Γιατί λατρέψαμε τον Elvis του Austin Butler;
H ταινία «Elvis» παρουσιάζει την αλματώδη άνοδο και την τραγική πτώση του σόλο καλλιτέχνη με τις μεγαλύτερες πωλήσεις όλων των εποχών, με φόντο τη ρατσιστικά φορτισμένη μουσική σκηνή των δεκαετιών του 1950 και 1960. Μέσα σε όλα, ξεχωρίζει η πρωταγωνιστική ερμηνεία του Austin Butler ως τον αδιαμφισβήτητο βασιλιά του Rock n' Roll. Ας δούμε γιατί.
- 10/07/2022
- Κείμενο: Άννυ Τζαβέλλα
«Πριν από τον Έλβις», είχε πει ο John Lennon, «δεν υπήρχε τίποτα». Αυτή η φανταχτερή, φρενήρης ταινία του Baz Luhrmann μας δίνει μια καλή γεύση του γιατί. Σε σενάριο των Luhrmann, Jeremy Doner, Sam Bromell και Craig Pearce, η ταινία στριμώχνει ολόκληρη την καριέρα του Elvis σε δύο ώρες και 39 λεπτά κινηματογράφησης που κόβουν την ανάσα, εστιάζοντας στην ενέργεια και τους συναισθηματικούς παλμούς του ταξιδιού του Elvis, καθώς και στην εκμετάλλευσή του από τον μάνατζέρ του, τον συνταγματάρχη Tom Parker (Tom Hanks).
Το πρώτο μέρος της ταινίας είναι γρήγορο, χαλαρό και συνάμα δυναμικό, καθώς επικεντρώνεται στην εμφάνιση του Elvis ως ένα όμορφο λευκό αγόρι, που μεγάλωσε σε μια αφροαμερικανική συνοικία του Μέμφις του Τενεσί. Από μικρός, μαγεύτηκε από τη μουσική ατμόσφαιρα και τον υποβλητικό χορό των Αφροαμερικανών γειτόνων του, οι οποίοι τραγουδούσαν με την ψυχή τους στην εκκλησία, ενώ τα βράδια χόρευαν λάγνα στα μπαρ. Τον βλέπουμε λοιπόν, να ερωτεύεται την κουλτούρα αυτής της γειτονιάς: τη μουσική, τη μόδα και τους ανθρώπους της. Εδώ αξίζει και μία αναφορά στον νεαρό Elvis, τον οποίο υποδύεται ο Chaydon Jay. Παρά το νεαρό της ηλικίας του, ο Jay αποδίδει μοναδικά στον ρόλο του, ακόμη και αν τον βλέπουμε σε ελάχιστες σκηνές.
Τα χρόνια περνούν και ο Elvis ξεκινά μια μουσική καριέρα, αντλώντας στοιχεία από την αφροαμερικανική κουλτούρα, με την οποία ουσιαστικά μεγάλωσε. Με ατημέλητα μαλλιά, ένα καυτό βλέμμα και γοφούς που κουνιούνται μαεστρικά, απεικονίζεται αρχικά να παίζει δίπλα σε συγκροτήματα της κάντρι μουσικής, μαγνητίζοντας ωστόσο όλα τα βλέμματα επάνω του. Μία βραδιά ένας καρναβαλιστής, ο συνταγματάρχης Tom Parker, βλέπει στον Elvis το εισιτήριο της επιτυχίας του και προσφέρεται να γίνει μάνατζέρ του. Τότε είναι που ξεκινούν όλα!
Ο Butler ενσαρκώνει συγκλονιστικά το ωμό, αχαλίνωτο σεξουαλικό χάρισμα του Elvis επί σκηνής. Είναι πραγματικά απολαυστικό να τον παρακολουθείς στην απεικόνιση των πιο αξιομνημόνευτων μουσικών ερμηνειών του Presley, από τις πρώτες μέρες της δόξας του μέχρι το comeback του το 1968 και τα σόου του στο Las Vegas. Σε αυτό το κομμάτι ο Luhrmann μοντάρει αριστοτεχνικά αυτές τις σκηνές για να αποτυπώσει όχι μόνο την εξαιρετική ερμηνεία του Butler, αλλά και την ισχυρή επίδραση που είχε ο Elvis στους θαυμαστές του. Επιπλέον, ο Luhrmann επιμελείται την ταινία, χρησιμοποιώντας ένα «βαρύ χέρι» στο μοντάζ για να μας υπενθυμίζει συνεχώς τις ρίζες και τα κίνητρα του Elvis, καθώς και την πολιτιστική σημασία της πρωτοποριακής καριέρας του.
Ο ρυθμός από νωρίς είναι ξέφρενος και πραγματικά πιάνεις τον εαυτό σου να μην μπορεί να παραμείνει ακίνητος (με τον ίδιο τρόπο που ο Έλβις δεν μπορεί να μείνει ακίνητος όταν τραγουδάει, κυριευμένος από τη μουσική). Η κάμερα της κινηματογραφίστριας Mandy Walker δεν σταματά ποτέ να κινείται, παρασύροντάς μας σε αυτόν τον ανεμοστρόβιλο της νεοαποκτηθείσας φήμης, με τους τροχούς της μηχανής να γυρίζουν πιο γρήγορα από ό,τι μπορεί να ακολουθήσει ακόμη και ο Elvis.
