Είδαμε τους «Παίχτες» του Γιώργου Κουτλή στο Θέατρο Κιβωτός και πονέσαμε από το γέλιο
Dark σκηνικό, πολύ eye-liner, αυτοσχεδιασμοί και τέσσερις ατακαδόροι που σε κάνουν να γελάς μέχρι δακρύων - Είδαμε τους «Παίχτες» του Νικολάι Βασιλίεβιτς Γκόγκολ σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή στο Θέατρο Κιβωτός και καταγράφουμε τις εντυπώσεις μας
- 14/11/2022
- Κείμενο: Γεωργία Περιμένη
Μια παράσταση μπορεί να έχει πολλά θετικά και πολλά αρνητικά στοιχεία. Μπορεί για εκείνη να έχουν γραφτεί διθυραμβικές ή και κακές κριτικές, να τις έχεις διαβάσει πριν ακούσεις το τρίτο κουδούνι, μπορεί και όχι. Το σίγουρο είναι πως ξέρεις ότι βλέπεις μια πραγματικά καλή παράσταση όταν κατά τη διάρκειά της συνειδητοποιείς ότι δεν θέλεις να περάσει ο χρόνος, για να μην τελειώσει. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, όταν νιώθεις ότι οι μύες του προσώπου σου έχουν πονέσει από το γέλιο. Δεν θα μακρηγορήσω άλλο.
Την Κυριακή που μας πέρασε βρέθηκα στο Θέατρο Κιβωτός για να παρακολουθήσω την sold out παράσταση «Παίχτες», ένα έργο του Ρώσου συγγραφέα Νικολάι Γκόγκολ, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή. Η παράσταση ανεβαίνει φέτος για δεύτερη χρονιά και η αλήθεια είναι πως την «κυνηγάω» από πέρυσι, με αλλεπάλληλα sold outs να στέκονται εμπόδιο στον στόχο μου. Φέτος, μερίμνησα και με το που έμαθα ότι κάνει και πάλι πρεμιέρα, εξασφάλισα το εισιτήριό μου, περίπου ενάμιση μήνα πριν και νομίζω πως μόνο έτσι καταφέρνεις να την παρακολουθήσεις. Τους ήρωες ενσαρκώνουν οι Γιάννης Νιάρρος, Βασίλης Μαγουλιώτης, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, Ηλίας Μουλάς και μαζί τους οι μοναδικοί Γιώργος Τζαβάρας (σε διπλό ρόλο αλλά και στα έγχορδα), Γιώργος Μπουκαούρης (σε ρόλο ντράμερ) και ο Θέμης Πάνου ως guest star.
Το τρίτο κουδούνι λοιπόν χτύπησε και ξαφνικά νόμιζα πως βρίσκομαι στο φινάλε μιας δυναμικής, ροκ συναυλίας. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα με καπνούς, σκληρούς ήχους, βαμμένα μαύρα νύχια και πολύ eye-liner, ο Γιάννης Νιάρρος βγήκε στη σκηνή ως άλλος ροκ σταρ και παρουσίασε τους συντελεστές του έργου έναν – έναν, όπως ακριβώς γίνεται στο κλείσιμο κάθε συναυλίας. Με αυτή την έναρξη αμέσως σου γεννάται ο συνειρμός ότι εκείνος θα είναι ο πρωταγωνιστής, όμως γρήγορα καταλαβαίνεις ότι στην παράσταση αυτή δεν υπάρχει ένας πρωταγωνιστής. Πρωταγωνιστές είναι όλοι. Όλοι «κλέβουν την παράσταση» και όλοι σε συνεπαίρνουν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο.
Η υπόθεση του έργου αφορά δυο απατεώνες χαρτοπαίκτες, οι οποίοι ενώνονται για να εξαπατήσουν έναν τρίτο και τελικά όλοι μαζί, καταλήγουν να προσπαθούν με κάθε τρόπο να εξαπατήσουν έναν τέταρτο, προκειμένου να του αποσπάσουν μεγάλο χρηματικό ποσό. Εν ολίγοις, τζόγος, παρανομία, παθογένεια, εξαπάτηση. Η υπόθεση από μόνη της ωστόσο, νομίζω πως δεν έχει καμία σημασία. Μπροστά σου εκτυλίσσεται ένα μοναδικό θέαμα υποκριτικού ταλέντου, ένα υπόδειγμα χημείας μεταξύ όχι απλών συνεργατών, αλλά πραγματικών φίλων. Βλέπουμε μια παρέα μεγάλων παιδιών που κάνει την πλάκα της και που, ανάμεσα στις ατάκες του κειμένου αυτοσχεδιάζει με τρόπο αριστοτεχνικό και ταυτόχρονα τόσο αυθόρμητο που σου προκαλεί άφθονο γέλιο.
