Μ. Καραγάτσης: Είναι η «Μεγάλη Χίμαιρα» σεξιστική; – Το χρονικό της μεγάλης διαμάχης και ένα κάποιο τέλος
Εξήντα τέσσερα χρόνια μετά το θάνατο του, ο συγγραφέας έρχεται ξανά στο προσκήνιο καθώς το βιβλίο του «Η Μεγάλη Χίμαιρα» κατακρίνεται για σεξισμό και μισογυνισμό, με συγγραφείς, εκδότες και ακαδημαϊκούς να πάιρνουν θέση στη μεγάλη διαμάχη
- 26/06/2024
- Κείμενο: Εμμανουέλα Ρουσσάκη
Ένα άρθρο στο οποίο επιχειρείται η αποδόμηση του συγγραφέα Μ. Κραγάτση, με βασικό σημείο αναφοράς και αποδεικτικό στοιχείο για τα ηθικά του ατοπήματα, το βιβλίο του «Μεγάλη Χίμαιρα», έχει γίνει αφορμή έντονων συζητήσεων για την απανταχού ελληνική βιβλιοφιλική κοινότητα αλλά και τα social media, με γνωστούς συγγραφείς, εκδότες και ακαδημαϊκούς να παίρνουν θέση.
Ξεκινούμε θέτοντας τη βασική ερώτηση που προέκυψε και που απασχολέι τους αναγνώστες: Ήταν ο Μ. Καραγάτσης σεξιστής, και η «Μεγάλη Χίμαιρα» το έργο-αποκορύφωμα του μισογυνισμού του;
Ποιος ήταν ο Μ. Καραγάτσης;
Ο Μ. Καραγάτσης (όχι Μανώλης ή Μενέλαος, απλώς Μ), είναι ένας από τους πιο γνωστούς συγγραφείς της «Γενιάς του ’30», συγκαταλέγεται στους κλασικούς και το έργο του έχει μεταφερθεί στη σκηνή και στην οθόνη. Ίσως για αυτόν τον λόγο, επειδή τα έργα του μεταφέρθηκαν με επιτυχία και στην τηλεόραση (Το Δέκα, Γιούγκερμαν), με μια επανέκδοση της «Μεγάλης Χίμαιρας» να εμφανίζεται πολύ πρόσφατα στις οθόνες στη σειρά Maestro του Χριστόφορου Παπακαλιάτη ως «must read», ήταν αναπόφευκτο να έρθει ξανά στο προσκήνιο.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1908 και το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτρης Ροδόπουλος. Ο πατέρας του ήταν δικηγόρος και πολιτικός και διετέλεσε διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας και διοικητής της Τράπεζας Κρήτης. Το 1924 έφυγε για σπουδές στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ. Ένα χρόνο αργότερα επέστρεψε στην Ελλάδα και συνέχισε τις σπουδές του στα τμήματα Νομικής και Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Εργάστηκε ως νομικός σύμβουλος ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας, ως δημοσιογράφος στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο (Βραδυνή, Πρωία, Νέα Εστία κ.α.), ως διαφημιστής και συμμετείχε στις εκλογές του 1956 και 1958 με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες, πριν πεθάνει σε ηλικία 52 χρόνων από την καρδιά του.
Ο Μ.Καραγάτσης πρωτοεμφανίστηκε στο λογοτεχνικό χώρο του 1927 με τη συμμετοχή και βράβευσή του στον Α΄ Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Νέας Εστίας με το διήγημα Η κυρία Νίτσα. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία το θέατρο, τη λογοτεχνική μετάφραση, τη θεατρική κριτική, την ταξιδιωτική λογοτεχνία, την ιστορία.
Το έργο του αν και συμβατικά ανήκει στο ρεύμα του ρεαλισμού, έχει έντονο λυρικό στοιχείο και βρίθει συναισθηματικών εξάρσεων. Ο συγγραφέας φαίνεται να συμμερίζεται απόλυτα τα συναισθήματα των ηρώων του και να ταυτίζεται με αυτούς στις ακραίες καταστάσεις που βιώνουν. Στόχος του λογοτεχνικού έργου του Καραγάτση θα μπορούσε να θεωρηθεί η αναμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας και η κριτική προς την σύγχρονη κοινωνία.
