«Καλάβρυτα 1943»: Τελικά αποτυχία ή επιτυχία;
Η ταινία «Καλάβρυτα 1943» εξιστορεί τα γεγονότα του πιο άγριου ίσως εγκλήματος των Γερμανών στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Άραγε πετυχαίνει τον σκοπό της; Είδαμε την ταινία και προσπαθούμε να απαντήσουμε στο ερώτημα.
- 14/11/2021
- Κείμενο: Άννυ Τζαβέλλα
Η ταινία «Καλάβρυτα 1943» έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης πριν βγει στις ελληνικές αίθουσες στις 11 Νοεμβρίου, με την υπόθεση να έχει ως εξής: Η Καρολάιν Μάρτιν, δικηγόρος και εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης εναντίον της ελληνικής αξίωσης για πολεμικές αποζημιώσεις για την περίοδο της ναζιστικής κατοχής, επισκέπτεται την Ελλάδα και συναντά τον Νικόλα Ανδρέου, έναν από τους τελευταίους εν ζωή επιζήσαντες της Σφαγής των Καλαβρύτων του 1943. Όσο ο Νικόλας εξιστορεί τα γεγονότα του παρελθόντος, οι δυο τους θα αντιπαρατεθούν με τις προσωπικές τους προκαταλήψεις και πεποιθήσεις σε μια επίπονη αναμέτρηση που θα τους φέρει πιο κοντά. Το καθαρτήριο αυτό ταξίδι μέσα από ένα σκοτεινό κεφάλαιο της ιστορίας θα καταλήξει στην αναγνώριση μιας αμοιβαίας ανάγκης: την αναζήτηση της ελπίδας.
Τα γεγονότα της ταινίας παρουσιάζονται σε δύο παράλληλες χρονολογικές αφηγήσεις: το παρόν και το τραγικό παρελθόν του 1943. Στο παρόν βλέπουμε τη νεαρή δικηγόρο, την οποία υποδύεται η ηθοποιός Astrid Ross, να ψάχνει στα ερείπια της ιστορίας αναζητώντας την αλήθεια και στη συνέχεια συναντά τον Νικόλα Ανδρέου, που ενσαρκώνεται μοναδικά από τον Max von Sydow (γνωστός από την «Έβδομη Σφραγίδα» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, αλλά και από πλήθος άλλων ταινιών, όπως «Ο Εξορκιστής», «Εξαιρετικά Δυνατά και Απίστευτα Κοντά» και «Star Wars: Η Δύναμη Ξυπνάει»). Μέσα από τις αναδρομές του τελευταίου, ταξιδεύουμε πίσω στον χρόνο, σε εκείνες τις σκοτεινές μέρες του Δεκεμβρίου του 1943. Ο μικρός τότε Νικόλας βίωσε όλη τη φρίκη του πολέμου και τον παραλογισμό του. Είδε τον πατέρα και τον αδελφό του να σκοτώνονται μαζί με όλους τους άνδρες της πόλης, ενώ ο ίδιος με την μητέρα του προσπαθούσαν να σωθούν από τη φωτιά στο δημοτικό σχολείο. Όλα όσα είδε και έζησε του στέρησαν την παιδική του ηλικία. Του στέρησαν την ίδια του τη ζωή και δεν τον άφησαν να ζήσει.
Η σφαγή των Καλαβρύτων ήταν μία από τις χειρότερες φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς περισσότεροι από 500 αθώοι πολίτες εκτελέστηκαν και ολόκληρη η πόλη κάηκε ολοσχερώς. Στις 13 Δεκεμβρίου, οι Γερμανοί χτύπησαν τις καμπάνες της εκκλησίας της πόλης και διέταξαν όλους τους κατοίκους να συγκεντρωθούν στο δημοτικό σχολείο, φέρνοντας μαζί τους μια κουβέρτα και τρόφιμα για δύο μέρες. Εκεί, είπαν στις γυναίκες και τα παιδιά να παραμείνουν στο σχολείο, ενώ όλοι οι άνδρες άνω των 14 ετών οδηγήθηκαν ομαδικά στον κοντινό λόφο Καπή. Ο λόφος βρισκόταν σε μία πλαγιά, προσφέροντας πλήρη θέα στην πόλη και αυτό σήμαινε ότι ήταν μια δύσκολη περιοχή για διαφυγή. Ουσιαστικά αυτή η επιχείρηση ονομαζόταν “Επιχείρηση Καλάβρυτα”, ή “Unternehmen Kalavryta” και ήταν μια τυπική γερμανική πράξη αντιποίνων σε περιοχές όπου υπήρχε έντονη αντάρτικη δραστηριότητα. Στοχεύοντας αποκλειστικά τον άμαχο πληθυσμό της περιοχής, ήταν μια από τις πιο βάρβαρες εκτελέσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του