Jimmy and the Fish: Η εναλλακτική ψαροταβέρνα που άλλαξε το Μικρολίμανο
Ο Μπαμπης Δημάκος, εκ των ιδιοκτητών του “Jimmy's Fish and the sushi tavern” από το 2015 μας μιλάει για το μεγαλύτερο στοίχημα της ζωής του: να μιλάει ξανά όλη η Αθήνα για αυτό το μαγαζί.
- 27/02/2017
- Κείμενο: NouPou.gr
Το 1996, που λες, εμφανίστηκε στο Μικρολίμανο μια new entry ψαροταβέρνα, που ευθύς εξ αρχής έκανε τη διαφορά. Δεν ήταν σαν όλες τις άλλες, όσες προϋπήρχαν και έδειχναν να “κουβαλούν” στην αισθητική τους, στον τρόπο που ήταν στημένες, στον τρόπο που λειτουργούσαν την ιστορία, την παράδοση που είχαν δημιουργήσει. Όλα όσα αφορούσαν το “Jimmy and the fish” παρέπεμπαν σε προηγούμενες δεκαετίες, ήταν ξεκάθαρα επηρεασμένα από τη γαλλική κουλτούρα, τη γαλλική φινέτσα.
Από τις αντίκες που μπορούσε να δει κανείς στο εσωτερικό, τα πατώματα από ντεκ σκάφους (αυτό που έχει γίνει της μοδός τελευταία) έως την κυανέρυθρη ριγέ τέντα. Κάθε επισκέπτης που περνούσε την πόρτα, ένιωθε σαν να έμπαινε στη μηχανή του χρόνου. Η πρώτη -αυθόρμητη- απορία ήταν “ποιος είναι ο Jimmy και ποιος το ψάρι” και τελικά ποιο είναι αυτό το μαγαζί που έφερε νέο κοινό στο Μικρολίμανο;
Ο Τζιμης και ένα ψάρι που το έλεγαν Μιχάλη
“Ο Jimmy ήταν ο Τζίμης Γρηγοράτος, γνωστός συλλέκτης αντικών, και επιχειρηματίας. Το ψάρι θεωρητικά ήταν ο Μιχάλης”. Όπου “Μιχάλης” είναι ο Μιχάλης Τσατσάκης, υπεύθυνος για κάποια από τα πιο επιτυχημένα μαγαζιά διασκέδασης και εστίασης στον Πειραιά. Θα σου πω και στη συνέχεια για τον άνθρωπο που εν πολλοίς άλλαξε και τις Κυριακές σου. Προς το παρόν, κράτα ότι “το όνομα ήταν έμπνευση του Μιχάλη και αφορούσε αυτό ενός μουσικού συγκροτήματος τους ‘‘Country Joe and the Fish’’ που προσάρμοσε στις ανάγκες του μαγαζιού”.
Ο Μιχάλης δεν πήγε μακριά, για να διακοσμήσει το χώρο, με μια essence Κυανής Ακτής. Χρησιμοποίησε τις αντίκες που είχε ήδη ανακαλύψει στα ταξίδια του, αυτές που του τραβούσαν το βλέμμα, που ταίριαζαν στην αισθητική του. Τις αγόραζε χωρίς να γνωρίζει ότι τελικά, κάποια στιγμή, θα γίνουν διάκοσμος. Πόσο εύκολο ήταν να αποδεχθεί ο Έλληνας αυτήν τη νέα πρόταση; “Ήταν πάρα πολύ δύσκολο. Όπως και όταν κάναμε τη νέα αρχή, τo 2015. Για δυο χρόνια υπήρχε δυσπιστία, αρνητικότητα. Μέχρι που αποδείχθηκε το moto μας: πως όποιος έχει ποιότητα, στο τέλος ανταμείβεται. Κάποια στιγμή λοιπόν, αναγνωρίστηκε η διαφορετικότητα ως κάτι θετικό και ακολούθησε μια 15ετια που το μαγαζί ήταν στην κορυφή της λίστας με τα καλύτερα εστιατόρια της Αθήνας”.
