Η Καλλιστώ μιλά για τον πατέρα της, Αντώνη Βαρδή
Εννέα χρόνια μετά τον θάνατο του Αντώνη Βαρδή (που συμπληρώνονται σήμερα) και δύο μέρες πριν από τη μεγάλη συναυλία προς τιμήν του (στις 4 Σεπτεμβρίου, στο Παναθηναϊκό Στάδιο), θυμόμαστε το έργο και την πορεία του μέσα από δικά του λόγια, ενώ μιλάμε με την κόρη του, Καλλιστώ, για τον τραγουδοποιό που έφυγε νωρίς, μας άφησε όμως παρακαταθήκη μερικά από τα πιο πολυτραγουδισμένα κομμάτια της ελληνικής δισκογραφίας.
- 02/09/2023
- Κείμενο: Γεωργία Περιμένη
- Φωτογραφίες: Κατερίνα Καπετάνη
Παρότι την ακολουθεί αυτό το επίθετο που όλοι, ανεξάρτητα από τα μουσικά μας ακούσματα, αναγνωρίζουμε χωρίς δεύτερη σκέψη, η Καλλιστώ Βαρδή δεν ασχολήθηκε ποτέ με τη μουσική. Ως σπουδαίο όνομα της ελληνικής μουσικής σκηνής (αλλά για εκείνη, όπως λέει, απλά ο μπαμπάς της), ο Αντώνης Βαρδής είχε προσπαθήσει επανειλημμένα να την μυήσει στον δικό του κόσμο, χωρίς επιτυχία. Η ίδια ούτε να ακούσει δεν ήθελε για τραγούδι, μουσικά όργανα, θεωρία της μουσικής, παρότι τα αγαπημένα της πρόσωπα, ο μπαμπάς και ο αδερφός της, Γιάννης, έγραψαν ο καθένας τη δική του ιστορία στον χώρο.
Τη συναντήσαμε λίγες μέρες πριν από τη μεγάλη συναυλία που διοργανώνεται προς τιμήν του Αντώνη Βαρδή στο Παναθηναϊκό Στάδιο με τη συμμετοχή πολλών καλλιτεχνών και μιλήσαμε μαζί της για εκείνον.
«Μεγάλωσα μέχρι τα 13 μου στη Βούλα και αργότερα την Παιανία, στο πατρικό του μπαμπά μου, ωστόσο μέχρι την ενηλικίωση, επειδή οι γονείς μου ήταν χωρισμένοι, και μετακόμισα με τη μητέρα μου στην Αμερική, έβλεπα τον πατέρα μου περισσότερο στις γιορτές και τα Σαββατοκύριακα. Τις περισσότερες ώρες βρισκόμασταν είτε μέσα σε κάποιο στούντιο, όπου ηχογραφούσε, είτε σε κάποια μουσική σκηνή, όταν έκανε πρόβες. Μέναμε εκεί ώρες, και εγώ και ο αδερφός μου και τον ‘χαζεύαμε’».
«Δεν ήμασταν σε θέση τότε να καταλάβουμε πόσο σημαντικός ήταν στον χώρο της μουσικής. Φυσικά και τον θαυμάζαμε, όμως για εμάς ήταν απλά ο μπαμπάς μας και όταν τον βλέπαμε στη σκηνή, τον βλέπαμε απλά στη δουλειά του. Η αναγνωρισιμότητα και το γεγονός ότι ο κόσμος μπορεί να τον χαιρετούσε στον δρόμο ήταν κάτι που, ως παιδί, εκλάμβανα ως κάτι συνηθισμένο, ως μέρος της δουλειάς του».
«Ο πατέρας μου ήθελε πάρα πολύ να ασχοληθώ με το τραγούδι. Μου έλεγε μάλιστα πόσο του άρεσε η φωνή μου. Οι προσπάθειές του ωστόσο δεν απέδωσαν. Εγώ είχα πάθος με το διάβασμα και μελετούσα συνεχώς Ψυχολογία, η οποία αποτέλεσε στη συνέχεια και το αντικείμενο των σπουδών μου».
«Επιστρέφοντας από την Αμερική στην Ελλάδα και, ενήλικη πια, είχα την ευκαιρία να γνωρίσω ακόμη καλύτερα τον πατέρα μου, να περάσω περισσότερο χρόνο μαζί του και να συνειδητοποιήσω το εύρος του ταλέντου και της καλλιτεχνικής αξίας του. Τότε κατάλαβα τον σεβασμό που ενέπνεε στον κόσμο και τον λόγο για τον οποίο αυτός υπήρχε».
