Ο Μάνος Μανουσέλης αγαπά το μπάσκετ όσο λίγοι σε αυτή τη ζωή
Ο φίλαθλος, ο ρεπόρτερ, ο άνθρωπος Μάνος Μανουσέλης σε μία εκ βαθέων συνέντευξη για το μπάσκετ και το ποδόσφαιρο στη ζωή του αλλά και τα χρόνια του στον Πρωτέα Βούλας.
- 11/01/2017
- Κείμενο: NouPou.gr
Απ’ όταν θυμάται τον εαυτό του, δεν έκανε ποτέ μόνο ένα πράγμα. Του άρεσε να μοιράζει το χρόνο του σε ό,τι τον ενδιέφερε, σε όσα τον “γέμιζαν” και έφτασε στο σημείο να νιώθει πως 24 ώρες δεν είναι αρκετές. Η κοινή συνισταμένη για όσα έκανε ποτέ ο Μάνος Μανουσέλης ήταν και παραμένει το μπάσκετ. Ο υπεύθυνος ακαδημιών και κόουτς της ανδρικής ομάδας του Πρωτέα Βούλας μοιράστηκε με το “Nou Pou” την ιστορία της ζωής του που αφορά τις ιδιότητες του ως παίκτη του μπάσκετ, προπονητή, δημοσιογράφου, συζύγου, πατέρα και από το 2011 υπεύθυνου ενός project που έχει ως προτεραιότητα “να μάθουν τα παιδιά να αγαπούν το σπορ”.
“Οτιδήποτε άλλο, κόστιζε”
Μεγάλωσε στα Πετράλωνα. Έδρα της ομάδας που λέγεται “Εστία Φιλίας”, με έτος ίδρυσης το 1964. Δηλαδή, της πρώτης και της μόνης ομάδας που έπαιξε ποτέ μπάσκετ, σε μια εποχή (το 1977) που δεν θα έλεγες ότι η καλαθοσφαίριση ήταν δημοφιλές σπορ. Πώς υπέπεσε λοιπόν, στην αντίληψη του; “Οτιδήποτε άλλο κόστιζε, οπότε δεν υπήρχε ως δυνατότητα. Τότε λοιπόν, είχαμε πάει όλη η παρέα από την γειτονιά στην Εστία Φιλίας, που ήταν η ομάδα της περιοχής. Ήμασταν 12 χρόνων. Η αλήθεια είναι ότι αν δεν ήσουν στην ομάδα, δεν έπαιζες. Οι προπονήσεις γίνονταν τα απογεύματα. Ως εκ τούτου, για να είσαι σίγουρος πως θα παίξεις, ήσουν στην ομάδα, δηλαδή στις προπονήσεις. Περνούσαμε όμως, ωραία” και για αυτό όλοι επέστρεφαν κάθε μέρα στο γήπεδο.
“Η Εστία Φιλίας ήταν παρέα, ακόμα είμαστε φίλοι με τα παιδιά που παίζαμε τότε”
Γιατί δεν έπαιξε ποδόσφαιρο, όπως όλα τα αγοράκια; “Η αλήθεια είναι πως επειδή ήμουν πάντα… λίγο εύσωμος, χοντρούλης δηλαδή, μάλλον δεν μπορούσα να παίξω ποδόσφαιρο. Δηλαδή, μάλλον με περνούσαν όλοι (γελάει). Στο μπάσκετ, καθόμουν ακίνητος και όλο και σταματούσα κάποιον που προσπαθούσε να περάσει από δίπλα μου. Θα έλεγα λοιπόν, ότι ήμουν πιο χρήσιμος! Μετά, έμαθα και λίγο να παίζω. Μου άρεσε. Ήταν παιχνίδι που μου ταίριαζε, που έπρεπε να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει για να τα καταφέρεις. Ομολογώ δε, πως το κύριο κίνητρο, αυτά τα πρώτα χρόνια, ήταν ότι περνούσαμε ωραία με την παρέα”.
Διευκρινίζει ότι η Εστία τότε, ήταν φοβερή ιστορία, ως ατμόσφαιρα και ως ομάδα. “Ήταν παρέα. Έπαιξα εκεί 22 χρόνια -έως το 1998- και τα μοναδικά χρήματα που έχω πάρει, ήταν σε σουβλάκια δυο, τρεις φορές. “Φάγαμε” τα πόδια μας, τα χέρια μας, κουβαλάω πολλά κουσούρια στο σώμα μου από εκείνα τα χρόνια, αλλά περνούσαμε ωραία. Με τα παιδιά που παίζαμε τότε, είμαστε ακόμα φίλοι”.
Από το “το μπάσκετ προκαλούσε το μυαλό του να δουλέψει”, να υποθέσω ότι το αγαπημένο του μάθημα ήταν τα μαθηματικά; “Καλός μαθητής ήμουν στο σχολείο. Μάλλον… ήμουν λίγο καλύτερος από τους άλλους. Η αλήθεια είναι πως όλοι ήμασταν μέτριοι. Πέρασα στο Πανεπιστήμιο, αλλά προέκυψε η δημοσιογραφία οπότε…”.
