Στράτος Δρακούλης, ο βασιλιάς του κρέατος που ποτέ δεν ήθελε να γίνει χασάπης
Η ιστορία του Drakoulis Μeat, που από ένα συνοικιακό κρεοπωλείο εξελίχθηκε σε κάτι που όμοιο του δεν θα βρεις πουθενά στον κόσμο. Αλήθεια.
- 06/11/2017
- Κείμενο: NouPou.gr
Σε μια βραδινή βόλτα με το σκύλο μου, στους δρόμους της Νέας Σμύρνης, είχα περάσει έξω από το μαγαζί του Στράτου Δρακούλη και είχα δει φωτορυθμικά, την discoμπαλα να γυρίζει και κάποιους να κάνουν karaoke. Σε μεσημεριανή επίσκεψη -για να βάλω και κάτι στην κατάψυξη- έζησα άλλη μια σουρεάλ στιγμή, όταν είδα μια ηλικιωμένη γυναίκα να φωνάζει “ένα κιλό μοσχάρι”, για να ακουστεί πάνω από την ηλεκτρονική μουσική που είχε κυριεύσει στο χώρο.
Όπως του αφηγούμουν, με έκπληξη, όσα είχαν δει τα μάτια μου και είχαν ακούσει τα αυτιά μου, εκείνος σχολίαζε με τον πλέον φυσικό τρόπο “α, τα παρτάκια μας” και “ναι, συμβαίνει αυτό χρόνια τώρα”.
Ο Σταύρος Δρακούλης είχε το όραμα
Ο Σταύρος Δρακούλης άφησε το 1965 τη Λέσβο, όπου είχε γεννηθεί και είχε μεγαλώσει, ώστε να έλθει στην Αθήνα και να ανοίξει στη Νέα Σμύρνη -στην περιοχή της πλατείας Σκατζουράκη- κρεοπωλείο, που φυσικά απευθυνόταν στους τοπικούς καταναλωτές. Ο Στράτος ανέλαβε το 1987. Ήταν μόλις 16 χρόνων και η απόφαση δεν ήταν προϊόν ωρίμου σκέψης, αλλά αιφνίδιου θανάτου. Έφηβος ακόμα, έπρεπε να διαχειριστεί την απώλεια του πατέρα του και την ευθύνη του να προσφέρει στη μητέρα του και την αδελφή του, αναλαμβάνοντας μια δουλειά που, όπως λέει, δεν ήθελε να κάνει “αλλά έμαθα να την αγαπώ. Ο πατέρας μου με έπαιρνε μαζί του από παιδί, για να μάθω τη δουλειά. Θυμάμαι πως του έλεγα “τι με θες; Αφού χασάπης δεν θα γίνω ποτέ”. Και τελικά, επιβεβαιώθηκε το “ποτέ μη λες ποτέ”.
Ο αείμνηστος Σταύρος, του απαντούσε “αγόρι μου, μάθε να δουλεύεις και όταν θα γίνεις πρόεδρος της Δημοκρατίας νομίζεις πως θα στενοχωρηθώ; Θα είμαι ο πρώτος που χειροκροτώ” και συνέχιζε να ξυπνά το αγόρι του, για δουλειά σε κάθε ευκαιρία, ώστε να τον βοηθά. “Τον βοηθούσα, μάθαινα τη δουλειά, πήγαινα τις παραγγελίες και με πλήρωνε. Σκέψου πως τότε ήμουν ο μόνος στην παρέα που είχα χρήματα και μου άρεσε. Το ότι έμαθα να δουλεύω έγινε το όπλο μου” για τη μάχη που ξεκίνησε όταν “έφυγε” ο πατέρας του.
“Δεν νομίζω ότι διαχειρίστηκα τότε τον πόνο της απώλειας, την ανάγκη να προσφέρω στη μητέρα μου και την αδελφή μου και συνάμα το γεγονός ότι ήμουν μόλις 16. Ήταν μια κατάσταση που για να σου πω την αλήθεια δεν ήξερα τι έκανα. Ο μόνος οδηγός που είχα ήταν όσα είχα μάθει από τα χρόνια που με έπαιρνε μαζί του ο μπαμπάς μου στη δουλειά. Αρχικά, το μόνο που σκεφτόμουν λοιπόν, πάνω στο χαμό και στην απώλεια ήταν πως “τώρα θα δουλεύω, θα ανοίγω το ταμείο και θα είναι δικά μου τα χρήματα”. Η πραγματικότητα ήταν άρδην διαφορετική, όπως διαπίστωσε πολύ σύντομα. Εκεί που σκεφτόταν το μέλλον του ως πιλότος ή ως μουσικός “άρχισε το πάρτι”. Και δεν εννοεί αυτά που κάνει, τα αυτοσχέδια, με τους υπαλλήλους των καταστημάτων του.
“Είπα “φίλε αυτό έχεις, τερμάτισε το”
“Ποιος θα πάει σε ένα παιδί, 16 χρόνων να ψωνίσει κρέας; Πέρασα πάρα πολύ δύσκολα. Και η δουλειά δεν μου άρεσε και οι πελάτες δεν έρχονταν”. Γιατί; “Διότι τους έλειπε ο πατέρας μου. Ήταν πολύ αγαπητός άνθρωπος και δεν ήθελαν να μπαίνουν στο μαγαζί και να βλέπουν εμένα. “Πονούσαν”. Κάποιοι πελάτες που προσπάθησαν να έλθουν, έφυγαν γιατί δεν ήμουν καλός. Υπήρχαν και αυτοί που εμφανίστηκαν για να εκμεταλλευτούν έναν 16χρονο. Βλέπεις, τότε πουλούσαμε κόκκαλο και μου έλεγαν πως ο πατέρας μου ζύγισε το κομμάτι, αφότου έβγαζε το κόκκαλο”.
