Παγκράτι: Μία διαφορετική μπασκετική ιστορία
To 2024 όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο Παγκράτι!Ο Νότης Μαστρογιάννης έβαλε τις βάσεις, κι οι διάδοχοί του (εντός κι εκτός παρκέ) συνέχισαν το έργο του. Το Παγκράτι είναι μια διαφορετική μπασκετική ιστορία, από τις πιο ρομαντικές εποχές του ελληνικού αθλητισμού.
- 22/07/2020
- Κείμενο: Αλέξανδρος Τρίγκας
Το Παγκράτι είναι ένας σύλλογος με μακρά ιστορία και παράδοση στο μπάσκετ, που μπορεί να υπερηφανεύεται πως “γέννησε” και δημιούργησε μερικές από τις μεγαλύτερες αθλητικές προσωπικότητες του περασμένου αιώνα στην Ελλάδα.
Με εφαλτήριο τη δεκαετία του 1950, τότε που ο Νότης Μαστρογιάννης ανέλαβε δράση και άρχισε το παιδομάζωμα από τις γύρω γειτονιές. Από το Μετς και τον Φωκιανό μέχρι την πλατεία του Προφήτη Ηλία, έψαχνε για πιτσιρικάδες που θα ενταχθούν στην αθλητική οικογένεια του Παγκρατίου. Δίχως τρομερές φιλοδοξίες, αλλά με μεράκι και αγάπη. Παρά τη δεδομένη δυσκολία του έργου του, έμελλε να είναι τυχερός. Έπεσε πάνω σε μια σπουδαία φουρνιά, δημιουργώντας την πρώτη μεγάλη ομάδα του Παγκρατίου.
Ο Ντίνος Καλαμπάκος (μεταγενέστερος… αστέρας του συλλόγου, τη δεκαετία του 1980) εξηγεί πως “η παλιά φουρνιά ξεκίνησε με αριστερές προδιαγραφές λόγω του Νότη Μαστρογιάννη, ο οποίος ήταν επί της ουσίας ο “πατέρας” αυτής της ομάδας, όπως διαμορφώθηκε και προχώρησε στην πορεία των ετών. Είναι ο άνθρωπος που -δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι- έβαλε τις βάσεις για όσα ακολούθησαν για πάνω από πενήντα χρόνια, άφησε μεγάλη κληρονομιά σε όσους τον διαδέχθηκαν τόσο διοικητικά όσο και αγωνιστικά”.
Ο “ΠΑΛΙΟΣ” ΚΑΙ Η ΤΕΤΡΑΔΑ – ΦΩΤΙΑ
Αγωνιστικά, ο Αλέκος Κοντοβουνήσιος ήταν αυτός που έκανε την αρχή, ως ο πρεσβύτερος της παρέας μέσα στο γήπεδο. Για να συμπράξει μερικά χρόνια αργότερα η χρυσή τετράδα των ροσονέρι: Αντώνης Λάνθιμος – Νίκος Σισμανίδης – Άρης Ραφτόπουλος – Τάκης Μάγλος. Το καρέ που μαζί με τον “παλιό” της παρέας έβαλαν το Παγκράτι -για τα καλά- στον μπασκετικό χάρτη της χώρας. Σούπερ σταρ της εποχής τους όλοι. Ήταν εκείνοι που διαφήμισαν την πόλη και τον σύλλογο σε πρώτο χρόνο, οδήγησαν το Παγκράτι στον… αφρό του ελληνικού αθλητισμού. Δίχως όμως να έχουν τον πρωταθλητισμό ως αυτοσκοπό ή στόχο. Το παν για εκείνη την παρέα ήταν η διασκέδαση, οι ισχυροί δεσμοί που είχαν δημιουργήσει και το οικογενειακό κλίμα εντός κι εκτός αγωνιστικού χώρου.