“Η δημοσιογραφία ήταν από την αρχή “αρρώστια”
Μια στιγμή, για να μη χαθούμε. Ενόσω παίζει μπάσκετ και θεωρεί πως έχει βρει ένα χόμπι που τον κάνει ευτυχισμένο (επ’ ουδενί μπορεί να σκεφτεί ότι αυτό θα γίνει το επάγγελμα του -σε μια εποχή που όλα τα παιδιά έπρεπε να γίνουν επιστήμονες), είναι μαθητής στις τελευταίες τάξεις του λυκείου, δίνει εξετάσεις και μπαίνει στο Οικονομικό της Νομικής. Η δημοσιογραφία πώς εμφανίστηκε στη ζωή του και στην κουβέντα μας;
“Η μητέρα μου και ο πατέρας μου δεν με είδαν ποτέ να παίζω σε αγώνα. Δεν ήλθαν ποτέ στο γήπεδο. Ποτέ. Διαφωνούσαν που έχανα χρόνο στο μπάσκετ. Από τη στιγμή όμως, που ήμουν καλός στα μαθήματα και μπήκα στο Πανεπιστήμιο, δεν μπορούσαν να πουν κάτι. Επίσης, δούλευα από 18 χρόνων ως κλητήρας σε μεγάλη εταιρία. Βλέπεις, στις πρώτες εξετάσεις πέρασα στο Οικονομικό της Θεσσαλονίκης και δεν υπήρχαν χρήματα για να μπορώ να φοιτήσω εκεί, για αυτό και “έπιασα” δουλειά. Παράλληλα με τη δουλειά, διάβαζα, έδωσα δεύτερη φορά και πέρασα στην Αθήνα. Έκανα όμως, και κάτι ακόμα. Διάβαζα εφημερίδες και είχα διαπιστώσει ότι θα με ενδιέφερε να γράφω για το άθλημα που λάτρευα. Είχα πάει λοιπόν, από μόνος μου στον -διακεκριμένο δημοσιογράφο- Τάκη Ευσταθίου και με άφησε να γράφω στα “Νέα του μπάσκετ”, ένα περιοδικό που κυκλοφορούσε τότε μια φορά το μήνα. Τι έγραφα; Γ’ ΕΣΚΑ γυναικών. Αργότερα, ο Τάκης με πήρε μαζί του στην “Αθλητική Ηχώ”, ώσπου το 1983 προέκυψε το… ρεύμα του “Φίλαθλου”. Εκεί μπορούσα να γράφω περισσότερα, να δουλεύω περισσότερο και αυτό που έκανα ήταν να δουλεύω το πρωί και το μεσημέρι να πηγαίνω στο “Φίλαθλο”.
Όχι. Δεν σταμάτησε να παίζει μπάσκετ (φευ). Η Εστία Φιλίας συνέχισε να αφορά ημερήσιο πρόγραμμα του. “Στην αρχή στο “Φίλαθλο” που είχε μια σελίδα μπάσκετ -γεγονός μεγάλο για την εποχή-, με υπόδειξη του συχωρεμένου, του Γιάννη Μαυροειδάκου έγραφα ποδόσφαιρο και για την ακρίβεια το ρεπορτάζ του Απόλλωνα Αθηνών”. Αγγαρεία; “Κάθε άλλο. Ήταν δημοσιογραφική δουλειά και μου άρεσε. Από νωρίς κατάλαβα ότι η δημοσιογραφία είναι για εμένα “αρρώστια”. Μου άρεσε πολύ, έγραφα και καλά. Έλεγες πριν για τα μαθηματικά. Μολονότι ναι, αυτά μου άρεσαν περισσότερο, ήμουν καλός και στο γράψιμο. Δηλαδή, στο Οικονομικό πέρασα, γράφοντας 19.5 στην έκθεση”.
Ίσως να μπερδεύτηκες λίγο. Δεν είσαι ο μόνος. Τελικά, τι ήθελε να γίνει; “Ο πρώτος μου στόχος, σε ό,τι αφορά τις σχολές, ήταν το Οικονομικό της Νομικής”. Μην κοιτάς πού τον πήγε μετά η ζωή. “Ως φοιτητής, δούλευα στο “Φίλαθλο”, έγραφα ποδόσφαιρο στην αρχή, έπαιζα μπάσκετ και είχα αρχίσει να προπονώ μικρές κατηγορίες”. Πολυπράγμων. Πώς μεταφράζονταν όλα αυτά, σε μισθούς; “Για δυο χρόνια, δούλευα χωρίς να παίρνω χρήματα”, κάτι που για εκείνα τα χρόνια ήταν απόλυτα φυσιολογικό.
Η ζωή του, ως ρεπόρτερ ποδοσφαίρου
Πώς τώρα, από το ρεπορτάζ του ποδοσφαιρικού Απόλλωνα, βρέθηκε στο τμήμα μπάσκετ της εφημερίδας του; “Από την αρχή έκανα μικρές κατηγορίες και σιγά σιγά ασχολήθηκα όλο και περισσότερο, κάνοντας παράλληλα και ποδόσφαιρο. Να σκεφτείς ότι είχα φτάσει να κάνω ρεπορτάζ του Παναθηναϊκού. Ήμουν στο 3-0 με τον Ερυθρό Αστέρα, στο Βελιγράδι, το 1986”.
Την ίδια χρονιά, ταξίδεψε και με την Εθνική ανδρών, στο Μουντομπάσκετ της Ισπανίας. “Ήμασταν επί ένα μήνα στη Σαραγόσα, στη Βαρκελώνη και τη Μαδρίτη. Η Εθνική ήλθε 10η, με Γκάλη, Γιαννάκη, Φάνη και Καμπούρη. Ήμασταν χωρίς τον Φασούλα τότε”.
