Είναι η ιστορία του Jeffrey Dahmer ό,τι πιο τρομακτικό μπορείς να δεις σήμερα στο Netflix;
Παγκόσμιο σοκ έχει προκαλέσει η νέα σειρά του Netflix, Monster: The Jeffrey Dahmer Story, η οποία έχει σκαρφαλώσει στην κορυφή του top10 και αφηγείται την πραγματική ιστορία ενός serial killer, ο οποίος σκότωσε 17 άνδρες, ενώ έμεινε γνωστός ως ο «κανίβαλος του Μιλγουόκι». Είναι, τελικά, τόσο τρομακτική όσο πολλοί λένε;
- 02/10/2022
- Κείμενο: Άννυ Τζαβέλλα
Το νέο docu-series του Netflix, «Monster: The Jeffrey Dahmer Story» (Τέρας: Η ιστορία του Τζέφρι Ντάμερ), επικεντρώνεται στην αληθινή ιστορία φόνων που διέπραξε ο Dahmer μεταξύ των ετών 1978 και 1991. Η σειρά περιγράφει, με φρικιαστικές λεπτομέρειες, τους δεκαεπτά φόνους που διαπράχθηκαν σε διάστημα 13 ετών, την έφεσή του στη νεκροφιλία και τον κανιβαλισμό και, τέλος, τη σύλληψη και την καταδίκη του. Παράλληλα, παρουσιάζει την οπτική γωνία των θυμάτων, τις ιστορίες τους και τις καταστροφικές επιπτώσεις στη ζωή τους και των οικογενειών τους.
Να σημειωθεί εδώ πως αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που η ιστορία του αδίστακτου δολοφόνου έρχεται στη μικρή οθόνη.
Το νέο πρότζεκτ ανέλαβε ο μετρ του είδους Ryan Murphy μαζί με τον Ian Brennan (οι δυο τους έχουν συνεργαστεί ξανά στο παρελθόν), με στόχο να απεικονίσει τα φρικιαστικά εγκλήματα του serial killer, που έμεινε γνωστός στην ιστορία ως ο «κανίβαλος του Μιλγουόκι». Η σειρά εμβαθύνει επίσης στην παιδική ηλικία του Dahmer, μέχρι και την ενηλικίωσή του, παρέχοντας στους θεατές πληροφορίες για το πώς έφτασε να γίνει ο διαβόητος δολοφόνος, που σκότωνε τους εραστές του (όλοι νεαροί άνδρες τους οποίους συνήθως προσέλκυε σε γκέι μπαρ), σοκάροντας το παγκόσμιο με τις φρικαλεότητές του.
Βλέποντας το πρώτο επεισόδιο, αυτό που αντιλαμβάνεσαι σύντομα είναι πως η σειρά κάνει άλματα μπρος-πίσω στον χρόνο, ξεκινώντας από την επιτυχή απόδραση του τελευταίου θύματος, του Tracy Edwards και την επακόλουθη σύλληψη του Dahmer. Όσα συνέβησαν πριν και μετά από εκείνη τη νύχτα μάς παρουσιάζονται σε δέκα επεισόδια, στα οποία επιστρέφουμε στην παιδική του ηλικία, στα προβλήματα εγκατάλειψης, στις πολύωρες απουσίες του πατέρα του, Lionel, από το σπίτι, καθώς και στην κατάθλιψη, τη λήψη χαπιών και τον αλκοολισμό.
Οι δημιουργοί πήραν την απόφαση να μην ακολουθήσουν μια χρονολογική αφήγηση, αλλά να μας μεταφέρουν μπρος-πίσω σε διάφορες χρονικές γραμμές της ζωής του Jeffrey -μια τακτική που ενώ στην αρχή έχει μεγάλο ενδιαφέρον, στην πορεία σαν να χάνεται λίγο η μπάλα. Οι εναλλαγές είναι πολλές και ψάχνεις συχνά να καταλάβεις που βρίσκεσαι, τι έχει προηγηθεί, τι πρέπει να θυμάσαι. Προσωπικά, με χάλασε λίγο η συγκεκριμένη επιλογή.
