Το αυθεντικό, πολίτικο τσουρέκι και η ιστορία του Maxim στη Νέα Σμύρνη
Αφιέρωμα: Πάσχα 2024Το κρυμμένο ζαχαροπλαστείο της Νέας Σμύρνης είναι ένας αυθεντικός θησαυρός από την Κωνσταντινούπολη – Μάθαμε την ιστορία του και δοκιμάσαμε το θρυλικό τσουρέκι του, για το οποίο μιλάει όλη η Αθήνα.
- 24/12/2022
- Κείμενο: Γεωργία Περιμένη
«Χωμένο» κυριολεκτικά σε ένα στενό της Νέας Σμύρνης, με μια μικρή ταμπέλα που γράφει ίσα ίσα το όνομά του, βρίσκεται από το 1983 το λιλιπούτειο, πολίτικο ζαχαροπλαστείο Maxim. Δεν χρειάζεται άλλωστε, ούτε μεγάλες ταμπέλες, ούτε ιδιαίτερες διαφημίσεις. Η φήμη του έχει εξαπλωθεί από στόμα σε στόμα και τα προϊόντα του είναι διαφήμιση από μόνα τους.
Περνώντας απ’ έξω, μπορεί να μην μπει καν μέσα στο οπτικό σου πεδίο, όμως γι’ αυτό υπάρχει η αίσθηση της όσφρησης και έξω από το Maxim, η μυρωδιά του φρέσκου βουτύρου σε καλεί σαν Σειρήνα να μπεις μέσα και να δοκιμάσεις τα καλούδια του. Έτσι κι έγινε.
Μπαίνοντας παρατηρώ αμέσως πως το μαγαζί αυτό είναι απόλυτα προσηλωμένο στον στόχο του, χωρίς περιττές «μοντερνιές». Μια βιτρίνα με αυθεντικά, πολίτικα γλυκά. Εδώ δεν θα βρεις ούτε ψωμί, ούτε αλμυρά αρτοποιήματα, ούτε καφέ. Είναι το γνήσιο, πολίτικο ζαχαροπλαστείο της γειτονιάς, με το ξακουστό τσουρέκι που κατέχει όλο το χρόνο εξέχουσα θέση, καθώς μονοπωλεί έναν ολόκληρο πάγκο.
Το πράσινο, κελυφωτό φιστίκι, που φτάνει από το Γκαζιαντέπ στο εργαστήρι του Maxim, ρέει άφθονο και θα το βρεις περίπου στο 50% των γλυκών – δική μου εκτίμηση, με βάση όσα είδα.
Maxim: Μια ιστορία με άρωμα Ανατολής
Όλα ξεκίνησαν από την Κωνσταντινούπολη και συγκεκριμένα από το σπίτι της Τασίας Δώριζα, η οποία πίσω στον χρόνο, σαν γνήσια Πολίτισσα, έφτιαχνε στο σπίτι της τα παραδοσιακά «χαλκαδάκια», που είναι πολίτικα, νηστίσιμα, στρογγυλά κουλουράκια σαν μικροί χαλκάδες, που στη ζύμη τους περιέχουν ελαιόλαδο και κρασί. Τα κουλουράκια γίνονταν ανάρπαστα, κι έτσι εκείνη και ο αδερφός της, Κώστας Αντωνιάδης, ο ιδιοκτήτης του σημερινού Maxim, είχαν την ιδέα να προτείνουν στον φούρνο της γειτονιάς τους να ξεκινήσει να τα πουλάει. Ο φούρνος βέβαια άρπαξε την ευκαιρία, και τα κουλουράκια της Τασίας έγιναν γνωστά παντού. Ήταν τόσο μεγάλη η απήχησή τους, που εκείνη άρχισε να φτιάχνει κι άλλα προϊόντα προς πώληση. Το «μικρόβιο» της ζαχαροπλαστικής ως επάγγελμα, είχε ήδη μπει στην οικογένεια.
Ο Κώστας Αντωνιάδης, αδερφός της Τασίας, δεν είχε καμία σχέση με τη ζαχαροπλαστική, ούτε σκεφτόταν ποτέ να γίνει ζαχαροπλάστης. Βέβαια, στην οικογένεια όλοι ασχολούνταν με τα «μαγειρέματα». Ο ίδιος βέβαια στην Πόλη είχε επιχείρηση με χημικά και χρώματα. Καμία σχέση δηλαδή.
Το 1983, βιώνοντας οικονομικές δυσκολίες αποφάσισε να έρθει με τη σύζυγο και την τότε τριών χρονών κόρη του στην Αθήνα. Η αδερφή του, Τασία, ήταν ήδη εδώ, όπως και η μητέρα του. Στη νέα πόλη πια, έπρεπε να κάνει μια νέα αρχή, με μόνο «όπλο» την ευχή της μητέρας του. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε το Maxim. «Ήρθαμε από την πόλη με τη σύζυγο και την κόρη μου χωρίς χρήματα, ούτε καν δικό μας σπίτι. Μέναμε έξι μήνες στη μητέρα μου, άλλους τόσους στην πεθερά μου, μετά νοικιάσαμε ένα σπίτι και μετά φτιάξαμε το δικό μας, κοντά στη Λεόντειο. Κάπου εκεί, ήρθε και η δημιουργία του μαγαζιού», μου εξηγεί ο ίδιος.
