12 ώρες εγκλωβισμένη στην Αττική Οδό: Μια συγκλονιστική μαρτυρία
«Οι ώρες περνούσαν και δεν πέρασε ποτέ κανείς να μας δώσει ούτε φαγητό, ούτε νερό, ούτε κουβέρτες»: Η Ελένη Δικέλη πέρασε περισσότερες από 12 ώρες εγκλωβισμένη στην Αττική Οδό και αφηγείται στο NouPou την τρομακτική εμπειρία της.
- 25/01/2022
- Κείμενο: Γεωργία Περιμένη
Τη μαρτυρία μίας από τους χιλιάδες οδηγούς που πέρασαν ώρες εγκλωβισμένοι στα αυτοκίνητά τους εξασφάλισε το NouPou: Η Ελένη Δικέλη βρέθηκε για 12 ολόκληρες ώρες εγκλωβισμένη στην Αττική Οδό περνώντας, όπως η ίδια εξιστορεί, μια τρομακτική ταλαιπωρία και κινδυνεύοντας μέσα στο χιόνι. Η ίδια μέσα από την μαρτυρία της καταγγέλει πως δεν υπήρξε ποτέ καμία ενημέρωση, κανένα σχέδιο, πως δεν τους άφησε κανείς λίγο νερό ή φαγητό, ενώ αποκαλύπτει πως αν η ίδια δεν έβγαινε από το αυτοκίνητο για να φωνάξει «Είμαστε και εμείς εδώ», δεν θα απεγκλωβιζόταν ποτέ.
Περιμένοντας ώρες χωρίς καμία ενημέρωση
«Ξεκίνησα στις 11:15 από το γραφείο μου, στο Κορωπί, καθώς είχα πάει να πάρω το laptop μου για να δουλέψω από το σπίτι. Θα έβγαινα από την Αττική Οδό στην έξοδο της Κηφισίας, στο Δαχτυλίδι. Εκείνη την ώρα δεν είχε πολύ χιόνι και υπήρχε κανονική ροή, μέχρι που κάποια στιγμή αρχίσαμε να πηγαίνουμε πάρα πολύ αργά. Από ένα σημείο και μετά, πριν από την έξοδο της Παλλήνης, ξαφνικά σταματήσαμε. Ήταν περίπου 11:30. Σταματήσαμε λοιπόν και περιμέναμε να δούμε τι θα γίνει.
»Οι ώρες άρχισαν να περνάνε, χωρίς να κουνιόμαστε καθόλου. Δεν είχαμε καμία ενημέρωση, απλώς περιμέναμε και μάλιστα από ένα σημείο και μετά βοηθούσαμε ο ένας τον άλλο. Οι εγκλωβισμένοι μεταξύ μας δηλαδή. Εκτός από το ότι ο καθένας είχε συγκεκριμένα καύσιμα, εγώ για παράδειγμα δεν είχα καλώδιο να φορτίσω το κινητό μου και άρχισα να ρωτάω τους ανθρώπους στα αυτοκίνητα μήπως έχουν, ώστε να κρατήσω επαφή με τους δικούς μου ανθρώπους. Εννοείται βέβαια ότι τους ζητούσα συνέχεια βοήθεια κάθε μια ώρα, γιατί κανείς άλλος δεν υπήρχε να μας βοηθήσει. Οι ώρες περνούσαν και δεν υπήρχε κανείς. Καμία οδηγία, κανένας συντονισμός, κανένα σχέδιο.
