Ένα μεσημέρι για μεζέ, ούζο και κουβέντα στο Υπερωκεάνειον στον Πειραιά
Αφιέρωμα: ΠειραιάςΦρέσκα θαλασσινά, μεζέδες που γίνονται ανάρπαστοι, διακόσμηση που έχει ξεπηδήσει από κάποιο καφενείο σε παλιά ελληνική ταινία και αέρας λιμανιού. Το Υπερωκεάνειον είναι η Πειραιώτικη ψαροταβέρνα που αγαπάει όλη η Αθήνα.
- 23/06/2022
- Κείμενο: Γεωργία Περιμένη
- Φωτογραφίες: Ζήσιμος Ζήζος
Είσαι στο λιμάνι του Πειραιά, στην περιοχή του Χατζηκυριάκειου. Παίρνεις προς τα πάνω την οδό Μαρίας Χατζηκυριακού (από τη λεωφόρο Χατζηκυριακού προς την Ακτή Μιαούλη) και πέφτεις πάνω στο «Υπερωκεάνειον». Θα μυρίσεις απ’ έξω το φρέσκο ψάρι και τα θαλασσινά και δεν θα αντισταθείς στο να ανοίξεις τη διάφανη πόρτα από μουσαμά που υπάρχει στον εξωτερικό χώρο του, για να μπεις μέσα. Με το που προχωρήσεις για να μπεις στον μικρό εσωτερικό χώρο, νιώθεις ότι πίσω από το γυάλινο ψυγείο θα εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά σου ο Χατζηχρήστος γιατί παίζετε στον «Μπακαλόγατο».
Αφού περάσουν 2-3 δευτερόλεπτα συνειδητοποιείς ότι τελικά ο Χατζηχρήστος δεν θα έρθει να σε καλωσορίσει γιατί δεν παίζειις σε ταινία, αλλά βρίσεσαι σε μια ταβέρνα στη γειτονιά του Πειραιά το 2022. Το Υπερωκεάνειον πήρε το όνομά του από την ιστορία του μέρους, καθώς λίγα βήματα πιο κάτω, από αυτό το σημείο του λιμανιού, έφευγαν τα πρώτα υπερωκεάνια με Έλληνες μετανάστες πριν από περίπου 120 χρόνια. Το πρώτο πλοίο ήταν το «Αθήναι», που έφευγε για Αμερική.
Η ιδιαίτερη διακόσμηση του μαγαζιού που περιλαμβάνει κάδρα με αφίσες υπερωκεανίων, κονσέρβες και τενεκεδάκια από προϊόντα παλιάς εποχής, ελληνικά σημαιάκια να κρέμονται, μια παλιά ζυγαριά και το παλιό γυάλινο ψυγείο- σήμα κατατεθέν-, είναι αποτέλεσμα της συλλογής παλιών τέτοιων αντικειμένων που έχει καταφέρει να φτιάξει, ξεκινώντας από τη δεκαετία του ’80, ο ιδιοκτήτης, Ανδρέας Καντσός, ένας πρώην ναυτικός που έχει γυρίσει σχεδόν όλο τον κόσμο. «Η συλλογή δεν εξαντλείται εδώ. Έχω μια αποθήκη γεμάτη με τέτοια πράγματα. Θα μπορούσα να φτιάξω ακόμη και μουσείο. Μου αρέσει ο χώρος του μαγαζιού μου να είναι αυθεντικός, να έχει παλιά στοιχεία της Ελλάδας και τελικά να είναι ένα μέρος που αποτυπώνει με τον δικό του τρόπο την ιστορία της», μου εξηγεί ο ίδιος ενώ παράλληλα στο τραπέζι μου προσγειώνεται ένα πιάτο με σπιτικό σιμιγδαλένιο χαλβά, για το καλωσόρισμα.
Το μαγαζί είναι ξεκάθαρα αυτό που λέμε το γνήσιο Πειραιώτικο, του λιμανιού, και αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο, αφού ο Ανδρέας Καντσός μεγάλωσε στον Πειραιά και κατάγεται από την Κίμωλο. Οι παππούδες και οι γονείς του ψάρευαν, ενίοτε βοηθούσε κι εκείνος, οπότε, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, δεν θα άλλαζε ποτέ τη θάλασσα, για να μείνει κάπου αλλού. Όλα αυτά τα βιώματα, σε συνδυασμό με την εμπειρία που είχε στην εστίαση αφότου σταμάτησε τα επαγγελματικά ταξίδια με τα πλοία, αλλά και η «τρέλα» του να μαζεύει παλιά αντικείμενα, συνετέλεσαν στην απόφασή του να ανοίξει το Υπερωκεάνειο.