Το έργο του Καραγάτση αγαπήθηκε, αλλά και κατακρίθηκε πολύ, ειδικά τα τελευταία χρόνια, λόγω της λυρικής ωμότητας που είχε ο λόγος του αλλά και του τρόπου που παρουσιάζε τις ερωτικές σχέσεις σαν ένα δίπολο μίσους και παθους με πολύ έντονο το στοιχείο της λαγνείας. Χρησιμοποιούσε συχνά τα βίαια ξεσπάσματα και την κτητικότητα σαν ίδιον των σχέσεων και έπλαθε τους ήρωές του σαν μυστήρια πλάσματα με πολύ έντονο ψυχικό κόσμο.
Η περίφημη ‘γενιά του 30”
Ως ‘γενιά του 30” χαρακτηρίστηκαν οι συγγραφείς που εμφανίστηκαν μέσα στη δεκαετία 1930 με 1940 και αποτελούν ένα ορόσημο στην ελληνική λογοτεχνία προβάλλοντας προβληματισμούς που βασίζονταν σε ένα νέο μορφωτικό επίπεδο, σε επιρροές από τη διεθνή λογοτεχνία και σε μια ανάγκη να ξεφύγουν από τα λογοτεχνικά πρότυπα που κυριαρχούσαν στην Ελλάδα μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Η δεκαετία του 1930 ήταν το αποκορύφωμα αυτών των νέων αναζητήσεων και του νέου κεφαλαίου στην ελληνική λογοτεχνία. Αυξάνεται η μετάφραση ξενόγλωσσων λογοτεχνικών κειμένων ενώ η λογοτεχνική παραγωγή στρέφεται σε νέα θέματα, κυρίως αναπαράσταση της σύγχρονης κοινωνικής ζωής με έμφαση στα αναπτυμένα πλέον αστικά κέντρα. Δηλωτική για τη διάθεση αυτής της νέας γενιά δημιουργών είναι η κατεύθυνση που είχε πάρει η ποίηση, με πιο ελέυθερο στίχο και την ανάδειξη του ποιητικού μοντερνισμού.
Οι λογοτέχνες της γενιάς του 30’ προσπάθησαν να ξεφύγουν από την απεικόνιση μιας πραγματικότητας και να εντρυφήσουν σε πιο πολύπλοκες ψυχολογικές καταστάσεις και εσωτερικές πάλεις των ηρώων. Είχαν την πρόθεση να αντιμετωπίσουν κοινωνικά και ανθρώπινα προβλήματα ενώ φαίνεται πως οι προγενέστερες ιστορικές αναταραχές στην Ελλάδα τους απομάκρυναν από το ρομαντισμό και τους οδήγησαν σε ένα είδος γραφής με μεγάλο συναισθηματικό εύρος.
Ο Καραγάτσης συγκεκριμένα, δεν ήταν ενας πολιτικοποιημένος συγγραφέας και αυτό είνα ένα ακόμα σημείο για το οποιο κατακρίθηκε. Παρουσίαζε τη ζωή ανθρώπων ιδιαίτερων αλλά και απλών, με προβλήματα καθημερινά ή και πιο ιδιαίτερα, που όμως πάντα δημιουργούσαν στους χαρακτήρες τεράστια συναισθηματική σύγχυση, ένα δράμα στα όρια της ελληνικής τραγωδίας.
Τι πραγματεύεται η «Μεγάλη Χίμαιρα»
Αρχικά αξίζει να αναφερθεί πως «χίμαιρα» κατά τη μυθολογία ήταν ένα ζώο με φοβερή μορφή που εξέπνεε φωτιά. Αργότερα «χίμαιρα» έφτασε να ονομάζεται το όνειρο, μια επιθυμητή πραγματικότητα ενώ η φράση «κυνηγάω χίμαιρες» σημαίνει πως επιδιώκω κάτι ανέφικτο.
