Πώς η Νίκη και ο Αλέξανδρος κερδίζουν καθημερινά το στοίχημα του Casa di Carne

Η Νίκη και ο Άλεξ δεν είναι απλώς ένα ακόμη επιχειρηματικό δίδυμο, αλλά δύο άνθρωποι που έβαλαν ψυχή και γνώση στο Casa di Carne. Με εμπειρία, αφοσίωση και προσήλωση στο καλό κρέας, δημιούργησαν ένα σύγχρονο κρεοπωλείο που η γειτονιά της Άνω Γλυφάδας αγάπησε για όλους τους σωστούς λόγους.
- 03/04/2025
- Κείμενο: NouPou.gr
- Φωτογραφίες: Ιωάννα Μορφινού
Εκείνη εξοικειωμένη με το κρέας, ούσα από μικρή στην οικογενειακή επιχείρηση στο Άργος, «Δεν έπαιρνα χαρτζιλίκι, αν δεν πήγαινα Σαββατοκύριακο στο μαγαζί», μου λέει, και εκείνος εξοπλισμένος με την πειθαρχία και την υπομονή που σου χαρίζει ο αθλητισμός, ειδικά αν είσαι επαγγελματίας μπασκετμπολίστας. Είναι η Νίκη και ο Άλεξ, συνοδοιπόροι στη ζωή και στη δουλειά. Ένα δυναμικό ντουέτο που ένωσαν το πάθος και την όρεξή τους για κάτι διαφορετικό. Τo Casa di Carne στην Άνω Γλυφάδα είναι ένα σύγχρονο κρεοπωλείο που τιμά την παράδοση και προσφέρει κάθε λογής προϊόν για όλα τα γούστα και σε κάθε τιμή, με δύο όμως κοινά: την ποιότητα και τη γεύση – στοιχεία της επιτυχίας τους και δύο απαράβατες συνθήκες που δε θυσιάζονται. Ποια είναι όμως η ιστορία τους;
Ζούσαν στη Γλυφάδα και τη ζούσαν. Έβλεπαν ότι υπάρχει κενό στην αγορά και, γνωρίζοντας ότι έχουν καλή πρώτη ύλη αλλά και το know-how, αποφάσισαν να ανοίξουν το δικό τους μαγαζί, όπως ακριβώς το φαντάζονταν. Καρμικό θα έλεγε κανείς, καθώς εντελώς τυχαία έμαθαν ότι το για χρόνια άδειο μαγαζί που είχαν «βάλει στο μάτι», τελικά νοικιαζόταν. Το πήραν και ξεκίνησαν. Και έτσι, το μικρό -μεγάλο- όνειρό τους σιγά-σιγά άρχισε να γίνεται πραγματικότητα.
«Θέλαμε να κάνουμε κάτι ξεχωριστό. Να δώσουμε στον κόσμο καλό, ποιοτικό κρέας στις καλύτερες τιμές που μπορούμε να προσφέρουμε», μου λέει η Νίκη. Και πράγματι ήταν το κάτι διαφορετικό για τη γειτονιά, γιατί από τη μία υπήρχαν κάποια premium κρεοπωλεία και από την άλλη συνοικιακά που δεν είχαν ποικιλία στα προϊόντα τους. Δεν υπήρχε κάτι που να παντρεύει τα θετικά και των δύο. «Θέλαμε να συνδυάσουμε την ποιότητα και τη μεγάλη γκάμα των προϊόντων ενός premium κρεοπωλείου με την προσωπική επαφή με τη γειτονιά που έχουν τα συνοικιακά», μου εξηγεί ο Άλεξ. Και, όπως φαίνεται, τα κατάφεραν.