Παραδέχεται πως “εκείνη την εποχή ήμασταν επιεικώς άσχετοι από μπάσκετ. Ήταν οι χρονιές που αρχίσαμε να μαθαίνουμε το σπορ. Για να καταλάβεις, μπέρδευα τους Σικάγο Μπουλς με τους Ουάσινγκτον Μπούλετς. Ο Δενδρινός με κορόιδευε. Μου έλεγε “τι είναι αυτά που κάνεις”. Το σπίτι του ήταν δίπλα στα γραφεία του “Φιλάθλου” και μου έκανε φροντιστήριο, για να γλιτώσω… τον εξευτελισμό. Πιστεύω ωστόσο, πως όταν έγραφα Σικάγο Μπούλετς πολλοί δεν καταλάβαιναν το λάθος (γελάει). Βέβαια, τότε μεγαλώσαμε με τη νοοτροπία ότι αυτά τα 10 εκατοστά που γράφαμε στη σελίδα, θα μπορούσαν να διατεθούν για διαφήμιση και άρα ο ιδιοκτήτης να βγάλει λεφτά. Άρα, έπρεπε να είμαστε προσεχτικοί για όσα γράφουμε. Προσέχαμε λοιπόν, τι γράφαμε, γνωρίζοντας ότι σε περίπτωση λάθους την επομένη θα υπήρχε… βούρδουλας”. Τότε, όλοι ήθελαν να μάθουν, να γίνουν καλύτεροι. Δεν ξεκινούσαν δηλαδή, με το δεδομένο ότι τα ξέρουν όλα. “Ήταν άλλες εποχές. Υπήρχε σεβασμός. Είχαμε μεγάλες προσωπικότητες στο χώρο. Τον Γιάννη Μαθιουδάκη, ο οποίος ήταν η επιτομή του “γράφω σωστά”, τον -διευθυντή- Νίκο Καραγιαννίδη που είναι βιβλική μορφή. Ήταν ο Σωτήρης Πουλόπουλος, ήταν άνθρωποι που έγραψαν μετά, ιστορία στον ελληνικό τύπο. Νιώθω τυχερός που τους γνώρισα και έμαθα από εκείνους”.
Έγινε προπονητής, για να καλύψει ανάγκη της Εστίας
Την ίδια ώρα, μάθαινε και μπάσκετ, σε επίπεδο προπονητικής. “Είχα φτάσει στο σημείο να παίζω στην Εστία, να γράφω στο Φίλαθλο και να είμαι προπονητής στη γυναικεία ομάδα του Σπόρτιγκ” της Ευρωλίγκας και της κυριαρχίας, εντός συνόρων. Μια στιγμή όμως, γιατί… πηδήξαμε κάποια σκαλοπάτια.
Για πρώτη φορά ασχολήθηκε με την προπονητική, εκεί όπου ασχολήθηκε γενικότερα με το μπάσκετ. “Στην Εστία Φιλίας δεν είχαμε πολλούς προπονητές και πάντα ψάχναμε ποιος να κάνει αυτή τη δουλειά. Επειδή ήμουν από το πρωί έως το βράδυ στο γήπεδο, ήμουν η εύλογη επιλογή. Μια χρονιά είχα παιδικό, εφηβικό, κορασίδες και γυναικείο στην Εστία, συν φυσικά όλα τα άλλα. Είχε πλάκα όλο αυτό”.
Το 1986 ανέλαβε τη γυναικεία ομάδα στην Ακαδημία Ηλιουπόλεως. “Ήταν η πρώτη φορά που έφυγα από τη γειτονιά μου, που λειτούργησα λίγο πιο επαγγελματικά. Η ομάδα ήταν στις τελευταίες θέσεις της βαθμολογίας και “σωθήκαμε”. Το 1987 έφυγε για το Παλαιό Φάληρο “όπου έμεινα για τέσσερα χρόνια και από τον Α’ τοπικό φτάσαμε με τη γυναικεία ομάδα που είχε ηγέτιδα τη Γιασεμή Σαμαντούρα, στην Α’ Εθνική, ενώ κατακτήσαμε και το πανελλήνιο πρωτάθλημα κορασίδων που έγινε στην Ελευθερούπολη”. Το 1992 δέχθηκε πρόταση από τον Σπόρτιγκ, κραταιά δύναμη της εποχής.
“Η ομάδα είχε πάει ήδη δυο φορές στο Final Four του κυπέλλου πρωταθλητριών, με προπονητή τον Βαγγέλη Νικητόπουλο. Ο Σπόρτιγκ ήταν πολύ μεγάλη δύναμη στο γυναικείο μπάσκετ. Μαζί, πήραμε πέντε φορές το πρωτάθλημα -τις δυο ως αήττητοι- και στην Ευρώπη φτάσαμε στις οκτώ καλύτερες ομάδες. Το Σπόρτιγκ είχε μεγάλη δυναμική, πλήρωνε σοβαρά χρήματα και έπαιρνε παίκτριες από το WNBA, όπως οι Τόλερ (νυν πρόεδρος στις Λος Αντζελες Σταρκς), Γκίγιομ, Βίνους Λέισι. Ονόματα πολύ μεγάλα που δεν καταλάβαινε ο κόσμος. Είχαμε και όλη την Εθνική γυναικών, τις Κλιγκοπούλου, Παπαηλία, Ρήγα, Πετρίδου, Μπεσκάκη, Βασιλείου. Τότε οι αγώνες μας μεταδίδονταν στην τηλεόραση και είχαμε την υποστήριξη του Flash 9.61 της Ελένης Κόκκαλη. Όλα βέβαια, ξεκινούσαν από τους Βασίλη Σακόπουλο, Φραγκίσκο Δανιηλίδη, τον Νίκο Καπέτση και τον Αντώνη Φιορέτο, ήταν οι ψυχές του συλλόγου. Έφυγα από εκεί τον Γενάρη του 1998 με ρεκόρ 111 νίκες και 5 ήττες”.
Πότε το “να καθίσω στον πάγκο, γιατί δεν υπάρχει άλλος” έγινε προορισμός ζωής; Γιατί υπάρχουν μαρτυρίες έμπειρων παικτριών του Σπόρτιγκ που τον θέλουν να προηγείτο κατά πολύ, της εποχής του σε επίπεδο προπονητικής. Να ψάχνει και να εφαρμόζει πράγματα, που τότε δεν ήταν σε απόσταση ενός click στο διαδίκτυο -γιατί δεν υπήρχε διαδίκτυο.
