Μια νύχτα στο καμαρίνι του Διονύση Σχοινά
Ο Διονύσης Σχοινάς επέστρεψε. Δεν εννοώ στις επιτυχίες, γιατί αυτό συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια, αλλά στις μεγάλες πίστες (βλέπε Akanthus Stage). Aυτή τη φορά, όμως, το έκανε με τους δικούς του όρους.
- 15/12/2018
- Κείμενο: Δημήτρης Κουπριτζιώτης
Φωτογραφίες: Κατερίνα Αυγερίνου
Λίγο πριν μπω στο καμαρίνι του Akanthus Stage σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ ποιο ήταν το πρώτο τραγούδι του που άκουσα και έγινε επιτυχία. Ανατρέχω αρκετά παλιά, στις αρχές της δεκαετίας του 90’. Πριν προλάβω, όμως, να βρω τη λύση στο γρίφο, ανοίγει η πόρτα, βγαίνει ο Διονύσης Σχοινάς και με προσκαλεί μέσα. Χαμογελαστός, ανοιχτός και με έντονη θετική ενέργεια. Όπως αυτή που βγάζει και πάνω στην σκηνή του Akanthus Stage (πρώην Vox) στην Ιερά Οδό.
Ακόμα με έτρωγε το quiz που είχα βάλει στον εαυτό μου αλλά, ευτυχώς, μου το απάντησε ο Διονυσης όταν άρχισε να μου μιλάει για την μακρόχρονη καριέρα του:
“Ξεκίνησα να τραγουδάω στα 14 1/2 σε μία ταβέρνα δίπλα από το σπίτι μου. Εκεί έλεγα μόνο λαϊκά, αλλά από μικρός πέθαινα γενικότερα να τραγουδάω. Στην 1η λυκείου έμεινα. Οπότε είπα στον πατέρα μου ‘Σε παρακαλώ, μην με πιέσεις να συνεχίσω στο σχολείο. Ξέρω πολύ καλά τι θέλω να κάνω. Θέλω να συνεχίσω τις σπουδές μου στο ωδείο και να ασχοληθώ με την μουσική’. Με άφησε να το κάνω. Αυτό είναι κάτι που του το χρωστάω”
Δεν ξέρω αν το κατάλαβες, αλλά μιλάμε για έναν άνθρωπο που γεννήθηκε για να τραγουδάει. Και ο οποίος πέρασε πολλά μέχρι να φτάσει στο σημείο που ονειρευόταν.
”Στα 24 μου έκανα τον πρώτο μου δίσκο ο οποίος λεγόταν ‘Πρώτη Αγάπη’. Μέχρι τότε είχα προσπαθήσει δύο φορές να πάω στην Sony. Πρώτα με πήγε η Άντζελα Δημητρίου και τραγούδησα το ‘Δεν είμαι τρομοκράτης’, αλλά μετά έμεινα στο συρτάρι για πέντε χρόνια. Όταν ξαναδούλεψα στο Posidonio με την Καίτη Γαρμπή, τον Λάμπη Λιβιεράτο και τον Βασίλη Καρρά, ήταν η Καίτη που πήγε στην Sony τον δίσκο που είχα κάνει παραγωγή μόνος μου και έτσι κυκλοφόρησε για πρώτη φορά”
Επιτέλους, τώρα θυμήθηκα ποιο ήταν το πρώτο τραγούδι του που θυμάμαι. Το ‘Ποτέ’ σε μουσική και στίχους από τον Φοίβο, από τον πρώτο του δίσκο, πίσω στο 1994. Όσον αφορά την πρώτη του γνωριμία με την μετέπειτα σύζυγο και μητέρα του γιου του, Καίτη Γαρμπή, ο Διονύσης επισημαίνει ότι ήταν τόσο καρμική όσο θα περίμενες.
“Στο Posidonio γνώρισα την Καίτη την οποία τότε δεν την γούσταρα. Αλήθεια, πριν την γνωρίσω, δεν μου άρεσε. Όταν όμως την είδα για πρώτη φορά, γύρισα και είπα στον Λάμπη ‘Αυτή είναι η Γαρμπή; Ε, θα την παντρευτώ εγώ αυτήν μια μέρα’. Και έτσι έγινε, μερικά χρόνια αργότερα. Από το 1994 μέχρι το 2000 έκανα εμφανίσεις στα μεγαλύτερα μαγαζιά. Μετά όμως, με τα ριάλιτι, μπήκαμε όλοι στο ίδιο τσουβάλι. Εγώ, ευτυχώς, κατάφερα και δεν κάηκα. Δεν πήγα ποτέ σε μαγαζιά που δεν ήθελα να πάω”
Ο Διονύσης Σχοινάς είχε όντως μια εξαιρετική πορεία την δεκαετία του 90, αλλά επέλεξε να αποσυρθεί για κάποια χρόνια για να αφοσιωθεί στην οικογένεια του.