«Όταν ανοίξαμε, δεν έμπαινε ψυχή στο μαγαζί»
Σίγουρα έχεις ακούσει για το κάθε αρχή και δύσκολη. Στην περίπτωση της Νίκης και του Άλεξ το αντιμετώπισαν και με το παραπάνω, αν σκεφτείς ότι άνοιξαν το Casa Di Carne την πρώτη εβδομάδα της καραντίνας, το 2020. Την περίοδο που ο κόσμος προμηθευόταν τόνους τροφίμων και πρώτης ύλης και έβλεπες ατέλειωτες ουρές στα σουπερμάρκετ, μανάβικα και κρεοπωλεία. Όχι όμως στο δικό τους. «Όταν ο άλλος κάθεται σπίτι του και δεν ξέρει για πόσο, δεν δίνει εύκολα ψήφο εμπιστοσύνης σε ένα νέο μαγαζί. Είναι λογικό αν δεν ξέρει πώς θα πάνε τα πράγματα να πάει εκεί που ξέρει. Μας έλεγαν ότι είμαστε πολύ ωραίο μαγαζί και όταν τελείωνε όλο αυτό, θα μας επισκεφτούν», λέει η Νίκη. «Όταν ανοίξαμε, δεν έμπαινε ψυχή στο μαγαζί», συμπληρώνει ο Άλεξ. «Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για εμάς, πρωτόγνωρο για τη χώρα, πρωτόγνωρο για όλους. Από το άγχος μου, ανέπνεα σε σακούλα έξω από το μαγαζί», συνεχίζει η Νίκη.
Τα έξοδα ήταν τρελά και οι εισπράξεις μηδενικές. Το κρέας περίσσευε καθημερινά και προκειμένου να έχουν μονίμως φρέσκα προϊόντα, το μοίραζαν σε ανθρώπους και οικογένειες που το είχαν ανάγκη. «Για έναν χρόνο μπαίναμε μέσα φουλ. Απλώς το στηρίξαμε, το πιστέψαμε. Ξέραμε ότι κάτι κάνουμε καλά. Ξέραμε τι έχουμε, ξέραμε ποιοι είμαστε. Και δεν το παρατήσαμε», λέει ο Άλεξ. «Ήταν μία επένδυση όλα για όλα. Δουλεύαμε κι οι δύο από το πρωί μέχρι το βράδυ. Δεν υπήρχε κάποιο ημίμετρο. Έπρεπε να πετύχει. Ήταν αναγκαίο», μου εξηγεί η Νίκη.
Βέβαια η προσωπική δουλειά είναι κάτι που δεν έχει αλλάξει καθόλου έκτοτε. «Δεν έχει σταματήσει ποτέ να μας νοιάζει. Έχουμε πάθος με αυτό και θα προσπαθούμε πάντα για το καλύτερο. Ειδικά, ο Άλεξ δεν αφήνει τίποτα στην τύχη του. Ακόμη και όταν εισαγάγαμε ιαπωνικά κρέατα, πήγε στην Ιαπωνία για να εξασφαλίσει καλή σχέση ποιότητας-τιμής. Το ίδιο και με τα άλλα μέρη παραγωγής. Είναι κουραστικό για τον ίδιο, αλλά ανταμοιβή για τους πελάτες μας».
Η στήριξη της γειτονιάς και η δημιουργία community
Η σχέση πλέον με τους πελάτες του καταστήματος είναι μία μακρά σχέση εμπιστοσύνης που χτίστηκε από την αρχή. «Η γειτονιά μας μάς έχει στηρίξει πάρα πολύ. Όχι μόνο ο κόσμος της, αλλά και οι μαγαζάτορες. Απέναντι ο ψαράς απ’ όταν ανοίξαμε έπαιρνε τους πελάτες αγκαζέ για να τους φέρει σε εμάς. Και εμείς κάνουμε το ίδιο σε μαγαζιά που ανοίγουν τώρα. Ανταποδίδουμε το καλό που μας έκαναν». Την ίδια στήριξη λαμβάνουν και από τους πελάτες τους, οι οποίοι πλέον είναι σταθεροί και επιμένουν στην επιλογή κρεοπωλείου τους. «Δεν είναι ότι κάποιος έρχεται για μία φορά. Έρχονται και ξαναέρχονται. Συνέχεια μπαίνει καινούργιος κόσμος, αλλά υπάρχει ένας σταθερός κορμός που μας στηρίζει από την πρώτη μέρα. Υπάρχουν πελάτες που μας λένε ότι έχουν βρει το κρεοπωλείο τους και ότι δεν θα μας άλλαζαν με τίποτα». Η σχέση τους όμως, όπως και κάθε πετυχημένη σχέση, είναι αμφίδρομη. «Προσπαθούμε πάντα να τους ικανοποιήσουμε, να προσφέρουμε το καλύτερο. Να είναι σε τέτοιο επίπεδο η υπηρεσία που θα μείνει κάποιος ευχαριστημένος και θα ξαναέρθει», λέει ο Άλεξ. Κατά αυτόν τον τρόπο χτίζεται, λοιπόν, ένα δυναμικό community.
