Witzwort: To ‘κρυφό’ γερμανικό μπαρ του Αλίμου
Η φάση είναι Μάρλεν Ντίτριχ, τζαζ, ημίφως, βερολινέζικη ατμόσφαιρα και όλα αυτά στην Αθήνα και μάλιστα στα νότια.
- 23/01/2015
- Κείμενο: NouPou.gr
Άνοιξε την πόρτα και μπες. Στο τραπεζάκι της εισόδου θα σε υποδεχτεί η Τζοζεφίν. Μην της πιάσεις κουβέντα. Δεν θα απαντήσει. Είναι κούκλα ναι. Και δεν εννοούμε όμορφη (που και από αυτό τη λες), αλλά κούκλα κούκλα, σαν αυτές που έχουν στις βιτρίνες ντε. Θα αναρωτιέσαι γιατί τη λένε έτσι. Το Μερικοί το Προτιμούν Καυτό, αυτό το πασίγνωστο αμερικάνικο μιούζικαλ με τη Μέριλιν το έχεις δει; Ο Μιχάλης ο Αρώνης, ο ένας εκ των δύο (υπερσυμπαθέστατων) ιδιοκτητών, μου είπε ότι το όνομά της το εμπνεύστηκαν από εκεί, το ίδιο είχε ένας από τους πρωταγωνιστές, όταν έκανε την γυναίκα (ε αν ξέρεις την ταινία, ξέρεις και τη φάση). Πάνω από την Τζοζεφίν υπάρχει μία ταμπέλα που γράφει Witzwort (και κάτι άλλα στα γερμανικά), που είναι ένα χωριό κοντά στα σύνορα Γερμανίας και Δανίας και που από αυτό έχει καταγωγή ο έτερος ιδιοκτήτης, ο Ρόνι. Ε από εκεί το βάφτισαν έτσι.
Αλλά ένα μαγαζί με μία ωραία είσοδο και ένα σωρό άλλα ωραία που θα σου πω μετά, δεν θα ήταν τίποτα χωρίς τους ανθρώπους του. Ξέρεις ήδη τα ονόματά τους. Μιχάλης και Ρόνι. Ο Μιχάλης με καλωσόρισε με ένα χαμόγελο και μια ζεστασιά άλλο πράμα. Είναι αυτό που λέμε très chic με κοκάλινα μπορντό (ή κόκκινα, είχε χαμηλό φωτισμό) γυαλιά και έξω καρδιά. Μου είπε ότι δεν φαίνονται και πολύ απ’ έξω αλλά δεν θέλουν να αλλάξουν την πρόσοψη, γιατί δεν θα ταίριαζε κάτι πιο μοντέρνο στο στιλ του μπαρ. «Παλιά για 15 χρόνια, έμενα στην πολυκατοικία από πάνω, αλλά μετακόμισα, τώρα μένω Βύρωνα, καλύτερα να μην μένεις εκεί που δουλεύεις, με πήραν και μια φορά τηλέφωνο να κατεβώ να πληρώσω για έναν πελάτη που είχε μεθύσει και δεν έδινε λεφτά στο ταξί, τώρα αποφεύγω και αυτά», λέει και γελάει. Ε μετά μου μίλησε για την Αίγυπτο που γεννήθηκε, για την Ιταλία που σπούδασε, για το εγγόνι του που μένει στη Σύρο και για τη γνωριμία του με τον Ρόνι, που κατέληξε σε μία πολύ όμορφη συνεργασία. «Ήταν τουρίστας και εγώ τότε δούλευα σε ένα ξενοδοχείο στην Αθήνα, γνωριστήκαμε και αποφασίσαμε να φτιάξουμε αυτό το μαγαζί», μου λέει. Καθόμαστε σε ένα τραπεζάκι που από κάτω από το γυαλί έχει ένα δίσκο των Beatles (και της Peggy Lee, αλλά εγώ είμαι από την πλευρά των Σκαθαριών).
Ο Μιχάλης συνεχίζει «Βάζουμε τέτοια εδώ, λίγο ροκ αλλά παλιά, γενικά oldies, κυρίως τζαζ, swing», την ώρα εκείνη έπαιζε το Besame Mucho (που συμπαθάτε με για την άχρηστη πληροφορία, αλλά μου αρέσει τόσο ρε παιδιά). Από πίσω μας άλλη μία κούκλα (φίλη της Τζοζεφίν), η Ματίλντα, φοράει ένα κόκκινο φόρεμα και ένα όμορφο μαύρο καπέλο, την κοιτάω και ο Μιχάλης μου αποκαλύπτει την καλλιτεχνική του φύση «εγώ το έφτιαξα, μου αρέσει να φτιάχνω διάφορα και τα κεντήματα στον τοίχο δικά μου είναι».