Το μαγαζί, παρότι μοιάζει αρκετά παλιό λόγω της διακόσμησής του, δημιουργήθηκε το 2010. Προηγουμένως, ήταν παλιό καφενείο και στη συνέχεια αποθήκη ναυτιλιακών ειδών. Στη συνέχεια, πέρασε στην ιδιοκτησία του κ. Καντσού, ο οποίος το χρησιμοποίησε επίσης σαν αποθήκη, μέχρι να το μετατρέψει σε αυτή την ταβέρνα. Από τότε, λόγω του χαρακτήρα αλλά όπως διαπίστωσα αργότερα και του φαγητού του, έγινε ξακουστό σε όλο τον Πειραιά και όχι μόνο. Κόσμος από την περιοχή αλλά και από κάθε άκρη της Αθήνας συρρέει για ξέγνοιαστες στιγμές με ούζο, θαλασσινούς και άλλους μεζέδες αλλά και φρέσκο ψάρι. Οικογένειες, ζευγάρια, παρέες, όλοι βρίσκουν τη θέση τους εκεί, από το μεσημέρι μέχρι και το βράδυ, σαν να τρώνε μετά το μπάνιο τους το καλοκαίρι στο νησί. Το Υπερωκεάνειον αποτελεί μάλιστα πόλο έλξης για ανθρώπους που δουλεύουν σε κρουαζιερόπλοια και αφού πιάσουν λιμάνι το επιλέγουν για το φαγητό τους αλλά και κόσμο από τα γραφεία που βρίσκονται τριγύρω. «Το μαγαζί είναι κλασικό και αυτό είναι στην ουσία που αγαπά ο κόσμος».
Η κουζίνα είναι έντονα επηρεασμένη από το νησιωτικό στοιχείο, όπως και όλη η αισθητική του μαγαζιού, που έχει κάτι από τις αναμνήσεις του κ. Καντσού στην Κίμωλο. Θα βρεις τους κλασικούς μεζέδες που συνοδεύουν το ούζο ή το τσίπουρο σε ένα καφενείο: σαρδέλες, γαύρο μαρινάτο, φάβα, μελιτζανοσαλάτα, κολοκυθάκια τηγανητά, ντολμαδάκια γιαλαντζί και πολλά ακόμη. Εκτός από αυτά όμως, στο Υπερωκεάνειον φτιάχνουν και πιάτα πιο «εστιατοριακά», με βασικό πυλώνα τη θάλασσα και φρέσκα υλικά που μπαίνουν στην κουζίνα απευθείας από την ιχθυόσκαλα, όπως κριθαράκι με θαλασσινά, σουπιές, φιλέτο τόνου ψητό, ριζότο με μελάνι σουπιάς, γαριδομακαρονάδα και φυσικά φρέσκα ψάρια ψητά, όπως το λαυράκι. Τον χειμώνα ετοιμάζουν την παραδοσιακή ψαρόσουπα, ενώ επειδή το «αίμα» από την Κίμωλο νερό δεν γίνεται, το καλοκαίρι θα έχεις την ευκαιρία να δοκιμάσεις και την πατροπαράδοτη λαδένια Κιμώλου, μια ψημένη ζύμη με ντομάτα, κρεμμύδι, σκόρδο και ρίγανη, που μοιάζει κάπως με πίτσα. Για κακή μου τύχη, δεν τη βρήκα τη μέρα που πήγα στο μαγαζί.
Στο τραπέζι έφτασαν ωστόσο φρέσκο χωριάτικο ψωμί- απαραίτητο για τις επερχόμενες «βουτιές» στα διάφορα ζουμάκια που δεν πρέπει να αφήσεις ανεκμετάλλευτα- και λαχταριστοί μεζέδες, ενώ αξίζει να σταθώ στα τηγανητά καλαμαράκια που ήρθαν σε μια γενναία ποσότητα- ένα «βουναλάκι» από καλαμαράκια που θέλεις να «χαλάσεις» αμέσως, αφού πρώτα στύψεις βέβαια καλά καλά το λεμόνι από πάνω τους.
Το γευστικό ταξίδι έκλεισε με άρωμα ανατολίτικο: Αφού το γεύμα άνοιξε με γλυκό (σιμιγδαλένιος χαλβάς) έπρεπε για κάποιο λόγο να κλείσει και με γλυκό (νέα συνήθεια, την υιοθετώ). Ο λόγος για τον πολίτικο ντοντουρμά με κανταϊφι και σιρόπι, με τα υλικά να είναι όλα σπιτικά και να σερβίρονται σε ένα ποτηράκι. «Πρέπει να φτάσεις το κουτάλι μέχρι κάτω κάτω, για να έχει η μπουκιά σου όλα τα υλικά», μου είπε ο κ. Καντσός και είχε δίκιο. Παγωτό που μοιάζει με μαστίχα αλλά έχει ακόμη πιο μεστή γεύση, ανάλαφρο σιρόπι που δένει τέλεια με το κανταϊφι, απλά μοναδικό, ήρθε να κλείσει το γεύμα με τη δροσιά που χρειαζόμουν.
Έφυγα χορτάτη και ικανοποιημένη, όχι μόνο από το φαγητό, αλλά από τη συνολική εμπειρία, ενώ με το που βγήκα από την πόρτα και στη συνέχεια περπάτησα στη γειτονιά πλάι στο λιμάνι, ονειρεύτηκα τα επόμενα ταξίδια σε αγαπημένα νησιά. Και ίσως πια να μπήκε και η Κίμωλος στη λίστα μου.