Οι φιλοδοξίες του Luhrmann είναι αξιέπαινα μεγάλες. Παρακολουθεί τη ζωή του Elvis από την εφηβεία του, μέχρι τις τελευταίες μέρες του ως ένας φουσκωμένος τοξικομανής, τόσο εξαντλημένος που δεν μπορεί να κρατήσει ούτε το μικρόφωνό του. Παράλληλα όμως με την ιστορία του καλλιτέχνη, ο σκηνοθέτης θέλει να δείξει και πώς άλλαξε η Αμερική κατά τη διάρκεια της καριέρας του Presley, από τη δεκαετία του ’50 έως τη δεκαετία του ’70. Μάλιστα, οι κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές αυτών των δεκαετιών παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του χαρακτήρα και στην καλλιτεχνική του πορεία ανά τα χρόνια.
Αυτό που έπαιξε όμως καθοριστικό ρόλο στην καριέρα του ήταν οι επιρροές του από Αφροαμερικανούς κυρίως καλλιτέχνες, με αρκετές σκηνές στην ταινία να τον δείχνουν να απολαμβάνει την ατμόσφαιρα των πιο cool blues bars στην Beale Street στο Μέμφις του Τενεσί με τους BB King (Kelvin Harrison Jr), Little Richard (Alton Mason) και Sister Rosetta Tharpe (Yola). Μεγάλωσε με αυτή τη μουσική γύρω του, σε ένα «χωνευτήρι» πολιτισμών και είναι σαφές ότι το γεγονός ότι ήταν μέλος μιας φτωχής λευκής οικογένειας που ζούσε στον διαχωρισμένο Νότο τον οδήγησε στο να γίνει ένας πραγματικός παίκτης που άλλαξε το παιχνίδι.
Ας μιλήσουμε όμως και για τη μουσική της ταινίας, η οποία ειλικρινά θα σε ταρακουνήσει. Με ένα μείγμα από τα φωνητικά του Elvis και remixes από τους Eminem, CeeLo Green, Chris Isaak, Doja Cat και πολλούς άλλους, καθώς και με χιπ-χοπ εκδοχές, που είναι εξαιρετικές και τέλεια εκτελεσμένες, το Elvis έρχεται να μας υπενθυμίσει ότι στη μουσική δεν υπάρχουν όρια ή διακρίσεις, παρά μόνο καλές φωνές και προσωπικότητες που κερδίζουν το κοινό με το ταλέντο αλλά και τις επιλογές τους. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι ο Elvis Presley εξακολουθεί να θεωρείται ο καλλιτέχνης με τις μεγαλύτερες πωλήσεις σόλο μουσικής όλων των εποχών και μια πολιτιστική δύναμη που δεν μοιάζει με καμία άλλη.
Να επανέλθω όμως ξανά στον εκπληκτικό Austin Butler ο οποίος μπαίνει δυναμικά στα μπλε σουέτ παπούτσια του Elvis και (από το πουθενά) μπαίνει παράλληλα στο πάνθεον των καυτών νεαρών αστέρων του Hollywood. Ο γαλανομάτης Καλιφορνέζος μέχρι τώρα περιοριζόταν σε δουλειές στην τηλεόραση, αλλά μετά την τεράστια επιτυχία του με το Elvis το μόνο σίγουρο είναι ότι θα τον δούμε σύντομα στο μέλλον στη μεγάλη οθόνη. Δίπλα του, ο Tom Hanks στον ρόλο του διαβολικού πρωτοπόρου Tom Parker, που διαχειρίστηκε μεγάλο μέρος της καριέρας του Elvis και τελικά αποκαλύφθηκε ότι διέπραξε μια μορφή οικονομικής κατάχρησης προς τον τραγουδιστή, είναι εξίσου συναρπαστικός. Πολλοί μιλούν για μία μέτρια ερμηνεία, η οποία υποβαθμίζεται κατά πολύ εξαιτίας των προσθετικών και της έντονης προφοράς, αλλά γνώμη μου είναι πως ο Hanks καταφέρνει να μπει στον ρόλο του «κακού» και να φέρει ένα αποτέλεσμα το οποίο ίσως δεν έχουμε ξαναδεί από τον ίδιο. Άλλωστε, δεν έχουμε συνηθίσει να τον βλέπουμε ως τον κακό της υπόθεσης και αυτό ακριβώς είναι που κάνει την ερμηνεία του να ξεχωρίζει.
Ο Baz Luhrmann έφερε στις οθόνες μας ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα. Έχοντας σκηνοθετήσει στο παρελθόν ταινίες όπως το «Moulin Rouge!» και το «The Great Gatsby», περιμέναμε να δούμε κάτι πολύ καλό, αλλά στην τελική δεν πρόκειται απλά για μια βιογραφική ταινία. Πρόκειται για μια καταιγιστική ταινία, με υπερδραστήρια κινηματογράφηση και μοντάζ, με οπτικοακουστικό υλικό που συγκλονίζει και με έναν πρωταγωνιστή-όνειρο, που θα έκαναν υπερήφανο ακόμη και τον ίδιο τον βασιλιά του Rock n Roll.
Βγαίνοντας από την αίθουσα, να ξέρεις, δεν θα μπορείς παρά να σιγοτραγουδάς το «Suspicious Minds», το «Trouble» ή το «Unchained Melody».