Η Φάλαινα: Έχει τελικά ο Μπρένταν Φρέιζερ το Όσκαρ στο τσεπάκι του;
Στη Φάλαινα του Ντάρεν Αρονόφσκι ο Μπρένταν Φρέιζερ μεταμορφώνεται σε έναν εξαιρετικά παχύσαρκο καθηγητή, ο οποίος κάνει μια τελευταία τολμηρή απόπειρα να διορθώσει τα λάθη του και με την ερμηνεία του θέτει μια ισχυρή υποψηφιότητα για το πολυπόθητο χρυσό αγαλματίδιο.
- 22/01/2023
- Κείμενο: Άννυ Τζαβέλλα
Ξέρουμε πολύ καλά πως η υπερβολή είναι δεδομένη στο κινηματογραφικό σύμπαν του Ντάρεν Αρονόφσκι, όπως για παράδειγμα στο αλληγορικό θρίλερ «Mother!» ή στο «Requiem for a Dream», όπου η ωμή ένταση κυριαρχεί. Σε κάθε περίπτωση, όμως, υπάρχει ένα υπόγειο ρεύμα ειλικρίνειας που οδηγεί την υπερβολή. Το ίδιο συμβαίνει και με το Whale, στο οποίο έρχεται και η τολμηρή επιστροφή του Μπρένταν Φρέιζερ στον ρόλο ενός νοσηρά παχύσαρκου άνδρα.
Μπορεί οι περισσότεροι να τον θυμόμαστε ως τον μυώδη ήρωα σε ταινίες δράσης των δεκαετιών του 1990 και του 2000, αλλά αυτή τη φορά έρχεται να πρωταγωνιστήσει σε ένα ψυχολογικό και απίστευτα ειλικρινές δράμα, κάνοντάς σε σχεδόν να ξεχνάς τις προηγούμενες εμφανίσεις του στη μεγάλη οθόνη.
Ο Φρέιζερ υποδύεται τον Τσάρλι, έναν καθηγητή που διδάσκει αγγλική λογοτεχνία online. Οι φοιτητές του δεν γνωρίζουν ότι ζυγίζει περισσότερο από 200 κιλά, επειδή κρατάει την κάμερά του κλειστή, λέγοντάς τους ότι είναι χαλασμένη. Είναι ένας καλός καθηγητής, του οποίου η άποψη για τον κόσμο είναι εκπληκτικά αισιόδοξη, παρά το γεγονός ότι σχεδόν τίποτα στη ζωή του δεν πηγαίνει καλά.
Το μικρό διαμέρισμα του Τσάρλι στο Άινταχο είναι γεμάτο με απομεινάρια του ανθυγιεινού τρόπου ζωής του, όπως περιτυλίγματα από φαστ φουντ, άδεια κουτιά πίτσας και μπουκάλια σόδας των 2 λίτρων. Εξαφανίστηκε ο γεροδεμένος νεαρός άνδρας που γνωρίσαμε από τη «Μούμια» και το «Ο Γκαφατζής της Ζούγκλας» και τη θέση του πήραν δεκάδες κιλά προσθετικών.
Βασισμένη στο θεατρικό έργο του Samuel D. Hunter (ο οποίος διασκεύασε το σενάριο για την ταινία), η ιστορία της «Φάλαινας» εκτυλίσσεται μέσα σε μερικές μόνο μέρες, με τους χαρακτήρες να έρχονται και να φεύγουν, καθώς η κάμερα παραμένει μέσα στα όρια του σκοτεινού, στενόχωρου διαμερίσματος. Μέσα εκεί, ο Τσάρλι αντιλαμβάνεται ότι δεν του μένει πια πολύς χρόνος ζωής, ενώ αρνείται να πάει στο νοσοκομείο για να λάβει την απαραίτητη περίθαλψη.
Τα πώς και τα γιατί της κατάστασης του Τσάρλι ξεκίνησαν πριν από εννέα χρόνια, όταν εγκατέλειψε τη σύζυγό του Μαίρη (Σαμάνθα Μόρτον) και την κόρη του Έλι (Σάντι Σινκ), για να ζήσει με τον εραστή του. Μετά την αυτοκτονία του εραστή του, ο Τσάρλι άρχισε να τρώει δίχως τελειωμό, με αποτέλεσμα να αφήσει την κατάσταση να ξεφύγει και να εγκαταλείψει τον εαυτό του μια για πάντα. Δίπλα του, ωστόσο, έχει τη Λιζ (Χονγκ Τσάου), τη μοναδική του φίλη, η οποία έχει αναλάβει χρέη προσωπικής νοσοκόμας. Οι δυο τους μάλιστα, συνδέονται μέσω μιας κοινής τραγωδίας.