“Ήταν καθαρά οικογενειακό όλο αυτό, στο λέω ειλικρινά. Δεν υπήρχε ίχνος υστεροβουλίας. Παίζαμε για την παρέα μας. Μην ξεχνάς πως τότε δεν υπήρχε τόσο μεγάλος όγκος φιλάθλων, δεν είχαμε κόσμο να μας ακολουθεί. Όπως αντίστοιχα δεν σκεφτόμασταν τον πρωταθλητισμό, δεν είχαμε κατά νου μεγάλες καριέρες ή χαϊλίκια. Ξέρεις τι γινόταν; Κερδίζαμε τον Παναθηναϊκό, τον Ολυμπιακό, την ΑΕΚ και δεν σκεφτόμασταν πολύ μακριά. Απλά το διασκεδάζαμε και φεύγαμε χαμογελαστοί από το γήπεδο. Κι όπως κάναμε κάθε φορά, είτε κερδίζαμε είτε χάναμε, μετά τον αγώνα πηγαίναμε όλοι μαζί για φαγητό” θυμάται αρχικά ο Νίκος Σισμανίδης. Κι ακολούθως αναφέρεται στο έργο που άφησε πίσω του (αγωνιστικά) ο Αλέκος Κοντοβουνήσιος, ο οποίος “ήταν από τους μεγαλύτερους παίκτες της εποχής του. Αυτόν διαδεχθήκαμε επί της ουσίας. Έπαιξα για λίγο μαζί του, ήταν πραγματικός δάσκαλος”.
Οι παλιοί έφεραν το Παγκράτι μέχρι την τρίτη θέση της Α Εθνικής σε τρεις σεζόν, με τον Τάκη Μάγλο να αναδεικνύεται μάλιστα το “πρώτο πιστόλι” της κατηγορίας. Είπαμε: το Παγκράτι δεν ήταν “ακόμη μία ομάδα” της εποχής. Ήταν ορόσημο και καθοριστικός παράγοντας στα αθλητικά δρώμενα.
Όπως συμβαίνει σε όλους τους τομείς της ζωής όμως, έτσι κι εδώ ήρθε (νομοτελειακά) η κάμψη. Η πρώτη σπουδαία φουρνιά μεγάλωσε, η αμέσως επόμενη γενιά δεν είχε το ίδιο ταλέντο, κι έτσι το Παγκράτι σταδιακά άρχισε να χάνει σε δύναμη.
ΣΑΝ ΤΗΝ ΑΘΛΕΤΙΚ ΜΠΙΛΜΠΑΟ
Μέχρι να ξαναπάρει τα πάνω του. Πάλι με δικά του παιδιά, όπως την πρώτη φορά. Τον Νίκο Μπάστα, τον Παντελή και τον Βασίλη Γούμενο, τον Ντίνο Καλαμπάκο, τον Λεωνίδα Βατάκη και τον Χρήστο Τριανταφύλλου. Η αίσθηση της εντοπιότητας για κάθε παίκτη που φορούσε τη φανέλα του Παγκρατίου ήταν έντονη και είχε τη δική της σημασία. Όχι γιατί οι “ξένοι” ήταν πρόβλημα. Αλλά αφενός τότε δεν υπήρχε η δυνατότητα των μεταγραφών, όπως τις έχουμε κατά νου σήμερα, αφετέρου ποιος δεν θα ήθελε μια ομάδα αποτελούμενη από “παιδιά της γειτονιάς”;
“Στη δική μας, τη δεύτερη ας πούμε, φουρνιά, μόνο ο Παναγιώτης Καρατζάς δεν έμενε στο Παγκράτι. Ήρθε όμως σε πολύ νεαρή ηλικία, οπότε ήταν κι αυτός “δικός μας”. Γενικότερα υπήρχε η έννοια της εντοπιότητας στην ομάδα σαν φιλοσοφία” αναφέρει ο Ντίνος Καλαμπάκος. Αυτή η φιλοσοφία ήταν που είχε περάσει χρόνια τώρα στο μυαλό όλων -καλώς ή κακώς. Το Παγκράτι ήταν σαν την Αθλέτικ Μπιλμπάο (παίζουν μόνο οι Βάσκοι), ένα πράγμα. “Ξέρεις, αυτό γινόταν βάσει κουλτούρας. Για να καταλάβεις, η πρώτη ουσιαστική μεταγραφή που είδαμε και ζήσαμε στην ομάδα τότε, ήταν αυτή του Σάκη Τζαλαλή, ο οποίος ήρθε από τα Ιωάννινα. Σου μιλάω όμως τώρα για δέκα χρόνια μετά από την στιγμή που ξεκίνησε η δική μου φουρνιά την προσπάθεια στο γήπεδο” προσθέτει.
