
Αυτό που κρίνω είναι ότι τα πράγματα σαφώς έχουν πάει προς το καλύτερο. Μόνο και μόνο που υπάρχει ο λογαριασμός μου αλλά και δεκάδες άλλοι ειδικοί για την παιδική ψυχολογία και τη γονεϊκότητα στην Ελλάδα και έχουν απήχηση, φαίνεται ότι ο κόσμος ψάχνεται να βελτιώσει την υγεία των παιδιών του. Όλη αυτή η τάση δείχνει ότι έχουμε περάσει σε μια φάση όπου ο άνθρωπος κάνει έναν απολογισμό, μια ενδοσκόπηση. Επίσης, σίγουρα έχει αλλάξει η έμφαση τα συναισθήματα, δηλαδή πλέον οι γονείς ακούνε πολύ περισσότερο.
Επίσης πολλοί γονείς έχουν εγκαταλείψει την αέναη καπιταλιστική φιλοσοφία του «μαζεύουμε λεφτά για να μείνουν στα παιδιά μας». Πλέον βλέπω αρκετούς γονείς να έχουν τη φιλοσοφία «μαζεύουμε στιγμές για να μείνουν στα παιδιά μας». Σίγουρα υπάρχουν και κακώς κείμενα του παρελθόντος, γιατί υπάρχει κόσμος ο οποίος δεν έχει υιοθετήσει τις συμπεριφορές που συζητάμε. Πιέζει πάρα πολύ τα παιδιά, έχει τεράστιες προσδοκίες, μόλις δει ότι το παιδί έχει αναπτύξει μια γνωστική ικανότητα, το μπερδεύει με ενήλικα. Λέω στο KidNest ότι δεν μπορείς να δημιουργείς τόσο μεγάλα βάρη στο μυαλό σου που το παιδί σου να μην μπορεί να τα σηκώσει.
Επίσης, οφείλω να παρατηρήσω ότι οι γονείς είναι τρομερά προστατευτικοί τα τελευταία χρόνια, δηλαδή αρνούνται να δώσουν ελευθερία, ανεξαρτησία και χώρο γιατί φοβούνται πολύ να μην τραυματιστεί το παιδί. Ουσιαστικά αρνούνται την ανθεκτικότητα του παιδιού, μεγαλώνουν τα παιδιά σε μια γυάλα, κάτι το οποίο θα έχει αρνητικό αντίκτυπο αργότερα, όταν τα παιδιά θα φτάσουν στη σφαίρα της εφηβείας και της ενηλικίωσης και θα καταλάβουν ότι ο κόσμος απαιτεί να είσαι γρήγορος και προσαρμοστικός.
Ως γενική κατεύθυνση, θα έλεγα ότι δεν πρέπει να υπάρχει πόλωση στη φιλοσοφία μας. Δεν γίνεται όλο το ενδιαφέρον να γυρίζει γύρω από ένα παιδί, γιατί αυτό δεν είναι υγιές, και για εμάς και για το παιδί. Οι γονείς δεν πρέπει να ξεχνάνε το κομμάτι της προσωπικής ιστορίας. Όταν γίνεσαι γονέας, όλα τα πρότυπα που έχεις από τη σχέση των γονιών σου μαζί σου αλλά και μεταξύ τους έρχονται στην επιφάνεια. Πιστέυω ότι ο καθένας πριν κάνει παιδιά θα έπρεπε να πάρει τον χρόνο ώστε να κάνει ένα με δυο χρόνια ψυχοθεραπείας, ώστε να μην οδηγηθεί στο να κάνει προβολή των δικών του τραυμάτων στο παιδί.
*Ο Ιωάννης Γλωσσόπουλος και η ομάδα του Kid Nest προσφέρουν ατομικές συνεδρίες με στόχο την καλλιέργεια της γονεϊκής αυτοπεποίθησης και την συμβουλευτική για όλα τα ζητήματα της γονεϊκότητας και της σχέσης γονέα και παιδιού διαδικτυακά, μέσω Google Meet. Μπορείτε να ενημερωθείτε αναλυτικά για τις μεθόδους συμβουλευτικής, τους διαθέσιμους ειδικούς και να κλείσετε τη δική σας συνεδρία εδώ.
**Το πρώτο παιδικό παραμύθι του Ιωάννη Γλωσσόπουλου με τίτλο «Θα σε περιμένω…» θα κυκλοφορήσει στα βιβλιοπωλεία στις 6 Νοεμβρίου από τις εκδόσεις Διόπτρα και είναι ήδη διαθέσιμο για προπαραγγελία εδώ