Από το όραμα, στο «σπίτι στους ουρανούς»: Έτσι χτίστηκε το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία στη Γλυφάδα
Ένας πρωτομάστορας, ένα όραμα και μια ολόκληρη γειτονιά έβαλαν το δικό τους λιθαράκι για να φτιαχτεί το ξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία στη Γλυφάδα, που κάθε χρόνο τέτοια μέρα, προσελκύει πλήθος κόσμου από διάφορες περιοχές. Οι απόγονοι των ανθρώπων που έχτισαν το εκκλησάκι ξετυλίγουν στο NouPou την ιστορία του, που ξεκίνησε τη δεκαετία του '50.
- 20/07/2022
- Κείμενο: Γεωργία Βαμβακερού
- Φωτογραφίες: Νίκος Μυλωνάς
Τον Προφήτη Ηλία, το ξωκκλήσι που δεσπόζει στον «Γλυφαδιώτικο» Υμηττό, το γνωρίζουμε σχεδόν όλοι. Πόσοι όμως ξέρουμε την ιστορία του και πώς αυτό δημιουργήθηκε;
Μια ολόκληρη γειτονιά, αυτή γύρω από την εκκλησία της Αγίας Τριάδας στην Άνω Γλυφάδα, με πολλή πίστη και κόπο, συνεργάστηκε για την οικοδόμησή του. Ακόμα και μικρά παιδάκια ανέβαιναν κάθε ημέρα στο βουνό για να βοηθήσουν να φτιαχτεί το μπετόν των θεμελίων του.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, ο Σαράντος Κότσικας, ένας ευσεβής Γλυφαδιώτης, υδραυλικός στο επάγγελμα, αποφασίζει να χτίσει ένα εκκλησάκι στις πλαγιές του Υμηττού. Η γειτονιά μιλά για ένα όραμα, ότι δηλαδή ο Σαράντος είδε στον ύπνο του τον ίδιο τον Προφήτη Ηλία, ο οποίος του υπέδειξε μάλιστα το σημείο που ήθελε να χτιστεί το εκκλησάκι. Όπως και να έγινε πάντως, όλη η γειτονιά, γύρω από την Αγία Τριάδα, κινητοποιείται, κι έτσι, σαν από θαύμα, χτίζεται ο Προφήτης Ηλίας. Το εκκλησάκι, που γιορτάζει στις 20 Ιουλίου, προσελκύει πλήθη προσκυνητών, όχι μόνο από τη Γλυφάδα αλλά και από τις γύρω περιοχές.
Πρωτομάστορας στο δύσκολο αυτό εγχείρημα ήταν ο μαστρο – Κηρύκος Καρτελιάς, ένας θεοσεβούμενος οικογενειάρχης, που έμαθε για το όραμα του Σαράντου από μια μοναχή, την Παταπία, που ζούσε στην περιοχή. Χωρίς δεύτερη σκέψη, με πολύ ζήλο, και χωρίς να υπολογίζει τον κόπο που χρειαζόταν, ξεκίνησε το χτίσιμο της μικρής εκκλησίας.
Ο Νίκος Καρτελιάς, γιoς του μαστρο – Κηρύκου, διηγείται στο NouPou:
«Εγώ ταξίδευα και δεν ήξερα τίποτα από όλα αυτά. Φεύγοντας μια ημέρα για ταξίδι λέω του πατέρα μου: “Πάρε αυτά τα χρήματα για να τελειώσεις το σπίτι της αδελφής μου”. Όταν επέστρεψα, μετά από έναν χρόνο, βλέπω την αδελφή μου να κλαίει. Μου λέει: “Νίκο, δεν το τελείωσε το σπίτι, δεν έφτιαξε ούτε τουαλέτα μέσα, τίποτα”. “Βρε πατέρα”, του λέω, “δεν σου έδωσα χρήματα για να φτιάξεις το σπίτι της Σοφίας;”. “Εγώ σου έφτιαξα ένα σπίτι στους ουρανούς”, μου απάντησε. “Σήκω επάνω να δεις”. Και μου δείχνει το βουνό. “Εκεί”, μου λέει, “είναι ο Προφήτης Ηλίας. Τα λεφτά που μου έδωσες τα ξόδεψα για αυτόν τον σκοπό”.
»Για να φτιαχτεί το εκκλησάκι, τον βοήθησε πολύ κι ένας μάστορας, ο Μιλτιάδης Πατρινός. Ανέβαζαν τα υλικά πάνω με το γαϊδουράκι, από κακοτράχαλο δρόμο, γιατί δεν υπήρχε μονοπάτι τότε. Δεν έβαλε πουθενά το όνομά του, για να δείξει δηλαδή ότι το έχτισε αυτός. “Εμένα”, μου έλεγε, “με βλέπει ο Χριστός κι όταν θα πάω επάνω, εκείνος θα ξέρει ποιος το έφτιαξε”».
