Χριστούγεννα με μπλε μοντγκόμερι και μαλλί της γριάς: Μια νοσταλγική βουτιά στα παιδικά χρόνια
Xmas Guide 2024Η Νότια συγγραφέας Πολύμνια Ρέγκου* γράφει για τα Χριστούγεννα των δικών της παιδικών χρόνων, τότε που στα νότια προάστια δεν υπήρχαν πολλά μαγαζιά και εμπορικά κέντρα, τα κάλαντα έφερναν χαρτζιλίκι σε δραχμές, στην τηλεόραση έπαιζαν τα «Τετράγωνα των Αστέρων» και τα χριστουγεννιάτικα ψώνια σήμαιναν ένα γιορτινό ταξίδι με το 103 στο κέντρο της Αθήνας.
- 25/12/2024
- Κείμενο: Πολύμνια Ρέγκου
Τα Χριστούγεννα των παιδικών μας χρόνων είναι πάντα τα καλύτερα. Μένουν αξέχαστα για πάντα, και συνοδεύουν ως γλυκές αναμνήσεις την ενήλικη ζωή.
Εκεί στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μπορεί το δέντρο να ήταν μαδημένο και ελάχιστα εντυπωσιακό, τα γυάλινα στολίδια να έσπαγαν σε κάθε αδέξια κίνηση, να βάζαμε βαμβάκι στα κλαδιά, με την ανεξήγητη πεποίθηση πως θύμιζε χιόνι, όμως για εμάς, όλα φάνταζαν τέλεια και καλώς καμωμένα. Περιμέναμε με αγωνία να δούμε το επόμενο επεισόδιο του Παραμυθά, με το Νίκο Πιλάβιο, χωρίς να μας κυνηγά η μητέρα για να διαβάσουμε. Μπορούσαμε να μείνουμε ξύπνιοι μέχρι αργά το βράδυ για να παρακολουθήσουμε «τα Τετράγωνα των Αστέρων», το «Να, η ευκαιρία» ή τη Μαριάννα Τόλη να τραγουδά «Αγαίοοο.». Να φάμε σπιτικά κουλούρια και τσουρέκια και να βγούμε μόνοι μας την Παραμονή, να πούμε τα κάλαντα για να μαζέψουμε γερό κομπόδεμα. Μόνοι μας λέγαμε τότε τα κάλαντα. Κανένας γονιός δε μας συνόδευε, με το φόβο πως θα μας βλάψουν. Τα λέγαμε και σε αγνώστους, που με χαρά άνοιγαν την πόρτα τους και μας έδιναν όσες δραχμές μπορούσαν.
Το άλλο σπουδαίο ήταν η συνάντηση με τη νονά για τα καθιερωμένα ψώνια. Δεν υπήρχαν πολλά μαγαζιά στο Μπραχάμι. Δεν υπήρχαν εμπορικά κέντρα, γιορτινή μουσική και ψεύτικοι Αγιοβασίληδες. Οι δρόμοι δεν στολίζονταν με φώτα και λαμπιόνια, όπως τώρα. Έπρεπε να πάμε στο κέντρο της Αθήνας για να ζήσουμε την ατμόσφαιρα αυτή. Έτσι λοιπόν, την προπαραμονή των Χριστουγέννων, φορούσαμε τα μπλε μας μοντγκόμερι, έτσι λέγαμε τότε κάτι πανωφόρια τσόχινα, με κουκούλα και περίεργα ξύλινα κουμπιά, μας έβαζε η μητέρα στο λεωφορείο με νούμερο 103 και αποβιβαζόμασταν στο τέρμα, στην οδό Ακαδημίας. Από εκεί ξεκινούσε το ταξίδι στη γιορτή. Στους δρόμους, πάγκοι με γλειφιτζούρια κοκόρια, μαλλί της γριάς, καραμελωμένα μήλα και καραμούζες. Αγιοβασίληδες, με ταλαιπωρημένες στολές, χτυπούσαν δυνατά μπρούτζινες καμπάνες και σε καλούσαν να μπεις στα γιορτινά μαγαζιά.