Είχε κάποιον να τον βοηθήσει να μάθει, να σταθεί στα πόδια του; “Προσπαθούσα να βρω παλαιούς χασάπηδες, να τους προσλάβω ως υπαλλήλους να μου δείξουν. Ο ένας ήταν διαρκώς μεθυσμένος και την “έβγαζε” στο καφενείο που υπήρχε δίπλα στο μαγαζί, ο άλλος είχε τα δικά του. Εν τέλει, βρήκαν έναν που ήταν εξαιρετικός χασάπης, αλλά ήταν πολύ κακός άνθρωπος. Με έβριζε και με ξεφτίλιζε μπροστά στον κόσμο. Σκέψου πόσο κακός ήταν που έμαθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα όσα είχε να μου διδάξει, προκειμένου να τον διώξω, να μην τον έχω μπροστά μου. Ήταν βεβαίως, ο μόνος που μου έμαθε πράγματα” και κάπου εκεί κατάλαβε πως τελικά, αυτή τη δουλειά την αγαπά. “Να σου πω γιατί; Αρχικά είπα “φίλε, αυτό έχεις. Δεν έχεις κάτι άλλο. Τερμάτισε το, φτάσ’το όσο πιο ψηλά μπορείς”. Όταν έμπαινε κάποιος να ψωνίσει αισθανόμουν τιμή μου που έρχεται, γιατί ήξερα πως δεν ήμουν καλός χασάπης. Μέρα με τη μέρα, αναπτύξαμε μια επικοινωνία, μετά αποκτήσαμε σχέση και επειδή ήθελα να τους ξαναδώ… έγινα καλός χασάπης”! Άρχισε να τους ρωτά τι ήθελαν να τους φέρει, άρχισε να ενδιαφέρεται να βρίσκει καλύτερο κρέας, να κάνει πράγματα “που ακόμα δεν κάνουν οι κρεοπώλες. Αν τότε έμπαινες σε χασάπικο και έλεγες στον κρεοπώλη να σου κόψει το κρέας, μπορεί και να σε έβριζε (γελάει)”.
Τα 13 χρόνια του oneman show
Πώς προσδιορίζεται ο καλός κρεοπώλης; “Έχει πολλές παραμέτρους. Μπορεί να είσαι καλός ως υπάλληλος, γιατί κόβεις καλά το κρέας. Στη δική μου περίπτωση, έπρεπε να γίνω καλός επαγγελματίας. Δηλαδή, να μάθω να αγοράζω καλό κρέας, να το συντηρώ καλά, να το κόβω καλά, να το πουλάω, να εισπράττω, να έχω ισοζύγιο εσόδων-εξόδων”.
Πώς ήταν τότε οι ημέρες του; “Μπορεί να ξυπνούσα στη 1 τα ξημερώματα και πολλές φορές το πήγαινα σερί για 24 ώρες και υπήρχαν και περιπτώσεις που είχα ένα βράδυ να κοιμηθώ μέχρι τις 6 το πρωί. Την Κυριακή ας πούμε, που ήταν η ημέρα της τροφοδοσίας, πήγαινα στις 23.00 στην αγορά και μετά στο μαγαζί, για να παραλάβω, να κόψω, να τακτοποιήσω στις βιτρίνες ή στο ψυγείο, μετά να πουλήσω, να εισπράξω, να καθαρίσω λίπη και αίματα -και ήμουν και… άρρωστος γιατί μεγάλωσα σε σπίτι που έλαμπαν όλα. Για να μη στα πολυλογώ, μπορεί να τελείωνα 23.00″. Προσωπική ζωή είχε; “Όταν ήμουν νέος μπορεί να πήγαινα για ένα ποτό, να προλάβαινα να κοιμηθώ για καμια ώρα και την επομένη θυμάμαι, έλεγα “δεν το ξανακάνω αυτό”. Αλλά το έκανα, γιατί ήμουν μικρός. Το εγκατέλειψα, όταν με εγκατέλειψαν οι δυνάμεις μου. Ξέρεις, καμια φορά ακούω ανθρώπους να λένε πως θέλουν να ξαναγίνουν 18 και με πιάνει κρύος ιδρώτας, μόνο στη σκέψη (γελάει)”.
Αυτό το one man show διήρκεσε 13 χρόνια. Χρειάστηκε τα πρώτα έξι για να “στρώσει” τη δουλειά. Πέρασαν άλλα επτά χρόνια, ώστε να μπορέσει να πάρει υπάλληλο “Γεγονός που σήμαινε πως αν ήθελα να πάω στην τουαλέτα, έπρεπε να περιμένω να μπει ένας γνωστός πελάτης, που είχα το θάρρος να του πω να περιμένει ένα λεπτό. Όταν πεινούσα, έτρωγα από μια μπουκιά από το φαγητό που έπαιρνα μαζί μου, κάθε φορά που πήγαινα στο ψυγείο να πάρω κρέας”.