»Άνθρωποι από το αυτοκίνητο που βρισκόταν πίσω μου μίλησαν δυο φορές με την Αττική Οδό και η απάντηση που πήραν ήταν ότι αυτή είναι η γραμμή έκτακτης ανάγκης, λες και εμείς που ήμασταν ήδη 3-4 ώρες εγκλωβισμένοι δεν ήμασταν σε έκτακτη ανάγκη. Μας έλεγαν ότι αυτό που μπορείτε να κάνετε είναι να αφήσετε τα αυτοκίνητά σας και να φύγετε. Αυτό δεν γίνεται, γιατί μπορεί να κλείναμε εμείς έτσι τον δρόμο και να μην μπορούν να φύγουν οι άνθρωποι από πίσω. Είναι απάντηση αυτή; Επίσης, να φύγουμε να πάμε πού; Δεν είχαμε ούτε τα κατάλληλα παπούτσια, ούτε τα ρούχα και επίσης δεν ξέραμε πόσο χρόνο χρειάζεται για να βγούμε κάπου.
»Στη συνέχεια πρότεινα να “φιλοξενήσω” στο αυτοκίνητό μου μια κυρία, η οποία είχε λίγα καύσιμα, ώστε να μπορέσει και εκείνη να ζεσταθεί, για να κάνουμε οικονομία στα καύσιμα ώστε να έχουμε όταν επιτέλους θα μας έλεγαν ότι μπορούμε να βγούμε. Ο ένας λοιπόν βοηθούσε τον άλλον κατ’ αυτό τον τρόπο. Δεν είχαμε ούτε νερό, ούτε φαγητό. Εγώ είχα μόνο μισό μπουκαλάκι νερό, ενώ οι άνθρωποι αναγκάζονταν να κάνουν την ανάγκη τους έξω στον δρόμο. Αυτή είναι όλη η αλήθεια. Δεν υπήρχε κανείς να μας πει από την Αττική Οδό, τουλάχιστον ότι θα πρέπει να κάνουμε οικονομία στα καύσιμα γιατί θα μείνουμε πολλές ώρες εκεί ή να μας πει να πάρουμε από κάπου ένα νερό. Αυτό το επιβεβαιώνω, το λέω και το φωνάζω. Δεν υπήρξε ούτε ένας άνθρωπος.
»Μείναμε λοιπόν και περιμέναμε μέχρι νεοτέρας. Οι δικοί μας άνθρωποι στα τηλέφωνα μας έλεγαν υπομονή, τώρα έρχονται, γιατί αυτό άκουγαν στις ειδήσεις. Αλλά δεν ερχόταν κανείς. Δεν είχα τόσα καύσιμα για να με βγάλει όλο το βράδυ. Από τις 8 και μετά, που είχα αρχίσει να χάνω την ελπίδα μου, άνοιγα και έκλεινα τη θέρμανση, για να κάνω οικονομία. Ακουγόταν και πιστεύαμε ότι κάποια στιγμή θα βγούμε. Δεν περιμέναμε ότι θα μείνουμε εκεί τόσες ώρες. Ελπίζαμε, γιατί επικοινωνούσαμε τους δικούς μας και μαθαίναμε τα νέα από τις ειδήσεις. Κατά τις 23:30, που ήμασταν πια απίστευτα κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι, λέω “Ας ξαπλώσουμε λίγο” μέσα στο αυτοκίνητο. Κουκουλωθήκαμε λοιπόν με τα μπουφάν και προσπαθήσαμε να ξεκουραστούμε.
»Κάποια στιγμή, όπως ήμουν ξαπλωμένη στο αυτοκίνητό μου, από τη γωνία του παραθύρου είδα έναν κύριο να μιλά με κάτι αυτοκίνητα απέναντι. Δεν φορούσε κάποια στολή και δεν καταλάβαινα από πού είναι. Γυρνώντας για να φύγει, γιατί νόμιζα ότι θα ερχόταν και σε εμάς, ανοίγω και φωνάζω “Είμαστε και εμείς εδώ, μήπως θέλετε να μας πείτε κάτι;”. Μου λέει “Είστε μέσα;”. Μάλλον νόμιζαν ότι είχαμε παρατήσει τα αυτοκίνητα και είχαμε φύγει και μας λέει “Πρέπει να πάρετε τα πράγματά σας και να μας ακολουθήσετε και να πάμε σε ένα λεωφορείο που θα σας πάει σε ξενοδοχείο στο Μεταξουργείο”. Λέω στους υπολοίπους -γιατί όλη αυτή την ώρα ήμασταν σε συχνή επικοινωνία και με τα παιδιά από το πίσω αυτοκίνητο- “Τι θα κάνουμε;” και μου είπαν πως δεν έχουμε άλλη επιλογή γιατί θα μέναμε εκεί όλο το βράδυ χωρίς καύσιμα.
