Από πού πήραν το όνομά τους τα Βλάχικα της Βάρης;
Η μέκκα της κρεοφαγίας στα Νότια ονομάζεται Βλάχικα, αυτό το ξέρουμε όλοι, αλλά καιρός να μάθουμε και ποιος είναι ο νονός.
- 16/04/2017
- Κείμενο: NouPou.gr
Το μυαλό κάθε Νότιου κρεοφάγου (και μη) στο άκουσμα ψητού με μπόλικη τσίκνα οδεύει ολοταχώς προς τα Βλάχικα της Βάρης, αυτή την cult γειτονιά, όπου η μαστοριά στα κάρβουνα έχει προαχθεί σε τέχνη και οι ψήστες-μύστες σε καλλιτέχνες της γεύσης. Η ιστορία των Βλάχικων ξεκινά περίπου 100 χρόνια πριν και είναι συνυφασμένη με την ιστορία των Σαρακατσάνων, αυτής της νομαδικής ελληνικής φυλής με ρίζες από την αρχαιότητα.
Η εθνογράφος Αγγελική Χατζημιχάλη χαρακτηρίζει του Καρακατσάνους ως «Νομάδες από πανάρχαια μήτρα κτηνοτρόφων, τσελιγκάδες, τσοπάνοι, προβαταραίοι, χωρίς δική τους γη και μόνιμη κατοικία. Περπατάρηδες και κόσμος από λόγγα, αυτοί είναι οι Σαρακατσάνοι. Ζούνε στους κάμπους τον χειμώνα κι ανεβαίνουν στα βουνά το καλοκαίρι. Η ζωή τους είναι ένα ταξίδι, μια αδιάκοπη μετακίνηση». Τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η Βάρη, ο Αστέρας Βουλιαγμένης και οι γύρω περιοχές ήταν βοσκότοποι, στους οποίους κατέβαιναν οι Σαρακατσάνοι από τα ορεινά της Πάρνηθας και της Πεντέλης για να ξεχειμωνιάσουν. «Μετά την Τουρκοκρατία, πρόβατα είχες, βλάχο σε φώναζαν» λένε οι κάτοικοι της περιοχής και κάπως έτσι οι Σαρακατσάνοι κονόμησαν και το παρατσούκλι ‘Βλάχοι’. Εξ’ού και τα Βλάχικα.
Το 1917 τρεις με τέσσερις οικογένειες Σαρακατσάνων, οι Γουλαίοι, οι Μακροδημητραίοι και οι Μακραίοι, αποφάσισαν να εγκατασταθούν μόνιμα στην περιοχή, συνεχίζοντας την ενασχόλησή τους με την κτηνοτροφία. Το 1962, ο Χρήστος Γούλας εγκαινιάζει την πρώτη ταβέρνα, τον «Τσέλιγκα», στο χώρο όπου μέχρι τότε λειτουργούσε το καφενείο του πατέρα του. Έκτοτε, ξεκίνησε η μάστιγα frozen yogurt. Όμοιες χασαποταβέρνες, η μια δίπλα στην άλλη, μοιρασμένες στις δύο πλευρές της λεωφόρου Βάρης και ως το 1970 το τοπίο είχε διαμορφωθεί. Είναι η εξέλιξη των παλιών καφενείων-σταθμών που υπήρχαν για τους τσοπάνηδες. Ωστόσο, δεν ήταν μόδα και πέρασε. Τα Βλάχικα απέδειξαν πως έχουν γερές βάσεις, αν και τα μαγαζιά έχουν λιγοστεύσει. Οι ταβέρνες προσελκύουν καθημερινά και ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα πλήθος κόσμου, θιασωτών της κρεοφαγίας που συνοδεύουν τις πιατέλες με τα ψητά και τα κοκορέτσια που πηγαινοέρχονται αδιάκοπα, με χορό, τραγούδι και μπόλικο κρασί. Από το ’60 άλλωστε, είχαν αρχίσει να συρρέουν και πελάτες της… υψηλής κοινωνίας, όπως ο Πελέ και η Μπριτζίτ Μπαρντό.
Τα Βλάχικα έχουν διατηρήσει τον παραδοσιακό χαρακτήρα τους (και το μύθο τους) με τσολιάδες-κράχτες στην είσοδό τους, τσαρούχια, γκλίτσες, άφθονη τσίκνα και σούβλες που γυρίζουν αδιακόπα λες και κάθε μέρα είναι λαμπρή. Η Βοσκοπούλα, ο Τσολιάς, τα Βλάχικα, ο Μπάμπης και το Δίλοφο είναι κάποιες από τις επιλογές που έχεις. Ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει 2-3 δεκαετίες πίσω σε αυτή τη γειτονιά, αλλά αυτή ακριβώς είναι και η γοητεία της. Δεν θα φαινόταν και τόσο ταιριαστό άλλωστε, να πηγαίναμε στα Βλάχικα και να βρίσκαμε εστιατόρια που σερβίρουν γκουρμεδιές.