“Τα καλοκαίρια φρόντιζα να πηγαίνω στην Αμερική, στο Σικάγο, όπου έχω συγγενείς -εκεί μένει ο αδελφός του πατέρα μου. Είχα αυτήν την ευχέρεια, να μένω κάπου” και… εμπέδωσε ποιοι είναι οι Μπουλς. “Ναι (γελάει). Έμαθα και το “Γιουνάιτεντ Σέντερ”, μετά το “Μπέρτο Σέντερ”, τα μάθαμε όλα”. Στο δια ταύτα “τα ξαδέλφια μου είχαν εισιτήρια διαρκείας στο “Γιουνάιτεντ Σέντερ”, ήλθα σε επαφή με τον οργανισμό των Μπουλς και είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω προπονήσεις του Σικάγο. Τι να σου πω; Με τα ίδια μου τα μάτια, είδα τον Τζόρνταν, τον Πίπεν και τον Ρόντμαν να κάνουν πάσες ο ένας στον άλλον και ο Ουίντερ να τους διορθώνει, γιατί δεν τέντωναν τους αγκώνες τους. Αν βάλεις έναν επαγγελματία στα μέρη μας να το κάνει αυτό, θα γελάει μαζί σου. Ήμουν πολύ τυχερός σε αυτό το κομμάτι. Επιπροσθέτως, σε όλες τις μεγάλες διοργανώσεις γίνονται πάντα σεμινάρια. Όταν δηλαδή, οι άλλοι δημοσιογράφοι πήγαιναν για καφέ ή ψώνια στις αποστολές, εγώ πήγαινα στο σεμινάριο”.
Κάπως έτσι, έγινε ο πρώτος δημοσιογράφος-προπονητής της ελληνικής αθλητικής δημοσιογραφίας. Κάτι που είχε ως συνέπεια να δεχθεί διάφορα πυρά (ή αν προτιμάς κατηγορίες, από συναδέλφους ένθεν κι ένθεν), περί ασυμβίβαστου. “Μα ακόμα και τώρα ισχύει αυτό. Θα ήθελα κάπου εδώ να πω ότι όλοι θα ήθελαν να είναι δημοσιογράφοι ΚΑΙ προπονητές”.
“Ποτέ δεν ήλθε κάποιος να μου πει στη μούρη μου για ασυμβίβαστο”
Στο μυαλό μου πρόκειται για δυο διαφορετικές ιδιότητες, με ξεκάθαρα όρια. Δηλαδή, ένας δημοσιογράφος οφείλει να ξέρει το αντικείμενο, ώστε να γράψει ένα παιχνίδι ή μια κριτική, όχι όμως, στο βαθμό που πρέπει να το ξέρει ένας προπονητής. Πρόκειται για δυο διαφορετικές δουλειές και ιδανικά, για το άρτιο αποτέλεσμα, χρειάζεται η συνεργασία.
“Έχεις απόλυτο δίκιο σε αυτό που λες” σχολιάζει, πριν εστιάσουμε στα social media, όπου όλοι είναι προπονητές (γιατροί, νομικοί, υδραυλικοί κλπ). “Στην Ελλάδα είτε το παραδεχόμαστε, είτε όχι, η δουλειά που κάνουμε καλύτερα είναι… του άλλου. Αυτά είναι φαινόμενα της εποχής. Σε ό,τι αφορά τη δική μου περίπτωση, δεν έκανα κάτι που να είναι ψεύτικο. Έπαιζα μπάσκετ με τη ψυχή μου. Κανονικά, πρέπει να με συλλάβει η μπασκετική αστυνομία, διότι παίζαμε μονά με φίλους και δεν τελείωναν, αν δεν κέρδιζα εγώ. Γινόταν χαμός, αλλάζαμε τους κανονισμούς. Τι να σου πω; Με τον αδελφό μου δεν τελείωνε το ματς. Η ουσία σε όλο αυτό ήταν το παιχνίδι. Μας άρεσε, το γουστάραμε και δεν σκέφτηκα ποτέ ότι έκλεβα τη δουλειά κάποιου. Όταν πήγαινα να κάνω τον προπονητή, δεν ήταν ότι υπήρχε ουρά με 50 υποψήφιους και εγώ τους έπαιρνα το ψωμί από το στόμα. Ειδικά στις ομάδες που δούλεψα αρχικά, αν δεν πήγαινα εγώ, δεν θα πήγαινε κανείς”.
Σημείωσε όμως, και κάτι ακόμα, που το λες και σημαντικό -ως προς την κατανόηση της πραγματικότητας: “Ποτέ δεν ήλθε κάποιος στη μούρη μου να μου πει περί ασυμβίβαστου ή οποιουδήποτε άλλου ζητήματος ενοχλούσε. Στην πλάτη μου θα το έλεγε έτσι κι αλλιώς. Όταν πήγα στον Ολυμπιακό, αυτοί που ήθελαν να “χτυπήσουν” τον Γιαννάκη, έλεγαν “πόσο αδιανόητο είναι να έχει ένα δημοσιογράφο να του κάνει το βοηθό”. Η άποψη μου είναι πως αν ο άλλος θέλει να σε “χτυπήσει”, θα πει ό,τι θέλει να πει, έτσι κι αλλιώς. Για εμένα σημασία έχει ποιος λέει κάτι. Όχι τι λέγεται. Αν κάποιος που σέβομαι πει κάτι που με αφορά, θα προβληματιστώ και θα στενοχωρηθώ. Διαφορετικά δεν ασχολούμαι”.
Σταματά, σκέφτεται κάποια δευτερόλεπτα και συμπληρώνει “Δυστυχώς φτάσαμε στην εποχή που δεν υπάρχει ούτε μπάσκετ, ούτε δημοσιογραφία, οπότε πρέπει να κάνουμε τρίτο επάγγελμα για να ζήσουμε. Η κατάσταση είναι τέτοια, που οι εποχές σε κάνουν να παίρνεις αποφάσεις, όχι τι λέει ο καθένας”.
