Έγκλημα στου Χαροκόπου: η απόλυτη ενσάρκωση της κακούργας πεθεράς
Το έγκλημα στου Χαροκόπου το 1931, συντάραξε ολόκληρο το Πανελλήνιο, ενώ έγινε και λαϊκό άσμα με τον τίτλο "Κακούργα Πεθερά" σε στίχους του Γιακουμή Μοντανάρη και μουσική του Μάρκου Βαμβακάρη.
- 06/04/2017
- Κείμενο: NouPou.gr
Στις 6 Ιανουαρίου του 1931, στις όχθες του Κηφισού, βρίσκονται δύο μεγάλα τσουβάλια με το τεμαχισμένο σώμα του εργολάβου Δημήτρη Αθανασόπουλου, που ζούσε στη συμβολή των οδών Θησέως και Αγ. Πάντων, στην Καλλιθέα. Ο Αθανασόπουλος ήταν ένας αθεράπευτος γυναικάς και κακοποιούσε τη γυναίκα του, Φούλα, μια 25χρονη εκπάγλου καλλονής. Είχαν μαζί 4 παιδιά, όμως επέζησε μόνο το μικρότερο, που ήταν αβάπτιστο όταν έγινε ο φόνος και πήρε το όνομά του. Οι κακές γλώσσες λένε πως ο εργολάβος διατηρούσε ερωτικές σχέσεις και με την πεθερά του Άρτεμις Κάστρου, μια σαρανταπεντάρα με χαλαρούς ηθικούς φραγμούς.
Το έγκλημα κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον των εφημερίδων και της κοινής γνώμης. Εκείνη την εποχή κυκλοφόρησαν δεκάδες πρωτοσέλιδα εφημερίδων, επιφυλλίδες, χρονογραφήματα, ανέκδοτα, καραγκιοζοδράματα στο λαϊκό θέατρο Σκιών, επιθεωρήσεις, διαφημίσεις, γελοιογραφίες και σατυρικά τραγούδια γύρω από το θέμα (μέχρι και η Αρχιεπισκοπή Αθηνών εξέδωσε εγκύκλιο με τις σκέψεις του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου για το έγκλημα και τις αιτίες του), ενώ 70 χρόνια μετά, το στυγερό έγκλημα ζωντάνεψε ξανά μέσα από τις σελίδες του δημοσιογράφου Τάσου Κοντογιαννίδη. Το τραγούδι “Η κακούργα πεθερά”, μάλιστα, πούλησε περισσότερους δίσκους, απ’ όσα γραμμόφωνα υπήρχαν τότε στην Ελλάδα για να το παίξουν. Λέγεται πως όλοι οι γαμπροί που είχαν κακές πεθερές, έστηναν γλέντι, και στο τέλος “έσπαγαν το δίσκο” στα πόδια της πεθεράς!
Το χρονικό του φόνου
Μια παγωμένη νύχτα στις αρχές Ιανουαρίου του 1931, ο Αθανασόπουλος φτάνει στο σπίτι του και κακοποιεί βάναυσα τη γυναίκα του. Εκείνη του ξεγλιστράει και ζητάει τη βοήθεια της μητέρας της, η οποία αναλαμβάνει δράση. Πείθει τον διαταραγμένο ψυχολογικά 17χρονο ανιψιό της (και ερωτευμένο με την Φούλα), άρτι αφιχθέντα από την Κεφαλλονιά, Δημήτρη Μοσκιό, να πυροβολήσει τον Αθανασόπουλο στο κρεβάτι του. Στη συνέχεια, αποφασίζουν να κάψουν το πτώμα, με τη βοήθεια της υπηρέτριας Γιαννούλας Μπέλλου. Αλλά η μυρωδιά της καμμένης σάρκας είναι φοβερή, φοβούνται μη γίνουν αντιληπτοί και αλλάζουν τακτική. Τεμαχίζουν το πτώμα με σκοπό να το πετάξουν στο ρέμα του Ιλισσού.
Τη Δευτέρα 5 Γενάρη το πρωί τους επισκέφτηκε ο Μαγουλόπουλος, γνωστός της πεθεράς, η οποία του εξομολογήθηκε το φόνο και ζήτησε τη βοήθειά του. Όντως, εκείνος γύρω στις 9:00 το βράδυ έφερε έξω απο το σπίτι ένα κάρο για να πάρει τα τσουβάλια. Η σύλληψη των συνεργών του Μαγουλόπουλου έγινε τον Οκτώβρη του 1931, οι οποίοι σύμφωνα με πληροφορίες, ήταν δυο ανιψιοί του, ο Γιώργος Κορναράκης και ο Αντώνης Μαγουλόπουλος. Το πτώμα πετιέται στο ποτάμι, όμως τα τσουβάλια ανακαλύπτονται πολύ γρήγορα από έναν περαστικό και το έγκλημα ξεσκεπάζεται.