Βέβαια δεν είναι μόνο η γειτονιά που ψωνίζει από το Casa Di Carne, αλλά κόσμος από όλη την Αθήνα. «Έρχονται από Πειραιά μέχρι Μαρούσι και Κηφισιά. Μας ρωτούν συνέχεια γιατί δεν ανοίγουμε και βόρεια», κάτι που δεν είναι στα πλάνα τους. «Δεύτερο μαγαζί; Με τίποτα. Από τη στιγμή που επενδύουμε όλο τον χρόνο μας εδώ, δε θα μπορούσαμε να επενδύσουμε σε κάτι άλλο. Δε θέλουμε να ρισκάρουμε την ποιότητα για το οποιοδήποτε κέρδος», μου εξηγεί η Νίκη.
«Δεν έχουμε υπαλλήλους, αλλά συνεργάτες»
Οι άνθρωποί τους, για τη Νίκη και τον Άλεξ, δεν είναι μόνο οι πελάτες που ψωνίζουν και φεύγουν με γεμάτες σακούλες και ακόμη πιο γεμάτη διάθεση. Είναι και εκείνοι που καθημερινά προσπαθούν για το μαγαζί.
Το συγκρουσιακό δίπολο εργοδότης-εργαζόμενος και αυτή η άτυπη κόντρα μεταξύ τους είναι κάτι που έχουν καταρρίψει εξ αρχής. Θα κάνουν πλάκα με το προσωπικό, θα κάνουν παρέα εκτός του μαγαζιού, θα μιλήσουν για τα προσωπικά τους. Όπως μου λένε, το κλίμα είναι πολύ σημαντικό για αυτούς και προσλαμβάνουν κόσμο περισσότερο βάσει του χαρακτήρα του και όχι τόσο με τα skills. «Γιατί η δουλειά μαθαίνεται, λίγη θέληση και όρεξη να υπάρχει, δεν είναι πυρηνική φυσική».
Έτσι, λοιπόν, το Casa Di Carne στηρίζει καθημερινά 33 οικογένειες, όσοι και οι άνθρωποί του: Από το λογιστήριο, τη βιτρίνα, το ταμείο, την κοπέλα στα παρασκευάσματα, τον καθαριστή, τους οδηγούς και τόσους άλλους. Ανθρώπους που ξέρουν τα χούγια τους. Ανθρώπους δικούς τους. «Κοιτάμε να μην τους ρίχνουμε, πρώτα από όλα δίνοντάς τους καλά χρήματα. Ανεβαίνει η επιχείρηση, ανεβαίνουν και οι μισθοί. Δεν είμαστε μονοφαγάδες. Δεν έχουμε υπαλλήλους, αλλά συνεργάτες. Αναγνωρίζουμε ότι έχουν υποχρεώσεις, στόχους, όνειρα. Για να απαιτήσουμε να είναι οι άλλοι εντάξει απέναντί μας, πρέπει πρώτα να είμαστε εμείς. Όλο αυτό το έχουμε χτίσει πολύ καλά, θέλω να πιστεύω».
Τι θα βρεις (και θα γευτείς) στο Casa Di Carne
Εδώ, στο «σπίτι του κρέατος», σε αυτό το Kobe certified μαγαζί, θα βρεις ό,τι μπορείς να φανταστείς: μοσχάρι, χοιρινό, αρνάκι, κατσικάκι, πουλερικά, κυνήγια, χειροποίητα παρασκευάσματα βασισμένα σε ελληνικές συνταγές αλλά και μία μεγάλη ποικιλία σε premium ράτσες εισαγωγής, όπως Black Angus, Galicia, Iberico, Wagyu και φυσικά Kobe Ιαπωνίας. Θα βρεις κρέατα που ψάχνει η γιαγιά μας για να μαγειρέψει μία νοστιμιά στο κυριακάτικο τραπέζι, αλλά και αυτά που αναζητούν οι διεθνείς jet setters που οργανώνουν μεγάλες εκδηλώσεις στο σκάφος τους, που ακόμη και όταν ζητούν κροκόδειλο ή στρουθοκάμηλο, τους τα προσφέρουν. Best sellers, όμως, τα οποία χωρίς υπερβολή θα ψωνίσει ένας στους δύο πελάτες που μπαίνουν στο κατάστημα, είναι τα μπιφτέκια, που προτείνονται σε διάφορες παραλλαγές. Δύο είδη μοσχαριού, κοτόπουλο, γαλοπούλα, black angus, πρόβατο, wagyu, ωρίμανσης, κεφτεδάκια, σουτζουκάκια… Ακολουθούν τα steaks, για τα οποία μη διστάσεις να συμβουλευτείς τον Άλεξ. Είναι φανατικός ψήστης και θα σου δώσει κάθε πληροφορία και tip.