»Φύγαμε λοιπόν και αρχίσαμε να περπατάμε. Η κυρία που ήταν στο αυτοκίνητό μου εν τω μεταξύ, είχε ήδη βρεγμένα πόδια γιατί από την αρχή βγαίναμε έξω και καθαρίζαμε τα αυτοκίνητα, να έχουμε ορατότητα για να βλέπουμε τι γίνεται γιατί πιστεύαμε ότι κάποιος θα έρθει. Είχαμε ήδη βραχεί και δεν πέρασε ποτέ κανείς να μας δώσει ούτε φαγητό, ούτε νερό, ούτε κουβέρτες. Δεν έγινε τίποτα από αυτά. Καθώς περπατούσαμε, τότε καταλάβαμε, βλέποντας τα μισά αυτοκίνητα να είναι παρατημένα, ότι ποτέ μα ποτέ δεν θα βγαίναμε από εκεί με τα αυτοκίνητά μας. Σκεφτείτε επίσης ότι κάποιοι δεν ειδοποιήθηκαν όπως εμείς, γιατί και εμείς τυχαία ειδοποιηθήκαμε, επειδή βγήκα εγώ και φώναξα. Άλλοι είχαν σβηστά τα αυτοκίνητα και δεν φαίνονταν καν, (οι αρμόδιοι) δεν ήλεγχαν τα αυτοκίνητα ένα ένα να δουν αν υπάρχει κόσμος μέσα, δεν είχαν καν έναν φακό μαζί τους.
Περπατώντας ολομόναχη στην χιονισμένη Κηφισίας
»Βρισκόμαστε λοιπόν και περπατάμε για ώρα και μας έλεγαν “Τώρα φτάνουμε”. Περνάμε τη γέφυρα και φτάνουμε σε ένα λεωφορείο των ΜΑΤ. Μας λένε ότι αυτό είναι το λεωφορείο και δεν πρέπει να πειράξουμε τον εξοπλισμό, λες και μας ενδιέφερε κάτι τέτοιο, και ότι με αυτό θα μας πάνε στο ξενοδοχείο στο Μεταξουργείο, ενώ μας τόνιζαν ότι αυτό αφορούσε μόνο το αποψινό βράδυ “και από αύριο βλέπουμε”. Μπαίνουμε μέσα, ήμασταν περίπου 11-12 άτομα και έτσι όπως πήγαινε το λεωφορείο στην Αττική οδό με αλυσίδες, βλέπω πως φτάνουμε στην έξοδο Κηφισίας. Παρακαλώ λοιπόν τον οδηγό να με αφήσει εκεί, ώστε να περπατήσω μέχρι το σπίτι μου, γιατί μένω στο Μαρούσι. Μου απάντησε “Δεν μπορούμε γιατί έχουμε οδηγίες να μην αφήσουμε κανέναν να φύγει”. Όσο λοιπόν έβλεπα την ταμπέλα, ήταν ένας κύριος που μας συνόδευε και του λέω “σας παρακαλώ, αν πάω στο Μεταξουργείο δεν θα μπορώ αύριο να έχω πρόσβαση στο σπίτι μου και έχω ένα παιδάκι 8 χρονών που με περιμένει, σταματήστε”. Όλοι στο λεωφορείο φώναζαν “Αφήστε την κυρία να φύγει”. Όντως λοιπόν, ανέβηκε πάνω, έπιασε το Δαχτυλίδι και με άφησε δεξιά. Μετά περπάτησα με τα πόδια στην Κηφισίας, είχε πάει ήδη 1 παρά τη νύχτα, ήμουν πάρα πολύ χάλια και φοβόμουν πάρα πολύ. Ήμουν μόνη μου και περπατούσα μέσα στην Κηφισίας. Κάποια στιγμή νιώθω πίσω μου να περνάει ένα αυτοκίνητο και λέω “αν περάσει δεύτερο, θα κάνω οτοστόπ”. Πράγματι πέρασε ένα ακόμη και παρακάλεσα τον οδηγό να με πάει μέχρι την Αγίου Κωνσταντίνου, γιατί ήμουν παραπάνω από 12 ώρες στον δρόμο και έπρεπε να πάω σπίτι μου. Με πήγαν λοιπόν μέχρι και την οδό Πανός. Κατάφερα να φτάσω στο σπίτι στις 2 παρά τέταρτο, από τις 11:15 το πρωί που είχα ξεκινήσει από το Κορωπί.