Περιληπτικά, στη «Μεγάλη Χίμαιρα» ο αναγνώστης παρακολουθεί τη ζωή της Μαρίνας, μιας γαλλίδας που ερωτεύτηκε και παντρέυτηκε έναν Έλληνα καπετάνιο, ο οποίος την πήρε μαζί του στη Σύρο. Εκεί, η Μαρίνα ζει με την πεθερά της όσο ο άνδρας της ταξιδεύει. Στο νησί γνωρίζει και τον αδελφό του συζύγου της, με τον οποίο, μετά από αρκετές αμφιβολίες και εσωτερική πάλη συνάπτει ερωτική σχέση. Κάπως έτσι εξελίσσεται ένα οικογενειακό δράμα με κεντρικά θέματα τη θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία, τις καταπιεσμένες επιθυμίες, τη ζωή και την καθημερινότητα των ναυτικών αλλά και την τεράστια ανάπτυξη της ναυτιλίας στην Ελλάδα και τη ζωή στη Σύρο που αποτελούσε μεγάλο ναυτικό κέντρο της εποχής.
Σε μια προσπάθεια να μην κάνω spoil το βιβλίο για κάποιον που δεν το έχει διαβάσει θα αρκεστώ σε αυτήν την σύντομη περιγραφή και θα προχωρήσω στις άκρως αντίθετες απόψεις που έχει γεννήσει το μυθιστόρημα και που έγιναν ξανά αφορμή διαξιφισμών στα social media.
Μια μεγάλη διαμάχη για τη «Μεγάλη Χίμαιρα»
Η «Μεγάλη Χίμαιρα» είναι ένα βιβλίο που συνήθως δημιουργεί τους αναγνώστες ακραία συναισθήματα, θετικά ή αρνητικά.
Αρχικά, πολλοί είναι αυτοί που προσάπτουν στον Καραγάτση ότι παρουσιάζει τη γυναίκα σαν ένα άτομο με ζωώδη ένστικτα και καταπιεσμένη σεξουαλικότητα, που κατά βάθος θέλει να υποτάσσεται στο αρσενικό στοιχείο, δέχεται τη βια ως απόδειξη αγάπης, προκαλεί και χρησιμοποιεί της θελκτικότητα της εργαλιακά. Και παρόλο που αυτές οι συγγραφικές αρχές μπορούν να βρεθούν διάσπαρτες στο έργο του Καραγάτση, η «Μεγάλη Χίμαιρα» τις εμπεριέχει πιο εμφανείς και πιο έντονες από ποτέ, όπως προσάπτουν οι επικριτές του έργου. Εκτός αυτού, πολλοί θεωρούν το έργο ένα απίστευτο κλισέ απαγορευμένου έρωτα, με στοιχεία προκλητικά που παρουσιάζει ως ένοχη τη γυναίκα, η οποία με τρόπο διαβολικό αποτελεί αιτία να ριμάξει ένα σπίτι.
Οι, συνήθως φανατικοί, θαυμαστές της «Μεγάλης Χίμαιρας» περιγράφουν μια τελείως διαφορετική αναγνωστική εμπειρία. Πολλοί το χαρακτηρίζουν ένα ψυχογράφημα-ορόσημο που σκιαγραφεί αριστοτεχνικά την προσωπικότητα μιας γυναίκας με ψυχικά τραύματα, η οποία παρασυρμένη και από τα πρότυπα που έχει θέσει για εκείνη η κοινωνία, οδηγείται σε ακραίες συναισθηματικές καταστάσεις και αντιφάσεις, με αποκορύφωμα τη θυσία των πάντων για τον έρωτα που την έχει τυφλώσει. Η γλώσσα του είναι λυρική, οι περιγραφές αποτελούν μια συνεχή μεταφορά για τα συναισθήματα των ηρώων και η συναισθηματική επαφή του αναγνώστη με τους ήρωες είναι ακατάπαυστη.
Οι απόψεις που έχουν ακουστεί
Καθώς η διαμάχη μαίνεται στα social media, συγγραφείς, εκδότες, ακαδημαϊκοι και φιλαναγνώστες σπεύδουν να συμβάλλουν με την άποψή τους στο λύσιμο αυτού του μπερδεμένου κουβαριού που λέγεται «Μεγάλη Χίμαιρα» και να ρίξουν φως στη μυστηριώδη προσωπικότητα του Μ. Καραγάτση.
Χρήστος Χωμενίδης
Με άρθρο του στην «Καθημερινή» υπό τον τίτλο «Η ιδεοληψία αποβλακώνει» ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης υπερασπίζεται τον Καραγάτση και γράφει, μεταξύ άλλων: «Η ψυχή του Μ. Καραγάτση, εάν κάπου υπάρχει, θα σκιρτάει από τη χαρά της. Ξέρετε πολλούς συγγραφείς που 64 χρόνια μετά τον θάνατό τους προξενούν ακόμα έριδες; Των περισσότερων λογοτεχνών μας του 20ού αιώνα, το έργο έχει παραδοθεί μετ’ επαίνων στη λήθη».
