Είδαμε την ταινία «Ο Άνθρωπος του Θεού»: Ήταν τελικά τόσο κακή όσο ακούγεται;
Η ιστορία του Αγίου Νεκταρίου, που μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τη Γελένα Πόποβιτς με τίτλο «Ο άνθρωπος του Θεού» και πρωταγωνιστή τον Άρη Σερβετάλη, έκανε πρεμιέρα πριν μερικές μέρες στους κινηματογράφους, με τις πρώτες κριτικές να κάνουν λόγο για μια κωμικοτραγική αποτυχία. Είναι άραγε τόσο κακή;
- 31/08/2021
- Κείμενο: Άννυ Τζαβέλλα
Η ταινία «Ο Άνθρωπος του Θεού» παρουσιάζει τη ζωή του Αγίου Νεκταρίου, με τον Άρη Σερβετάλη στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η ιστορία του μας έγινε γνωστή μέσα από τις διηγήσεις στα βιβλία του και πλέον ζωντανεύει στη μεγάλη οθόνη.
Η ταινία με μια πρώτη ματιά: Eνώ πολλοί μιλούν για μία σχεδόν κατατονική ερμηνεία, εγώ θα έλεγα πως ο Άρης Σερβετάλης διοχετεύει και ενσαρκώνει με μεγάλη επιτυχία την ενέργεια, την ηθική και την ιδιοσυγκρασία του ήρωα. Βέβαια, ορισμένα προβλήματα αφήγησης και σκηνοθετικά λάθη που δεν χρειάζεται να είσαι ειδικός για να εντοπίσεις, αλλά και κάποιες αδυναμίες στις ερμηνείες (των κατά γενική ομολογία εξαιρετικών ηθοποιών του καστ) αφαιρούν πολλούς πόντους από το πολυσυζητημένο ήδη κινηματογραφικό εγχείρημα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: Η ταινία ξεκινά με τον Άγιο Νεκτάριο να υπηρετεί στα τέλη του 19ου αιώνα στην Αίγυπτο, στο πλευρό του τότε Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου. Ο Νεκτάριος ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στον κόσμο, με αποτέλεσμα αρκετοί ιεράρχες και κληρικοί να τον κακολογούν με διαφόρων ειδών κατηγορίες και συκοφαντίες, σε μία προσπάθεια να τον απομακρύνουν. Ο φθόνος και η ζήλια για την αυξανόμενη δημοτικότητα του Νεκταρίου τούς οδήγησε να μεταφέρουν αυτές τις συκοφαντίες στον Σωφρόνιο, ο οποίος χωρίς να του δώσει την ευκαιρία να υπερασπιστεί τον εαυτό του, τον απομακρύνει από τη θέση του. Έτσι, ο Νεκτάριος εγκαταλείπει την Αίγυπτο με την επιστολή εξορίας του στο χέρι και ταξιδεύει στην Ελλάδα, με τα ίδια προβλήματα να τον ακολουθούν για το υπόλοιπο της ζωής του.
Το μήνυμα της ταινίας είναι σαφές. Η ζωή του Νεκταρίου λειτουργεί ως μια σύγχρονη παραβολή για την επιμονή, την πίστη, τη συγχώρεση, την ελπίδα και την αγάπη. Παρ’ όλα τα εμπόδια, τους διωγμούς, τις ταπεινώσεις και τις αναποδιές που αντιμετώπισε, εκείνος επέμεινε να αγωνίζεται για να αναζητά και να υπηρετεί τον Θεό.