“Δεν θυμάμαι τον διευθυντή μου να μου είπε “βοήθα αυτόν” ή “μη γράφεις εκείνο”
Επειδή ενδεχομένως να έχεις μια χρονική απόσταση, από όσα συνέβαιναν στην έντυπη αθλητική δημοσιογραφία, τη δεκαετία του ’90, να σου πω ότι το τμήμα μπάσκετ στο “Φίλαθλο” απαριθμούσε τουλάχιστον 10 μέλη. “Είχαμε φτάσει και τα 25, όταν βγάζαμε το “Μπάσκετ”, τη δική μας εφημερίδα”. Μολονότι εκείνος δεν αποδέχεται αυτό που συνέβη (“δεν διεκδικώ τίποτα, δεν “έβγαλα” κανέναν δημοσιογράφο, ο “Φίλαθλος” έβγαλε πολλούς”), πάρα πολλοί εξ όσων διαβάζεις σήμερα, ήταν δικά του “παιδιά”.
“Η σχολή του “Φίλαθλου” ήταν από τις πιο υγιείς που υπήρξαν ποτέ. Θα σου πω κάτι ενδεικτικό: σταμάτησα να γράφω στην εφημερίδα το 2008. Έχοντας συμπληρώσει 25 χρόνια προϋπηρεσίας, δεν θυμάμαι ούτε μια φορά να ήλθε ο Καραγιαννίδης να μου πει “να σου πω, βοήθα αυτόν” ή “γράψε υπέρ εκείνου” ή “μη γράψεις αυτό”. Θυμάμαι πολύ έντονα, μια περίπτωση που είχα γράψει κάτι για τον Μελισσανίδη. Την επομένη, εμφανίστηκε που λες, στο “Φίλαθλο” και είχε “παγώσει” όλο το κτίριο. Μπήκε στο γραφείο του Καραγιαννίδη, είπαν ό,τι είπαν (πολλά εκ των οποίων ακούγονταν), αλλά σε εμένα ο Καραγιαννίδης δεν είπε ποτέ τίποτα”. Επί του θέματος “γιατί ακούσαμε για την ορθογραφία, για τα κόμματα”. Για να ξέρεις, ο Καραγιαννίδης φημιζόταν για την εμμονή του με την ορθή χρήση της ελληνικής γλώσσας. Συχνά έκανε μαθήματα σε ό,τι μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως πίνακα -με τα σχόλια που συνόδευαν το μάθημα να έχουν περάσει στην ιστορία.
Όσα χρόνια έγραφε στο “Φίλαθλο” και παράλληλα προπονούσε “στην εφημερίδα δεν γραφόταν τίποτα άλλο, πέραν των αποτελεσμάτων. Δεν είχαμε γράψει κουβέντα για ανόδους, για κατακτήσεις τίτλων, για επιτυχίες. Δεν κάναμε ποτέ αφιέρωμα ή ιδιαίτερη προβολή. Τα έκαναν όλοι οι άλλοι, εκτός του “Φίλαθλου”.
Οι έξι άνοδοι και η δεύτερη θέση στον κόσμο
Μετά την Ακαδημία Ηλιούπολης και το Σπόρτιγκ, πήγε (το 1998) με την συνδρομή του Γιάννη Σπανού, ενός εκ των κορυφαίων διοικητικών παραγόντων της εποχής, στην ανδρική ομάδα του Παλαιού Φαλήρου “και μαζί με τους Γκαγκαλούδη, Τσολάτο, Κρίτσαλο, Ασπρούλια, Μούτσο, Καραμάνη, Πανόπουλο, Μπατσούκα, Παπαδέα, Καλινδέρη, πήγαμε από τη Β’ Εθνική στην Α2”. Ένα καλοκαίρι αργότερα, μετακόμισε στα Πατήσια για τον Πανελλήνιο. Από το 1999 έως το 2002 “πήγαμε από τη Γ’ Εθνική στην Α2, με ένα… στοπ στη Β’ Εθνική, μια χρονιά” και μετά ανέλαβε τον Ηλυσιακό “με τον οποίον πήγαμε ως τρίτοι στην Α1”.
Επέστρεψε στον Πανελλήνιο (2003-04) για να τον “ανεβάσει” από την Α2 στην Α1, όπου έμεινε και την επόμενη σεζόν… έως τις γιορτές και τη νίκη επί του Ηρακλή, οπότε έφυγε για λόγους που δεν έχει νόημα να ειπωθούν -γιατί δεν θα αλλάξει κάτι, ως προς τις συμπεριφορές ανθρώπων που επιβιώνουν υπό τις όποιες συνθήκες μέσα στα χρόνια.
Έγινε ομοσπονδιακός προπονητής και το 2005, στην Αργεντινή, οδήγησε την παρέα της U21 (των Μαυροκεφαλίδη, Βασιλόπουλου, Βασιλειάδη, Βουγιούκα, Ξανθόπουλου, Αποστολίδη, Ζευκιλή, Μόρφη, Σουρλή, Κουπίδη, Αγγελόπουλου, Καραβανά -και απόντων των Σχορτσιανίτη και Περπέρογλου) στη δεύτερη θέση του κόσμου. Ναι, ήταν το ματς με τις βολές του Σεϊμπούτις σε “νεκρό” χρόνο. Με την ΕΟΚ συνεργάζεται ως σήμερα και με την γενιά των 97άρηδων πήγε το 2013 στο Κίεβο το χάλκινο μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα.