“Παντρευτήκαμε το 1997 και το 1999 γεννήθηκε ο μικρός. Η Καίτη ήταν τότε σε μεγαλύτερο βεληνεκές από εμένα, οπότε αποφάσισα να κάτσω σπίτι με την οικογένειά μου. Ήταν η καλύτερη περίοδος της ζωής μου. Δεν θέλαμε, βλέπεις, να μεγαλώσει το παιδί με μία άλλη γυναίκα και έτσι έκατσα εγώ με τον μικρό. Δεν το μετάνιωσα ποτέ. Η σχέση μου με τον γιό μου είναι καταπληκτική. Έχω χάσει και τον αδελφό μου, οπότε πήρε την θέση του στην ζωή μου πλήρως. Το “Δεν μεγαλώνω” που τραγουδήσαμε μαζί, ήταν ιδέα του Γιώργου Αλκαίου και ήταν καταπληκτική έμπνευση. Ο μικρός ήταν 6,5 χρονών τότε και το είδε σαν παιχνίδι. Ίσως αυτό φταίει για ότι σήμερα έχει λύσσα με την μουσική”
Τον ρωτάω, όπως είναι σχεδόν αυτονόητο να πράξω, αν θέλει πραγματικά ο γιος του να ακολουθήσει τα χνάρια του. Με εκείνον να μου διευκρινίζει πως “Εγώ θα ήθελα να ακολουθήσει ότι γουστάρει στην ζωή του. Η μουσική είναι ωραίο πράγμα, αλλά με νοιάζει να κάνει αυτό που γουστάρει”.
Αυτό φαίνεται να κάνει και ο Διονύσης Σχοινάς σήμερα. Απολαμβάνει την κάθε του στιγμή στη σκηνή και διασκεδάζει και εκείνος μαζί με τον κόσμο. Κάτι που κάνει συνειδητά από το 2008 και μετά, όταν επέστρεψε για καλά κάτω από τα φώτα των προβολέων, με ενδιάμεση στάση μια την δημιουργία μιας διαφορετικής, άκρως ‘φιλικής’, δισκογραφικής μαζί τον Γιώργο Αλκαίο.
“Το 2008 δημιουργήσαμε την Friends Music Factory η οποία δεν πήγε καλά γιατί πέσαμε πάνω στην έξαρση του mp3 και του downloading. Αναλάβαμε νέους καλλιτέχνες που γουστάραμε, αλλά δεν μας βοήθησε κανείς. Ούτε τα ραδιόφωνα ούτε τα μαγαζιά”.
Μια ακόμη έκφραση της αστείρευτης δημιουργικότητας που χαρακτηρίζει τον Διονύση και η οποία δεν τον αφήνει ποτέ να ησυχάσει στα κεκτημένα του.
“Την περίοδο που είχα αφοσιωθεί στην οικογένειά μου, έκανα πολλά θεατρικά και γούσταρα πάρα πολύ. Δεν με ενδιέφερε που δεν ήμουν στην πρώτη γραμμή. Ήδη ευχαριστούσα τον Θεο για όσα μου είχε προσφέρει γιατί δεν το πίστευα ποτέ ότι θα το ζήσω όλο αυτό. Από την άλλη, δεν έκανα ποτέ μέχρι τότε αυτό που πραγματικά γουστάρω, που είναι αυτό που κάνω τώρα. Να πάρω την κιθάρα μου και να τραγουδήσω τα ίδια τραγούδια που θα έλεγα και πάνω στην άμμο, δίπλα στην θάλασσα. Πάντα έβγαινα στις πίστες σαν μοντέρνος, έλεγα τα τραγούδια μου για 20 λεπτά, μισή ώρα και μετά πήγαινα σπίτι μου. Μου έλειπε το λάιβ, αλλά όχι εκείνο που είχα συνηθίσει στα μπουζούκια”.
Η κατάλληλη στιγμή ήταν το 2010. Όχι απλά για να επιστρέψει, αλλά πάνω από όλα για να κάνει αυτό που ήθελε πάντα
“Κάποια στιγμή ήρθαν ο Κώστας Λαινάς με τον Κώστα Μηλιωτάκη και μου πρότειναν να πάμε με δυο πιάνα και μια κιθάρα και να λέμε αυτά που γουστάρουμε. Ξεκινήσαμε στο Dome στο Κεφαλάρι για μερικές εμφανίσεις και μείναμε οκτώ μήνες. Το 2011 πήγαμε στο 4711 στο Κολωνάκι και μείναμε για χρόνια. Όποτε καταλαβαίναμε ότι δεν χωράμε, πηγαίναμε σε καινούργιο χώρο, μεγαλύτερο. Και πάλι, όμως, δεν χωράγαμε”.