Η αλήθεια είναι πως η φήμη του ξεπέρασε τα σύνορα της Ελλάδας. “Έχουν περάσει από εδώ οι πάντες Πρωθυπουργοί, Σεΐχηδες, Βασιλιάδες, πλήθος κόσμου από το εγχώριο επιχειρηματικό κύκλο, αλλά και το διεθνές jet set, ηθοποιοί, καλλιτέχνες. Οι πάντες. Το μαγαζί έχει περάσει πολύ μεγάλες στιγμές”. Οι τοίχοι έχουν ακούσει ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής ιστορίας, όπως εξελίχθηκε μέσα σε 17 χρόνια, έως το καλοκαίρι του 2013 που έκλεισε. Όχι για πολύ. Βλέπεις, την ώρα της κρίσης ο Μιχάλης αποφάσισε να εμπιστευτεί το “παιδί” του σε έναν δικό του άνθρωπο. Πώς έγινε όμως, ο Μπάμπης “οικογένεια” για τον Μιχάλη;
Ο Μπάμπης παίρνει την σκυτάλη
“Γνωριζόμαστε 25 χρόνια, απ’ όταν εκείνος ήταν ιδιοκτήτης του “Αμερικάνικου”, του πρώτου street bar στον Πειραιά. Σε όποια επιχειρηματική κίνηση έκανε, είτε ήταν το “Αμερικάνικο”, είτε το “Καρπούζι” -το πρώτο ελληνάδικο-, ήμουν παρών”. Μας ενημέρωσε πως το “Καρπούζι”, ήρθε να καλύψει το κενό που είχες τις Κυριακές μετά το μεσημέρι, όταν ήθελες να διασκεδάσεις, αλλά δεν υπήρχε κάτι να τις “γεμίσεις” εκτός του καναπέ και ενδεχομένως της “Αθλητικής Κυριακής”.
“Για χρόνια, είχα δική μου επιχείρηση και παράλληλα, ως χόμπι δούλευα μαζί του. Όταν έκλεισα τη δική μου δουλειά, εργάστηκα σε εταιρία ιδιοκτησίας αλυσίδας φούρνων”. Εκεί γνώρισε τον Κώστα, ιδιοκτήτη των “The Bakers” και μαζί το 2015 θα αποφάσιζαν μαζί να βάλουν το μεγαλύτερο στοίχημα της ζωής τους. Αλλά μη βιάζεσαι. Είμαστε ακόμα στο τέλος της δεκαετίας του ’90.
Ο‘”Ψηλός’’ (aka Μιχάλης), γενικά είχε πρωτότυπες ιδέες, και ήταν αρκετά γενναιόδωρος, ώστε να μοιράζεται με τους ανθρώπους που ένιωθε ως δικούς του τα πάντα. “Υπήρξε τόσο γενναιόδωρος που μπορώ να σου πω ότι πολλά μαγαζιά “χτίστηκαν” πάνω σε δικές του ιδέες, τις οποίες μοιραζόταν με πάσα λεπτομέρεια”. Οι δικές του ιδέες προέκυπταν “από τα ταξίδια του. Ήταν πολύ δημιουργικός άνθρωπος. Τα όσα πρότεινε ήταν πολύ προχωρημένα για την εποχή. Είχαμε ταξιδέψει πολύ μαζί στο εξωτερικό και θεωρώ πως του χρωστώ ένα μεγάλο μέρος από τις γνώσεις και τις εμπειρίες μου”.
Του ζήτησα να θυμηθεί μια στιγμή από αυτά τα ταξίδια, που του έκανε εντύπωση. “Γενικά πρέπει να σου πω ότι είναι λάτρης του παλιού. Η πρώτη μου επίσκεψη στη Νέα Υόρκη ήταν μαζί του και τα πόδια μας είχαν βγάλει πληγές από το περπάτημα. Από τις βόλτες που κάναμε στο Little Italy, μέχρι να μαζέψουμε πράγματα που θα ταίριαζαν σε μια ιδέα που είχε. Τότε δεν είχε αποφασίσει καν, πως θα φτιάξει το Cosa Nostra” ένα ακόμα μαγαζί που χάνεις την αίσθηση του χρόνου στον οποίον βρίσκεσαι, κατά την είσοδο σου.
Απόβαση σούσι στον Πειραιά
Τα χρόνια που προηγήθηκαν του Ιουλίου του 2013, το ‘”Jimmy and the fish” παρουσίαζε πτωτική τάση, για λόγους που δεν είναι της παρούσης. “Σε μια μπάρα, εκεί όπου κάναμε πάντα τις συζητήσεις μας, ο Μιχάλης ρώτησε τους “Bakers” και εμένα αν θα θέλαμε να αναλάβουμε το μαγαζί. Ήταν ένα πολύ μεγάλο στοίχημα. Η κινητήριος δύναμη, για να προχωρήσουμε ήταν ότι θα είχα δίπλα μου τους Βakers”. Αν υπήρχε κάτι που δεν θα έπρεπε να αλλάξει ποτέ, για κανένα λόγο “ήταν η ποιότητα.Από εκεί και πέρα, κάναμε κάποιες προσπάθειες να το εξελίξουμε. Μία από αυτές ήταν ότι προσθέσαμε sushi στον κατάλογο μας. Ήταν κάτι νέο για τον Πειραιά και δη για το Μικρολίμανο. Για όσους διαχειρίζονται φρέσκα ψάρια “άλφα” ποιότητας κάθε μέρα, το sushi δεν ήταν κάτι δύσκολο. Ήταν όμως, κάτι διαφορετικό”.