Θα έλεγα ότι η παράσταση είναι η απόδειξη πως ό,τι κάνει τεράστια εμπορική επιτυχία δεν είναι απαραίτητα μη ποιοτικό ή «πολύ mainstream», όπως πολλοί υποστηρίζουν. Νομίζω ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν χρειάζεται πολλή ανάλυση, δεν χρειάζεται να καθίσεις να ψάξεις βαθύτερα νοήματα. Πρέπει απλώς να κάτσεις να το απολαύσεις χωρίς δεύτερες σκέψεις και να αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο να έρθει σε επαφή με τους ηθοποιούς που δίνουν πραγματικά την ψυχή τους, καταναλώνουν όλη την ενέργεια που έχουν και δεν έχουν, παίζουν με κάθε κύτταρο του σώματός τους και δίνουν όλο τους το είναι σε τέτοιο βαθμό που δεν έχω ξαναδει ποτέ στο θέατρο. Δεν φοβούνται να τσαλακωθούν, να τρέξουν από τη μια άκρη της σκηνής στην άλλη, να χορέψουν, να πηδήξουν από τις σκάλες, να υποκλιθούν στο κοινό καταϊδρωμένοι μετά από όλο αυτό. Ειλικρινά, σε αυτό το σημείο να αναφέρω πως μου φαίνεται αξιοθαύμαστο και πραγματικός άθλος το γεγονός ότι τα Σάββατα παίζουν διπλές παραστάσεις.
Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο, το γεγονός ότι ο θεατής γίνεται με έναν τρόπο μέρος της παράστασης. Αν μάλιστα καθίσεις στις πρώτες θέσεις, οι ηθοποιοί, θα σου απευθύνουν τον λόγο (ή στον διπλανό σου), μπορεί και να σε τρολάρουν λίγο, καθώς βρίσκονται σε μια κατάσταση τρέλας που φαίνεται να μην σταματά ποτέ.
Οι Παίχτες: Η σκηνοθεσία του Γιώργου Κουτλή
Ο Γιώργος Κουτλής έχει καταφέρει κάτι που βρίσκω πραγματικά ευρηματικό. Παρομοίασε την τρέλα αυτή της παθογένειας, της «λύσσας» για να κερδίσεις εξαπατώντας τον διπλανό σου και την ανδρεναλίνη την οποία αυτό συνεπάγεται για τους ήρωες, με μια εκστατική, ροκ συναυλία και ένα dark σκηνικό. Το πιο αξιοσημείωτο όμως είναι το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης έδωσε τον χώρο στους ηθοποιούς να αυτοσχεδιάσουν, να εντάξουν στο έργο τις δικές τους ατάκες που το πιο πιθανό είναι πως βγήκαν αυθόρμητα κατά τη διάρκεια των προβών. Η κλασική μαύρη κωμωδία, κάπως έτσι πήρε νέα πνοή και έγινε πιο σύγχρονη, πιο φρέσκια από ποτέ.
Ειρωνεία, σκοτεινά μονοπάτια, κομπίνες, χλευασμοί. Το γεγονός ότι βλέπουμε όλα αυτά να αποτυπώνονται πάνω στη σκηνή, φυσικά δεν σημαίνει ότι τα ενστερνιζόμαστε, ούτε ότι συμφωνούμε με αυτά. Άλλωστε αυτό είναι το νόημα, να δούμε τέσσερις απατεώνες, πραγματικά καθίκια, μπεκρήδες και τζογαδόρους, να κάνουν τις τρέλες τους, χαρίζοντας έτσι άφθονο γέλιο σε όσους πλήρωσαν για να βρουν μια πολυπόθητη θέση στο θέατρο Κιβωτός. Και όσοι το κατάφεραν, μάλλον κατάλαβαν τι εννοώ.
Οι «Παίχτες» θα ροκάρουν μέχρι και τις 18 Δεκεμβρίου στο Θέατρο Κιβωτός.