Έπαυλη Μαυρομιχάλη: Το «στοιχειωμένο» αρχοντικό της Καστέλλας
Στα Βοτσαλάκια του Πειραιά, το παλιό αρχοντικό του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη στέκεται ακόμα, ντυμένο με θρύλους για μεταφυσικά μυστήρια και φαντάσματα. Γράφει στο NouPou για τη συναρπαστική και «καταραμένη» ιστορία του η Νότια συγγραφέας Πολύμνια Ρέγκου.
- 02/01/2025
- Κείμενο: Πολύμνια Ρέγκου
Πειραιάς, παραλία Βοτσαλάκια, 1916. Χειμώνας. Κρύο, φουρτούνα, κακό. Ένα αρχοντικό στέκει πανέμορφο κι επιβλητικό, στο ακρωτήρι. Μπροστά του ο αγριεμένος Σαρωνικός, το χτυπά αλύπητα με τα κύματα του. Μάταιος κόπος. Τα θεμέλιά του είναι γερά κι ο τοίχος ολόγυρά του το προστατεύει. Προστάτης του είναι και το νησάκι «Σταλίδα», που μοιάζει να αναδύεται εμπρός του, σαν φυσικός κυματοθραύστης.
Δεν φταίει μόνο ο καιρός για τη ζοφερή ατμόσφαιρα που το τυλίγει σα μανδύας. Πένθος έχει το σπιτικό μεγάλο. Έφυγε από τη ζωή ο λαμπρός του ιδιοκτήτης, ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, γιος του Πέτρου, του οπλαρχηγού από τη Μάνη. Μεγάλη οικογένεια με βαριά κληρονομιά οι Μαυρομιχαλαίοι. Δολοφονίες, δολοπλοκίες μα και τεράστιοι ηρωισμοί συνόδευαν πάντα το όνομά τους. Νεραϊδογέννητους τους έλεγαν πολύ παλιά, λόγω της ομορφιάς τους∙ καρπούς του έρωτα της πανώριας κόρης του Δόγη της Βενετίας, Μοροζίνι, και του μεγάλου καπετάνιου της Μάνης. Όμορφοι μα καταραμένοι πάντα, όπως δήλωνε το όνομά τους. «Μαύροι», δηλαδή άμοιροι.
Κόσμος πολύς έμενε μέσα σε αυτό το αρχοντικό. Στα πρότυπα μανιάτικου πύργου είχε φτιαχτεί. Μικρότερες κατασκευές στον τεράστιο κήπο, ήταν τα καταλύματα των βοηθών και των υπηρετών. Ξενώνες και αμέτρητα δωμάτια, κελάρια κι αποθήκες, το έκαναν να μοιάζει με μικρό οικισμό. Γεράνια, τριανταφυλλιές και μικρά μποστάνια, χάριζαν αρώματα και καρπούς σε αφθονία.
Ο Κυριακούλης παντρεύτηκε την αριστοκράτισσα Όρσολα Ρώμα. Λίνα την φώναζαν από μικρή και προερχόταν κι εκείνη από ιστορική οικογένεια της Ζακύνθου. Τέσσερα παιδιά απέκτησαν μαζί, οι υποχρεώσεις τους όμως τους κρατούσαν καιρό χώρια. Εκείνη προτιμούσε να μένει στο μέγαρο της οδού Αμαλίας 8, στην Αθήνα, ενώ αυτός λάτρευε το αρχοντικό στην Καστέλα. Η Λίνα οργάνωνε φιλανθρωπίες κι ήταν γνωστή για την καλοσύνη και την ευαισθησία της. Εκείνος, βουτηγμένος στα προβλήματα του κράτους, της άφηνε χώρο να ασχολείται με αυτά που αγαπούσε.
Έγινε ο Κυριακούλης Πρωθυπουργός, διορισμένος από τον Βασιλιά Γεώργιο, το 1909. Ακόμα πιο μεγάλο βάρος έπεσε στους ώμους του, αφού αποστολή του ήταν να ηρεμήσει την κατάσταση, μετά το κίνημα του στρατού στο Γουδί. Πιέστηκε ο Κυριακούλης κι άλλαξε, λένε, χαρακτήρα. Σκοτούρες και προβλήματα του θόλωναν το μυαλό και τον βύθιζαν σε θλίψη. Έπρεπε να αφήσει το αγαπημένο του σπιτικό, δίπλα στη θάλασσα και να μένει κι εκείνος στο Μέγαρο της Αθήνας.
Έμενε το αρχοντικό αδειανό από τα αφεντικά για πολύ καιρό. Γρήγορα, φήμες και δεισιδαιμονίες άρχισαν να το τυλίγουν. Κακότυχο λέγανε πως ήταν, σαν τη φαμίλια του ιδιοκτήτη του. Άλλοι μιλούσαν για μια κοπέλα, που είχε βιαστεί και σκοτωθεί από έναν Τούρκο, στο ίδιο σημείο που χτίστηκε ο Πύργος, παλιά στα χρόνια της σκλαβιάς. Όσο κι αν φαινόντουσαν απίστευτα όλα αυτά, συχνές ατυχίες, αρρώστιες και θάνατοι ενίσχυαν τη φημολογία.