Το πλήρωμα του χρόνου
Και ξαφνικά “από το χάος, μια μέρα όλα “κούμπωσαν“. Ήταν σαν να ήμουν υπολογιστής που “μάζευε”, “μάζευε”, “μάζευε” στοιχεία και κάποια στιγμή το “πρόγραμμα” ήταν έτοιμο και “έτρεχε” μόνο του. Μολονότι στην αρχή δεν ήξερα και έτρωγα τη μια σφαλιάρα μετά την άλλη, ήμουν άνθρωπος που δεν φοβόταν τη δουλειά. Δεν άφηνα κάτι στην τύχη. Πάντα φρόντιζα να μαθαίνω από τις σφαλιάρες, αλλά δεν μπορούσα να “δέσω” τις γνώσεις. Αυτό ήταν λες και έγινε αυτόματα, μόνο του. Ξαφνικά, όλα άρχισαν να πηγαίνουν ρολόι από μόνα τους. Είχαν “στρώσει”. Κάποιοι το λένε αυτό “τύχη”. Εκείνος προτιμά να λέει ότι “είναι προϊόν της φροντίδας που δείχνεις στα πράγματα και κάποια στιγμή έρχεται το πλήρωμα του χρόνου”.
“Δεν πήγα στην Αμερική για τη μητέρα μου και την αδελφή μου. Τελικά πήγαν εκείνες”
Κατά τη διάρκεια της πρώτης -πολύ δύσκολης- εξαετίας, σκέφτηκε οσάκις να τα παρατήσει και να φύγει. Να πάει πού; “Μια θεία μου από την Αμερική είχε έρθει για διακοπές, είδε τι ταλαιπωρία περνάω, με έβλεπε κουρασμένο, ματωμένο, απελπισμένο -γιατί δεν πουλούσα- και μου πρότεινε να πάω μαζί της. Το επόμενο καλοκαίρι πήγα στην Αμερική, βρήκα έναν κρεοπώλη που έψαχνε υπάλληλο, πέρασα από “δοκιμαστικό” και μου είπε πως με θέλει. Τηλεφώνησα στη μητέρα μου, Μαρία και την αδελφή μου, Ελπίδα να τους πω να έλθουν κοντά μου, αλλά η αδελφή μου είχε ερωτευτεί κάποιον, ήθελε να τον παντρευτεί και δεν ήθελε να φύγει”.
Μοιραία μάζεψε τα μπογαλάκια του και επέστρεψε. Τουλάχιστον η σχέση της αδελφής του προχώρησε ή τζάμπα έκαψε η λάμπα; “Κάτσε να σου πω τι έγινε να γελάσεις: επέστρεψα για να μην τις αφήσω μόνες, η αδελφή μου παντρεύτηκε τον άνδρα που την κράτησε εδώ, έπειτα από δυο χρόνια χώρισαν, είχε πάει κάποιος στη θεία μου στις ΗΠΑ, είδε τη φωτογραφία της, είπε “τη θέλω”, μιλούσαν κανένα εξάμηνο, μετά συναντήθηκαν, παντρεύτηκαν και δυο χρόνια αργότερα που έμεινε έγκυος… πήρε και τη μάνα μου μαζί της”! Ναι, καλά κατάλαβες. Εκείνες πήγαν στην Αμερική και έμεινε μόνος ο Στράτος εδώ. “Είχα πάρει τις αποφάσεις μου”.
“Το παιδί που έχω μέσα μου, το τιμώ πάντα”
Οι ειδικοί εξηγούν πως η συναισθηματική ηλικία των ανθρώπων που έχουν βιώσει ένα σοκ (όπως είναι αυτό της απώλειας) μένει στον αριθμό που είχε προκύψει το συμβάν. Συμφωνεί; “Το παιδί έμεινε υποχρεωτικά μέσα μου, γιατί αναγκάστηκα να μεγαλώσω απότομα. Άλλαξαν απότομα οι ισορροπίες μου. Έμεινε λοιπόν, μέσα μου ως απωθημένο, το να είμαι παιδί. Το κουβαλάω ακόμα και σήμερα. Θεωρώ δεδομένο ότι πάντα θα κουβαλάω και θα τιμώ, το παιδί που έχω μέσα μου”.
Πώς προέκυψε το “ο χασάπης raver”
Δεν πάμε όμως, σιγά σιγά και στο πώς τα καταστήματα του δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα των μηχανημάτων ήχου που έχουν μεγάλα clubs; Όταν πρωτοανέλαβε “ήμουν ροκάς. Είχα ένα ραδιοφωνάκι μικρό στο μαγαζί, γιατί δεν μπορούσα να μην ακούω μουσική -ήταν πολλές οι ώρες, έμπαινα πρωί και έφευγα το άλλο πρωί. Όταν ένα παιδί δεν ζει την ηλικία του, προσπαθεί να κάνει ό,τι μπορεί μέσα από τη δουλειά του. Η μουσική ήταν ένας τρόπος μέσω του οποίου διατήρησα ή αν θες έζησα κάποια στοιχεία από την παιδικότητα μου, που αντιστοιχούσαν στην ηλικία μου”. Σιγά σιγά, πρόσθετε μηχανήματα για να είναι καλύτερος ο ήχος της μουσικής “και το μεγάλο “μακελειό” το έκανα το 2006, όταν φτιάξαμε το τρίτο κατά σειρά μαγαζί στη Νέα Σμύρνη (σ.σ. μετά τη Σκατζουράκη, δημιουργήθηκε ένα δίπλα στο υπάρχον, στην πλατεία Άνοιξης). Εκεί λοιπόν, δυο-τρεις ημέρες πριν ανοίξουμε είπα “δεν είμαι χαρούμενος, είμαι μόνο δουλειά και τίποτα άλλο” και αποφάσισα να παραγγείλω τα καλύτερα ηχεία, τους καλύτερους ενισχυτές, φωτορυθμικά, ρομποτικά, καπνογόνα…”.