Κι η αλήθεια είναι πως κι αυτή, η δεύτερη, φουρνιά δεν τα πήγε άσχημα. Το κάθε άλλο. Οι πιο μικροί (Ντίνος Καλαμπάκος, Λεωνίδας Βατάκης) έφτασαν μέχρι την κατάκτηση του Πανελληνίου Εφήβων το 1983 με αντίπαλο τον Άρη και μαζί με τους λίγο μεγαλύτερους οδήγησαν τους ροσονέρι πάλι στην Α Εθνική, από την οποία είχε υποβιβαστεί μερικά χρόνια νωρίτερα -έφτασε μέχρι τα τοπικά. Με την απαραίτητη βοήθεια από τον πάγκο, στον οποίο βρισκόταν ο Μάκης Δενδρινός, που “μας έκανε κανονικούς μπασκετμπολίστες, μας έβαλε αρχές και μας έμαθε πολλά πράγματα” κατά τον Ντίνο Καλαμπάκο.
Ο Λεωνίδας Βατάκης, που δεν κατάφερε να ζήσει όλα αυτά που ονειρευόταν και μπορούσε βάσει ταλέντου, αφού ένα ατύχημα με τη μηχανή και η ρήξη πρόσθιου χιαστού τον πήγαν πολύ πίσω, εστιάζει στο γεγονός πως η παρέα που είχε δημιουργηθεί εκτός γηπέδου, ήταν σημαντικός παράγοντας για όσα έγιναν εντός αυτού. “Έτυχε να είμαστε μια παρέα παιδιών που περνούσαμε όλη τη μέρα μαζί, ήμασταν φίλοι και ασχοληθήκαμε όλοι με το μπάσκετ. Ήμασταν και γείτονες. Εγώ με τον Ντίνο (Καλαμπάκο) μέναμε σε απόσταση μίας γωνίας, ο Ευθύμης (Μπακατσιάς) ήταν στα διακόσια μέτρα μακριά. Αν εξαιρέσουμε τον Παναγιώτη (Καρατζά) που έμενε στον Άλιμο, όλοι οι άλλοι από τα παιδικά κι έπειτα μέναμε στην ίδια γειτονιά ουσιαστικά” αναφέρει και προσθέτει:
“Σου μιλάω για υπέροχες εποχές. Μέχρι να… σοβαρέψει το πράγμα και να γίνουμε επαγγελματίες, είχαμε την ίδια ρουτίνα κάθε μέρα. Θα πηγαίναμε πριν από την προπόνηση στον Προφήτη Ηλία για μονάκια, στα οποία φυσικά βάζαμε στοιχήματα για να τους δώσουμε ενδιαφέρον (γελάει). Κι αμέσως μετά για προπόνηση. Φυσικά, πριν και μετά περνούσαμε επίσης μια βόλτα από τον Λέντζο, για να πιούμε τον καφέ ή την πορτοκαλάδα μας. Πανέμορφες εποχές”.
Υπήρχαν βεντέτες στην ομάδα; “Κοίτα, δεν μπορείς να πεις ότι είχαμε… ύφος ή κάτι. ΟΚ, ο Ντίνος (Καλαμπάκος) ήταν η “βεντέτα” μας γιατί ήταν τρομερός παίκτης και είχε όλο το πακέτ, αλλά σε καμία περίπτωση αυτό δεν συνοδευόταν από κάποια περίεργη συμπεριφορά. Για τον Ντίνο, μιλάμε. Ποιο βεντετιλίκι; Συν ότι ο κόσμος που ερχόταν κατά βάση στο γήπεδο για να μας δει ήταν οι συμμαθητές μας από το 7ο και το 17ο και οι φίλοι από τη γειτονιά. Οπότε καταλαβαίνεις” απαντάει ο Λεωνίδας Βατάκης.