Στο Casa Di Carne, συνεργάζονται με εξαιρετικούς Έλληνες παραγωγούς, μάλιστα έχουν μία συγκεκριμένη φάρμα στα Τρίκαλα με μοσχάρια ελευθέρας βοσκής που δουλεύει αποκλειστικά για εκείνους, αλλά και ξένους προμηθευτές οι οποίοι τηρούν αυστηρές προδιαγραφές και διαθέτουν υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις, διασφαλίζοντας έτσι την υψηλότερη δυνατή ποιότητα των προϊόντων τους. «Είμαστε πάρα πολύ διάφανοι και πιστεύω ότι το εκτιμάει ο κόσμος πάρα πολύ», μου λέει ο Άλεξ. «Πραγματικά ό,τι συνταγή βγάζουμε, τη δοκιμάζουμε σπίτι και μετά τη βγάζουμε στη βιτρίνα. Δηλαδή δεν υπάρχει κάτι στο μαγαζί το οποίο δεν θα το έδινα στα παιδιά μας», προσθέτει η Νίκη, εξηγώντας μου πως ειδικά στην Άνω Γλυφάδα εξυπηρετούν πολλές οικογένειες με μικρά παιδιά, γι’ αυτό και γνωρίζουν τις ανάγκες τους, τις σέβονται και προσπαθούν να τις ικανοποιήσουν με τον καλύτερο τρόπο.
Οι premium υπηρεσίες
Στο Casa Di Carne προσφέρουν ακόμη premium υπηρεσίες που αφορούν yachting, catering και tailor-made παραγγελίες. Αναφορικά με το yachting, προσφέρουν άμεση εξυπηρέτηση και ολοκληρωμένο εξοπλισμό για το σκάφος του εκάστοτε πελάτη, με κρέατα, κρεατοσκευάσματα και ειδικές κοπές. Εξασφαλίζουν επίσης υπηρεσίες μεριδοποίησης και συσκευασίας vacuum για τη μέγιστη διατήρηση και διάρκεια ζωής των προϊόντων τους. Ειδικές παραγγελίες είναι δεκτές και οι παραδόσεις γίνονται σε οποιοδήποτε λιμάνι εντός Λεκανοπεδίου Αττικής και στην Αργολίδα. Σημειώνεται ότι παρά τις ειδικές προτιμήσεις των πελατών, παραμένουν πιστοί στη φιλοσοφία των συνταγών τους. Δεν προχωρούν σε προσαρμογές που δεν έχουν δοκιμάσει και εμπιστευτεί, γιατί θέλουν να είναι σίγουροι πως ό,τι προσφέρουν θα ικανοποιήσει πλήρως όσους το γευτούν. Σκοπός τους είναι να παρέχουν πάντα προϊόντα που αγαπούν και υποστηρίζουν με υπερηφάνεια, εξασφαλίζοντας την καλύτερη γεύση για κάθε περίσταση και ανάγκη.
Τι σημαίνει 360 εμπειρία σε ένα κρεοπωλείο
Τι κάνει όμως τόσο πετυχημένο το Casa Di Carne, εκτός από το καλό κρέας του και την πληθώρα επιλογών; Η 360 εμπειρία που προσφέρει σε όποιον το επισκέπτεται – και σε όποιον εργάζεται σε αυτό.