Σε συλλογικό επίπεδο, το 2005, είχε μια πρόταση από τον Απόλλωνα Πάτρας, όπου έμεινε μόλις 10 ημέρες “γιατί δεν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες, ενώ είχε γεννηθεί και η πρώτη μου κόρη”. Επόμενος σταθμός ήταν το Περιστέρι και μαζί πήγαν από τη Β’ Εθνική στην Α2 και τον Φλεβάρη του 2008 ήλθε η πρόταση από τον Ολυμπιακό. Τότε άφησε κάτω… τα μολύβια (για την ακρίβεια, τα πληκτρολόγια) και τη δουλειά του δημοσιογράφου, για να αφοσιωθεί σε αυτή του βοηθού προπονητή του Παναγιώτη Γιαννάκη, στους “ερυθρόλευκους”. Πώς προέκυψε αυτή η πρόταση;
“Με τον Γιαννάκη δεν είχαμε πάει ποτέ, ούτε για έναν καφέ”
Το Περιστέρι είχε χάσει στο Σπόρτιγκ και ο Μανουσέλης είχε δηλώσει παραίτηση, όταν στη 1 τα ξημερώματα χτύπησε το τηλέφωνο του. “Άκουσα από την άλλη άκρη της γραμμής “γεια, είμαι ο Παναγιώτης Γιαννάκης. Θέλω να τα πούμε”. Προφανώς, είχε κάνει “σκάουτινγκ” στις ομάδες μου, ενώ είχαμε βρεθεί αντίπαλοι όταν εκείνος ήταν στον Πανιώνιο και εγώ στον Πανελλήνιο, σε ματς Κυπέλλου που είχε κερδίσει ο Πανελλήνιος, μολονότι ήταν εκπρόσωπος της Α2. Την επομένη, ξανασυναντηθήκαμε στο κύπελλο όταν ο κόουτς ήταν στο Μαρούσι και είχαμε χάσει εύκολα. Πάντα τον εκτιμούσα ως τεράστια προσωπικότητα στο χώρο του μπάσκετ και ως προπονητή -έχει πολύ δομημένη φιλοσοφία ως προς το πώς οργανώνεται ομάδα και παίζεται το παιχνίδι και φυσικά ήταν μεγάλη μου τιμή η πρόταση που είχε να μου κάνει”.
Πόσο εύκολο ήταν να τα παρατήσει όλα (δημοσιογραφία) και να γίνει βοηθός προπονητή στον Ολυμπιακό; “Καθόλου εύκολο. Αλλάζεις τρόπο ζωής και συνήθειες. Ήταν δουλειά που αποδείχθηκε πως πρέπει να είσαι διαθέσιμος 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, με τεράστιες ευθύνες”. Δεν ένιωθε ένα κενό… δημοσιογραφικής φύσεως; “Το νιώθω ακόμα και σήμερα. Ακόμα νιώθω “Φιλαθλαίος”. Αν με πάρει σήμερα ο Καραγιαννίδης, δεν θα το σκεφτώ. Δουλέψαμε με κάποιους ανθρώπους που απέδειξαν επανειλημμένως πως νοιάζονταν για εμάς. Ήταν “καθαροί” και σε εποχή που η ευγνωμοσύνη είναι ποινικό αδίκημα, εκείνοι έχουν τη δική μας”.
“Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου, που έκανα μόνο ένα πράγμα”
Πίσω στον Ολυμπιακό “δεν υπήρχε ωράριο, ήταν σαν να κάναμε κάτι που ήταν προσωπική μας υπόθεση. Δεν ήταν δουλειά. Το πιο συγκλονιστικό ήταν πως για πρώτη φορά έκανα μόνο ένα πράγμα και ήμουν αφοσιωμένος σε αυτό, συνεχώς. Η οικογένεια, για εμένα, είναι ότι πιο σπουδαίο υπάρχει στην ζωή μου και είμαι τυχερός γιατί η σύζυγος μου, Πέπη Βαλέτα είναι από το χώρο του αθλητισμού και μπορεί να καταλάβει τι ισχύει κάθε δεδομένη χρονική στιγμή. Σίγουρα όμως, και εκείνη, αλλά και τα παιδιά μου έχουν κάνει τεράστιες θυσίες για να μπορώ να κάνω εγώ αυτό που θέλω. Υπάρχει πολύς χρόνος που δεν ήμουν δίπλα τους και δεν επιστρέφει πίσω.
Στον Ολυμπιακό, υπήρχε το ενδεχόμενο να χτυπήσει το τηλέφωνο στις 3 τα ξημερώματα και έπρεπε να απαντήσω. Η δουλειά είναι τέτοια που αν δεν σου αρέσει, αν δεν έχεις πάθος, δεν την κάνεις”.
Πόσο τον άλλαξε αυτή η εμπειρία; “Πιστεύω ότι είμαι ο ίδιος άνθρωπος. Έχει πλάκα όμως, το πόσο άλλαξαν κάποιοι που είχα απέναντι μου πριν πάω στον Ολυμπιακό, όσο ήμουν εκεί και μετά. Ίσως να είμαι λίγο αφελής”. Γιατί; “Συνειδητοποίησα κάποια πράγματα αργότερα. Αυτές οι ομάδες είναι ανθρωποφάγες. Το να είσαι στον Ολυμπιακό, μοιάζει μεγαλειώδες και συγκλονιστικό, αλλά η αλήθεια είναι ότι δίνεις τα πάντα και όταν τελειώνει αυτή η ιστορία νιώθεις πολύ άδειος. Δεν το συνειδητοποιείς εκείνη την ώρα, αλλά η επόμενη μέρα είναι πολύ δύσκολη”. Η δική του επόμενη ημέρα, ήταν στις ακαδημίες του Πρωτέα Βούλας.
