Αυτή είναι η μοναδική υπόγεια ταβέρνα στα νότια προάστια
Με τη διακόσμηση αυθεντικής ταβέρνας, με τα ξύλινα παλιά βαρέλια και τα καρό τραπεζομάντηλα, την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του υπογείου και τις παραδοσιακές συνταγές, η Ραμόνα στην Καλλιθέα έχει μια γοητεία που σε κερδίζει με το που περάσεις το κατώφλι της.
- 03/05/2023
- Κείμενο: Μάρω Σενετάκη
Πόσες υπόγειες ταβέρνες γνωρίζεις στα νότια προάστια; Μην σπαζοκεφαλιάζεις άδικα, δεν υπάρχουν πολλές. Βασικά είναι μία και θα την βρεις στην Καλλιθέα. Ο λόγος για την Ραμόνα, που για περισσότερα από 50 χρόνια τώρα γράφει την δική της ιστορία, με θαμώνες που ορκίζονται στα μαγειρευτά, τα ψητά και τους μεζέδες της, αλλά και σε αυτή την μοναδική, underground (κυριολεκτικά) ατμόσφαιρα.
Στους πιστούς πελάτες, η ιστορία της είναι λίγο – πολύ γνωστή, αλλά για εσένα που ίσως δεν έχει τύχει να την επισκεφθείς μέχρι σήμερα, να σου πω ότι άνοιξε για πρώτη φορά το 1968 από τον Χρήστο Κασκαβέλη, σε ένα μικρό υπόγειο στη γωνία Αγίων Πάντων και Εσπερίδων στην Καλλιθέα, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, το 1974, μετακόμισαν λίγα στενά παρακάτω, στην οδό Μίνωος, πάλι σε υπόγειο, δημιουργώντας μία αυθεντική ταβέρνα που έγινε στέκι για ρεμπέτες, καλλιτέχνες και καλοφαγάδες της εποχής. Όσο για το όνομα, δεν έχει σχέση με την οικογένεια, αλλά εικάζεται ότι προέκυψε από ένα παλιό τραγούδι. Εδώ και τέσσερις δεκαετίες πάλι, την επιχείρηση έχουν αναλάβει τα παιδιά του κυρίου Χρήστου, η κυρία Μαρία στην σάλα και ο κύριος Δημήτρης με την σύζυγό του Άννα στην κουζίνα, καθώς και τα δικά τους παιδιά, που συνεχίζουν την οικογενειακή παράδοση.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Η δημοσίευση κοινοποιήθηκε από το χρήστη Ραμόνα Καλλιθέα απο το 1968 (@taverna.ramona)
Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που θα σε γοητεύσει εδώ; Η ατμόσφαιρα του μαγαζιού, γιατί αν αγαπάς τις ταβέρνες δεν μπορείς να μην εκτιμήσεις ένα καθαρόαιμο κουτούκι. Κατεβαίνεις λίγα σκαλιά και βρίσκεσαι μέσα σε μία ταβέρνα που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από παλιά ελληνική ταινία, με τα ξύλινα, παλιά βαρέλια πάνω από τα τραπέζια και τα καραφάκια παραταγμένα μπροστά τους, τα τραπέζια με τα καρό τραπεζομάντηλα και οι ξύλινες καρέκλες. Και όλη αυτή η ζεστή ατμόσφαιρα που σου βγάζει, σαν να βρίσκεσαι σε κάποιο «κρυφό» στέκι, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα του κόσμου που θα περνάει απ’ έξω. Δεν μπορείς να πεις, όλα αυτό βγάζει μια γοητεία.
Αφού σε καλωσορίσουν εγκάρδια λοιπόν και βρεις την θέση σου στα τραπέζια, η πρώτη τους ερώτηση είναι τι θα πιείς. Όσο και αν σου αρέσει η μπίρα, δείξε λίγο «σεβασμό» στο σκηνικό και πάρε κρασί -εννοείται είναι χύμα και μετά κοίτα πολλές φορές το μενού μέχρι να καταλήξεις. Αναπόφευκτο αυτό, αφού έχουν λίγο από όλα: ωραίους μεζέδες για αρχή, καλά ψητά, αλλά και ωραία μαγειρευτά.
Θα σου πρότεινα να ξεκινήσεις με μερακλήδικο παστουρμαλί, μελιτζάνα στον φούρνο με φέτα και τα αφράτα κεφτεδάκια τους, που είναι αναμφίβολα το must try του μενού. Σίγουρα μία σαλάτα, έτσι για την δροσιά και όσο ζεσταίνει ο καιρός η χωριάτικη μοιάζει η πιο κλασική επιλογή.
Περνώντας από τα μαγειρευτά του μενού, που δεν γίνεται με τίποτα να προσπεράσεις, θα σου έλεγα να δοκιμάσεις μπεκρή μεζέ που τραβιέται με το κρασί και κόκορα κοκκινιστό με μακαρόνια. Η παρέα δοκίμασε και σαλιγκάρια που είπαν ότι είναι πολύ καλά -προσωπικά δεν είμαι φίλη, οπότε το συγκεκριμένο το προσπέρασα, αλλά αν σου αρέσουν, δώσε τους μια ευκαιρία. Αν ο καιρός ήταν πιο κρύος, θα σου πρότεινα και σούπα -φτιάχνουν ωραία σούπα με μοσχάρι-, κράτα το ωστόσο σημείωση για τον χειμώνα.
Τέλος, δεν γίνεται να πας στην Ραμόνα και να μην πάρεις ψητό κρέας. Η μοσχαρίσια μπριζόλα είναι εγγύηση όπως και τα αρνίσια παϊδάκια, αμφότερα σωστά ψημένα, να μένουν ζουμερά.
Σημείωσε ότι η Ραμόνα δεν είναι ανοιχτή όλο τον χρόνο, για την ακρίβεια από τα μέσα Ιουνίου και μέχρι τα μέσα Σεπτεμβρίου περίπου, παραμένει κλειστή. «Μαζί με τα σχολεία κλείνουμε και εμείς», μου λέει η κ. Μαρία, εξηγώντας ότι καθώς είναι ένα υπόγειο κουτούκι ο κόσμος δεν θα μπορούσε να το επισκέπτεται με άνεση τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες. «Πρέπει να ξεκουραζόμαστε και εμείς βέβαια, γιατί το τρέχουμε οι ίδιοι όλο τον υπόλοιπο χρόνο, είναι οικογενειακή επιχείρηση», συμπληρώνει. Αν θέλεις λοιπόν, να πάρεις άμεσα μια γεύση από τις σπεσιαλιτέ τους θα πρέπει να προγραμματίσεις την έξοδο σου μέχρι το πρώτο 10ήμερο του Ιουνίου, αλλιώς από τα τέλη Σεπτεμβρίου ξανά.