Σε επαφή με την ζαχαροπλαστική ήρθε στην ουσία σε σχετικά μεγάλη ηλικία, χάρη στον «δάσκαλό» του, για τον οποίο θα μπορούσε να μιλάει για ώρες. Άλλωστε θα δεις και τη φωτογραφία του σε πρώτο πλάνο, με το που μπεις στο μαγαζί. «Ήταν ο πρώτος ζαχαροπλάστης στην Κωνσταντινούπολη μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος έφερε στην Πόλη για πρώτη φορά τον espresso, τον cappuccino, το milkshake, το τοστ, το παγωτό και από το 1990, με είχε σαν παιδί του και μου έμαθε πάρα πολλά. Καθημερινά μου μάθαινε κάτι καινούργιο. Το μαγαζί του στην Κωνσταντινούπολη, ήταν ένα στενό πάνω από το δικό μας.
»Κάθε μεσημέρι εγώ πήγαινα εκεί και βοηθούσα. Έβαζα παγωτά, έπλενα και μάζευα ποτήρια. Εκεί μάθαινα και διάφορα μυστικά της ζαχαροπλαστικής. Το 1980, με πήρε μαζί του σε μια έκθεση ζαχαροπλαστικής στη Γερμανία, μια ευκαιρία που δεν θα είχα αλλιώς. Ακολούθησαν κι άλλες εκθέσεις σε όλο τον κόσμο. Εκεί αγόραζα διάφορα πράγματα που χρειάζονταν για τη δουλειά μου. Γνώριζα ανθρώπους και συνταγές και έπαιρνα νέες ιδέες», μου λέει ο κ. Κώστας.
Το τσουρέκι που ξέρει όλη η Αθήνα
Τσουρέκι, προφιτερόλ, καζάν ντιπί, είναι αυτά που «φεύγουν» περισσότερο από το Maxim, και αυτά για τα οποία έρχονται από όλη την Αθήνα, όπως μας λέει η κόρη του κ. Κώστα, Ελίνα.
«Το τσουρέκι αλλά και τη βασιλόπιτα – τσουρέκι, τα έχουμε όλο τον χρόνο, όχι μόνο το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα, και αυτό γιατί αφενός ο κόσμος τα ζητά συνεχώς, αφετέρου γιατί είμαστε ένα πολίτικο ζαχαροπλαστείο και οι Πολίτες τρώνε βασιλόπιτα όλον τον χρόνο για πρωινό».
Το μυστικό για το θρυλικό τσουρέκι είναι το χέρι, ο τρόπος με τον οποίο το πλάθεις και το φτιάχνεις, όπως εξομολογείται ο κ. Κώστας. Φυσικά τεράστια σημασία έχει η πρώτη ύλη, όπως για παράδειγμα το φρέσκο βούτυρο, το μαχλέπι και η μαστίχα. Τίποτα όμως δεν γίνεται χωρίς μεράκι και η οικογένεια που βρίσκεται πίσω από το Maxim φαίνεται να το έχει σε αφθονία. Φροντίζουν έτσι ώστε οι συνταγές τους να παραμένουν αναλλοίωτες στον χρόνο και αυτό είναι που αγαπούν και οι πιστοί ακόλουθοί τους.
«Ο μπαμπάς μου δουλεύει ακόμη 12ωρο και ακόμη και στα ρεπό του έρχεται στο μαγαζί. Το ίδιο και η θεία και νονά μου, η αδερφή του δηλαδή. Νομίζω κι αυτό έχει μεγάλη σημασία», μας λέει η Ελίνα.
Ο Κώστας Αντωνιάδης φτιάχνει το τσουρέκι αυτό εδώ και 35 χρόνια και η φήμη του έχει φτάσει σε κάθε άκρη της Αθήνας. Ειδικά τις γιορτινές ημέρες, ουρές σχηματίζονται για να προμηθευθούν το πολυπόθητο προϊόν. Οι θαυμαστές του υποστηρίζουν πως είναι το καλύτερο τσουρέκι που έχουν δοκιμάσει στη ζωή τους.
Με βάση τη δική μου δοκιμή και για να είμαι ειλικρινής, θα πω ότι είναι σίγουρα ένα από τα καλύτερα και νοστιμότερα. Αυτό που μπορώ να πω με απόλυτη σιγουριά είναι ότι θυμίζει το τσουρέκι της γιαγιάς, και ότι είναι πέρα για πέρα σπιτικό. Δεν θα σου θυμίσει το τσουρέκι που ξέρεις ότι ετοιμάζεται σε μεγάλη, μαζική παραγωγή. Αφράτο, μαστιχωτό, ζυμωμένο σε μεγάλες πλεξούδες, με αμύγδαλο φιλέ, με μια συνταγή που δεν έχει αλλάξει ποτέ και όπως φαίνεται, θα μείνει ίδια για πάντα. Και πάντα, όπως μου λένε οι άνθρωποι του Maxim, κόβεται με το χέρι. «Έτσι πρέπει».
Θα το βρεις και σε παραλλαγή με σοκολάτα, αλλά και με γέμιση από χειροποίητη πάστα πράσινου φιστικιού. Το απόλυτο τσουρέκι της Πόλης – και ίσως και της πόλης- , που δύσκολα θα βρεις αλλού.
Κάτι που αξίζει να σημειώσω για το τέλος: Ίσως το καλύτερο μπακλαβαδάκι που έχω δοκιμάσει στη ζωή μου. Με πράσινο φιστίκι και έντονη τη γεύση του βουτύρου, αξίζει πραγματικά να του δώσεις μια ευκαιρία για το γιορτινό τραπέζι και άσε τους άλλους να τρώνε μελομακάρονα και δίπλες.