Και άντε εκείνος τα παρήγγειλε. Όταν οι εταιρίες άκουγαν ως επιχείρηση αποστολής των μηχανημάτων “κρεοπωλείο” τι έκαναν; “Νόμισαν πως τους κάνω πλάκα! Αυτός όμως, ήταν ένας από τους λόγους που έκαναν την καλύτερη δουλειά, γιατί όλοι ήταν περίεργοι με το αποτέλεσμα. Το βράδυ που τα στήσαμε και άκουσα τι είχαμε φτιάξει, δεν κοιμήθηκα. Έλεγα “ωραία, το έκανα όπως ήθελα. Αντέχω με τους μισούς πελάτες;”. Θεωρούσα δεδομένο πως έτσι όπως το έχω κάνει, θα φύγουν οι μισοί εξ όσων έρχονταν. Κατέληξα στο ότι από το να χάσω τον εαυτό μου, ας έφευγαν πελάτες. Θα βρίσκαμε άλλους”.
“Η δουλειά δίνει τα πάντα στον άνδρα”
Η βεβαιότητα για τις νέες αφίξεις, προέκυπτε από το εξής δεδομένο: είχε διαπιστώσει ήδη πως όταν δουλεύεις σκληρά, ζεις. “Το μεγάλο μου όπλο σε όλη μου την πορεία έως τώρα ήταν και είναι πως δεν φοβάμαι τη δουλειά. Ποτέ δεν τη φοβήθηκα και για αυτό δεν αισθάνθηκα ποτέ ανασφάλεια. Ενδεχομένως, ένας λόγος παραπάνω είναι πως είμαι άνδρας. Στο μυαλό μου, η δουλειά δίνει στον άνδρα τα περισσότερα, την ανδρική υπόσταση, αυτοπεποίθηση, πίστη στον εαυτό του, δύναμη, αναγνώριση, αμοιβή” και η λίστα δεν τελειώνει. Μήπως θα ενδιαφερόταν να κάνει σεμινάρια σχετικά; “Το κακό είναι πως υπάρχουν άνθρωποι που δεν θέλουν να βοηθηθούν. Αν δεχθείς τη βοήθεια και φτάνεις προ του να αρχίσεις να αλλάζεις, πονάει πολύ, οπότε το αφήνεις”.
Η έκτη επέμβαση του άλλαξε τη ζωή
Την απόφαση για το κατάστημα της Βούλας την πήρε “για την πάρτη μου. Είχα κουραστεί πολύ στη Νέα Σμύρνη και ήθελα να κάνω ένα μαγαζί όπως μου αρέσει εμένα, χωρίς να με ενδιαφέρει αν θα μπει άνθρωπος. Αρκεί να γουστάρω εγώ που βρίσκομαι εδώ μέσα”. Πριν σου πει, να σου εξηγήσω ότι είχε ήδη περάσει 28 χρόνια στη δουλειά, είχε κάνει έξι επεμβάσεις στα χέρια του και μετά την τελευταία του είπαν πως για έξι μήνες δεν θα έπρεπε έστω να πλησιάσει στο μαγαζί.
“Αυτή ήταν μια στιγμή που όρισε την εξέλιξη μου. Πώς; Έως τότε πίστευα πως αν λείψω, όλα θα διαλυθούν. Αποδείχθηκε ότι εν τη απουσία μου λειτούργησαν όλα καλύτερα, γιατί έφυγε και το άγχος που δημιουργούσα στους συνεργάτες μου. Απελευθερώθηκαν και έκαναν θραύση. Ξέρεις τι είχε γίνει; Τους είχα κάνει σαν τα μούτρα μου (γελάει)”.
“Είχα σώσει την παρτίδα και ήθελα να κάνω το κομμάτι μου”
Κάπως έτσι, αποφάσισε να κάνει το “άνοιγμα” το οποίο του ζητούσαν χρόνια πελάτες του. Η πρώτη επιλογή ήταν “να βρω ένα χώρο, κοντά στο σπίτι μου. Μόλις είχα τελειώσει όλες τις δουλειές μου και ήθελα να κάνω κάτι για εμένα”. Δεν έκανε ακριβώς, μαγαζί. Έκανε κάτι που όμοιο του δεν θα βρεις πουθενά αλλού στον πλανήτη. Και αυτό δεν είναι υπερβολή. Είναι η πάσα αλήθεια. “Είχα σώσει την παρτίδα και ήθελα να κάνω το δικό μου κομμάτι. Έφτιαξα αυτό που παρέλαβα από τον πατέρα μου, με σύγχρονο τρόπο. Το παλαιό κρεοπωλείο, που δεν έχει βιτρίνες, που μπαίνει ο πελάτης παντού και υπάρχει interaction. Ήθελα να κουβεντιάσω ξανά με τον πελάτη”.