Στην αρχή, όταν βρέθηκε το διαμελισμένο πτώμα, ο ιατροδικαστής Γεωργιάδης δήλωνε πως «βρισκόμαστε μπροστά σε έναν Έλληνα χασάπη του Ντίσελντορφ», αφού ήταν σίγουρος πως μόνο κάποιος χειρούργος θα μπορούσε να το είχε κόψει τόσο δεξιοτεχνικά. Πού να ‘ξερε τότε πως η εμπειρία της οικιακής βοηθού στα σφαχτά στο χωριό, είχε συντελέσει σε τέτοια δουλειά.
Οι κατηγορούμενοι
Ο ανιψιός Δημήτρης Μοσκιός κατηγορείται ως ο φυσικός αυτουργός του εγκλήματος. Η πεθερά Άρτεμις Κάστρου ως ηθικός αυτουργός, και κινητήριος δύναμη του φόνου, η σύζυγος Φούλα Αθανασοπούλου επίσης ως ηθικός αυτουργός (χωρίς να είναι ξεκάθαρη η συμμετοχή της), η υπηρέτρια Γιαννούλα Μπέλλου ως συνεργός του εγκλήματος και βοηθός στο τεμαχισμό και στην εξαφάνιση του πτώματος, ο Σπύρος Μαγουλόπουλος ως συνεργός στην εξαφάνιση του πτώματος και οι Αντώνης Μαγουλόπουλος και Γιώργος Κορναράκης ως εκτελεστές της εξαφάνισης του πτώματος.
Η δίκη
Για τη δίκη αυτή, που ξεκίνησε το Φεβρουάριο του 1932, χρησιμοποιήθηκε η μεγαλύτερη αίθουσα των δικαστηρίων, η αίθουσα του Πλημμελειοδικείου. Η δίκη διαρκεί 40 ημέρες (μία εκ των οποίων γίνεται κεκλεισμένων των θυρών, όταν ασχολούνται με τις ανωμαλίες και τη σεξουαλική συμπεριφορά του θύματος) και προσελκύει το ενδιαφέρον ακόμη και ξένων ανταποκριτών. Ποινικολόγοι, δημοσιογράφοι αλλά και η κοσμική Αθήνα δίνει το παρών. Ακόμη και κυκλοφοριακές ρυθμίσεις γίνονται έξω από το δικαστήριο τόσο για τα οχήματα όσο και τους πεζούς, ενώ μια ισχυρή αστυνομική δύναμη προστατεύσει τους κατηγορούμενους. Η Κάστρου υποστηρίζει στην απολογία της ότι έσωσε την κόρη της από ένα μαρτύριο και ότι όλη η ευθύνη είναι δική της.
Η ετυμηγορία
Άρτεμις Κάστρου και Φούλα Αθανασοπούλου κρίθηκαν ένοχες για φόνο εκ προμελέτης και καταδικάστηκαν εις θάνατον. Η Γιαννούλα Μπέλλου και ο Δημήτριος Μοσκιός κρίθηκαν ένοχοι για φόνο εκ προμελέτης και εξ ιδιοτέλειας ευρισκόμενοι εν μέτρια σύγχυση λόγω βλακείας. Η Μπέλλλου καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά και ο Μοσκιός σε 20 έτη. Ο Σπύρος Μαγουλόπουλος καταδικάστηκε σε 20 μήνες φυλάκιση ως συνεργός στην απόκρυψη και απόρριψη του πτώματος, ενώ ο Αντώνης Μαγουλόπουλος και ο Ιωάννης Κορναράκης κρίθηκαν αθώοι των κατηγοριών.