Ο Χρήστος Χωμενίδης επιτίθεται σε όσους στο όνομα της «πολιτικής ορθότητας» αμφισβητούν το έργο του Καραγάτση διοτί, όπως λένε «γράφει με μίσος για τις γυναίκες» και λέει χαρακτηριστικά «Oσο σοβαρά θα παίρναμε τους μυγιάγγιχτους των προπολεμικών κατηχητικών, που νόμιζαν ότι σκοπός της λογοτεχνίας είναι να υμνεί τη φύση και τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη, άλλο τόσο και τους σημερινούς «πολιτικώς ορθούς». Τυφλωμένοι από αντιπατριαρχικό μένος, από τη λαχτάρα να πετάξουν στην πυρά όποιο έργο τέχνης δεν ευθυγραμμίζεται με τις ιδέες τους, δεν καταλαβαίνουν καν τι λέει ο Καραγάτσης. Εκείνος περιγράφει το υπαρξιακό αδιέξοδο των σκοτεινών ηρώων του, εκείνοι νομίζουν ότι προάγει την τοξική αρρενωπότητα.» Ο συγγραφέας ολοκληρώνει το άρθρο του με την εξής φράση «Οι ιδεοληψίες βλάπτουν σοβαρά, ίσως ανεπανόρθωτα, τη νοημοσύνη».
Βίβιαν Στεργίου
Η συγγραφέας Βίβιαν Στεργίου σε άρθρο στην ίδια εφημερίδα επικρίνει το Μ. Καραγάτση με τίτλο «Τα έργα του δεν με αφορούν».
Η συγγραφέας γράφει χαρακτηριστικά «Διαβάζουμε πάντα στο τώρα. Ετσι, άμα κάτι εδώ και τώρα δεν μας αρέσει, για παράδειγμα οι αβαθείς γυναικείοι χαρακτήρες σε κάποιο έργο, δεν θ’ απολογηθούμε κιόλας. Θα πούμε εμείς συγγνώμη που ο τύπος γράφει «μη με χτυπάς τόσο δυνατά, θα με σκοτώσεις και δεν κάνει. Δεν κάνει για σένα»; […] Δεν είναι όλα τα έργα της ίδιας στάθμης – πώς να το κάνουμε; Διαβάζω Καραγάτση και με παίρνει ο ύπνος. Δεν μπορώ να σκεφτώ πιο βαρετό πράγμα, καλύτερα εργάτρια στα διόδια. Ισως το μόνο πιο βαρετό ανάγνωσμα αυτές τις μέρες είναι τα τοξικά σχόλια στον βούρκο των σόσιαλ μίντια».
Το δημοσίευμα καταλήγει «…Να ξεμπερδεύουμε, λοιπόν, και με τους Καραγάτσηδες και μ’ όλη τη μίζερη ελληνόφωνη παλιατζούρα και με τον Ελληνα-άνδρα-συγγραφέα-εικόνισμα που αν δεν το φιλήσεις καλείσαι να απολογηθείς, αν έτσι νιώθουμε.»
Βασίλης Σωτηρόπουλος
Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και πρόεδρος των Γενικών Αρχείων του Κράτους, Βασίλης Σωτηρόπουλους με ανάρτησή του στο Facebook εκφράζει την άποψη πως η διαμάχη που έχει δημιουργηθεί για το έργο του Καραγάτση δεν είναι λογοτεχνική, αλλά αξιακή, ενώ αναφέρει πως μια άνευ όρων αποδοχή του λογοτεχνικού έργου θα ήταν ατελέσφορη. Εξίσου ατελέσφορη, όμως, θεωρεί την πλήρη απόρριψη που στερεί από ένα έργο κάθε, τυχόν, αντικειμενική αξία.
