Λυκόβρυση στη Γλυφάδα: «Ποιητική» ελληνική κουζίνα από τη Νένα Ισμυρνόγλου
Τι συμβαίνει όταν ένα εστιατορικό brand με διαδρομή 137 χρόνων συναντά μια αξιαγάπητη μαγείρισσα με ψυχή και εμπειρία δεκαετιών; Εμείς, οι νότιοι, ζούμε καλά και τρώμε ακόμη καλύτερα.
- 27/12/2024
- Κείμενο: Πάνος Κοκκίνης
Την βλέπεις και θέλεις να χαμογελάσεις. Τόσο την ολοκαίνουργια, αστραφτερή, του κουτιού Λυκόβρυση Γλυφάδας, εκεί στο νούμερο 34 της οδού Γρηγορίου Λαμπράκη (τόσο κέντρο-απόκεντρο όσο χρειάζεται ώστε να μην χρειάζεται ποτέ να στρεσαριστείς με το parking). Όσο και την all time classic Νένα Ισμυρνόγλου, μια από τις πιο αγαπητές παρουσίες στον χώρο της γαστρονομίας, η οποία μετράει μόνο φαν και φίλους. Με το μεράκι που τη χαρακτηρίζει, επιμελείται το επιμελώς αστικό -αλλά επουδενί «ξενέρωτο»- μενού που φέρνει τις γευστικές αναμνήσεις του χθες στο σήμερα με σοβαρά δημιουργικό τρόπο.
Δυο βαριά ονόματα που τα ενώνει ο σεβασμός στην ιστορία που κουβαλάνε, στην ελληνική γαστρονομία και σε μια φιλοσοφία που δίνει έμφαση στις άριστες πρώτες ύλες και στην εποχικότητά τους. Συγκεκριμένα στο Λυκόβρυση Γλυφάδας η Νένα μαγειρεύει με φρέσκα αυθεντικά υλικά από Έλληνες παραγωγούς και με βάση το ελαιόλαδο, επενδύοντας στην αξία του «σπιτικού» και ταυτόχρονα υγιεινού φαγητού.
Ένα elevated «σπιτικό» φαγητό που δεν λες ότι το βρίσκεις ακριβώς σε υπερ-προσφορά κατά μήκος της Αθηναϊκής Ριβιέρας. Με άλλα λόγια, κάτι τέτοιο σίγουρα μας έλειπε από το χάρτη. Για αυτό και το κάναμε «μεταγραφή» κατευθείαν από το Κολωνάκι. Εκεί που η Λυκόβρυση αποτελεί εδώ και αρκετές γενιές σταθερή επιλογή των πρωταγωνιστών της καλλιτεχνικής και πολιτικής σκηνής.
Μεταξύ των οποίων και του Διονύση Σαββόπουλου, ο οποίος έχει γράψει σχετικά: «Ο Γιώργος Κούνδουρος καθόταν επί χρόνια στη Λυκόβρυση με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, για να έχει την εποπτεία της πλατείας. Κάθε μέρα τρεις η ώρα έστριβε τα μουστάκια και έτρωγε μία μακαρόνια άσπρα, χωρίς σάλτσα. Αφού τον ήξερε ο Αποστόλης, το γκαρσόνι, και μόλις τον έβλεπε του πήγαινε τη μακαρονάδα. Μία φορά άλλαξε, λέει ‘Μπιφτέκι’. Του πάει το μπιφτέκι, περνάει εκείνη τη στιγμή ο κυρ- Γιάννης Τσαρούχης κι αφηρημένος δεν τον είδε. Του λέει ο Γιώργος ‘Τι έγινε, Γιάννη, δεν μας χαιρετάς τώρα;’, και εκείνος ετοιμόλογος: ‘Με συγχωρείς, δεν σε γνώρισα με το μπιφτέκι!’».
Όχι και άσχημα για ένα brand που ξεκίνησε το 1887, όταν μία ομάδα ευκατάστατων Αθηναίων αποφάσισε να δημιουργήσει απέναντι από το Παναθηναϊκό Στάδιο ένα πρότυπο γαλακτοκομείο ονόματι «Γλυκόβρυση» (έτσι ονομαζόταν μία από τις δύο πηγές νερού της ευρύτερης περιοχής). Το κατάστημα εξελίχθηκε σε Γαλακτοπωλείον – Ζαχαροπλαστείον, καθιερώθηκε ως «Λυκόβρυση» και μεταφέρθηκε το 1969, ως restaurant-cafe αυτή τη φορά, στην πλατεία Κολωνακίου, σε ένα εκλεκτικιστικό κτίριο της δεκαετίας του 1920 που πολύ του ταίριαζε. Υπάρχει, μάλιστα, σπάνιο σχέδιο του Μίνου Αργυράκη, όπου απεικονίζεται σε ένα τραπέζι ο Νίκος Γκάτσος, δίπλα του ο Δήμος Μούτσης και απέναντί του ο Μάνος Χατζιδάκις. Καλλιτέχνες, διανοούμενοι και πολιτικοί έκλειναν τα ραντεβού τους στη «Λυκόβρυση», απολαμβάνοντας τον καφέ τους και τα μοναδικά γλυκά του Λευτέρη του ζαχαροπλάστη.