Η γεύση που μου έμεινε; Γλυκόπικρη. Και θα εξηγήσω γιατί. Ο Σερβετάλης στο ρόλο του Αγίου Νεκταρίου ήταν πειστικός. Γαλήνιος, ήρεμος και σχεδόν ανέκφραστος (κάτι που ταίριαζε απόλυτα στον ρόλο) κουβαλά μεγάλο μέρος της επιτυχίας της ταινίας στην πλάτη του, αποδίδοντας όσο το δυνατόν ρεαλιστικότερη υπόσταση στο Νεκτάριο. Λόγω της ιδιοσυγκρασίας του, αποτελούσε άλλωστε εξ αρχής τον ιδανικό άνθρωπο για αυτόν τον ρόλο. Ωστόσο, δεν αρκεί αυτό για να μιλήσουμε για μια βαθυστόχαστη ή έστω επιτυχημένη ταινία. Η σκηνοθεσία, το σενάριο και οι ερμηνείες του πολυπληθούς καστ δεν ικανοποιούν και δεν εμβαθύνουν αρκετά στον πυρήνα της ιστορίας. Αρχικά, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος του καστ είναι Έλληνες, η επιλογή της αγγλικής γλώσσας καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της ταινίας είναι -να το θέσω ευγενικά- αποτυχία. Η προσπάθεια των ηθοποιών να μιλήσουν ή -ακόμη καλύτερα- να προσπαθήσουν να μιλήσουν αγγλικά, αποδυναμώνει αισθητά τις ερμηνείες τους, με τους διαλόγους να λειτουργούν πολλές φορές καταστροφικά, βγάζοντάς σε εντελώς από το κλίμα της ιστορίας. Στην αρχή πρέπει να ξεπεράσεις το σοκ, αλλά και να κατευνάσεις το γέλιο που αυθόρμητα σου δημιουργεί η προφορά των ηθοποιών -ακόμη και όσων γνωρίζουν καλύτερα την αγγλική, όπως ο Λούλης.
Η σερβικής καταγωγής Γελένα Πόποβιτς, υπεύθυνη για τη σκηνοθεσία, το σενάριο αλλά και την παραγωγή της ταινίας, δεν ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις του έργου. Οι άστοχες εναλλαγές τοποθεσιών και χρονολογιών δεν συνέβαλαν στην ομαλή πορεία της ιστορίας, ενώ παράλληλα άφησαν και αρκετά αναπάντητα ερωτήματα -ιδίως προς το τέλος της ταινίας. Παράλληλα η κάμερα δεν εστιάζει σε κανένα σημείο βαθιά στην ψυχή του Αγίου, ώστε να αναδείξει ακόμη περισσότερο το μεγαλείο της πίστης και της ευλάβειας, που φαντάζομαι πως ήταν και τα εξαρχής ζητούμενα. Αντίθετα, αγγίζει επιδερμικά και αυτό το θέμα, αλλά και τη ματαιοδοξία και τα προβλήματα της Εκκλησίας. Η δυναμική που διαθέτει η πορεία του Αγίου θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για ένα έντονο, συναρπαστικό και γεμάτο σασπένς σενάριο, όμως κάτι τέτοιο δεν συνέβη.
Στα συν σίγουρα θα έβαζα τη μουσική του Πολωνού συνθέτη Ζμπίκνιου Πράισνερ, που έρχεται να συνυπάρξει αρμονικά με το βαρύ κλίμα της ταινίας, την ταλαιπωρία και τον κόπο του Νεκτάριου, αλλά και τη φωτογραφία, κυρίως λόγω των τοπίων, αφού το φιλμ γυρίστηκε σε μέρη που πράγματι έζησε και έδρασε ο Άγιος Νεκτάριος, όπως στην Αττική και την Αίγινα. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι Mickey Rourke και Alexander Petrov συμμετέχουν για πρώτη φορά σε ελληνική παραγωγή.
Δυστυχώς όμως, τα τόσα λάθη παρασέρνουν τον πρωταγωνιστή Σερβετάλη, ο οποίος κάτω από αυτές τις συνθήκες μοιάζει να κάνει τα πάντα για να σώσει κάτι που δε σώζεται, αλλά καταστρέφουν και την πιθανότητα δημιουργίας ενός έργου αναπάντεχου και ανατρεπτικού, βασισμένου στη ζωή ενός ανθρώπου που επηρέασε προς το καλύτερο τους γύρω του -και που μετά θάνατον αγιοποιήθηκε.
Για να ολοκληρώσω, όμως, σε καμία περίπτωση δεν θεώρησα χάσιμο χρόνου την παρακολούθηση της ταινίας. Η ερμηνεία του Σερβετάλη, η αφενός αποτυχημένη αφηγηματικά, αφετέρου όμως ενδιαφέρουσα στορία του Αγίου Νεκταρίου και τα πανέμορφα τοπία που γεμίζουν κάθε πλάνο, με άφησαν αρκετά ικανοποιημένη. Παρόλο, λοιπόν, που έχουμε να κάνουμε με μπόλικες αστοχίες, η ταινία δεν νομίζω ότι ανταποκρίνεται πλήρως στις αμιγώς αρνητικές κριτικές που έχει λάβει.