Κάπως έτσι, το Παγκράτι έφτασε -με τη βοήθεια του Μάκη Δενδρινού- πάλι μέχρι την Α1. Ήταν πάλι “εδώ” και έκανε αισθητή την παρουσία του. Ήδη πάντως, πριν έρθει η άνοδος στη μεγάλη κατηγορία, αυτοί οι παίκτες είχαν φροντίσει να κάνουν αισθητή την παρουσία τους και να προκαλέσουν θόρυβο στον ελληνικό αθλητισμό. “Δύο σερί χρονιές φτάσαμε μέχρι τα ημιτελικά του Κυπέλλου Ελλάδας, ήμασταν στη δεύτερη κατηγορία και έβλεπες παιδιά από την ομάδα μας να παίζουν στην Εθνική” τονίζει ο Ευθύμης Μπακατσιάς, ο οποίος ήταν μεν μερικά χρόνια μικρότερος από τους υπόλοιπους, έζησε όμως κι αυτός μέρος των “χρυσών ετών” των ροσονέρι.
“Ξέρεις τι βοήθησε επίσης πάρα πολύ; Η κατασκευή του κλειστού στο Μετς. Αν δεν κάνω λάθος έγινε το 1989, κι έτσι ο κόσμος αγκάλιασε ακόμη περισσότερο την ομάδα, την προσπάθεια που κάναμε και τον αγώνα που δίναμε. Έβλεπες 2.500 άτομα να είναι στο γήπεδο για να μας δουν. Όλο αυτό δημιουργούσε πολύ ιδιαίτερα συναισθήματα σε όλους μας” προσθέτει.
ΤΑ ΜΟΝΑΚΙΑ ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το πλήρωμα του χρόνου ήρθε για δεύτερη φορά όμως. Μοιραία. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να γίνε διαφορετικά. Από τη μία επειδή τα πράγματα έγιναν πολύ πιο επαγγελματικά στον χώρο εκείνη την περίοδο (με την… αύρα του 1987 να παίζει επίσης ρόλο), από την άλλη γιατί το ταλέντο και η ποιότητα των παικτών που είχε στις τάξεις του το Παγκράτι τράβηξε το ενδιαφέρον των μεγαλύτερων συλλόγων της χώρας. Αυτό που δεν άλλαξε όμως ποτέ ήταν το συναισθηματικό δέσιμο όλων αυτών των παιδιών με την περιοχή τους. “Ξέραμε ο ένας τα προβλήματα του άλλου” εξηγεί χαρακτηριστικά ο Λεωνίδας Βατάκης.
Από τις βόλτες στα στενά του Παγκρατίου, τον Προφήτη Ηλία και τα μονάκια που… έγραψαν ιστορία πριν από τις προπονήσεις, μέχρι τον Φωκιανό και τον Λέντζο.
“Το Παγκράτι είχε μια πολύ ιδιαίτερη αθλητική κουλτούρα” συμφωνούν ο Ντίνος Καλαμπάκος και ο Ευθύμης Μπακατσιάς. Το Παγκράτι δεν ήταν “ακόμη ένα αθλητικό σωματείο”. Ήταν πολλά περισσότερα από αυτό. Οι εμβληματικές φιγούρες των 60s, των 70s, των 80s και των 90s θα το (υπεν)θυμίζουν σε όλους. Από τον Νότη Μαστρογιάννη, τον Αλέκο Κοντοβουνήσιο και τον Άρη Ραφτόπουλο μέχρι τον Λεωνίδα Βατάκη και τον Παναγιώτη Καρατζά, κι από τον Νίκο Σισμανίδη, Αντώνη Λάνθιμο και τον Τάκη Μάγλο μέχρι τον Ντίνο Καλαμπάκο και τον Ευθύμη Μπακατσιά. Κι άλλους τόσους, κι ακόμη περισσότερους. Τον Σάκη Τζαλαλή. Τον Χρήστο Τριανταφύλλου. Τον Μιχάλη Μαντζώρη. Τον Νίκο Μπάστα. Τον Παντελή και τον Βασίλη Γούμενο.
Το Παγκράτι μυρίζει μπάσκετ μέχρι σήμερα. Και θα συνεχίσει να μυρίζει…