Από πού εμπνεύστηκε; Από πού πήρε ιδέες; “Από ταξίδια που πάντα έκανα και είχα ως προτεραιότητα τη δουλειά μου -που μου είχε γίνει μικρόβιο. Είχα δει και ανθρώπους που τους θυμόμουν από παιδί στην αγορά, έπαιρναν χρήματα, τα έβαζαν στην τσέπη τους, δεν ανανεώνονταν, δεν εξελίσσονταν και κάποια στιγμή κατέρρευσαν και είχα καταλάβει πως δεν πρέπει να εφησυχάσω ποτέ. Εγώ θέλω η δουλειά μου να υπάρχει πάντα και για αυτό “ρίχνω” χρήματα σε αυτή, προσπαθώ να εξελίσσομαι, ώστε να δείχνω στον πελάτη πως τον σέβομαι και να να συνεχίσει να έρχεται. Αλλιώς τι να σε κάνει;”.
Στη Βούλα γίνονται πράγματα
Στο χώρο της Βούλας, υπάρχει υπόγειο και σε αυτό κάποια -λίγα- τραπέζια. “Βάζουμε και στο ισόγειο τραπέζια, όταν κλείνει το μαγαζί. Και τα κούτσουρα και οι πάγκοι γίνονται τραπέζια”. Και ποιο είναι το concept; “Δεν είμαστε εστιατόριο και ούτε θέλουμε να γίνουμε. Τι κάναμε; Δώσαμε μια ευκαιρία σε πελάτες, αλλά και σε όσους δεν είναι πελάτες, να πάρουν το κρέας στην τιμή που το πουλάμε, στην τιμή που θα το έπαιρνε σπίτι του και να καθίσει να το φάει εδώ. Λόγω του value for money, γίνεται εδώ μακελειό. Μέχρι και τον Ιούνιο, είχαμε αναμονή 15 ημέρες. Ταΐζαμε 150 άτομα την ημέρα”.
Υπάρχουν και ετικέτες κρασιών “που τα φέρνουμε μόνοι μας, από όλον τον κόσμο. Πήραμε βέβαια, ειδικό άνθρωπο που έχει την ίδια τρέλα με εμάς. Πριν κάνουμε το εστιατόριο στο υπόγειο, κάναμε πάνω κάποια prive δείπνα για πελάτες που μας το ζητούσαν. Είχαμε “κολλήσει” με τον sommelier, με τον οποίον είχαμε την ίδια οπτική. Η πρόταση που κάνουμε στους πελάτες είναι συνολική. Θέλαμε φυσικά, να ‘χουμε και πολύ καλές τιμές, γιατί ξέρουμε την αγορά και το πού ζούμε”.
Μετά τη Μύκονο, η Νέα Υόρκη
Μετά τη Βούλα, ήλθε η πρόκληση της Μυκόνου. Πώς έφτασε η χάρη του εκεί; “Το ζητούσε το νησί. τα καλά μαγαζιά του νησιού από εμάς αγόραζαν κρέατα. Έγινε τόσο μεγάλη η δουλειά που δεν μπορούσαμε να εξυπηρετήσουμε από εδώ. Έτσι, φτιάξαμε το μαγαζί εκεί. Ένας άλλος λόγος ήταν πως έφταναν στο νησί άνθρωποι από όλον τον κόσμο, που δεν μπορούσαν να βρουν ό,τι έτρωγαν σπίτι τους. Τώρα τα βρίσκουν και είμαστε όλοι ευχαριστημένοι”. Από φέτος, αυτό το κατάστημα θα είναι ανοιχτό όλο το χρόνο. Μια στιγμή όμως, γιατί υπάρχει και άλλο project στα σκαριά: η Νέα Υόρκη. “Εκεί έχω καταλήξει πως θα κάνουμε το “άνοιγμα”. Υπάρχουν πελάτες, είναι όλα σχεδόν έτοιμα και ψάχνουμε το χώρο που θα απευθύνεται σε όλους τους κατοίκους αυτής της πολυπολιτισμικής πόλης. Στη Νέα Υόρκη αυτό που μετρά είναι να κάνεις καλά τη δουλειά σου”.
Η Ευρώπη δεν τον ενδιέφερε “γιατί είναι πολύ δυσκίνητη και πολύ πίσω. Τι εννοώ; Έχει αγκιστρώσεις και προβλήματα του παρελθόντος που δεν φαίνεται να μπορούν να λυθούν. Ο εγωισμός δεν αφήνει το κοινό καλό. Όλοι ενδιαφέρονται για ασκήσεις κυριαρχίας και αυτό αποτρέπει την ένωση, για το κοινό καλό. Αυτό δεν συμβαίνει στην Αμερική, όπου επίσης, οι αποφάσεις είναι γρήγορες. Πάνω από όλα, είναι “ανοιχτοί”. Αν κάνεις ένα μαγαζί σαν το δικό μου στη Γερμανία, ίσως μετρήσει που δεν είσαι Γερμανός. Γενικώς, υπάρχει καχυποψία για κάτι ξένο. Αυτό δεν συμβαίνει τόσο στο Λονδίνο, αλλά και εκεί πρέπει να προσαρμοστείς στα δικά τους δεδομένα -το οποίο δεν θέλω. Με ενδιαφέρει να κάνω τη δουλειά μου, ως ελεύθερος άνθρωπος. Είμαι έτοιμος και περιμένω τις κατάλληλες συνθήκες και το κατάλληλο μέρος”.
Έχε επίσης, υπ’ όψιν σου πως εξυπηρετεί και τα γιοτ “μέσω αποστολών που γίνονται με ελικόπτερα. Είναι μια υπηρεσία που έχουμε χρόνια. Εφόσον πληρώνουν οι άνθρωποι, γιατί να μη βρούμε μια λύση;”.