Την ίδια διαδρομή, προφανώς όχι αιωνόβια, ακολούθησε και η ταλαντούχα Νένα Ισμυρνόγλου, με τη Σμυρναίικη καταγωγή των προγόνων της να περνά στα πιάτα της, που ευτυχώς προτίμησε την τέχνη της μαγειρικής από τα ραδιοηλεκτρονικά, τη μικρογλυπτική και την αργυροχρυσοχοΐα που αρχικά σπούδασε.
Μια μαγείρισσα πάντα στην πρώτη γραμμή της ψυχωμένης δημιουργικής ελληνικής κουζίνας, ήδη από την πρώτη της θητεία ως μαγείρισσα στην Οία, στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Και δεν σου απαριθμώ καν τις επόμενες στάσεις της, σε μισελενάτα εστιατόρια εντός και εκτός συνόρων.
Και τώρα που σου έδωσα όλες τις πληροφορίες προκειμένου να φλεξάρεις στην παρέα σου γιατί η κάθοδος του «Λυκόβρυση» στη Γλυφάδα είναι σημαντική, ας περάσουμε στην ουσία. Στη νοστιμιά και στο κλείσιμο του ματιού που κρύβει κάθε πιάτο του μενού.
Ανάμεσα στις signature συνταγές ξεχωρίζει η φρέσκια μαριναρισμένη σφυρίδα (μια αναπάντεχη όαση δροσιάς και λεπτεπίλεχτης κομψότητας), οι γαρίδες Θερμαϊκού με ταραμά και φρέσκα κρίταμα, η πολύχρωμη ζεστή παντζαροσαλάτα με κορινθιακή σταφίδα, οι φρέσκες ταλιατέλες με άγρια μανιτάρια εποχής, το πεϊνιρλί με στρατσιατέλα Μπέκα και βούτυρο με αυγοτάραχο, το στήθος κόκορα με πέστο βασιλικού, το αρνάκι στα κάρβουνα, το στριφτάρι με γαρίδες σαγανάκι και πολλά άλλα.
Αν και προσωπικά θα επέστρεφα μόνο και μόνο για να δοκιμάσω ξανά την -φαινομενικά απλή- χορτόπιτα και την ευφάνταστη και δροσερή βουβαλίσια μοτσαρέλα με ψητά κυδώνια και προσούτο. Εκείνα τα πιάτα που έχω ήδη κάνει bookmark.
Εννοείται πως η wine and spirit list είναι ακριβώς τόσο προσεγμένη όσο θα περίμενε κανείς. Με ετικέτες που θα ερωτευτείς από Ελλάδα και εξωτερικό. Αλλά και παλαιωμένη τσικουδιά να σου κάνει κέφι, πάλι εδώ θα καλυφθείς πλήρως.
Μην τολμήσεις να σηκωθείς από το τραπέζι χωρίς να ενδώσεις σε γλυκά με παράδοση όπως το παγωτό λουκούμι και το εκμέκ με σιροπιασμένο τσουρέκι-μαστίχα και κρέμα από φιστίκι Αιγίνης. Ένας γλυκός επίλογος που σε κάνει να σκέφτεσαι ήδη πότε θα ξανάρθεις στον προσεγμένο χώρο.
Δηλαδή ήδη το επόμενο πρωί, αφού Λυκόβρυση Γλυφάδας είναι από νωρίς για καφέ και πρωινό αξιώσεων με πολλές λαχταριστές παρασκευές με αυγά και γιαούρτια, γεμιστό τσουρέκι δικής τους παραγωγής και βιολογικά ελληνικά βότανα για το extra healthy touch.
Ραντεβού στη Λυκόβρυση. Όχι στα βόρεια (ένεκα της περιοχής). Όχι στο κέντρο (όπου βρίσκεται η ναυαρχίδα). Αλλά δίπλα στη θάλασσα. Εκεί δηλαδή που, τα επόμενα χρόνια, θα συμβαίνουν όλα τα ωραία και θαυμαστά.