Η ιστορία του Hunter δεν προκαλεί συμπάθεια για τον Τσάρλι, ο οποίος δεν έχει κανέναν να κατηγορήσει για την κατάστασή του εκτός από τον εαυτό του. Ναι, εγκατέλειψε την οικογένειά του και ναι, τρώει δύο κομμάτια πίτσα τη φορά και ναι, αρνείται να αναζητήσει ιατρική βοήθεια, αλλά η συγκινητική ερμηνεία του Φρέιζερ προκαλεί ένα είδος ενσυναίσθησης.
Δεν υπάρχει ούτε μία λάθος χορδή στον Τσάρλι, γεγονός που μαρτυρά περισσότερο την εξαιρετική ερμηνεία του Φρέιζερ παρά το σενάριο του Hunter. Η αισιοδοξία του είναι γνήσια. Το καλό που βλέπει στους μαθητές και την κόρη του (την οποία προσεγγίζει σε μια τελευταία προσπάθεια να τη γνωρίσει όσο προλαβαίνει) είναι αμείωτο και, ενώ θα ήταν δύσκολο να φανταστούμε τον εαυτό μας να είναι τόσο θετικός στην ίδια κατάσταση, ο Φρέιζερ το πουλάει με τον καλύτερο τρόπο.
Είναι μια σπαρακτική και μερικές φορές hard-to-watch παρακολούθηση, αλλά η «Φάλαινα» ανταμείβει τον θεατή με την εκπληκτική ερμηνεία του πρωταγωνιστή και το μήνυμα ότι η ελπίδα είναι μια σταθερά σε έναν κόσμο που προσπαθεί να σε πείσει για το αντίθετο. Όπως είπε και ο Τσάρλι, «Οι άνθρωποι είναι καταπληκτικοί».
Μια αξιέπαινη ερμηνεία δίνει και η Σάντι Σινκ (Stranger Things) στον ρόλο της έφηβης κόρης του Τσάρλι, της Έλι. Εισβάλλει στο διαμέρισμά του, σαν ένας ανεμοστρόβιλος οργής που έγινε έτσι επειδή ο Τσάρλι εγκατέλειψε εκείνη και τη μητέρα της για τον εραστή του όταν εκείνη ήταν 8. Τώρα, στα 17 της, έρχεται στο σπίτι του για να ξεφορτώσει πάνω του την αγανάκτησή της και ταυτόχρονα για να δεχτεί, οργισμένα και απρόθυμα, την προσφορά του να τη βοηθήσει να γράψει τις σχολικές της εκθέσεις.
Βέβαια, επανέρχομαι στο ότι ο Φρέιζερ, παίρνοντας αποστάσεις από τις μακρινές μέρες που υποδυόταν ελαφροκωμικούς χαρακτήρες, αλλάζει συναισθηματικές αποχρώσεις με αστραπιαία ταχύτητα ως Τσάρλι. Πότε αισιόδοξος, πότε στοργικός, πότε θλιμμένος, πότε απελπισμένος, με τρόπους που δεν είναι τρανταχτοί αλλά μάλλον απρόσκοπτοι και αποκαλυπτικοί των εσώτερων διαστάσεων του χαρακτήρα του, φτάνει βαθιά μέσα του για να δώσει την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του.
Ένα είναι σίγουρο. Αυτή δεν είναι η feel-good ταινία της χρονιάς και ναι, κυλιέται στη μιζέρια της. Είναι το είδος της ταινίας που βλέπεις μια φορά, αλλά σπάνια την παρακολουθείς ξανά. Ο Aronofsky και ο κινηματογραφιστής Matthew Libatique μας τοποθετούν μέσα στα όρια του διαμερίσματος του Τσάρλι και μας κάνουν παρατηρητές του ζοφερού κόσμου στον οποίο κατοικεί ο πρωταγωνιστής μας. Και όπως ο χαρακτήρας του Μπρένταν Φρέιζερ, έτσι νιώθουμε και εμείς παγιδευμένοι χωρίς διέξοδο.
Όσο για το εάν ο Φρέιζερ δικαιούται το χρυσό αγαλματίδιο, η απάντηση από εμάς είναι ένα τεράστιο ναι. Η ερμηνεία του ως Τσάρλι είναι αριστοτεχνική και τον τοποθετεί αναμφίβολα στην κορυφή για να κερδίσει το πολυπόθητο Όσκαρ.