Γιορτές χωρίς μπαρ δεν είναι γιορτές
O κορονοϊός δεν μας επιτρέπει αυτά τα Χριστούγεννα να περάσουμε τις νύχτες μας στα μαγαζιά που, μέχρι και ένα χρόνο πριν, κατεύναζαν τις υπαρξιακές μας ανησυχίες για το νέο έτος που πλησιάζει.
- 24/12/2020
- Κείμενο: The Good Old Doc
Ο αγκώνας σου βράχηκε από τον κύκλο νερού που έχει δημιουργήσει το ποτό σου πάνω στην ξύλινη μπάρα ή στο τραπέζι που κάθεσαι. Κάθε φορά που σηκώνεις το ποτήρι σου, μερικές σταγόνες πέφτουν στα ρούχα σου. Τις τινάζεις με τα δάχτυλά σου μηχανικά, οι περισσότερες ωστόσο έχουν ήδη απορροφηθεί από το ύφασμα της μπλούζας σου.
Δε σε νοιάζει. Στην αρχή της βραδιάς χρησιμοποιούσες το σουβέρ πιστά και με ευλάβεια λόγω του ψυχαναγκασμού σου, στη συνέχεια, όμως, η συζήτηση που ανακυκλώνεται εδώ και δύο ώρες δίχως να καταλήγει κάπου, έγινε πολύ σοβαρή για να ασχοληθείς με ένα στρογγυλό αντικείμενο φτιαγμένο από φελλό.
Αυτή είναι μία από τις αγαπημένες συνήθειες όσων συχνάζουν σε μπαρ. Η ανακύκλωση της κουβέντας και η επιμονή των συνομιλητών να βρεθεί η απάντηση στο ερώτημα που τέθηκε την ώρα που κρεμούσαν τα παλτό τους, μετρά δεκαετίες. Σε σπάνιες περιπτώσεις και ενώ τα κριτσίνια και η πάστα ελιάς έχουν τελειώσει, κάποιος δίνει ένα τέλος υποστηρίζοντας πως «συμφωνούμε ότι διαφωνούμε».
Ακολουθεί ένας ακόμα γύρος από ποτά και ένα ακόμα ερώτημα, συνήθως οικονομικής φύσεως, που συνδυάζεται με μία διακριτική ματιά στην απόδειξη που βρίσκεται χωμένη στον μεταλλικό κύλινδρο. Με ξηροκάρπια αυτή τη φορά, γιατί ο μπάρμαν έχει ενημερωθεί πως τα κριτσίνια κοστίζουν πιο ακριβά από τα αλατισμένα φιστίκια.
Αν βασιστούμε στην εμπειρία των μεγαλύτερων σε ηλικία, οι συζητήσεις στα μπαρ δεν πραγματοποιούνται για να οδηγηθούν σε συμπέρασμα, πραγματοποιούνται για τη διαδρομή που οδηγεί στο συμπέρασμα. H διαδρομή περιλαμβάνει αλκοόλ, μουσική, ανταλλαγή απόψεων, φλερτ, νεύρα, γέλιο και μεταπτώσεις της ψυχολογίας. Το δικό μας συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ένα: Μας λείπουν τα μπαρ.
Μας λείπει το ηχητικό background της οχλαγωγίας, το «δεν βρίσκω να παρκάρω» (μπορεί και όχι), η γεύση του αγαπημένου μας ποτού που για κάποιο περίεργο λόγο έχει διαφορετική και καλύτερη γεύση εκτός σπιτιού. Μας λείπει το χτύπημα του ποδιού στον ρυθμό του αγαπημένου μας τραγουδιού.
Μας λείπει η αλληλεπίδραση με άλλα άτομα, το σκούντημα που δεχόμαστε από τον διπλανό μας όταν λέμε ένα αστείο και το χτύπημα κάτω από το τραπέζι όταν ξεπερνάμε τα όρια. Μας λείπει το σαρδάμ του φίλου που μάλλον ήπιε λίγο παραπάνω και θα τον πάει σπίτι ένα ταξί. Μας λείπει το αυστηρό βλέμμα του οδηγού στο πίσω κάθισμα από τον καθρέφτη και η ετοιμότητά του να κατεβάσει γρήγορα το παράθυρο (κρατάμε αποστάσεις από τέτοια περιστατικά).
Η νέα πραγματικότητα που ξεκινά και τελειώνει με τη λέξη «κορονοϊός» δεν μας επιτρέπει αυτά τα Χριστούγεννα να περάσουμε τις νύχτες μας στα μαγαζιά που, μέχρι και ένα χρόνο πριν, κατεύναζαν τις υπαρξιακές μας ανησυχίες για το νέο έτος που πλησιάζει. Οι συγκεντρώσεις φίλων στα αγαπημένα τους στέκια, τα φωτάκια που αναβοσβήνουν, η ζεστή ατμόσφαιρα και η μυρωδιά του διπλανού που μόλις κάπνισε και κάνει γνωστό πως έξω κάνει κρύο, θα πρέπει να περιμένουν δώδεκα μήνες ακόμα.
Οι συγκεκριμένες γιορτές είναι δικαίως συνδεδεμένες με τα μπαρ και σε αυτό το σημείο, θα ήταν φρόνιμο να κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή -και- για τους πρωτοετείς φοιτητές που δεν θα τις ζήσουν όπως τις είχαν σχεδιάσει, δηλαδή από μαγαζί σε μαγαζί, μετρώντας τις οικονομίες τους και εξερευνώντας τις προτιμήσεις τους στο ποτό. Τα πρώτα Χριστούγεννα ως φοιτητής είναι από τις καλύτερες εμπειρίες ενός νέου αλλά δυστυχώς θα πρέπει και αυτή να περιμένει.
Εμείς, οι μεγαλύτεροι, περιμένουμε απλά το πότε θα ανοίξουν και με ποιον τρόπο να λειτουργήσουν ώστε να συμφωνήσουμε, ξανά, πως διαφωνούμε.