“Πώς γίνεται ένα σύμβολο του ευρωπαϊκού μπάσκετ, όπως ο Γιαννάκης, να είναι ανενεργός;”
“Κανονικά, όσοι δουλεύουν σε ομάδες σαν τον Ολυμπιακό, πρέπει να φροντίζουν για το μέλλον τους όσο είναι εκεί. Όταν φύγουν από εκεί, η αντιμετώπιση που γνωρίζουν τους αφήνει έκπληκτους, με το στόμα ανοιχτό. Δεν είναι τυχαίο ότι ένα σύμβολο του ελληνικού και του ευρωπαϊκού μπάσκετ, όπως είναι ο Παναγιώτης Γιαννάκης, είναι αυτήν τη στιγμή ανενεργός. Δεν υπάρχει ευρωπαϊκή ομάδα, στην οποία να έχει θέση; Κατ’ εμέ, έχει θέση στις μισές της Ευρωλίγκας. Γιατί όμως, δεν χτυπά το τηλέφωνο; Δεν συζητάμε δε, για τις εθνικές ομάδες. Ο μόνος που έχει κερδίσει τις ΗΠΑ είναι ο Γιαννάκης. Πώς γίνεται λοιπόν, να μην δουλεύει;”.
Η συνεργασία με τον Ολυμπιακό ολοκληρώθηκε “όπως ολοκληρώθηκε, σε εκείνον τον τελικό με τον Παναθηναϊκό, με τις κουρτίνες και τα μάρμαρα. Όταν τελείωσε η συνεργασία με τον κόουτς, στο μυαλό μου ήταν αυτονόητο πως έχει τελειώσει και για εμένα η παρουσία μου στον Ολυμπιακό. Περάσαμε κάποιο διάστημα, στο να αναζητούμε κοινή εργασία, αλλά δεν βρέθηκε άμεσα κάτι. Όταν δέχθηκε την πρόταση της Λιμόζ, δεν μπορούσα να τον ακολουθήσω -δεν μπορούσα να στηρίξω εκεί, τη ζωή του οικογενειάρχη. Όταν πήγε στην εθνική Κίνας, είχα υποχρεώσεις με τις μικρές εθνικές της Ελλάδας. Έχουμε άριστες σχέσεις και μιλάμε πολύ συχνά”.
Το project του Πρωτέα Βούλας
Το 2011 δέχθηκε την πρόταση του Πρωτέα Βούλας, να αναλάβει χρέη γενικού συντονισμού των ακαδημιών και τεχνικής καθοδήγησης. “Αυτή η συνεργασία πιο πολύ έτυχε. Η Πέπη έπαιζε εκεί, όταν ήμουν στον Ολυμπιακό και πήγαινα να δω τα παιχνίδια τους. Η πρόταση που μου έγινε είχε να κάνει με την δουλειά στις μικρές ηλικίες και τον συντονισμό των προπονητών. Ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα κατάσταση, με την έννοια ότι υπήρχαν παράγοντες που δεν προσπαθούσαν να αυτοπροβληθούν, ούτε να βγάλουν λεφτά. Το κίνητρο ήταν η αγάπη για το μπάσκετ. Οι περισσότεροι ήταν γονείς και εθελοντές. Η σχέση τους μέσα στο σύλλογο εξελίχθηκε και έγιναν διοικητικοί παράγοντες. Άνθρωποι σαν τους Χρήστο Βασιλειάδη, Γιάννη Νικολάου, Στέργιο Γεωργακόπουλο, Βάσω Πετρίδου, Γιάννη Μεϊμάρογλου είναι σπάνιοι και δεν τους συναντάς στον αθλητισμό.
Ξεκίνησα ως υπεύθυνος των ακαδημιών, ώστε να έχω το περιθώριο να δουλέψω σε ομάδα αν προέκυπτε κάτι. Μετά, είδαμε πως είχε νόημα η όλη προσπάθεια αν μπορούσαμε να προωθήσουμε παιδιά από το παιδικό και το εφηβικό στην ανδρική ομάδα και έτσι προέκυψε η δουλειά στην πρώτη ομάδα”. Φέτος, μπορείς να βρεις στο ρόστερ οκτώ μαθητές των ακαδημιών: τους Σταμάτη Αθηνιώτη, Γιώργο Βλάχο, Παναγιώτη Μπούρα, Βασίλη Γαργάλη, Βασίλη Τσακναρίδη, Ιάσωνα Μπουρλακή, Χρήστο Αλεξάνδρου και Τάσο Καματερό. “Υπάρχει και ο Αντώνης Πεφάνης που πήγε στην Αμερική για σπουδές και μπάσκετ, ενώ φροντίζουμε πάντα να διαλέγουμε παίκτες με πορεία στο χώρο, που να είναι σωστοί χαρακτήρες και να μπορούν να βοηθήσουν τους πιτσιρικάδες να βελτιωθούν”.
“Προτεραιότητα να μάθουμε στα παιδιά να αγαπούν το άθλημα”
Την πρώτη σεζόν που ανέλαβε την ανδρική ομάδα ο Μανουσέλης “ήμασταν στην Α’ ΕΣΚΑΝΑ και “πέσαμε”. Μετά άρχισε η άνοδος και τώρα είμαστε στη Β’ Εθνική, με το ρόστερ μας να συγκροτείται από πολλά παιδιά των ακαδημιών”. Το παιδικό είναι 2ο στην ΕΣΚΑΝΑ και το εφηβικό πρώτο. “Γίνεται μια πολύ οργανωμένη δουλειά, κάτι που δεν είναι εύκολο. Πρέπει να υπάρχουν διακριτοί ρόλοι. Αν ξεκινήσεις μια προσπάθεια, χωρίς την στήριξη της διοίκησης, αν δεν υπάρχει τεχνικός υπεύθυνος να καθοδηγεί τους προπονητές με ένα κοινό πρόγραμμα δεν γίνεται τίποτα. Πρέπει να πείσεις τους προπονητές πως πρώτος στόχος είναι να μάθουν τα παιδιά το σπορ και όχι η νίκη.