«Αυτό που μου λείπει περισσότερο από τον πατέρα μου είναι οι συμβουλές του και όλα αυτά που μου έλεγε πως μπορώ να καταφέρω στη ζωή μου. Το γεγονός ότι με ενθάρρυνε να είναι πάντα ο εαυτός μου, να κυνηγάω αυτό που θέλω και να είμαι πάντα δυνατή, ό,τι κι αν συμβεί».
Ο αυτοδίδακτος Αντώνης Βαρδής, που συνεργάστηκε ακόμα και με τον Καζαντζίδη
Γεννημένος στο Μοσχάτο το 1948, ο Αντώνης Βαρδής ξεκίνησε την πορεία του στη μουσική ως αυτοδίδακτος κιθαρίστας. Δεν σπούδασε ποτέ του μουσική, όμως το 1965, σε ηλικία 17 μόλις χρόνων, δημιούργησε μαζί με μια παρέα φίλων το συγκρότημα «Vikings». Ο ίδιος συνέθεσε τη μεγαλύτερη ίσως επιτυχία τους, την αγγλόφωνη μπαλάντα Catherine, την οποία υπέγραψε ως Toni Vardis.
Οι Vikings διαλύθηκαν το 1970, ωστόσο την ίδια περίπου περίοδο, κι ενώ ο Αντώνης Βαρδής υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία, ξεκίνησε να εργάζεται ως μουσικός. «Η αρχή έγινε με το Δήμο Μούτση το 1970, όταν ακόμα υπηρετούσα στο ναυτικό, στου Παλάσκα. Ήταν η εποχή που όταν έβλεπες κάποιον άγνωστο στο δρόμο, του έλεγες “Σε παρακαλώ μήπως έχεις κανένα τσιγάρο να μου δώσεις;” Ήμουν πολύ άσχημα οικονομικά και πήγα ν’ ακούσω ένα φίλο μου, τον μπασίστα Νίκο Μητσόπουλο (που έπαιζε μπάσο και στους Vikings ) στις πρόβες που έκανε με το Μούτση, το Μητσιά και τη Γαλάνη. Εκεί κάνανε ακρόαση σε κιθαρίστες. Είχα κάτσει 5-6 ώρες στην πρόβα και περάσανε 20 κιθαρίστες. Είχαν μια παρτιτούρα μπροστά τους, παίζανε και τους έλεγε ο Μούτσης πως θα τους ειδοποιήσει. Εν τω μεταξύ εμένα μου φαινόταν πάρα πολύ εύκολο το τραγούδι που παίζανε κι ακούγοντας, το ‘χα βγάλει, το ‘χα περάσει μέσα μου. Λέει λοιπόν ο Μούτσης, ενώ ήταν να κάνουν σε τρεις μέρες εγκαίνια, γιατί ήταν και “τρελός”: “Παιδιά δεν θα κάνουμε εγκαίνια, δεν μπορώ να βρω κιθαρίστα….” Και λέει ο φίλος μου: “Ο Αντώνης παίζει κιθάρα κι είναι καλός, μήπως θέλετε να τον ακούσετε;”. (…) Ήμουνα πολύ πιο λαϊκός απ ’τον Μούτση εκείνη την εποχή. Οπότε λοιπόν λέει ο Μητσιάς “ρε συ Δήμο, πριν φύγουμε ας δοκιμάσουμε κι αυτό το παιδί”. “Πριν με δοκιμάσετε υπάρχει ένα πρόβλημα, εγώ υπηρετώ και δεν μπορώ να βγαίνω κάθε μέρα έξω” τους είπα. Τότε παίζανε έξι φορές τη βδομάδα. “Παίξε και αν είσαι καλός, αυτό είναι το λιγότερο, θα τα βρούμε αυτά” απάντησε ο Μούτσης. (….) Και με κάποια μέσα που είχαν, μου πήραν καθημερινή άδεια, κάναμε προβίτσες, μου δώσανε 360 δραχμές μεροκάματο, παίζαμε έξι φορές τη βδομάδα και αισθάνθηκα για πρώτη φορά στη ζωή μου, στα 22 μου, ότι είμαι πλούσιος» έλεγε ο ίδιος σε μια από τις πιο ωραίες συνεντεύξεις του, στο ogdoo.gr, το 2011.
Ως κιθαρίστας, εμφανίστηκε δίπλα σε σημαντικούς συνθέτες και τραγουδιστές. Από τον Χρήστο Νικολόπουλο, τον Δήμο Μούτση και τον Γιάννη Σπανό, μέχρι τον Μάνο Λοΐζο, τον Νίκο Ξυλούρη, τη Μαρίζα Κωχ και τη Μαρία Δημητριάδη.