Περνούσαμε μπροστά από τα πιο όμορφα κτίρια που είχαμε δει ποτέ, Ακαδημία, Πανεπιστήμιο και Εθνική Βιβλιοθήκη. Στα παιδικά μας μάτια φάνταζαν σα λαμπρά παλάτια, που έκρυβαν ιστορίες και μυστικά. Μας τραβούσε το χέρι η μητέρα για να μη χαζεύουμε. Βιαζόταν. Μας έταζε κουλούρι αν ανοίγαμε το βήμα. Πως να μη χαζέψεις μπροστά στην τόση ομορφιά! Τα ερεθίσματα εναλλάσσονταν πολύ γρήγορα. Μαρκίζες από τα θέατρα της Ιπποκράτους και από τους κινηματογράφους της Σταδίου. Η Κοραή με τα μικρά καφενεία και τους βιαστικούς διαβάτες. Μετά φτάναμε στο Σύνταγμα. Τι ήταν ετούτο πάλι; Ακόμη πιο πολλοί μικροπωλητές, ακόμη περισσότερη φασαρία. Εκεί γινόταν η πρώτη στάση και αγοράζαμε κουλούρι Θεσσαλονίκης. Τι νοστιμιά! Ο ίδιος πωλητής πουλούσε και βραχάκια μαστίχας. Αυτά τα αγόραζε η μαμά. Ήταν το δικό της κέρασμα. Τα έβαζε χύμα στη τσάντα της, για να τα γευτεί άλλη στιγμή. Επιμέναμε να δώσει και σε εμάς. Μετά μετανιώναμε. Ωραία γεύση, μα κολλούσαν στα δόντια. Εμείς προτιμούσαμε τις χρωματιστές τσιχλόφουσκες. Εκείνες, που έμοιαζαν με πολύχρωμα μπαλάκια και τις αγόραζες με ένα πενηνταράκι από αυτόματους πωλητές.
Φτάναμε στη πολύβουη οδό Ερμού. Τότε, ήταν ακόμη δρόμος, κι έπρεπε να προσέχουμε τα αυτοκίνητα καθώς κοιτούσαμε τις βιτρίνες. Στο βάθος φαινόταν η Εκκλησία της Παναγίας της Καπνικαρέας. «Η εκκλησία που καπνίζει» λέγαμε με τον αδερφό μου, και μας φαινόταν πολύ έξυπνη η ατάκα μας.
Το ραντεβού ήταν στην αρχή του δρόμου, έξω από το βιβλιοπωλείο «Πάλλης». Δίπλα είχε ένα μαγαζί με φερμουάρ και κουμπιά και γνωρίζαμε πως η μητέρα μας θα ξεκινούσε από εδώ τα Χριστουγεννιάτικα ψώνια. Ερχόταν και η νονά χαμογελαστή, σέρνοντας κι εκείνη τα δικά της παιδιά. Ένα τσούρμο άνθρωποι, προσπαθούσαν να μείνουν ενωμένοι, κρατώντας στα χέρια σακούλες, κουλούρια, φουσκωτούς Άγιους Βασίληδες.
Κατεβαίναμε τον πιο εμπορικό δρόμο της πόλης, παρέα με πλήθος κόσμου που έκανε ακριβώς το ίδιο. Φοβόντουσαν οι μεγάλοι μη μας χάσουν και μας φώναζαν αυστηρά να κοιτάμε μόνο μπροστά. Μα πώς να κοιτάξεις μπροστά; Οι βιτρίνες φωτεινές και λαχταριστές σε καλούσαν να κολλήσεις το βλέμμα πάνω στην πραμάτεια τους. Ρούχα, παπούτσια, παιχνίδια, γλυκίσματα.
«Το νου σας, μόνο παπούτσια θα πάρουμε! Μη ζητάτε από τη νονά παιχνίδι. Ρούχα χρειάζεστε!»
«Ναι, καλά. Ας είμαι ξυπόλητη τι με νοιάζει…», σκεφτόμουν. «Εδώ μόλις περάσαμε από ένα μαγαζί El Greco και αντίκρυσα τη Bibi-bo μπαλαρίνα…». El Greco, ήταν τότε το πιο γνωστό παιχνιδάδικο και μεγαλώνοντας έμαθα, πως το είχε ο πρόγονος του σημερινού ιδιοκτήτη του Jumbo!