“Αυτά που βρίσκεις σε εμάς, δεν τα βρίσκεις πουθενά στον πλανήτη”
Στις προτεραιότητες του παρέμεινε το να παραμείνει ένα με τους πελάτες του “να μη νιώθουν πως μπαίνουν σε μικρόκοσμο. Το επόμενο βήμα της ανθρωπότητας είναι να κοιτάξουμε όλοι το κοινό μας καλό. Να είμαστε αλληλέγγυοι. Εκνευρίζομαι όταν βλέπω “ελληνικά κρέατα” και η ποιότητα είναι κατώτερη από άλλα, αλλά η τιμή μεγαλύτερη. Αν “τσιμπήσεις” δεν βοηθάς κανέναν, αφού δεν θα προσπαθήσει ποτέ ο κρεοπώλης να γίνει καλύτερος. Στο μαγαζί μου θέλω να υπάρχουν τα καλύτερα, απ’ όπου και αν είναι αυτά. Να ξέρει ο πελάτης πως μπορεί να βρει ό,τι θέλει, σε όποια τιμή θέλει. Και στο διάστημα να υπήρχαν κρέατα, θα έβρισκα τρόπο να τα φέρω”.
Συνεργάζεται με τις καλύτερες φάρμες από όλον τον κόσμο “και “φέραμε κρέατα που δεν είχαν ξαναέλθει στην Ελλάδα, κάναμε και περίεργες κοπές. Γενικά, αυτά που κάνουμε εδώ, δεν γίνονται πουθενά. Έχουμε το μεγαλύτερο selection σε όλον τον πλανήτη. Τόσα πολλά είδη δεν θα βρεις αλλού. Έρχονται ξένοι και μου λένε “δεν πιστεύουμε τι βλέπουμε”. Ξένοι, αυτή τη φορά όχι επισκέπτες, αλλά μόνιμοι -πλέον- κάτοικοι του έκαναν προτάσεις για το τι θα ήθελαν να φέρει. Και το έφερε.
Kobe, o βασιλιάς του κρέατος
Να υποθέσω πως τoν Κόμπε Μπράιαντ τον ξέρεις. Ενδεχομένως να γνωρίζεις ότι ο πατέρας του διάλεξε το εν λόγω όνομα, όντας σε έκσταση από τη δοκιμή ενός κομματιού μοσχαριού kobe. Μια στάση εδώ: το Kobe είναι η έκτη μεγαλύτερη πόλη της Ιαπωνίας (πρωτεύουσα της νομαρχίας Hyōgo, 30 χιλιόμετρα δυτικά της Osaka) και έχει πληθυσμό 1.5 εκατομμυρίων κατοίκων. Εκεί, εδώ και 1.100 χρόνια εκτρέφεται ο “βασιλιάς του κρέατος”. Ας αφήσουμε τώρα, τον ειδικό να μας εξηγήσει περί τίνος πρόκειται. Στράτο Δρακούλη, τι είναι το kobe;
“Υπάρχει ένα ελάχιστο που δίνει η φύση στα ζώα και μετά την υπεραξία τη δίνει η δουλειά και η τέχνη. Αυτό που κάνει τόσο ξεχωριστό το kobe, είναι η δουλειά. Στην Ιαπωνία λοιπόν, στη συγκεκριμένη περιοχή και από συγκεκριμένες οικογένειες γίνεται το εξής: παίρνουν τον καλύτερο πατέρα, την καλύτερη μάνα, προκύπτει το καλύτερο παιδί και σε αυτό γίνεται φυσική γενετική μετάλλαξη. Έχουν δώσει στο ζώο την καλύτερη διατροφή, την τέχνη και το μεράκι τους και το ‘χουν φτάσει σε εξωπραγματικά επίπεδα. Τι εννοώ: μιλάμε για ένα κρέας που έχει τις ιδιότητες και τα ωφέλημα στοιχεία του ψαριού, όλα τα καλά του κρέατος και κανένα κακό. Πάνω από ένα αιώνα, είναι οι ίδιοι εκτροφείς που ασχολούνται από την αρχή, στο ίδιο μέρος, με το ίδιο κοπάδι και εξελίσσουν συνεχώς αυτό που κάνουν.
“Ποιο είναι το μεγάλο μυστικό; Να ξέρεις πως όλα τα καλά, τα ακριβά ζώα επεισέρχονται αυτής της διαδικασίας. Δηλαδή, δεν φτάνει αυτό που δίνει η φύση. Βάζουμε και τέχνη. Μετά την τέχνη και το όσο καλύτερα τρέφεται το ζώο, το πιο σημαντικό είναι πως το ζώο γεννιέται, περνά την καλύτερη δυνατή ζωή και πεθαίνει χωρίς να καταλάβει τίποτα. Γιατί αν δεν προσέχεις αυτό το τέλος “διαλύεται το κρέας, ολοσχερώς. Δεν έχω σφάξει ποτέ ζώο και ούτε θα σφάξω. Πάντα απορούσα με όσους έβλεπαν ζώα να γεννιούνται, τα αγκάλιαζαν, τα φρόντιζαν και μετά τα σκότωναν. Ρωτούσα και μου έλεγαν “είναι η φυσική εξέλιξη, το έχουμε συνηθίσει”. Στην Ιαπωνία μου είπαν πως “ούτως ή άλλως, το ζώο θα πεθάνει κάποια στιγμή. Εμείς του προσφέρουμε την καλύτερη ζωή που θα μπορούσε να έχει, κοιμάται και… τέλος”.