Καλά τώρα που είπαμε για τοίχους, πω πω, δεν υπάρχει αυτό που είδαν τα ματάκια μου, γεμάτοι από κάδρα, Νταλί, έργα ενός φίλου τους εικαστικού, αλλά και χαρακτικά, φωτογραφίες της Σίρλει Μπάσεϊ, του Χάμφρεϊ του Μπόγκαρτ (λέγε με Καζαμπλάνκα), του Τσάρλι Τσάπλιν (κατά κόσμον Σαρλό), τα περισσότερα δώρα από θαμώνες, Έλληνες, Αμερικάνους, Ελβετούς, Γάλλους. Αλλά το καλύτερο από όλα είναι ένας εξαιρετικός πίνακας πάνω από το μπαρ, που απεικονίζει τους δύο συνεργάτες σε νεαρότερη ηλικία. Εκεί από κάτω είδα και το τηλέφωνό τους, από αυτά τα τέλεια τα vintage ναι, πιο vintage δεν έχεις. «Και πολλά από τα αντικείμενα που έχουμε μας τα έχουν κάνει δώρο, κάποια άλλα τα έχω αγοράσει από το Μοναστηράκι». Βλέπω παλιά παιχνίδια και μουσικά όργανα κρεμασμένα από το ταβάνι. Και παλιά φανάρια δρόμου που χρησιμεύουν για σταντ. Βλέπω παντού κάτι. Παντού.
Διακόπτω για λίγο την κουβέντα με τον Μιχάλη για να πάμε στον Ρόνι και να τους βγάλω μαζί φωτογραφία, είναι μέσα από την μπάρα, «είναι ο ντιτζέι», μου λέει ο Μιχάλης γελώντας. «Βάζω και βινύλια κάποιες Τρίτες και γενικά αν κάποιος ζητήσει κάποιο τραγούδι που δεν υπάρχει σε cd», λέει ο Ρόνι με την χαριτωμένη έντονη προφορά του, ξέρεις αυτή με τα τραχιά ρο. Τους βγάζω φωτογραφία και μετά ο Μιχάλης μου λέει για τους θαμώνες και για τα χρόνια που δουλεύει το μαγαζί. «Είμαστε ανοιχτά από τις 5 Ιουνίου του 1982, περίπου 33 χρόνια, κάθε 10 χρόνια κάνουμε πάρτι και κερνάμε σαμπάνιες», μου δείχνει ένα καδράκι «να αυτό μας το έφτιαξε μια πελάτισσα για τα 30 χρόνια μας».
«Έρχονται από όλες τις περιοχές, όχι μόνο από τα νότια, ακόμη και από τα βόρεια κατεβαίνουν, έχω πελάτες από την Πολιτεία ας πούμε». Και όλους με έναν μαγικό τρόπο τους έχει κάνει φίλους του. Το είδα με τα μάτια μου. Αγκαλιές και φιλιά, οικειότητα, (θα πω το κλισέ αλλά) αγάπη μόνο σε αυτό το μαγαζί. Είχα τελειώσει πια την μπίρα μου (λες να μην είχε;), έχει και άλλα ποτά όμως, κοκτέιλ κυρίως, μιας και συστήνεται ως cocktail bar, μερικά έχουν και σαμπάνια μέσα, αυτά είναι λίγο πιο ακριβά από τα υπόλοιπα, αλλά τα αξίζουν τα λεφτά τους. «Δεν σερβίρουμε καφέ, ούτε φαγητό, δεν μας έδωσαν την άδεια για αυτό κι έτσι το κάναμε καθαρά μπαρ». Τα είπαμε κι άλλο και στο τέλος είπα gute Nacht και έφυγα. Με τις καλύτερες εντυπώσεις. Φάνηκε και παραπάνω θαρρώ. Από τις 9 μέχρι τις 2 είναι ανοιχτά εκτός από Κυριακή και Δευτέρα, αλλά μπορείς να κάτσεις άνετα και τις 5 αυτές ώρες. Έτσι κι αλλιώς όπως μου είπε ο Μιχάλης «στα μπαρ δεν πρέπει να υπάρχουν ρολόγια». Γερμανικό όσο πρέπει, κοσμοπολίτικο όσο πρέπει και τόσο ιδιαίτερο που δεν θα βρεις δεύτερο, στο λέω και βάζω το χέρι μου στη φωτιά.
Θουκυδίδου Φαν Βάικ 15
21 0983 9676