«Beau is Afraid»: Μια σουρεαλιστική Οδύσσεια δια χειρός Άρι Άστερ
Ο Χοακίν Φίνιξ μπαίνει στο σουρεαλιστικό σύμπαν του μετρ του μεταφυσικού τρόμου Άρι Άστερ με την ταινία Beau is Afraid, μια τρίωρη ψυχεδελική περιπέτεια που μπορεί πράγματι να σε «κάψει».
- 07/05/2023
- Κείμενο: Άννυ Τζαβέλλα
Ο σκηνοθέτης Ari Aster επέστρεψε με την τρίτη του ταινία, μετά το πολυβραβευμένο Hereditary και το επίσης επιτυχημένο Midsommar. Οι δύο αυτές ταινίες καθιέρωσαν τον σκηνοθέτη ως μία από τις πιο πρωτότυπες «φωνές» που εργάζονται αυτή τη στιγμή στο Χόλιγουντ. Το κοινό στο οποίο απευθύνονται οι ιστορίες του είναι αυτό που εκτιμά τις ασυνήθιστες αφηγήσεις -αυτές που αφήνουν τους πιο παρατηρητικούς θεατές σε πλήρη αμηχανία και, σε πολλές περιπτώσεις, χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να καταλάβουν όλα όσα θέλει να μεταφέρει ο δημιουργός.
Το Beau is Afraid, ωστόσο, δεν είναι μια ταινία τρόμου (όπως οι δύο πρώτες του σκηνοθέτη), αλλά μια τρελή κωμωδία που καταπιάνεται με την ενοχή, το ψέμα, το άγχος και όλα εκείνα τα τοξικά συναισθήματα που μπορούν να παρασύρουν έναν άνθρωπο να πάρει την κάτω βόλτα. Ουσιαστικά η ταινία είναι μια τρίωρη περιήγηση στη ζωή ενός ανθρώπου που, όπως υποδηλώνει και ο τίτλος της ταινίας, φοβάται σχεδόν τα πάντα.
Ο Beau είναι ένας μεσήλικας άνδρας γύρω στα πενήντα, ο οποίος ζει μόνος του, πάσχει από αγχώδη διαταραχή και η καθημερινότητά του είναι ένα μαρτύριο. Από το σπίτι του βγαίνει σπάνια και κυρίως για να επισκεφτεί τον ψυχαναλυτή του, με τον οποίο συζητά για μια επικείμενη επίσκεψη στη μητέρα του -η οποία είναι και η βασική αιτία για όλες του τις φοβίες. Όταν όμως μαθαίνει πως εκείνη πέθανε, παίρνει μια και καλή τη μεγάλη απόφαση να επιστρέψει στο πατρικό του σπίτι και κάπως έτσι ξεκινά ένα ταξίδι, που θα τον φέρει αντιμέτωπο με τον αληθινό του εαυτό, καθώς και με όλα όσα αυτά τα χρόνια φοβάται να αντιμετωπίσει.
Σε αυτό το ταξίδι συμβαίνουν πολλά. Ο Beau χάνει τα κλειδιά του διαμερίσματός του, χτυπιέται από ένα διερχόμενο αυτοκίνητο, καταλήγει στη φροντίδα ενός παράξενα κτητικού ζευγαριού (που υποδύονται με σιγοβράζουσα τρέλα δύο από τους πρωταγωνιστές της ταινίας, ο Nathan Lane και η Amy Ryan) και στη συνέχεια βρίσκεται ανάμεσα σε έναν περιπλανώμενο θεατρικό θίασο, παρασυρόμενος σε μια φαντασίωση κινουμένων σχεδίων.
Στο ταξίδι του Beau κατά τη διάρκεια της ταινίας αποκαλύπτονται οι πηγές του άγχους του και της τεταμένης σχέσης του με τη μητέρα του. Τη νεότερη εκδοχή της μητέρας του, μάλιστα, υποδύεται η Zoe Lister-Jones, η οποία κλέβει την παράσταση σε κάθε σκηνή που συμμετέχει. Οι στιγμές μεταξύ αυτής και του νεαρού Beau είναι εντυπωσιακές επειδή δεν αποκαλύπτουν μια καταχρηστική ή κατ’ ανάγκη «ανώμαλη» σχέση, αλλά μάλλον την αλληλεξάρτηση μεταξύ μητέρας και γιου.
Η ταινία θυμίζει περισσότερο μυθιστόρημα, καθώς μοιάζει να χωρίζεται σε συγκεκριμένες ενότητες. Σε κάθε μία από αυτές, όλες οι πολυπλοκότητες του Beau γίνονται γνωστές στο κοινό. Το συνεχές άγχος του παίρνει τα ηνία στην αρχή της ταινίας, βάζοντας τους θεατές στο μυαλό κάποιου που φαντάζεται το χειρότερο σενάριο σε κάθε κατάσταση που αντιμετωπίζει. Και όσο προχωρά η ιστορία, τόσο ο Beau βυθίζεται σε κάθε συναίσθημα που τον κατακλύζει. Βέβαια, ό,τι βλέπουμε δεν σημαίνει πως συμβαίνει στην πραγματικότητα. Πολλές από τις σκηνές σε βάζουν στη διαδικασία να ανακαλύψεις αν αυτό που βλέπεις είναι πραγματικό ή αν απλά ο πρωταγωνιστής μας το φαντάζεται.
Εδώ είναι και το σημείο που μπορεί να προβληματίσει τον θεατή -όπως έκανε και με εμένα. Υπάρχουν ορισμένες στιγμές που δοκιμάζουν την υπομονή σου, αλλά και τις αντοχές σου. Η αλήθεια είναι πως ο σκηνοθέτης παίρνει τον χρόνο του και εστιάζει πλήρως στην ψυχοσύνθεση του κεντρικού χαρακτήρα του, ωστόσο δεν θα έβλαπτε αν μερικές σκηνές κρατούσαν λιγότερο ή αν μας έδινε μερικές πληροφορίες «στο πιάτο».
Πάντως, οφείλουμε να επαινέσουμε τον (βραβευμένο με Όσκαρ) Joaquin Phoenix, ο οποίος καταφέρνει να τα φέρει εις πέρας σε αυτή την απαιτητική, καρτουνίστικη ερμηνεία. Ο φόβος του είναι συνεχής και οι συσπάσεις του είναι μεταδοτικές, προτρέποντας το κοινό να μοιραστεί απλόχερα την αγωνία του. Η ερμηνεία του αποτυπώνει τη δειλία και το άγχος του χαρακτήρα, αλλά και την απαλότητα και τις ενδόμυχες επιθυμίες του, ενώ υποδύεται τον ρόλο του με ενσυναίσθηση και παράλληλα με την κατάλληλη δόση χιούμορ.
Επίσης, αξίζει να αναφέρουμε τη μουσική του Bobby Krlic (ο ίδιος έγραψε και τη μουσική του Midsommar) -ατμοσφαιρική σε κάποιες στιγμές, αγχωτική σε άλλες, καθώς και την κινηματογράφηση του Pawel Pogorzelski -οι παρατεταμένες σκηνές συμβάλλουν τρομερά στα επίπεδα της έντασης και του σασπένς.