Πολέμου, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Στο σκηνοθετικό τιμόνι της ταινίας βρίσκεται ο Νικόλας Δημητρόπουλος («Been Here Before», «Το αλάτι της γης», «Υπέροχα Πλάσματα», «Alter Ego»), ο οποίος φαίνεται ξεκάθαρα πως δεν επιχειρεί να παρουσιάσει λεπτομέρειες για το τι ακριβώς έγινε, καθώς είναι κάτι που γνωρίζουμε λίγο-πολύ όλοι, αλλά θέλησε να αποτίσει τον δικό του φόρο τιμής στους εκατοντάδες πολίτες των Καλαβρύτων που έχασαν τη ζωή τους. Η σκηνοθεσία είναι μέτρια προς καλή, ωστόσο συναντάμε κατά τη διάρκεια της ταινίας αρκετές αστοχίες, όπως για παράδειγμα τη χαρακτηριστική σκηνή στην οποία γυναίκες και παιδιά βρίσκονται εγκλωβισμένοι στο σχολείο, με τη φωτιά να καίει κάτω από τα πόδια τους και κανείς να μην κάνει την παραμικρή κίνηση να σπάσει τα τζάμια, προκειμένου να αποδράσουν. Ταυτόχρονα, η εκτέλεση στον λόφο του Καπή, που ουσιαστικά πρόκειται για την κορυφαία στιγμή της Ιστορίας αλλά και της ταινίας, διαδραματίζεται κάπως υποτονικά και ίσως όχι με το αναγκαίο πάθος, ένταση, αγωνία ή σπαραγμό που θα ταίριαζε -ή καλύτερα, θα άρμοζε.
Η μεγαλύτερη αστοχία, πάντως, της ταινίας είναι το σενάριο. Οι τρεις ιστορίες (αυτή της οικογένειας από το ‘43, της νεαρής δικηγόρου και του ηλικιωμένου πια επιζήσαντα της σφαγής) δεν αποδίδουν. Δεν υπάρχει κάποια συνοχή, δεν υπάρχει καν κάποια ιδιαίτερη ιστορία. Αν ο στόχος ήταν να παρουσιαστεί μία ταινία τύπου ντοκιμαντέρ, που απλώς φέρνει στη μεγάλη οθόνη τις σκληρές αυτές σκηνές που βίωσαν οι Καλαβρυτινοί, τότε ναι, η ταινία εκπληρώνει τον σκοπό της. Όμως, έχω την εντύπωση ότι στόχευε σε πολλά παραπάνω, τα οποία δυστυχώς λείπουν. Το δράμα είναι μεν εκεί, αλλά σε μικρότερο βαθμό από αυτό που θα περίμενες, η δράση είναι σχεδόν απούσα και η πλοκή χάνει από παντού. Αυτό που έρχεται να προσφέρει μια σανίδα σωτηρίας σε μία ταινία πολλά υποσχόμενη που τελικά μάλλον απογοητεύει, είναι οι ερμηνείες της οικογένειας Ανδρέου, από τον Νικόλα Παπαγιάννη, τη Δανάη Σκιάδη και τους δύο μικρούς πρωταγωνιστές, που πραγματικά εκπλήσσουν και μεταφέρουν σε όλους μας τη φρίκη του Πολέμου.
Plus: Στην ταινία υπάρχει μια σκηνή που ένας Αυστριακός στρατιώτης, με δική του πρωτοβουλία και παρακούοντας τις εντολές των διοικητών του, ανοίγει την πόρτα του φλεγόμενου σχολείου για να σώσει τα γυναικόπαιδα που βρίσκονταν εκεί έχει προκαλέσει οργή. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Πελοπόννησος», η Ένωση Θυμάτων Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος κατηγορεί τους δημιουργούς της ταινίας ότι παραποιούν ιστορικά γεγονότα και αναβιώνουν μύθους που εξυπηρετούν σκοπούς άλλων. Η Ένωση επιμένει ότι τίποτα τέτοιο δεν συνέβη στην πραγματικότητα κατά την αιματηρή εισβολή του ναζιστικού στρατού στην πόλη τους. Προσθέτει ότι η συγκεκριμένη σκηνή δεν είναι παρά ένας μύθος, ο οποίος έχει διαψευστεί από όλους τους αυτόπτες μάρτυρες κατά τη διάρκεια της σφαγής. Παράλληλα, ο Πρόεδρος της Ένωσης Θυμάτων Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος και πρ. Αντιδήμαρχος Καλαβρύτων, Χαρίλαος Ερμείδης, δήλωσε στην εφημερίδα ότι ο ίδιος και άλλοι κάτοικοι του χωριού είχαν προειδοποιήσει τους κινηματογραφιστές για πιθανές νομικές ενέργειες εάν το έργο δεν σεβαστεί τη μνήμη των νεκρών και των απογόνων τους.