«ο Καραγάτσης γίνεται στόχος μιας ισοπεδωτικής και ιδεολογικής κριτικής γιατί υπήρξε ένας αντικομμουνιστής αστός συγγραφέας». Ο ακαδημαϊκός συνεχίζει υπερασπιζόμενος το δικαίωμα της νέας γενιάς να κατακρίνει έναν συγγραφέα, εκτιμώντας, όμως, πως η κριτική πρέπει να γίνεται με τρόπο ορθό και θεμιτό, ενώ εκφράζει την αντίθεσή του με την άποψη της συγγραφέως Βίβιαν Στεργίου αναφέροντας πως η αντίθεση που εξέφρασε προς το έργο του Καραγάτση στηρίζεται σε υποκειμενικές απόψεις οι οποίες δεν επαρκούν για μια γόνιμη κριτική
Κατερίνα Μαλακάτε
Η δημιουργός της δημοφιλούς ομάδας του Facebook «ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ» που αριθμεί χιλιάδες βιβλιόφιλα μέλη, με ανάρτησή της δέχεται την κριτική στη λογοτεχνία και αρνείται ότι υπάρχουν «ιερά τέρατα», όπως λέει χαρακτηριστικά, τα οποία κάποιος δεν πρέπει να αγγίζει.
Με επόμενη ανάρτηση φαίνεται να δέχεται τις κατηγορίες που προσάπτονται στον Καραγάτση για σεξισμό και για μια κάπως ελαφριά αντιμετώπισης προς την τότε Ελληνική πραγματικότητα, εκφράζει, όμως, και την εκτίμηση για το έργο που άφησε πίσω του ο συγγραφέας.
Έλενα-Όλγα Χρηστίδη
Η διδάκτωρ, πολιτικός, ψυχολόγος και επιστημονική υπεύθυνη του Orlando LGBT με ανάρτηση της στο Facebook εξέφρασε την άποψή της πως το ζητούμενο των επικρίσεων δεν είναι το «cancel» προς τον Καραγάτση, αλλά η δημιουργία μιας συζήτησης σχετικά με την πατριαρχία, το ρατσισμό, και γενικά τις παρωχυμένες αξίες στη λογοτεχνία.
Όπως αναφέρει, είναι αλήθεια πως ανά τα χρόνια ο χώρος της λογοτεχνίας κυριαρχούνταν από άνδρες και κανονικοποιούσε μια κοινωνικοπολιτική προσέγγιση που υποβάθμιζε τις θηλυκότητες. Η κουλτούρα του «cancel» όμως δεν είναι η ορθή λύση που θα επιφέρει έναν εκδημοκρατισμό της λογοτεχνίας, ο οποίος ούτως ή άλλως έχει νόημα να γίνει σε έργα παρόντα, και όχι παρελθόντα.
«[…] πρέπει να γίνει χώρος όχι μόνο για την εξαιρετική γυναικεία/κουήρ/μαύρη λογοτεχνία, αλλά πρωτίστως για τις φωνές που εξηγούν γιατί είναι αυτή απαραίτητη, για τις φωνές που φωνάζουν όχι ότι η λογοτεχνία ευθύνεται πχ για τις γυναικοκτονίες, αλλά ότι τόσες και τόσες γυναίκες έχουμε διαβάσει ως κανονική, σε έργα που κάποτε ίσως αγαπήσαμε, τη βία που προηγουμένως ή μετέπειτα δεχτήκαμε. Μάθαμε (και) μέσα από αυτά να την κανονικοποιούμε. Πρέπει επομένως να τα διαγράψουμε; Όχι φυσικά. Μπορούμε όμως έστω να προτείνουμε τρόπους να ξαναδιαβαστούν;»
Η κυρία Χρηστίδη ολοκληρώνει την ανάρτησή της αναφέροντας τη σημασία που έχει να βρεθούν ουσιαστικές λύσεις, «Ένα πρώτο βήμα όμως προς αυτή την κατεύθυνση είναι η κατοχύρωση χώρου για όσες επικαλούνται συστημικές καταπιέσεις και συλλογικά τραύματα. Να διασφαλίζουμε ότι θα μπορούν να μιλούν για αυτά με τους όρους τους/μας», ενώ τονίζει πως προκειμένου να δημιουργηθεί αυτός ο χώρος δεν πρέπει να προβαίνουμε σε ακραίες κριτικές αλλά ούτε και να προσκολλόμαστε στα «ιερά τοτέμ» της λογοτεχνίας.