Όλα ξεκινούν από την πρώτη εικόνα: Η βιτρίνα είναι καλοστημένη, οι άνθρωποι που εργάζονται φορούν όμορφες και καθαρές στολές και τα πάντα είναι περιποιημένα. «Όταν μπαίνεις μέσα σ’ ένα μαγαζί, πρέπει να λειτουργούν όλες σου οι αισθήσεις. Η βιτρίνα, τα χρώματα, η αισθητική, η μουσική, η μυρωδιά πρέπει να σε ελκύουν και τέλος η γεύση που φτάνει στο τραπέζι σου να είναι αντιπροσωπευτική. Πρέπει να βγαίνεις απ’ το μαγαζί με χαμόγελο. Θέλουμε το Casa di Carne να είναι μια εμπειρία, όχι ένα ακόμη χασάπικο», λέει ο Άλεξ. «Δεν είναι απλά ψώνια, είναι μία διέξοδος. Θες να αποσυμφορηθείς και να ξεχαστείς. Είναι πρώτα δικό μας βίτσιο, γιατί περνάμε περισσότερο χρόνο απ΄ ότι στο σπίτι μας και θέλουμε να περνάμε καλά. Δε θέλω να περνάω ώρες σε ένα περιβάλλον που δε μου αρέσει η μουσική που παίζει ή που μου μυρίζει κάτι δυσάρεστο. Θέλω να σκέφτομαι ότι θα βάλω τα ωραία μου τα ρούχα και θα πάω να δουλέψω. Αυτό το έχουν υιοθετήσει και όσοι εργάζονται στο Casa Di Carna. Σκέψου, ότι το Σάββατο που γίνεται πανικός και δεν μπορούμε να είμαστε ακριβώς έτσι όπως θέλουμε, τσαντιζόμαστε».
Παράλληλα, το Casa Di Carne δεν είναι το απρόσωπο κρεοπωλείο “σούπερμαρκετ” – το γνωστό ήρθα, μπήκα, ψώνισα και έφυγα. Εδώ ακούγονται καλημέρες, ευχές, συνταγές. «Ακόμη κι εγώ μπορεί να ρωτήσω έναν πελάτη τι θα φάει σήμερα για να πάρω μια ιδέα για το τι θα μαγειρέψω», λέει η Νίκη. Αυτός είναι και ο λόγος που παρότι πρόκειται για ένα σύγχρονο κρεοπωλείο με ακόμη πιο σύγχρονες υπηρεσίες, δεν θέλουν να στοχεύσουν σε κάτι απρόσωπο όπως μπορεί να θεωρηθεί το delivery. «Θέλουμε να έρθει ο πελάτης, να τον γνωρίσουμε και να πιάσουμε κουβέντα. Δε θέλουμε την απρόσωπη προετοιμασία προϊόντων, θέλουμε την προσωπική επαφή. Είμαστε παραδοσιακοί σε αυτό».
Το μέλλον των premium κρεοπωλείων
Η Νίκη και ο Άλεξ θεωρούν ότι τα premium κρεοπωλεία δεν πρέπει να στηρίζονται αποκλειστικά στα δυσεύρετα και ακριβά προϊόντα. Η βάση ενός κρεοπωλείου πρέπει να είναι η καλή ποιότητα στα καθημερινά προϊόντα, όπως το μοσχάρι για κοκκινιστό ή το κοτόπουλο για ψήσιμο στον φούρνο. «Όσα λεφτά και αν έχεις, δε θα φας κάθε μέρα rib eye, θα προτιμήσεις τα μακαρόνια με κιμά». Το Casa Di Carne, λοιπόν, φιλοδοξεί να καλύψει όλο το εύρος των αναγκών του πελάτη, από τα premium προϊόντα μέχρι τα καθημερινά, με την ίδια ποιότητα και φροντίδα.
Στο μέλλον, κατά τη γνώμη τους, ανήκει και η τυποποίηση. Όπως εξηγούν το τυποποιημένο προϊόν δεν είναι απαραίτητα κακό, τουναντίον, καθώς όταν τυποποιείται, η επιχείρηση είναι υποχρεωμένη να αναγράφει σημαντικές πληροφορίες, όπως την ημερομηνία παραγωγής και λήξης, προσφέροντας έτσι μεγαλύτερη διαφάνεια στον πελάτη. Αντίθετα, όταν το προϊόν πωλείται χύμα, ο πελάτης βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στον λόγο του παραγωγού. Το Casa Di Carne είναι υπέρ της τυποποίησης, αρκεί αυτή να γίνεται εσωτερικά, με υψηλά πρότυπα ποιότητας.
Φεύγοντας, εκτός από φιλέματα, πήρα μαζί μου και αυτό: ότι η γειτονιά στήριξε το Casa di Carne, και το Casa di Carne στηρίζει τη γειτονιά. Αυτή η αμφίδρομη σχέση εμπιστοσύνης είναι τελικά και το μεγαλύτερο μυστικό της επιτυχίας τους.