Τίποτα δεν είναι τυχαίο λοιπόν στη ζωή… Όπως δεν ήταν τυχαίο πως πάντα καταφέρναμε τη νονά, να μας πάρει παιχνίδι. Λίγο το παραπονιάρικο βλέμμα, λίγο το θαύμα των Χριστουγέννων και τα παπούτσια μεταμορφώνονταν σε Bibi-bo, Παταπούφα ή subuteo. Βέβαια υπήρχε κι άλλος λόγος που τους «πείθαμε». Το κομμωτήριο. Ναι, το κομμωτήριο. Η μαμά και η νονά πάντα κανόνιζαν μετά τα Χριστουγεννιάτικα ψώνια, μια επίσκεψη στο κομμωτήριο «Άγγελος», απέναντι από τη Βουλή. Ήταν η μικρή τους πολυτέλεια, μια φορά το χρόνο. Αφού βρίσκονταν στην Αθήνα, έπρεπε να περάσουν από εκεί. Ο Άγγελος λέει, ήταν ο κομμωτής των διάσημων γυναικών της πόλης. Βουγιουκλάκη, Καρέζη, Μερκούρη, όλες είχαν περάσει από τα χέρια του. Μπαίναμε λοιπόν σε ένα χώρο με παριζιάνικο αέρα, όμορφες μυρωδιές και πολλούς καθρέφτες. Οι κυρίες που εξυπηρετούσαν τις μαμάδες, είχαν όλες υπέροχα ονόματα, «Ελισσάβετ», «Αμαρυλίς», «Τζένη». Δεν υπήρχαν Φανουρίες, Κούλες ούτε Μαριγούλες σε αυτό το κομμωτήριο κι έτσι φαινόταν ακόμη πιο πολυτελές. Κανονικά, θα βαριόμασταν να περιμένουμε να βγουν οι δυο γυναίκες από το τεράστιο σεσουάρ δαπέδου, που θύμιζε διαστημική κάσκα. Είχαμε όμως τα νέα παιχνίδια μας και ασχολούμασταν με αυτά.
Επιστρέφαμε κατάκοποι το απόγευμα στο σπίτι. Το μόνο που θέλαμε ήταν να φάμε και να δούμε κάποια ελληνική ταινία, που θα παιζόταν σίγουρα στις 21:00 στην ΕΡΤ ή την ΥΕΝΕΔ. Οι γονείς μας ήταν συνήθως καλεσμένοι σε εκδήλωση της δουλειάς του μπαμπά, σε κάποιο, από τα γνωστά νυχτερινά μαγαζιά της εποχής, Φαντασία, Νεράιδα, Δειλινά, άρα θα κοιμόμασταν στρωματσάδα στο σπίτι της γιαγιάς που ήταν δίπλα. Η ημέρα λοιπόν γινόταν ακόμη καλύτερη. Στρωματσάδα, πειράγματα, τρομακτικές ιστορίες και κουτσομπολιό μέχρι αργά. Την επόμενη ημέρα, πρωινό ξύπνημα για τα κάλαντα κι η Χριστουγεννιάτικη μαγεία συνεχιζόταν.
Σήμερα βλέπω αμέτρητους στολισμούς παντού. Τα μαγαζιά κάνουν διαγωνισμό ποιο θα έχει την πιο ευφάνταστη κι εντυπωσιακή εμφάνιση. Τα κανάλια στην τηλεόραση είναι δεκάδες αλλά παρά τις πολλές επιλογές, δεν έχεις ποτέ τίποτα να δεις. Οι Αγιοβασίληδες θυμίζουν όλο και πιο πολύ τη μορφή που είχε λανσάρει κάποτε η coca cola. Όμως ακόμη ψάχνω εκείνη την αίσθηση των παιδικών χρόνων, τότε που ένα κουλούρι και μια μαστίχα κολλημένη στα δόντια, ήταν προμήνυμα πως ξεκινούσαν οι πιο μαγικές ημέρες του χρόνου.
*Η Πολύμνια Ρέγκου γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Άγιο Δημήτριο. Φοίτησε στο 1ο Γενικό Λύκειο, το λεγόμενο «Στρογγυλό». Τα τελευταία 15 χρόνια ζει στο Παλαιό Φάληρο. Το πρώτο της βιβλίο, το μυθιστόρημα με τίτλο «Πολεμίστρες στη Στέγη», κυκλοφορεί από την ΚΑΠΑ Εκδοτική.