Η κατάληξη
Η θανατική ποινή, η εσχάτη των ποινών, που ίσχυε ακόμη στη χώρα μας (καταργήθηκε το Δεκέμβριο του 1993, από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου) κρίθηκε ως πολύ αυστηρή από τη λαϊκή γνώμη, ιδιαίτερα μετά την αγόρευση της συνηγόρου της Αθανασοπούλου, Τσουκαλά, που ξεσήκωσε επιδοκιμαστικά χειροκροτήματα στο κατάμεστο δικαστήριο αλλά και την απολογία της ίδιας της Φούλας, με τις περιγραφές της από τη δύσκολη ζωή της με το σύζυγό της. Για πρώτη φορά, ο κόσμος σταμάτησε να είναι τόσο εχθρικός και ζητούσε η ποινή τους να μετατραπεί σε ισόβια. Μέχρι και η εφημερίδα Βραδυνή μάζευε υπογραφές σε μια έκκληση προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ώστε να τους δοθεί χάρη.
Παράλληλα, οι συνήγοροι μάνας και κόρης έκαναν αίτηση για αναψηλάφιση της δίκης λόγω παρατυπιών και παρανομιών που είχαν διεξαχθεί κατά την διάρκειά της με την ελπίδα μιας νέας δίκης με διαφορετική ποινή. Όμως τελικά ο Άρειος Πάγος έκρινε πως δεν συνέτρεχε λόγος αναίρεσης της δίκης. Στη συνέχεια εστάλη αίτηση για παροχή Χάριτος στο Συμβούλιο Χαρίτων. Τα τελευταία 50 χρόνια, εθιμικώ δικαίω, γυναίκες καταδικασμένες σε θάνατο δεν εκτελούνταν ποτέ, αλλά μετά το μέγεθος που είχε πάρει η υπόθεση κανείς δεν ήταν σίγουρος για την έκβαση. Η απόφαση του Συμβουλίου πάρθηκε πρώτα για την Αθανασοπούλου και στην επόμενη συνεδρίαση για την Κάστρου, η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια και υπογράφτηκε απο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Αλέξανδρο Ζαΐμη, τον Ιανουάριο του ΄33.
Αλλά ούτε αυτή η ποινή εκτελέστηκε τελικά. Η ομορφιά της Φούλας μάγεψε τον διευθυντή των φυλακών, η θανατική καταδίκη μετατράπηκε σε δεκαετή φυλάκιση και το 1941, μάνα και κόρη αφέθηκαν ελεύθερες. Η Κατοχή και η πρώτη κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Τσολάκογλου, θα βγάλει με διάταγμά της από τις φυλακές τους βαρυποινίτες «περί αποσυμφορήσεως των φυλακών άνευ διαταράξεως του κοινωνικού συμφέροντος» και στην περίπτωση αυτή συμπεριλήφθηκαν η Φούλα μαζί με τη μητέρα της. Σ’ αυτό συνετέλεσε τα μέγιστα ο ερωτευμένος Διευθυντής των φυλακών, που ήταν και συγγενής του Τσολάκογλου. Η Φούλα ξαναπαντρεύτηκε με τον Συνταγματάρχη Αγαπητό Κομήτη και έμεινε μαζί του μέχρι το τέλος της ζωής της, το 1971 (Αν του βάσταγε ας της έκανε τίποτα!). Η μητέρα της, Άρτεμις Κάστρου, πέθανε το 1956 κατάκοιτη και ο Δημήτρης Μοσκιός εισήχθη στο Δρομοκαΐτειο, όπου και πέθανε λίγο αργότερα.
Η διαμάχη για το βιβλίο του Κοντογιαννίδη
Το βιβλίο εκδόθηκε το 2001 και έτυχε πολύ καλής αποδοχής από το αναγνωστικό κοινό αλλά όχι από τους συγγενείς. Ο συγγραφέας δέχτηκε αγωγή «για προσβολή μνήμης τεθνεώτων και πρόκληση ψυχικής οδύνης» από απογόνους της οικογένειας του θύματος που ζήτησαν την απαγόρευση της κυκλοφορίας του βιβλίου αλλά και αποζημίωση 600.000 ευρώ. H κόρη του νεώτερου Δημήτρη Αθανασόπουλου, Κατερίνα, και η σύζυγός του Ζαχαρούλα έκαναν την αγωγή εναντίον του δημοσιογράφου Τάσου Κοντογιαννίδη και των εκδόσεων «Άγκυρα». Τελικά κρίθηκε «αθώο» το περιεχόμενο του βιβλίου, για το οποίο, ο συγγραφέας, είχε πρωτοδίκως καταδικαστεί να καταβάλει 100.000 ευρώ αποζημίωση στους συγγενείς των πρωταγωνιστών της υπόθεσης.