Παράλληλα, άρχισε να γράφει τα δικά του τραγούδια. Η πρώτη διάκριση ήρθε το 1973, σε έναν μουσικό διαγωνισμό, με το τραγούδι «Πόσο πολύ σ’ αγάπησα» σε στίχους Κώστα Νεστορίδη, το οποίο ερμήνευσε ο Γιώργος Νταλάρας αποσπώντας το δεύτερο βραβείο. Το τραγούδι κυκλοφόρησε τότε στον δίσκο «Νιάτα». Στη συνέχεια, έγραψε κάποια τραγούδια για τη Χαρούλα Αλεξίου, την Άννα Βίσση και τη Λιζέτα Νικολάου, μέχρι που το 1976 κυκλοφόρησε τον πρώτο του προσωπικό δίσκο με τη Lyra, με τίτλο «Οραματίζομαι» και τραγούδια (σε στίχους Γιάννη Αθανασιάδη) που ερμήνευσε επίσης ο ίδιος.
Ο δίσκος δεν πήγε καλά. «Στενοχωρήθηκα πάρα πολύ και για δύο χρόνια δεν έγραφα τίποτα, γιατί δεν ήξερα τι φταίει, που είμαι νέος, φταίει η φωνή μου που τα τραγούδησα; Φταίει ο στίχος; Φταίει η μουσική;» δήλωνε αργότερα.
Το 1978 ήταν πάντως η χρονιά που ξεκίνησε η σταθερά ανοδική του πορεία και, τελικά η καθιέρωσή του, ως ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής -έντεχνης, ποπ αλλά και λαϊκής- μουσικής σκηνής.
«Μου άρεσε να κάνω δύσκολα πράγματα. Όταν συνειδητοποίησα όμως ότι, για να μπω στον χώρο, πρέπει να κάνω πιο απλά πράγματα, ξεκίνησα με ό,τι πιο απλό μπορούσα να κάνω, με ένα τραγούδι που το τραγούδησε ο Γιάννης ο Πουλόπουλος, το “Θέλω να μ΄ αγαπάς όπως τον ήλιο”, το οποίο εγώ στην αρχή το άκουγα και έλεγα “είναι πολύ εύκολο…” αλλά τελικά έγινε μεγάλη επιτυχία. Κάνω μετά το “Μ΄ αγαπούσες θυμάμαι μια φορά” με τη Γαλάνη, έκανα με τον Νταλάρα το “Κάτω απ” την κληματαριά”, ένα τραγούδι που ακούστηκε λίγο, έκανα το “Αχ αγάπη μακάρι να ΄σουνα δική μου” με τον Πάριο, έκανα 7 τραγούδια με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου “Φεύγουν καράβια στο γιαλό” μ΄ έναν στιχουργό από τη Στυλίδα, τον Πάνο το Φαλάρα. (…) Ακούστηκαν λίγο αυτά τα τραγούδια και έτσι με 4-5 τραγουδιστές σε μια χρονιά μπήκα μες στον χώρο. Δεν επαναπαύτηκα, συνέχισα να γράφω ακόμα καλύτερα τραγούδια και έτσι λοιπόν συνειδητοποίησα σιγά σιγά ότι τουλάχιστον με ξέρουν οι καλλιτέχνες» εξομολογούνταν στην τελευταία του συνέντευξη, στην εφημερίδα «Έθνος» το 2012.
Τελικά, ο Γιάννης Βαρδής, στη σχεδόν 40ετή μουσική διαδρομή του, συνεργάστηκε ως συνθέτης με δεκάδες καλλιτέχνες, υπογράφοντας περίπου 700 δισκογραφημένα κομμάτια. Οι πιο μεγάλοι σταθμοί σε αυτήν την πορεία, ήταν, σύμφωνα με τον ίδιο, όταν τραγούδησε ο Μανώλης Αγγελόπουλος το «Τη βαρέθηκε η ψυχή μου», ένα τραγούδι που του το ζήτησε ο ίδιος, και η συνεργασία του με τον Καζαντζίδη στο τραγούδι «Στην Ελλάς του 2000». Ο θρύλος του λαϊκού τραγουδιού (και πρότυπο του Αντώνη Βαρδή) είχε μάλιστα μιλήσει προηγουμένως και σε μια τηλεοπτική εκπομπή με πολύ καλά λόγια για τον νεαρό τότε συνθέτη.