Εν προκειμένω, δεν έχει την παραμικρή σημασία αν ξέρεις να μαγειρεύεις. “Ό,τι και αν κάνεις, όσο και αν προσπαθήσεις, αυτό το κρέας δεν μπορείς να το καταστρέψεις. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα: η σύζυγος μου, Όλγα δεν θα έλεγες πως είναι καλή μαγείρισσα. Μια μέρα μας είχαν φέρει ένα “ποντίκι”, που είναι δύσκολο να το μαγειρέψεις. Είχε γίνει λάθος, το έκοψα και το πήρα σπίτι. Μια μέρα λοιπόν, μου τηλεφώνησε η μεγάλη μου κόρη και μου είπε “δεν θα το πιστέψεις, αλλά η μαμά έχει φτιάξει ένα εκπληκτικό κοκκινιστό. Θα πάθεις πλάκα”!
Το κιλό κοστίζει από 100 ευρώ και φτάνει έως 700-800. “Έχει τεράστια δουλειά, τεράστιο κόστος. Όταν τελειώσουν αυτά τα ζώα με όσα τους δίνει η φύση, ξεκινά η διαδικασία που λέγεται “μεγάλωμα”, η διατροφή. Είναι η πιο κοστοβόρα διαδικασία, που καθορίζει πόσα χρήματα θες να ξοδέψεις και πού θες να το φτάσεις το ζώο. Κάθε μέρα μετράει και κοστίζει. Το “μεγάλωμα” του kobe διαρκεί πάνω από 400 ημέρες. Για όλο αυτό το διάστημα, είναι σαν να παίρνεις το ζώο και να το πηγαίνεις στο εστιατόριο, να το φροντίζεις, να το χαϊδεύεις, να το έχεις ήρεμο. Είναι σαν να έχεις ένα μωρό”.
Ενημερώνει πως “τα super κρέατα τα τρως στο γκριλ. Στην κατσαρόλα όλα είναι μια άλλη ιστορία και το αποτέλεσμα εξαρτάται από τις ικανότητες του σεφ. Το γκριλ δεν έχει “πρέπει”, πέραν του ότι πρέπει να μπει το κατάλληλο κρέας: να έχει ενδομυϊκό λίπος και αυτό συμβαίνει όταν η ράτσα του ζώου έχει αυτήν την προδιάθεση. Αν δεν υπάρχει αυτό το λίπος, καίγεται ο μυς και το κρέας είναι σκληρό και άνοστο. Το γκριλ είναι αλήθεια: ό,τι μπει εκεί πάνω, βγαίνει. Άντε να είσαι άσχετος και να το ψήσεις περισσότερο, αλλά να αλλάξεις τη γεύση δεν γίνεται”.
Όταν “έστησε” κομμάτι κρεοπωλείου στο Μονακό
Η τρέλα του είναι γνωστή και εκτός συνόρων. “Κάθε φορά που πάω κάπου στο εξωτερικό, νιώθω υπερήφανος για όσα έχω κάνει. Ενώ εδώ νιώθω πως δεν έχω καταφέρει τίποτα και πάω έξω και… ρίχνουν τείχη. Δεν πιστεύω το πώς με αντιμετωπίζουν. Πριν δυο χρόνια, μου ζήτησαν να “στήσω” ένα πολύ μικρό κομμάτι κρεοπωλείου στο Μονακό, για άνθρωπο που είναι εισαγωγέας των καλύτερων φαρμών. Είχαν ψάξει τη δουλειά μου, το ποιος είμαι και με κάλεσαν. Ήταν εκεί οι κορυφαίοι παραγωγοί, η ελίτ των χασάπηδων από όλον τον κόσμο και με χειροκροτούσαν. Είναι πια όλοι φίλοι μου, επικοινωνούμε, ανταλλάσσουμε πληροφορίες. Είναι κάτι το τρομερό”.
Άντε και πηγαίνει έξω να φάει. Πόσες φορές του αρέσει αυτό που γεύεται (σε μη συνεργάτες του), τόσο ώστε να ξαναγυρίσει; “Συνήθως όταν βγαίνω έξω για φαγητό, αποφεύγω το κρέας. Προτιμώ το ψάρι που δεν έχω πολλές ευκαιρίες να το φάω, αλλά και γιατί δεν συγκινούμαι από το κρέας. Τους καταλαβαίνω όμως, τους ανθρώπους. Δεν μπορούν να πάρουν πολύ καλά κρέατα, γιατί για να γίνει αυτό θα πρέπει να το πουλήσει τρεις φορές πάνω από ό,τι το αγόρασε. Το εστιατόριο για να βγάλει τα έξοδα του, αυτό κάνει: πουλά τουλάχιστον τρεις φορές πάνω. Εδώ στην Ελλάδα, μόνο στη Μύκονο υπάρχουν μαγαζιά που μπορούν να πάρουν ακριβά κρέατα, αλλά και εκεί ακόμα δεν μπορούν να το “τερματίσουν”. Η αλήθεια είναι πως έχω ζήσει πολλές κακές στιγμές, σε μαγαζιά. Το εστιατόριο κατά τη γνώμη μου, είναι κάτι που ή το κάνεις καλά και ζητάς αυτό που θες να πληρωθείς, για να το κάνεις ή δεν το κάνεις καθόλου. Το να προσκαλείς κόσμο να φάει σε εσένα, είναι τεράστια ευθύνη”.