Τα δυο πρώτα χρόνια ήταν πολύ ψυχοφθόρα “διότι τα χρόνια της πτώσης, ο κόσμος δεν έφευγε ευχαριστημένος από το μαγαζί, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί. Ο πελάτης είναι πολύ αυστηρός κριτής και όταν μαθευτεί από στόμα σε στόμα ότι η ποιότητα σου δεν είναι η καλύτερη, πολύ δύσκολα θα σου δώσει νέα ευκαιρία”. Ο Μπάμπης εξηγεί πως το στοίχημα τελικά, δεν ήταν ένα, αλλά δύο. ”Δεν προσελκύσαμε νέους πελάτες να τους πούμε “αυτοί είμαστε”. Έπρεπε να πείσουμε και τους παλιούς πως κάτι έχει αλλάξει. Με την αύξηση του ανταγωνισμού και τη γενικότερη δυσκολία των καταστάσεων, όταν αναλάβαμε κληθήκαμε να ξεπεράσουμε πολλά εμπόδια”.
Δεν σκέφτηκε όμως, ποτέ να τα παρατήσει “γιατί δεν έχω μάθει να χάνω. Έχω πείσμα. Όποια δουλειά και αν έκανα, δεν έφυγα πριν φτάσω στο επίπεδο που ήθελα. Έπειτα από δυο χρόνια πολλών δυσκολιών φέτος, αποδεικνύεται πως ο κόσμος επιστρέφει κοντά μας. Πίστεψε με, δεν θα σταματήσω μέχρι να το ξαναφτάσω στην κορυφή”. Αυτήν τη στιγμή, στο Trip Advisor η βαθμολογία είναι από το 4.5 έως το 4.9. Not bad “but not enough” προσθέτει ο Μπάμπης.
“Όταν έχεις ποιότητα, στο τέλος βγαίνεις νικήτης”
Σε μια από τις στιγμές των δυσκολιών “βρεθήκαμε πάλι, με τον “Ψηλό”, σε μια μπάρα και συζητούσαμε για μαγαζιά που δεν έχουν καλή ποιότητα και παρ’ όλα αυτά έχουν επισκεψιμότητα. Μου είπε πως “όταν έχεις ποιότητα και διάρκεια, στο τέλος θα βγεις νικητής”. Είμαι λοιπόν, έτοιμος να κερδίσω το στοίχημα τώρα που ο κόσμος έχει αρχίσει να μας εμπιστεύεται ξανά”.
Τα ψάρια, ένας από τους βασικούς λόγους που θα πας στο “Jimmy’s Fish and the sushi tavern”έρχονται σε καθημερινή βάση από την Κω και την Κάλυμνο. Όλα τα άλλα, τα αγοράζει ο Μπάμπης με τα χέρια του, από τις 06.00 που παίρνει τους δρόμους. Ό,τι του είχε πει ο Μιχάλης για την ποιότητα, είναι για εκείνον νόμος. “Πρόσφατα, γνωστή πολυεθνική μας επέλεξε για να φέρει όλους τους διευθυντές που έχει σε όλον τον κόσμο να συναντηθούν και να φάνε εδώ. Τριάντα άτομα, ένας, ένας ήλθαν να μου δώσουν συγχαρητήρια. Αυτό μάλλον, κάτι σημαίνει”.
Ο πιο αυστηρός κριτής είναι ο γιος του “που σαφέστατα και είναι συχνά εδώ και έχει μάθει να τρώει καλό ψάρι”.
Ο στόχος μου είναι “να μιλά ξανά όλη η Αθήνα για αυτό το μαγαζί, να γίνει ξανά προορισμός”. Επειδή αναγνωρίζει τις δυσκολίες της εποχής, ένα ζευγάρι μπορεί να φάει μεζεδάκια ή sushi και να πιει ούζο ή κρασί με 60 ευρώ. Σύνολο. Σου κάνει εντύπωση; Κακώς. Γιατί πλέον στον κατάλογο μπορείς να βρεις και πέντε ταμπέλες κρασιού που είναι οικονομικές, για όλα τα βαλάντια. Και όλα αυτά προσφέρονται δίπλα στη θάλασσα. Σκέφτεσαι πως υπάρχει κάτι καλύτερο;
*Φωτογραφίες: Τόνια Φάντη
Ακτή Κουμουνδούρου 46, Πειραιάς
Tηλέφωνο: 21 0412 4417