Και κάτι ακόμη που θεώρησα περιττό είναι το γεγονός ότι η σειρά παρουσιάζεται σε δέκα επεισόδια της μίας ώρας, ενώ η ιστορία θα μπορούσε να έχει ειπωθεί στα μισά. Το καλό είναι ότι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι (αυτό που εστιάζει περισσότερο στα θύματα) έρχεται στα τελευταία πέντε επεισόδια.
Από την άλλη, κάτι που με ενθουσίασε, ήταν οι ερμηνείες των ηθοποιών. Αλλά δεν γίνεται να μην ξεχωρίσεις τον Evan Peters στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο οποίος αποδίδει μια στοιχειωτικά απολαυστική ερμηνεία. Η ψυχρή του συμπεριφορά, το αχανές βλέμμα, οι επίπεδες αντιδράσεις του, όλα, μα όλα ήταν συγκλονιστικά. Ο ηθοποιός δέχεται πλήρως τον ρόλο του, τόσο σωματικά, όσο και συναισθηματικά.
Έχοντας εμφανιστεί σε πολλές σεζόν του American Horror Story, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο Peters μπόρεσε να ενσαρκώσει πλήρως τον ρόλο του Dahmer. Ειδικά οι στιγμές που τον βλέπεις να ξεσπά σε κρίσεις οργής, μετά από τις οποίες ακολουθεί μια απειλητικά ήρεμη συμπεριφορά, σε κάνουν πραγματικά να ανατριχιάζεις.
Επιπλέον, να σημειωθεί πως ο 35χρονος ηθοποιός ενσαρκώνει τον Dahmer σε διάφορες φάσεις της ζωής του -από την εφηβεία μέχρι τις αρχές της δεκαετίας των τριάντα, αποτυπώνοντας με εξαιρετική λεπτομέρεια και αληθοφάνεια όλες τις ηλικιακές βαθμίδες.
Μία ακόμη ερμηνεία που δεν γίνεται να μην ξεχωρίσεις είναι αυτή του Richard Jenkins ως Lionel Dahmer, πατέρα του Jeffrey. Ο Jenkins μας κάνει να δούμε τον αγώνα ενός πατέρα, ο οποίος προσπαθεί να κατανοήσει το τέρας που το γλυκό, δειλό και περίεργο παιδί του έχει γίνει.
Η Niecy Nash ως Glenda Cleveland, γειτόνισσα του Jeffrey, είναι εξίσου καλή. Και φυσικά, θέλω να αναφερθώ στους ηθοποιούς που υποδύονται τα θύματα του Jeffrey. Είναι όλοι τους εξαιρετικοί. Ο τρόπος με τον οποίο μεταφέρουν τον φόβο και τη φρίκη αυτού που τους περιμένει είναι πειστικός και πολύ ρεαλιστικός.
Κάτι ακόμη που ξεχωρίζει έντονα είναι η επιτυχημένη αναπαράσταση των παλαιότερων δεκαετιών, από τα 60s μέχρι και τα 90s. Τα σκηνικά, τα κοστούμια και η μουσική (με υπέροχα κομμάτια, όπως το Please Don’t Go του Joel Adams), ακόμη και οι διαφημίσεις εποχής (Head & Shoulders μεταξύ άλλων) φέρνουν αυτό το extra στο τελικό αποτέλεσμα.
Αξιέπαινο είναι και το γεγονός ότι πραγματοποιείται μια προσπάθεια διερεύνησης των διαφορετικών πτυχών της υπόθεσης, αντί η πλοκή να εστιάζει αποκλειστικά στις φρικιαστικές δολοφονίες. Μέσα από την παρουσίαση των επιπτώσεων που έχουν οι πράξεις του Jeffrey στις οικογένειες των θυμάτων και μέσα από τις δικές τους ιστορίες, δημιουργείται μια πιο σφαιρική εικόνα, αν και ως επί το πλείστον, αυτό γίνεται κάπως επιφανειακά.
Βέβαια, μέλη των οικογενειών των θυμάτων που παρακολούθησαν τη σειρά, δήλωσαν ενοχλημένοι, γιατί τους θύμισε όλη αυτήν την κατάσταση που πέρασαν με τους αγαπημένους τους εκείνη την εποχή όπου ο Dahmer δικαζόταν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Eric Perry, ξάδελφος του θύματος του Dahmer, Errol Lindsay, ο οποίος εξέφρασε τη δυσφορία του μέσω Twitter για την αναπαραγωγή της τρομερής αυτής ιστορίας.