Αν έχεις δει το πρόγραμμα του Διονύση στο Akanthus Stage τότε σίγουρα θα σου έχει κάνει εντύπωση ότι δεν λέει μόνο δικά του τραγούδια. Βασικά λέει ελάχιστα δικά του.
“Δεν λέω κομμάτια δικά μου. Λέω όλα τα σουξέ. Είμαι ένας dj τραγουδιστής. Δεν γίνεται να λες μόνο δικά σου. Εμένα δεν με νοιάζει να το παίξω τραγουδισταράς, αλλά να είμαιδιασκεδαστής. Να έρθει ο κόσμος εδώ και να περάσει καλά. Γιατί δεν μας παίρνει αλλιώς στις μέρες μας, είναι μονόδρομος να περνάμε καλά. Θέλω να τους δείξω την ευγνωμοσύνη μου που έρχονται αυτές τις εποχές, επιλέγουν εμάς και δεν πάνε αλλού. Προσπαθώ να περνάω και εγώ καλά και να περάσουν και εκείνοι όσο το δυνατόν καλύτερα”
Και κάπως έτσι ο Διονύσης Σχοινάς επέστρεψε στις μεγάλες πίστες ξεκινώντας ξανά από την αρχή με μόνο του εφόδιο την κιθάρα του και την αγάπη του κόσμου.
“Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα από την αγάπη του κόσμου. Θυμάμαι γεμίζαμε την Αυτοκίνηση και δεν είχαμε ούτε μια αφίσα, ούτε μια διαφήμιση. Και αυτό είναι που σου λέω, μας στήριξαν τα φιλαράκια και το ένα φιλαράκι έφερε το άλλο. Αυτή είναι η αλήθεια”.
Μου έχει αναφέρει τρεις τέσσερις φορές την λέξη φιλαράκια. Μου κάνει εντύπωση γιατί έτσι βλέπει τον κόσμο που τον στηρίζει, αλλά και τους ανθρώπους που είναι πάντα δίπλα του
“Η φιλία είναι μεγαλύτερη και από την αγάπη των γονιών. Για μένα είναι πολύ μεγάλο πράγμα. Το βάζω πιο πάνω από πολλά πράγματα. Και επειδή δεν έχω προδοθεί ποτέ από φίλους, για μένα είναι πάρα πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου”
Φέτος εμφανίζεται στο Akanthus Stage (πρώην Vox), ένα ιστορικό μαγαζί το οποίο έχει μεταμορφωθεί εντελώς με τους αναπαυτικούς καναπέδες και τα stands να έχουν πάρει την θέση των τραπεζιών.
“Με τον Κωνσταντίνο Δάνδολο και τον Γιάννη Παπαγιαννόπουλο είμαστε πολύ φίλοι. Κάθε καλοκαίρι ενώ ήμουν στο 4711 πήγαινα και τραγούδαγα στο Ακανθους και το λέγαμε συνέχεια ότι κάποια στιγμή πρέπει να δουλέψουμε μαζί. Το timing το σωστό ήταν τώρα. Τα παιδιά με στηρίζουν πάρα πολύ. Eίμαι πάρα πολύ ευτυχισμένος που βρέθηκαν αυτή τη στιγμή της ζωής μου μπροστά μου και με πήγαν ένα βήμα παραπάνω”
Μία συνεργασία η οποία πάει πάρα πολύ καλά και θα συνεχιστεί μέχρι το Πάσχα. Όταν έφτασα στο μαγαζί ήδη από τις 11 η ώρα ο κόσμος είχε μαζευτεί απέξω.
“Μόνο ευγνωμοσύνη για όλη αυτή την αγάπη του κόσμου. Κάνω ένα πρόγραμμα που αρέσει στους επιχειρηματίες και αρέσει και στον κόσμο. Ο κόσμος είχε βαρεθεί την παρέλαση των τραγουδιστών σε μια πίστα. Πλέον είμαι σε μαγαζιά που είναι στημένα μόνο ορθάδικα. Είμαστε από την αρχή στην λύσσα”.
Και τελευταία ερώτηση. “Έχεις άγχος;” .
“Πάντα έχω άγχος. Ενώ ξέρω ότι είναι γεμάτο το μαγαζί και ότι δεν μπορεί να συμβεί κάτι, ίσως θέλω να φορτίζομαι και να αποφορτίζομαι μαζί με τον κόσμο”.
Και μετά o Διονύσης πήρε την κιθάρα του, φόρεσε το πλατύτερο χαμόγελο του και ανέβηκε στην σκηνή για να κάνει αυτό που γουστάρει.