Το Εφετείο της Αθήνας ανέφερε στην απόφασή του: «Ο Τάσος Κοντογιαννίδης κινούμενος αποκλειστικά από δημοσιογραφικό ενδιαφέρον τήρησε τις επιβαλλόμενες από το επάγγελμά του υποχρεώσεις προς ανεύρεση της ιστορικής αλήθειας, ο τρόπος δε της εκδήλωσης του ενδιαφέροντός του ήταν αντικειμενικά αναγκαίος για την ενημέρωση του κοινού».
Οι στίχοι του τραγουδιού
Η ΚΑΚΟΥΡΓΑ ΠΕΘΕΡΑ
Στίχοι: ΙΑΚΩΒΟΥ ΜΟΝΤΑΝΑΡΗ
Μουσική: ΜΑΡΚΟΥ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗ
Στου Χαροκόπου τα στενά, μια μικροπαντρεμένη
Εσκότωσε τον άντρα της βρε η δαιμονισμένη.
Στον ύπνο που κοιμότανε, μάνα και θυγατέρα,
Εβάλανε τον ανιψιό και τούριξε τη σφαίρα.
Κι η Φούλα τότε φώναξε: «Μάνα μου, πως σπαράζει
Κι η μάνα της της απαντά: «Πνίχτε τον!» Και διατάζει!
– Βάλτε φωτιά και κάφτε τον, και κάντε τον κομμάτια,
κι εμπρός να τον πετάξουμε, να μη μας δούμε μάτια.»
Τότε τον πήραν σέρνοντας, στη σκάφη τον πετάνε,
Φωτιά του βάζουν να καεί. Στέκονται, τον κοιτάνε.
Πω, πω! Καπνός και μυρουδιά, σβήστε τον, θα πιαστούμε.
Κομμάτια να τον κάνουμε, έτσι θα σκεπαστούμε!
Με μια καρδιά μαρμάρινη, τον έκανε κομμάτια,
Με τέχνη και υπομονή ανύποπτα δεμάτια.
Και νύχτα τα πετάξανε στο ρέμα, να τα πάρει,
Μ’ αυτά στην άκρη στάθηκαν, Θεού ‘τανε η χάρη.
Για να πιαστούν οι αίτιοι, πραγματικοί φονιάδες,
Κι όχι ο γιατρός, ο φίλος του, κι οι δύο φιλενάδες.
Ένας διαβάτης που περνά, περίεργα κοιτάζει.
Τι νάναι αυτά τα δέματα; Κακό στο νου του βάζει.
Του αστυνόμου μίλησε. Στο ρέμα πάνε πάλι.
Τα δέματα ανοίξανε, βλέπουν κορμί, κεφάλι.
Ανατριχιάζουν κι έφριξαν, σαν είδανε ανθρώπου
Κορμί, κεφάλι, δέματα να είναι τέτοιου τρόπου.
Κι η αστυνομία άρχισε, οι κύριοι Κουτουμάρης,
Λεονταρίνης και λοιποί, που πρώτος είναι ο Άρης
Που έριξε όλο το φως στην εγκληματική,
Και τους τσακώσαν όλους τους κι είναι στη φυλακή.
Βρε Φούλα, δεν εσκέφτηκες, δεν πόνεσε η καρδιά σου
Τον άντρα σου, τα νιάτα σου, τα άμοιρα παιδιά σου
Βρε Φούλα πως εβάσταξες, και πως βαστάς ακόμα
Εσύ νάσαι στη φυλακή κι ο άντρας σου στο χώμα
Και συ, κακούργα πεθερά, τους πήρες στο λαιμό σου
Την κόρη σου, τον ανεψιό, τη δούλα, το γαμπρό σου.
Καημένε Αθανασόπουλε, τι σούμελλε να πάθεις,
Από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις.
Σαν τόμαθε η μανούλα του, κλίνουν τα γόνατά της,
Και πέφτει κάτω αναίσθητη μες στην αυλόπορτά της.
Ωσάν το ψάρι σπαρταρά και σαστισμένη κράζει:
– Τον γιό μου εσκοτώσανε! Πω! Πω! Κι αναστενάζει.
Φωνή, αντάρα, κλάματα, δάκρυα σαν ποτάμι
Εγέμισαν τα στήθη της και τρέμει σαν καλάμι.
Μάνα, γλυκειά μανούλα μου, πάψε τα δάκρυά σου,
Και πάρε τα παιδάκια μου μέσα στην αγκαλιά σου.
Αυτά θα έχεις πια παιδιά. Μένα λησμόνησέ με.
Κάνε σταυρό στην Παναγιά. Μάνα! Συγχώρεσέ με!