Μεταξύ άλλων έγραψε «Εμφανίζεται (η ιστορία) ξανά και ξανά, και για ποιο λόγο; Πόσες ταινίες/εκπομπές/ντοκιμαντέρ χρειαζόμαστε; Το να φέρνω ξανά στη μνήμη μου εικόνες από την ξαδέλφη μου να καταρρέει συναισθηματικά στο δικαστήριο μπροστά στο πρόσωπο του άνδρα που βασάνισε και δολοφόνησε τον αδελφό της είναι άγριο».
Η σειρά επιπλέον δεν αποφεύγει (ορθώς) να εκθέσει την αμέλεια της αστυνομίας. Ουσιαστικά, καταφέρνει να ρίξει φως σε ένα πολύ μεγαλύτερο συστημικό ζήτημα ρατσισμού και ομοφοβίας στην Αμερική της δεκαετίας του ‘70 και του ‘80 και στο πώς το σύστημα δικαιοσύνης διευκόλυνε το μακρύ δολοφονικό έργο του Dahmer. Σε πολλές σκηνές, αντιλαμβανόμαστε ότι ήταν ο ρατσισμός ένα από τα ζητήματα που άφησαν τον Dahmer να πραγματοποιήσει όλους αυτούς τους φόνους, καθώς, ως λευκός άνδρας, ήταν πάντα πιο έμπιστος στους αστυνομικούς, σε σχέση με τα έγχρωμα θύματά του και όσους ακόμη έγχρωμους ανθρώπους προσπάθησαν να τον σταματήσουν.
Ολοκληρώνοντας, οφείλω να παραδεχτώ ότι είναι μια από τις καλύτερες τηλεοπτικές μεταφορές μιας αληθινής ιστορίας που βασίζεται στη δράση ενός δολοφόνου -ένα θέμα το οποίο κερδίζει όλο και περισσότερο κοινό, καθώς ο κόσμος φαίνεται πως «διψά» για τέτοιου είδους παραγωγές. Τα έχει όλα: καλή σκηνοθεσία, εξαιρετικές ερμηνείες, καλοδουλεμένο σενάριο. Αν εξαιρέσεις ορισμένες αστοχίες, που στην τελική δεν σε αφήνουν και ιδιαίτερα απογοητευμένο, μιλάμε για μια μεγάλη επιτυχία.
Βέβαια, εδώ τίθενται εν μέρει και τα ερωτήματα: Πόσες ακόμη αντίστοιχες παραγωγές με κατά συρροήν δολοφόνους και αδίστακτους εγκληματίες πρέπει να κυκλοφορήσουν; Τι έχει να προσφέρει μια τέτοια αναπαράσταση στο κοινό; Πόσο χρειαζόμαστε τελικά κάτι τέτοιο; Επειδή είναι, ωστόσο, μια μεγάλη συζήτηση, θα αρκεστούμε στο να αφήσουμε αυτά τα ερωτήματα ως τροφή για σκέψη.
Και όσο για το ερώτημα που θέτουμε στον τίτλο, διαβάζοντας όλα τα παραπάνω, νομίζω μπορείς να καταλάβεις ότι πρόκειται για μια σοκαριστική σειρά, που ενώ δεν μπαίνει ξεκάθαρα στην κατηγορία του τρόμου, διαθέτει πολλά απο τα στοιχεία που συναντάμε σε αντίστοιχα πρότζεκτ: σασπένς, ανατροπές, δολοφονίες και πολλές ακόμη ακραίες σκηνές τις οποίες δυσκολευόμαστε να περιγράψουμε. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η σειρά θα σε κρατήσει καθηλωμένο στη θέση σου, να παρακολουθείς μανιωδώς τις εξελίξεις, γεμάτος αγωνία για τη συνέχεια και μπορώ να πω με βεβαιότητα πως θα σε τρομάξει με την ωμότητά της, αλλά και την ανατριχιαστική ιστορία της.
Plus: Μετά τη μίνι σειρά και το τεράστιο ενδιαφέρον που συγκεντρώνει η φρικιαστική ιστορία του Dahmer, το Netflix ετοιμάζεται να διαθέσει στις 7 Οκτωβρίου, το ντοκιμαντέρ με τίτλο «Συζήτηση με έναν Δολοφόνο: Τζέφρι Ντάμερ».