“Είμαι ευλογημένος που βρήκα τους κατάλληλους συνεργάτες”
Πλέον δεν δουλεύει από το πρωί έως το βράδυ “γιατί με εγκατέλειψε η σωματική μου δύναμη. Μέχρι πριν 3 χρόνια, αυτή χρησιμοποιούσα για ό,τι έκανα. Μετά χρησιμοποίησα τις γνώσεις, τις εμπειρίες, έφτιαξα το μαγαζί στη Βούλα και αναγκάστηκα από το μεγάλωμα της δουλειάς να ασχοληθώ με πιο περιφερειακά πράγματα, από το να κάνω ό,τι έκανα. Πλέον κατευθύνω ανθρώπους να κάνουν ό,τι έκανα από μικρός. Έχω πολλά χρόνια τους ίδιους συνεργάτες και τους εμπιστεύομαι. Δεν αλλάζω ανθρώπους και ναι, νιώθω ευλογημένος που βρήκα κάποιους να με ακολουθήσουν. Δεν θα μπορούσα να κάνω χωρίς αυτούς”.
Οι κόρες του, Ελισάβετ και Όλγα δεν ξέρει αν θα ασχοληθούν με τα μαγαζιά και δεν είναι κάτι που τον ενδιαφέρει. Όπως λέει, δεν θα τις πιέσει. Η μια σπουδάζει γενετική και η άλλη politics. “Είναι ελεύθεροι άνθρωποι. Θέλω να κάνουν τα δικά τους. Ας τελειώσουν, ας κάνουν τη δουλειά τους να δουν αν τους αρέσει. Τώρα, αν “σπάσουν” τα μούτρα τους και θέλουν να ασχοληθούν, εδώ είμαστε. Αλλιώς είμαι 47. Δεν έχω άλλα 20 χρόνια; (γελάει)”.
Το ενδεχόμενο της ξεκούρασης το έχει σκεφτεί; “Η ξεκούραση μου είναι η δουλειά μου. Αυτό μου αρέσει να κάνω. Όλα τα όμορφα πράγματα στη ζωή μου ήλθαν από τη δουλειά μου. Είναι δυνατόν να περάσω καλά, χωρίς να έχω να κάνω κάτι; Νιώθω άχρηστος αν δεν κάνω κάτι. Διακοπές κάνω, αλλά δεν θέλω να είμαι 20 ημέρες κάπου, χωρίς να κάνω το παραμικρό. Αν δεν υπάρχει δουλειά στην άκρη, δεν είμαι καλά”.
“Οι ζωή μας είναι γεμάτες εκπλήξεις. Στο χέρι μας είναι πώς θα τις διαχειριστούμε”
Το τηλέφωνο θα ήθελε να μπορεί να το κλείσει μια μέρα “αλλά είναι μέρος της δουλειάς”. Μια μέρα την αντέχει χωρίς δουλειά “και δυο και τρεις και πέντε. Μετά όμως, θα αρχίσει να λέω “κάτι συμβαίνει”.
Αφού ολοκληρώσαμε το ταξίδι του, τον ρώτησα πώς νιώθει. “Προσπαθώ λίγο να μην τρέχω, γιατί μου δίνονται πολλές ευκαιρίες. Θέλω πια να απολαύσω. Αν κάτι δεν με καλύπτει απόλυτα, δεν θα το κάνω. Η προτεραιότητα είναι να αισθάνομαι εγώ καλά. Αν βρω κάτι που γουστάρω, το κάνω“. Με τις μουσικές συνεχίζει να ασχολείται (“δεν μπορώ να ζήσω χωρίς μουσική. Είναι το ναρκωτικό μου. Τώρα που μεγαλώνω μου αρέσουν λίγο πιο χαμηλά beats”), ενώ το χόμπι του είναι η γυμναστική. “
Κάποια στιγμή θέλω να κάνω ένα pause και να πω “τι ωραία που είναι εδώ”. Θα το κάνω μόνο αν το αισθάνομαι και μου αρέσει”. Άρα το “πρέπει” των 16 χρόνων έγινε ζωή. Για την ακρίβεια, όμορφη ζωή. “Εκπλήξεις προκύπτουν στο διάβα της ζωής όλων. Είναι στο χέρι μας να τις κάνουμε καλές ή κακές. Να σου πω κάτι; Η ζωή μας είναι γεμάτη εκπλήξεις και για αυτό είναι όμορφη. Αλλά εμείς αποφασίζουμε τι θα κάνουμε με αυτές, πώς θα τις διαχειριστούμε. Αν δεν κοιτάξεις τον εαυτό σου, δεν θα σου χτυπήσει ποτέ κανείς την πόρτα να σε σώσει. Ο δρόμος που θα τραβήξεις εξαρτάται αποκλειστικά από εσένα. Κάποτε ρώτησαν τον Πλάτωνα οι μαθητές του “υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος για την επιτυχία;”. Απάντησε “όχι, αλλά υπάρχει για την αποτυχία: να μην κάνεις τίποτα“. Ο Στράτος πήρε τον άλλον δρόμο και μπορεί να αισθάνεται δικαιωμένος.
Drakoulis Meat
N. Σμύρνη – Αγίας Σοφίας 90
Βούλα– Βασιλέως Παύλου 103
Φωτογραφίες: Τόνια Φάντη