Ο Σαράντος Κότσικας, ο υδραυλικός που είχε δει το όραμα, ήταν ο άνθρωπος που προσέφερε τα οικοδομικά υλικά και οργάνωσε τη μεταφορά τους στο βουνό με γαϊδουράκια. Όλη η γειτονιά, μαζί και τα παιδιά, ξεκινούσαν κάθε πρωί κι ανέβαιναν στο βουνό για να βοηθήσουν, όπως μπορούσε ο καθένας. Ανάμεσά τους και τα παιδιά του πρώτου κατοίκου της περιοχής, Βαγγέλη Πρασά, ο Βασίλης και ο Λουκάς, o οποίος μας διηγείται:
«Εγώ ήμουν παιδί τότε, δώδεκα χρονών, το 1958 κι ακούσαμε όλοι τότε για το όνειρο του Σαράντου. Αυτό μαθεύτηκε κι ήρθε κόσμος, εθελοντές, που επιθυμούσαν να βοηθήσουν στο χτίσιμο. Ο Σαράντος έπαιρνε τα υλικά από τη μάντρα του Λουρίδα, στην Καραχάλιου κι ο μαστρο – Κηρύκος ξεκίνησε να το χτίζει με την βοήθεια του Μιλτιάδη. Για να ανέβουν να υλικά πάνω προσεφέρθη μία γυναίκα, η Άννα Καφαντάρογλου, η οποία ανέβαζε το γαϊδουράκι – θυμάμαι ακόμα τα πρησμένα πόδια της- φορτωμένο με τσιμέντο, ασβέστη και νερό. Εμείς τα παιδιά, με τις μανάδες μας, πήραμε σφυράκια, ανεβήκαμε πάνω, σπάγαμε πέτρες για να τις κάνουμε χαλίκι και τις βάζαμε μέσα σε ντενεκέδες. Ο μαστρο – Κηρύκος με τον Μιλτιάδη ξεκινούσαν κάθε πρωί, έχοντας στα χέρια καλουπάκια για τους τρούλους τους μικρούς ή άλλα υλικά κι ανέβαιναν με τα πόδια. Όταν χτίστηκε, εγώ ήμουν πια δεκατριών ετών και σοβάντισα το τέμπλο του. Μετά από χρόνια είχαμε και θέματα, αν το εκκλησάκι θα ανήκει στην Αγία Τριάδα ή στον Άγιο Παύλο. Άρχισε, βλέπετε, να ανεβαίνει πολύς κόσμος πάνω και να αφήνει έσοδα. Τελικά ανήκει στον Άγιο Παύλο».
Ανάμεσα στα παιδιά ήταν και πολλά κοριτσάκια. Η κόρη του μαστρο – Κηρύκου, Σοφία Νικολαΐδου, θυμάται:
«Ο πατέρας μου είχε στρώσει νάυλον στη βεράντα του σπιτιού μας κι είχε φτιάξει καλούπια με ξύλα και κόντρα πλακέ, τα οποία άφηνε δυο – τρεις ημέρες στον ήλιο, στέγνωναν και μετά τα φόρτωνε στα γαϊδουράκια και τα ανέβαζε από ένα κακοτράχαλο μονοπάτι. Ήταν άγριο πράγμα αυτό. Και τα καλούπια πολύ βαριά, από τσιμέντο. Κι όμως τα ανέβαζε, δυο φορές τη μέρα. Κάθε πρωί, η μητέρα μου μας έδινε ψωμάκι, ελίτσες και τυράκι και μας έστελνε επάνω με τα σφυράκια μας να κάνουμε χαλίκι, να γίνει το μπετόν.
»Ήταν πολύ πιστός άνθρωπος ο πατέρας μας. Και το μυαλό του ήταν πάντα στο πώς θα βοηθήσει. Με έστελνε θυμάμαι σε σπίτια για να βοηθήσω και μου έλεγε: “Θα πας, θα φύγεις και να μην σε δει κανείς”. Όταν πια πήρε τη σύνταξή του και μας τακτοποίησε, έφυγε και πήγε στο Άγιο Όρος, όπου τελείωσε τη ζωή του ως μοναχός».
Όταν πια το εκκλησάκι ήταν έτοιμο, οι κάτοικοι της περιοχής είδαν τον μικρόσωμο κι αδύνατο μαστρο – Σαράντο να ανεβάζει τη μεγάλη σιδερένια πόρτα του, μέχρι το εκκλησάκι, κουβαλώντας τη στην πλάτη του.