Το Πάσχα έβαζα φωτιά στον ουρανό με τις κροτίδες μου
Όταν οι γουρούνες, οι μινέρβες και τα άλλα βεγγαλικά γινόντουσαν πολεμοφόδια για την παρέα στη Γλυφάδα των 90s.
- 04/04/2018
- Κείμενο: NouPou.gr
Του Νίκου Ψυχογιού
Μεγάλη Δευτέρα γινόταν η μεγάλη μάζωξη. Τα σπίτια μας ήταν αρκετά κοντά και ως 13χρονοι πιτσιρικάδες πανηγυρίζαμε τον ελεύθερο χρόνο της Μεγάλης Εβδομάδας. Εκεί που όλοι την έβρισκαν μονίμως με την μπάλα και τα ηλεκτρονικά, εμείς κάναμε ήδη τα σχέδια μας για τις κροτίδες του Πάσχα. Ήταν η δική μας Συνομωσία της Πυρίτιδας.
Μαζευόμασταν στην αλάνα της Βάου πριν τον παράδρομο της Βουλιαγμένης. Τέσσερις τύποι που μόνο συνωμότες δεν θύμιζαν. Πρώτος ο Μάρκος, κοντός και με πεταχτά δόντια. Το «λαγωνικό». Ήξερε τα περίπτερα που πουλάνε τις γουρούνες και τις μινέρβες καθώς και τα διάφορα καταστήματα στη Γλυφάδα που πουλούσαν βεγγαλικά. Έπαιρνε μαζί του και τον 18χρονο αδερφό του για να μπορεί να τα αγοράζει.
Μετά ο Γιάννης, ο «τρομοκράτης». Υποτίθεται πως έπρεπε να κάνει «κάβα» όλο τον χρόνο και να φυλάξει όσα αγόραζε, αλλά πετούσε τα περισσότερα από αυτά στο σχολείο. Μάζευε διάφορες αποβολές. Ο άλλος Γιάννης ήταν ο «χέστης». Του είχαν πετάξει κάποτε μία γουρούνα στο μπουφάν που του έκανε τρύπα σε μέγεθος πορτοκαλιού. Του άρεσε να τις μαζεύει, να τις βλέπει να σκάνε, να κάνουν τη νύχτα μέρα, αλλά δεν ήταν ποτέ αυτός που άναβε το φυτίλι. Τέλος ήμουν εγώ, ο «λογιστής». Μετρούσα τι είχαμε μαζέψει, πόσα είχαμε χαλάσει, πόσα ακόμα χρειαζόμαστε και τι λεφτά θα ξοδέψουμε. Ήταν θέμα αρχής και πείσματος. Η δική μας Ανάσταση έπρεπε να κάνει και τον μεγαλύτερο κρότο.
Δεν είναι εύκολο να ζητάς συνέχεια λεφτά στα 13 σου. Όταν δεν έχεις κοπέλα και δεν πίνεις ποτά, παρά τριγυρνάς στα φαστφουντάδικα και στα σινεμά, οι γονείς σου απορούν που πηγαίνουν όλα αυτά τα λεφτά. Ο πατέρας μου προσωπικά, νόμιζε ότι χαλούσα τα λεφτά του σε περιοδικά ακαταλληλού περιεχόμενου. Που δεν ήταν απαραίτητα μία λανθασμένη αντίληψη, αλλά δεν ίσχυε για την Μεγάλη Εβδομάδα.
Ο Μάρκος είχε την τύχη να δουλεύει η κοπέλα του αδερφού του σε μίνι-μάρκετ που πουλούσε γουρούνες. Τις έπαιρνε με την 20αδα και μάλιστα του έκαναν μέχρι και πίστωση. Από ένα σημείο και μετά φαινόταν και στους ενήλικες φυσιολογικό που τα πιτσιρίκια μάζευαν κροτίδες για το Πάσχα. Για όλους εκτός από τον πατέρα του Γιάννη του «τρομοκράτη». Ήμασταν σπίτι του μία Μεγάλη Τρίτη όπου ο πατέρας του βρήκε κρυμμένη ένα μικρό σακουλάκι με μινέρβες. Του έριξε τέτοιο ξύλο που φύγαμε τρέχοντας λες και κάποιος είχε πάρει χαμπάρι ότι πουλούσαμε ναρκωτικά. Ο άλλος Γιάννης έκανε πάντα σενάρια του τύπου ότι θα μας πιάσουν και θα μας κλείσουν σε αναμορφωτήριο. «Μην τυχόν σε πιάσω με κροτίδες, θα ξεχάσεις το χρώμα του ουρανού» μου έλεγε η μάνα μου. Δεν καταλάβαινε ότι ο στόχος μου ήταν να κάψω τον ουρανό.
Μέχρι και σήμερα, η εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα απέναντι από το παλιό αεροδρόμιο, έχει έναν τεράστιο υπαίθριο χώρο που συνηθίζουν να παρκάρουν τα αυτοκίνητα τους οι πιστοί. Για εμάς, αυτό ήταν το πεδίο της μάχης. Το σχέδιο απλό. Θα ήταν σαν μία παρουσίαση κονσέρτου όπου τον κύριο λόγο θα είχαν τα κρουστά. Ξεκινούσες πετώντας μινέρβες. Πολλές μαζί ή και τη μία πάνω στην άλλη. Συνέχιζες με γουρούνες για να τους κάνεις να καλύπτουν τα αυτιά τους και μετά ερχόταν η ώρα των βεγγαλικών. Ακόμα θυμάμαι τις φάτσες τους όταν τα κοιτούσαν.
