Χαμένος στον λαβύρινθο που λέγεται Πανόραμα Βούλας
Ένας δημοσιογράφος του Nou-Pou.gr αποφάσισε να βρει μια διεύθυνση στο Πανόραμα. Η τύχη του ακόμα αγνοείται.
- 16/10/2015
- Κείμενο: NouPou.gr
Υπερβολικός; Θα πρέπει μάλλον να ρωτήσεις έναν κάτοικο Πανοράματος για τις εκατομμύρια φορές που έχει προσπαθήσει μάταια στο τηλέφωνο να εξηγήσει σε κάποιον που δεν έχει τον προσανατολισμό του Μαγγελάνου, πού μένει. Να τον ρωτήσεις πόσες φορές έχει φάει άκυρο από σουβλατζίδικο επειδή μένει απλά πολύ μακριά. Να τον ρωτήσεις πόσα βράδια έχει περάσει μόνος του επειδή οι άλλοι της παρέας απλά αρνούνται να τραβηχτούν εκεί πάνω. Να τον ρωτήσεις στα πόσα Volt μετριέται η οργή του όταν μέσα στη νύχτα συνειδητοποιήσει ότι του τέλειωσαν τα χαρτάκια ή το γάλα.
Θα μου πεις, εκείνοι ανέλαβαν την ευθύνη να μείνουν στο Πανόραμα. Να μπλεχτούν σε αυτόν τον κόσμο που γνωρίζει μόνο δικούς τους νόμους και κανόνες. Αυτό το αυτόνομο κομμάτι των 3Β που ανεβάζει και κατεβάζει Δημάρχους όποτε θέλει και δρα ανεξάρτητο από τους ‘αρμυρούς’ που μένουν κοντά στη θάλασσα. Οπότε δεν τους φταίει και κανένας που κάνουν ένα έξτρα 15λεπτο να πάνε στο σπίτι τους καθημερινά από όλους τους άλλους που λένε ότι μένουν στη Βούλα.
Οι υπόλοιποι όμως τι φταίμε; Θα σου πω δυο τρεις πραγματικές ιστορίες.
Ήμουν μπροστά σε μαγαζί την ώρα που έρχεται η παραγγελία και βλέποντας λίγο αργότερα στο Google Maps πού είναι το σπίτι του κυρίου που ήθελε απλά δύο τυλιχτά και μια πατάτες, το αφεντικό ήταν έτοιμο να πάρει πίσω να την ακυρώσει. Τα σουβλάκια θα έφταναν κρύα, ο ντελιβεράς θα έχανε 20 λεπτά από την εργατοώρα του για μία μόνο παραγγελία, εντάξει για τη βενζίνη δεν είπε κάτι αλλά είμαι σίγουρος ότι το σκέφτηκε.
Ήμουν μέσα σε ραδιοταξί την ώρα που το κέντρο έψαχνε απεγνωσμένα κάποιον να κάνει τον άθλο να ανέβει μέχρι το Πανόραμα και κανείς δεν τολμούσε να πάρει την κλήση. Μία προσπάθεια, δύο προσπάθειες, τρεις προσπάθειες, μέχρι που το κέντρο είπε ότι πρέπει τον συγκεκριμένο πελάτη να τον εξυπηρετήσουν και βρέθηκε ένας να πάρει μία για την ομάδα. Πέντε λεπτά μου τον μοιρολογούσε ο δικός μου ταξιτζής τον έρμο.
Ήμουν σε παρέα, όλοι Βουλιώτες, που αποφασίσαμε να πάμε σε φίλο μας στο Πανόραμα, σπίτι που είχαμε καιρό να επισκεφτούμε. Ξεκινήσαμε όλοι την ίδια στιγμή από το πάρκινγκ της πλατείας της Βούλας. Οι δύο φτάσαμε στην ώρα μας (ακολουθούσα σχεδόν προφυλακτήρες τον ιδιοκτήτη), ο τρίτος έφτασε μετά από δέκα λεπτά και ο τέταρτος χρειάστηκε δύο οργισμένα τηλέφωνα με τον ιδιοκτήτη για να έρθει είκοσι λεπτά αργότερα από τους άλλους και να περάσει το υπόλοιπο βράδυ με νεύρα.
Το Πανόραμα έχει εξελιχθεί από τα χρόνια τα παλιά που το επισκεπτόμασταν μόνο για να πάμε στο Νεκροταφείο. Απέκτησε περίπτερα, απέκτησε μαγαζάκια για τα απαραίτητα, απέκτησε και ένα από τα καλύτερα σουβλατζίδικα της Βούλας. Εγώ αν ήμουν κάτοικος της περιοχής, θα δάκρυζα από συγκίνηση στα εγκαίνια του σουβλατζίδικου. Μια ανείπωτη σύνδεση με τον πολιτισμό.
Και τα σκεφτόμουν όλα αυτά πριν μερικές εβδομάδες που βρέθηκα για δουλειά σε ένα από τα υψηλότερα σημεία του Πανοράματος. Χάζευα τη θέα και μονολογούσα πόσο ευλογημένος είναι αυτός ο τόπος και πόσο τυχεροί είναι όλοι εκείνοι που ξυπνούν και κοιμούνται με αυτή τη θέα. Που έχουν πιάτο τα νότια προάστια από Βουλιαγμένη μέχρι Πειραιά. Έφυγα με ένα χαμόγελο ικανοποίησης και αγαλλίασης, χορτασμένος από τη θέα.
Μετά έκανα είκοσι λεπτά να φτάσω στο σπίτι μου λίγο πιο πάνω από το Α’ Λύκειο και μου έφυγε και το χαμόγελο και η αγαλλίαση.