Ο αδερφός της Λίνας Μαυρομιχάλη, Αλέξανδρος Ρώμας, άντρας δυνατός και θαρραλέος, πρωτοστάτης των Ελλήνων γαριβαλδινών εθελοντών και ιδρυτής του «Σώματος Ελλήνων Ερυθροχιτώνων», δεν κατάφερε να βγει ζωντανός από την Έπαυλη. Ένας απλός πυρετός έγινε θανατηφόρος κι άφησε την τελευταία του πνοή στο καταραμένο σπίτι του Κυριακούλη, εκεί που κάποτε γινόντουσαν δεξιώσεις και γιορτές μεγάλες. Εκεί, που αριστοκράτες και πολιτικοί συνέρρεαν για να επισκεφτούν τους λαμπρούς ιδιοκτήτες, ανθρώπους επιφανείς που είχαν δόξα και τιμές. Η μοίρα όμως δε μετρά έτσι τη ζωή. Δε νοιάζεται για τα πλούτη, ούτε για τα μεγάλα σόγια. Δυο χρόνια μετά, χάθηκε ο Κυριακούλης όπως όλοι, πλούσιοι και φτωχοί. Πίσω έμειναν μόνο οι περιουσίες, οι θησαυροί κι οι θρύλοι που πάντα τον ακολουθούσαν σαν σκιά.
Σταμάτησαν οι μουσικές. Τελείωσαν οι δεξιώσεις και οι γιορτές. Έπαψε ο κόσμος να επισκέπτεται το σπίτι. Σφάλισαν τα παραθυρόφυλλα και μανταλώθηκαν οι πόρτες. Έφυγαν όλοι ξαφνικά, σα κυνηγημένοι. Προσωπικό και συγγενείς εγκατέλειψαν τη βίλα σα να φοβόντουσαν να μείνουν άλλο εκεί. Παραδομένο στα στοιχεία της φύσης και στους πλιατσικολόγους, το αρχοντικό πάλευε χρόνια να παραμείνει όρθιο.
Πέρασε καιρός. Ήρθαν πόλεμοι και καταστροφές. Ξεράθηκαν τα πλούσια μποστάνια. Πληγώθηκε κι άλλο η μεγάλη έπαυλη, μα συνέχισε να μάχεται τη σκληρή της τύχη. Γερά θεμέλια και καλή κατασκευή. Δεν είχε λυπηθεί τα χρήματα ο πρώτος ιδιοκτήτης. Φρούριο ολόκληρο είχε φτιάξει. Ψηλή πέτρινη περίφραξη, χοντροί τοίχοι, κεραμίδια και πολεμίστρες.
Το κράτος αποφάσισε να επέμβει και να κάνει χρήση του λαμπρού οικοδομήματος. Η Ναυτική Σχολή της ΄Υδρας βρήκε στέγη εκεί. Αργότερα ήρθε κι η Σχολή των Εμποροπλοιάρχων, να ενισχύσει τις νέες παρουσίες που διάβαιναν την βαριά πόρτα. Τότε ήταν που ξεκίνησαν οι φήμες.
Οι νεαροί σπουδαστές άρχισαν να μιλούν για φαντάσματα και περίεργους θορύβους. Άλλοι έλεγαν πως υπήρχαν μυστικές υπόγειες στοές, που σα λαβύρινθος οδηγούσαν στη θάλασσα ή στον δρόμο. Κάποιοι πιο ευφάνταστοι, περιέγραφαν τεράστια λαγούμια που έφταναν μέχρι την Ύδρα. Ακόμη κι οι πιο τολμηροί απέφευγαν να μένουν εκεί, σαν έπεφτε ο ήλιος. Είχαν δει λέει, μια γυναίκα με λευκά, να περπατά στους ατελείωτους διαδρόμους. Έκλαιγε και μιλούσε ακατάληπτα. Συνέχιζε την περιπλάνησή της, έβγαινε έξω στην παραλία και κάθε βράδυ βυθιζόταν στην σκοτεινή θάλασσα. Αν κάποιος άτυχος ζωντανός, βρισκόταν στο διάβα της, αντίκρυζε τα σβηστά της μάτια κι άκουγε τις απόκοσμες κραυγές της.
Επτά χρόνια άντεξαν οι Σχολές μέσα στους στοιχειωμένους τοίχους. Είπαν πως τα φαινόμενα ήταν τόσο έντονα που και οι πιο δύσπιστοι έφυγαν τρομαγμένοι. Οι σπουδαστές αρνιόντουσαν να μείνουν στις αίθουσες κι η νέα εγκατάλειψη ήταν αναπόφευκτη.
Από τότε, κανείς δεν έμεινε ξανά στο σπίτι του Μαυρομιχάλη. Ακόμη κι όταν δίπλα του λειτούργησε το περίφημο νυχτερινό κέντρο «Σπηλιά του Παρασκευά», τα τραγούδια και τα γλέντια δεν κατάφεραν να φωτίσουν το έρεβος που το τύλιγε. Αντίθετα ενίσχυσαν τις δοξασίες, αφού η «Σπηλιά» ήταν πράματι ένα υπόγειο σπήλαιο, δίπλα στο εγκαταλελειμμένο αρχοντικό, που δυνάμωνε τις διαδόσεις για μεταφυσικές στοές και λαγούμια.
Σήμερα, το μόνο που μένει πια, είναι ένα τσακισμένο κουφάρι. Ακόμη κι οι άστεγοι το περιφρονούν ενώ οι περαστικοί αλλάζουν δρόμο τις νύχτες. Ο μόνος κάτοικος φαίνεται να παραμένει, η γυναικεία οπτασία με τα λευκά, που κάθε βράδυ επαναλαμβάνει την τρομακτική της βόλτα.