Κανείς δεν μπορούσε να μην κοιτάξει τον ουρανό. Νέοι και γέροι, γονείς και παιδιά. Έπρεπε να είναι τόσο εντυπωσιακό που να νομίζουν ότι κάποιος χρησιμοποίησε φωτιά για να ζωγραφίσει τον ουρανό. Εκτός αυτού, υπήρχε πάντα η κόντρα με την εκκλησία που βρίσκεται κάτω από το μετρό του Ελληνικού. Έπρεπε να κοιτάνε τα δικά μας βεγγαλικά. Να τους κάνουμε να αισθανθούν μηδενικά. Για τους άλλους ήταν Ανάσταση. Για εμάς ήταν πόλεμος.
Την σακούλα την κρύβαμε. Το Μεγάλο Σάββατο το απόγευμα, ένας από εμάς πήγαινε μία υποτιθέμενη βόλτα. Συνήθως ήταν ο Γιάννης ο χέστης που βρισκόταν πάντα υπεράνω υποψίας. Την έκρυβε κοντά στην εκκλησία πετώντας από πάνω χώμα και καλύπτοντάς τη με πέτρες. Αυτό, για τις γουρούνες και τις μινέρβες και για κάποια από τα μεγάλα βεγγαλικά που δεν γινόντουσαν να μην κρυφτούν. Τα πιο μεγάλα τα έφερνε ο αδερφός του Μάρκου – να πούμε εδώ πως χωρίς την βοήθειά του δεν θα γινόταν και το κρεσέντο το σώου. Όλα τα άλλα, τα κρύβαμε πάνω μας. Στις τσέπες του μπουφάν, μέχρι και μέσα από το σώβρακο.
Ξέρω πως ήταν λάθος. Θα τρελαινόμουν σήμερα αν έβλεπα τον γιο μου να κάνει κάτι τέτοιο. Έχουν χάσει άνθρωποι πόδια και χέρια. Βλέπαμε κάθε χρόνο τι γινόταν στη Χίο και τρομάζαμε. Αλλά παίρναμε πάντα τις προφυλάξεις μας. Μέχρι τουλάχιστον η ώρα να πάει 23:45. Ευτυχώς, στην περιπτωσή μας, μάθαμε (την βγάλαμε καθαρή χωρίς τραυματισμούς) χωρίς να χρειαστεί να πάθουμε. Αλλά ήμασταν η εξαίρεση, αυτό να λέγεται.
Βγάζαμε, λοιπόν, την σακούλα και παίρναμε θέση. Τα άλλα παιδιά μας κοίταζαν σαν θεούς. Κρεμόντουσαν με το στόμα ανοιχτό από τις κινήσεις μας ενώ κάναμε τις προετοιμασίες. Σωματοφύλακας της φάσης ο Γιάννης ο τρομοκράτης. «Όποιος δεν έχει δουλειά, φεύγει ΤΩΡΑ. Έχουμε και μία δουλειά να κάνουμε». Πραγματικά, δεν χαχανίζαμε ούτε λέγαμε μπράβο ο ένας στον άλλο. Έπρεπε να είναι όλα έτοιμα μέχρι τις 12. Στο πρώτο χτύπημα της καμπάνας, έπρεπε να υπάρχει συγχρονισμός δεκάτων δευτερολέπτου. Να γίνει η εισαγωγή με μινέρβες και γουρούνες, ώστε να ξεκινήσουν τα βεγγαλικά. Συνήθως είχαμε μία φωτοβολίδα που είχε αγοράσει ο αδερφός του Μάρκου. Τα άλλα ήταν πυραυλάκια και pyroshow, τα οποία έριχναν από 25 μέχρι 50 βολές. Ήταν και τα πιο ακριβά και κάναμε οικονομίες για να το αγοράσουμε. Χονδρικά, μέσα στη χρονιά, πρέπει να ξοδεύαμε περίπου 50 με 55.000 δραχμές όλα μαζί. Δεν το έλεγες μικρό ποσό.
Χτυπάει η καμπάνα. Οι μινέρβες ακούγονται σαν πυροβολισμοί και καταπάνω πέφτουν οι γουρούνες. Φωνάζουν και ουρλιάζουν σαν χειροβομβίδες. Κάποιοι τρομάζουν, άλλοι γελούν ενώ οι πιο ψύχραιμοι σχολιάζουν «Όπα να τα ξεκίνησαν». Βγαίνουν οι μεγάλες βολές και ο ουρανός ξεκινάει να παίρνει φωτιά. Κάποια απλά τον φωτίζουν και άλλα «ανοίγουν» σαν ανθισμένα λουλούδια. Άλλα κάνουν στροβιλίσματα στον ουρανό και κάποια εκρήγνυνται τόσο δυνατά που κάποιοι καλύπτουν τ’ αυτιά τους. Και κάπου εκεί εμείς. Αμίλητοι, με ένα μειδίαμα στα χείλη. Ο ουρανός έχει βαφτεί και ο κόπος έπιασε τόπο.
Ακούω τις αγριοφωνές του πατέρα του Γιάννη του τρομοκράτη. Πέφτει η σφαλιάρα στο σβέρκο, ενώ νιώθω και την μητέρα μου να με τραβάει από το μανίκι. Έρχονται και οι υπόλοιποι γονείς. Ακούω απειλές και εκφοβισμούς, τιμωρίες και ατάκες του στυλ «πάλι τα ίδια;», αλλά δεν με νοιάζει απολύτως τίποτα. Το βλέμμα μου μένει καρφωμένο στον ουρανό και φαντάζομαι τα παιδιά της απέναντι εκκλησίας, με μούτρα γεμάτα ντροπή και σκυθρωπά βλέμματα επειδή έχασαν τη μάχη και φέτος. Γυρνάω και κοιτάζω τη μάνα μου με χαμόγελο.
«Χαλάλι γαμώτο μου!» της λέω. «Χαλάλι!».