»Αυτά τα πράγματα δεν υπάρχουν, δεν γίνονται το 2022. Το παιδί μου με έπαιρνε όλη την ημέρα και με ρωτούσε “Πού είσαι” και του έλεγα πως θα έρθει το εκχιονιστικό να με βγάλει. Ο κόσμος υπέφερε, ειλικρινά, χωρίς κανέναν λόγο. Αν μας έλεγαν από την αρχή έστω να κάνουμε οικονομία στα καύσιμα, να μας φέρουν ένα νερό, να μας πουν μια κουβέντα, δεν θα ήταν τόσο άσχημα τα πράγματα. Τη δύναμη μας την έδιναν οι δικοί μας άνθρωποι από το τηλέφωνο και κανείς άλλος. Αυτό το πράγμα δεν το έχω περάσει ποτέ ξανά στη ζωή μου και δεν πρέπει να το περάσει κανείς ξανά.
» Όσο ήμασταν εγκλωβισμένοι, πέρασε ένας άνθρωπος από μπροστά μου ο οποίος μου είπε θα ξεκινήσει να πάει στην Κάντζα με τα πόδια. Φορούσε μια λεπτή φόρμα και ελαφριά ρούχα και ενώ τον κρατούσα με νύχια και δόντια, ξεκίνησε να πηγαίνει. Αυτός ο άνθρωπος δεν ξέρω πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή, αν έφτασε κάπου και πώς. Δεν γίνεται όλα αυτά να τα αφήσουμε έτσι. Δεν μπορούμε συνέχεια να σωπαίνουμε. Ήμασταν στην Αττική Οδό, στην Πρωτεύουσα της Ελλάδας και ζήσαμε κάτι τραγικό. Δεν μπορώ να συνέλθω ακόμη, ούτε σωματικά, από το συγκλονιστικό κρύο και την ταλαιπωρία, ούτε ψυχικά. Ζήσαμε έναν πόλεμο. Δεν έχω ζήσει πόλεμο, αλλά με κάτι τέτοιο μπορώ να το παρομοιάσω. Παντού έβλεπα μια απίστευτη απόγνωση και απελπισία και προσπαθούσαμε ο ένας να δώσουμε κουράγιο στον άλλον. Δεν ξέρω πού πρέπει να απευθυνθώ και δεν μπορώ ακόμη να συνέλθω. Είμαι συγκλονισμένη και ευχαριστώ τον Θεό και όλους τους ανθρώπους που με βοήθησαν και είμαι σήμερα σπίτι μου.
»Θέλω τέλος να τονιστεί ότι η αποζημίωση για την οποία κάνουν λόγο, δεν είναι καθόλου μα καθόλου ανθρώπινη προσέγγιση για όλο αυτό που περάσαμε».