Όπως θυμόταν ο Αντώνης Βαρδής στη συνέντευξή του στο ogdoo.gr το 2011: «Κάποια στιγμή ήρθανε από το ΣΚΑΙ και μου είπανε “Κάνουμε ένα αφιέρωμα στον Καζαντζίδη και στο μέρος που έχει μιλήσει, ο κύριος Καζαντζίδης έχει αναφέρει ότι σε θεωρεί έναν απ ’τους καλύτερους συνθέτες και ένα σπουδαίο λαϊκό τραγουδιστή”. Όταν το άκουσα αυτό έπαθα πλάκα. Εκείνη την εποχή ο συγχωρεμένος ο Μπονάτσος έκανε πλάκες κι επειδή ήρθαν δυο άγνωστα παιδιά και μου ‘πανε ότι έτσι κι έτσι είπε ο Καζαντζίδης, να πεις κι εσύ κάτι για κείνον, σκέφτηκα “Μπονάτσος είναι αυτό. Ο Καζαντζίδης εμένα, από πού κι ως πού;” Τους είπα λοιπόν ότι θα τους απαντούσα αύριο, πήρα την εταιρεία μου τηλέφωνο και τους ανέθεσα να μάθουν αν ήταν αλήθεια. “Όντως κάνουν αφιέρωμα και μάθαμε από κάτι δικούς μας μέσα, ότι έχει μιλήσει για σένα με καλά λόγια”. Τους είπα εντάξει, ήρθανε σπίτι και του αφιέρωσα το “Πάρε τα χνάρια μου”». Στη συνέχεια, «πήρε το θάρρος», όπως ο ίδιος έλεγε, και έγραψε την «Ελλάς του 2000», ζητώντας από τον Καζαντζίδη να το τραγουδήσει μαζί με τους αδερφούς Κατσιμίχα.
Όσο για αυτό που τον έκανε να γράφει τραγούδια: Ήταν σχεδόν πάντα οι σκοτούρες, οι λύπες και οι πιο σκοτεινές στιγμές του. «Πιο πολύ τα προβλήματα με κάνουν και παίρνω την κιθάρα και γράφω ένα τραγούδι. Και πολλές φορές όταν είμαι πολύ καλά και ευτυχισμένος, εκείνο τον καιρό δεν γράφω καθόλου τραγούδια. Γι΄ αυτό και είναι γνωστό αυτό, ότι αν έχω γράψει 600-700 τραγούδια, είναι ζήτημα με χαρούμενο στίχο να έχω γράψει 20» έλεγε στο Έθνος το 2012.
Η συναυλία για τον Αντώνη Βαρδή στο Παναθηναϊκό Στάδιο στις 4/9/23
Στις 4 Σεπτεμβρίου, 9 χρόνια (και δύο μέρες) μετά τον θάνατο του Αντώνη Βαρδή, συνεργάτες, φίλοι, γνωστοί, μα πάνω απ’ όλα η οικογένειά του, τιμούν την πλούσια μουσική παρακαταθήκη που άφησε πίσω του ο Αντώνης Βαρδής, με μια μεγάλη συναυλία στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Εκεί θα βρεθούν καλλιτέχνες στους οποίους χάρισε τα τραγούδια του και συγκεκριμένα οι Στάθης Αγγελόπουλος, Μελίνα Ασλανίδου, Γιάννης Βαρδής, Γλυκερία, Σταμάτης Γονίδης, Πέγκυ Ζήνα, Χρήστος Νικολόπουλος, Πίτσα Παπαδοπούλου, Αντώνης Ρέμος, Χάρις Αλεξίου και Γιώργος Νταλάρας. Πρόκειται για μια συναυλία φιλανθρωπικού χαρακτήρα, από το «Όλοι Μαζί Μπορούμε».
«Ήταν κάτι που θέλαμε πολλά χρόνια να κάνουμε, όμως το πρώτο διάστημα μετά τον θάνατο του πατέρα μας ήμασταν πολύ φορτισμένοι συναισθηματικά και δεν μπορέσαμε. Ύστερα ήρθε ο κορονοϊός που μας σταμάτησε, όμως τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή. Ήταν ένα όνειρο ζωής και για εκείνον, ένα εγχείρημα το οποίο είχε μάλιστα προσπαθήσει, όμως λόγω συγκυριών δεν κατάφερε. Τώρα εμείς συγκεντρώσαμε τους φίλους του, καλλιτέχνες στους οποίους έχει δώσει τραγούδια του και θα κάνουμε το όνειρό του πραγματικότητα», εξηγεί η Καλλιστώ και μας καλεί να δώσουμε το «παρών» στον ιστορικό χώρο του Παναθηναϊκού Σταδίου την ερχόμενη Δευτέρα.