Οφείλεις να βρεις κόουτς που θέλουν πραγματικά να βοηθήσουν τα παιδιά, να τα μάθουν να αγαπούν το παιχνίδι. Αυτό ήταν κάτι που λείπει πολύ. Λείπει αυτό που κάναμε εμείς ως παιδιά, που πηγαίναμε να παίξουμε με τους φίλους μας. Έρχονται σε επαφή με το σπορ μόνο μέσω της προπόνησης, που κατ’ εμέ παράγει βιομηχανικά προϊόντα. Δεν γνωρίζουν τα παιδιά τη χαρά του παιχνιδιού, δεν το ευχαριστιούνται όταν δεν παίζουν για την πλάκα τους. Και αυτό συμβαίνει, γιατί δεν υπάρχει χώρος και χρόνος. Θέλει λοιπόν, πολύ μεγάλη προσοχή με το πώς δομείς ένα πρόγραμμα”.
Στις Ακαδημίες του Πρωτέα Βούλας υπάρχουν φέτος, παιδιά γεννημένα το 2012. “Όταν είναι τόσο μικρά, ο στόχος είναι να μάθουν να αγαπούν το μπάσκετ και να ζητούν από τους γονείς τους, να τα φέρουν ξανά στο γήπεδο. Μετά προσπαθούμε να εξελίξουμε τις δεξιότητες, έχοντας πάντα ως βάση την αγάπη για το άθλημα, να δημιουργήσουμε μια παρέα, ένα ευχάριστο περιβάλλον”.
Ομολογεί πως στον Πρωτέα “είμαστε τυχεροί. Έχουμε 6 γήπεδα και γενικά ο Δήμος είναι κοντά μας. Πέρυσι η διοίκηση έφτιαξε ένα ακόμη μεγάλο ανοιχτό και ένα μικρότερο για μικρές ηλικίες. Φτάσαμε τα πέντε ανοιχτά και το ένα κλειστό, ενώ οι αθλούμενοι στο σύλλογο φτάνουν τους 600. Είναι τεράστιο νούμερο, τεράστια είναι και η ευθύνη. Έχουν μπει τα πράγματα σε μια σειρά. Στην εκκίνηση της σεζόν, όλοι οι προπονητές παίρνουν τη διδακτέα ύλη, την οποία φέτος δώσαμε ψηφιακά, ώστε να κινούμαστε όλοι στο ίδιο πλαίσιο: από το “άλφα” στο “βήτα” και ούτω καθ’ εξής”.
Οι γυναικείες ομάδες του Πρωτέα είναι επίσης, επιτυχημένες και ο σύλλογος δίνει ιδιαίτερη έμφαση στα κορίτσια. “Έχουμε τρία πρωταθλήματα Ελλάδος στις Νεάνιδες και η γυναικεία ομάδα είναι μια από τις καλύτερες στην Α1, ενώ έχει κατακτήσει και το κύπελλο Ελλάδος ενώ αγωνιζόταν στην Α2. Ο πρόεδρος του συλλόγου (Χρήστος Βασιλειάδης), ασχολείται προσωπικά με το γυναικείο”. Συνολικά, στον Πρωτέα Βούλας “τρέχουν” τρία προγράμματα παράλληλα: το ανδρικό, το γυναικείο και αυτό των ακαδημιών “με ισάριθμες επιτροπές”.
Υπάρχει και πρόγραμμα, με δράσεις
Η κάρτα Club Πρωτέας παρέχει 10% έκπτωση σε +150 επιχειρήσεις της περιοχής, ενώ έχει δημιουργηθεί ο σύλλογος αιμοδοτών “Πρωτέας Βούλας”, όπως και το περιοδικό “Πρωτέας εν δράσει”. Φυσικά, σε κάθε ευκαιρία υπάρχει συμβολή σε φιλανθρωπικές ενέργειες και κινήσεις που αφορούν ευπαθείς ομάδες.
“Κάθε σαββατοκύριακο θέλουμε να είναι γιορτή και να την απολαμβάνουν όλοι. Και τα παιδιά που παίζουν αγώνες και οι γονείς. Στο τέλος της σεζόν διοργανώνουμε εσωτερικό τουρνουά, με περισσότερες από 30 ομάδες στις οποίες χωρίζονται τα παιδιά, βάσει ηλικίας. Έχουν ομάδες και οι γονείς, που κάνουν το δικό τους τουρνουά. Διαρκούν τέσσερα σαββατοκύριακα και το τελευταίο σηματοδοτεί τη λήξη της σεζόν που έχει πάντα πολύ μεγάλη επιτυχία”. Αυτό που ξεκίνησε το 2011 ως… προσωρινό “έχει γίνει μόνιμο και έχει ενδιαφέρον” εξηγεί.
Παράλληλα κάνει και κάτι ακόμα. “Εργάζομαι στην εκπομπή της Ευρωλίγκας, στα κανάλια NOVASPORT. Είναι μια ευκαιρία να διατηρώ επαφή με το υψηλότερο επίπεδο μπάσκετ στην Ευρώπη. Είναι ωραίο να δουλεύουμε με αξίες και φίλους σαν τον Γιώργο Συρίγο που αγαπά το μπάσκετ, τη δουλειά του και καταλαβαίνει τις μικρές λεπτομέρειες για τις οποίες συζητάμε. Αισθάνομαι από όλη αυτή τη διαδικασία το μπάσκετ, η ουσία γίνεται λίγο πιο προσιτή. Βοηθάμε στο να σταματήσουμε μια κατάσταση που πληγώνει το άθλημα: Σαν λαός αγαπάμε τις νίκες, αλλά όχι το παιχνίδι”.
Τι υπάρχει το πλάνο για το 2017; “Δεν ξέρει κανείς τι ξημερώνει. Και για να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω κατά πόσο είναι λογικό για κάποιον που έχει δυο παιδιά να δηλώνει “προπονητής μπάσκετ”, λέει και συνοδεύει την κατάληξη με το βροντερό γέλιο του που δεν σου αφήνει περιθώριο να πιστέψεις πως δεν θα τα καταφέρει.. τα βρει κάτι να τον ιντριγκάρει.
Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου Watkinson