Ένα κάποιο συμπέρασμα
Η λογοτεχνία, όπως φαίνεται και από την λέξη, είναι μια τέχνη. Στην τέχνη συμβαίνει συχνα οι άνθρωποι να μη βλέπουν το ίδιο. Ένα έργο μπορεί να είναι για κάποιους αριστούργημα, και για άλλους κάτι ανάξιο λόγου που δεν συμβάλλει με κανέναν τρόπο στην ανάπτυξη του πολιτισμού.
Είναι θεμιτό να εκφράζονται διαφορετικές απόψεις πάνω στη λογοτεχνία, όπως και σε κάθε τέχνη. Είναι, επίσης, σημαντικό να ξεφεύγουμε από υποκειμενικά κριτήρια και να αναγνωρίζουμε τη συμβολή κάθε δημιουργού στην πολιτισμική ανάπτυξη. Ο Καραγάτσης άφησε πίσω του ένα έργο το οποίο ανέκαθεν ήταν αμφιλεγόμενο. Στη σημερινή εποχή κατηγορείται για σεξισμό και μισογυνισμό, σε μια άλλη εποχή κατηγορούταν για soft πορνογραφία και για την ανάπτυξη luben χαρακτήρων που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Το ευτύχημα είναι πως στην εποχή μας υπάρχουν αμέτρητες αναγνωστικές επιλογες, ούτως ώστε αν κάποιος διαφωνεί με έναν λογοτέχνη μπορεί απλώς τον απορρίψει και να προχωρήσει σε άλλα αναγνώσματα. Είναι η γραφή του Καραγάτση μισογυνιστική και σεξιστική; Ίσως, αν διαβαστεί σε ένα πρώτο επίπεδο και χωρίς να ληφθούν υπόψη ο χρόνος και οι συνθήκες υπό τις οποίες γράφτηκαν τα έργα να μπορεί να θεωρηθεί ως τέτοια. Η λογοτεχνία, όμως, όπως και όλες οι τέχνες δεν μετριούνται με βάση τις αξίες της εκάστοτε εποχής. Η αξία τους δεν αλλάζει επειδή αλλάζει η κοινωνία διότι υπάρχουν κάποιες σταθερές που πάντα θα ισχύουν όσον αφορά τη συμβολή των έργων στην τέχνη.
Το γεγονός ότι η κοινωνία προσπαθεί, θεμιτά, να αποτινάξει το μισογυνισμό, τη βία, τον casual σεξισμό δεν πρέπει να οδηγεί σε μια άκριτη απόρριψη των έργων που αντικατοπτρίζουν μια κοινωνία του παρελθόντος. Ακυρώνοντας τα έργα δεν ακυρώνουμε το παρελθόν και, βασικά, δεν μαθαίνουμε από αυτό. Τα έργα δεν πρέπει να αποκόπτονται από το περιβάλλον και την εποχή στην οποία γράφτηκαν. Κάπως έτσι οδηγούμαστε να βλέπουμε το δέντρο αλλά να χάνουμε το δάσος.
Τα έργα του Μ. Καραγάτση αποτελούν μια σημαντική πηγή πληροφοριών για την ελληνική κοινωνία, για τη ζωή των ανθρώπων και για τα ήθη που επικρατούσαν στην εποχή του. Αποτελούν επίσης παραδείγματα πλούσιας και μεστής γραφής που καταφέρνει να μεταφέρει στον αναγνώστη την ψυχολογία των ηρώων με τρόπο άμεσο και ιδιαίτερα έντονο. Αν,δε, διαβαστούν ως μια επίκριση στην ελληνική ταυτότητα, στον συντηρητισμό και στις συνέπειες που είχε στους ανθρώπους η παραδοσιακή ηθική, φαίνεται να πολεμούν και να αναδεικνύουν τους κινδύνους αυτών ακριβώς που σήμερα, 64 χρόνια μετά από το θάνατο του συγγραφέα, του προσπάπτονται ως παραπτώματα.
Καταλήγοντας, όποια άποψη και αν σχηματίσει κάποιος θεωρώ ευτύχημα που, έστω και με αυτόν τον τρόπο, η λογοτεχνία, και η τέχνη γενικότερα, ήρθαν να απασχολήσουν τόσο έντονα την επικαιρότητα και να γεννήσουν έναν διάλογο. Έτσι κι αλλιώς, αυτός είναι ο σκοπός της.