Η απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου στη Βάρκιζα
Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη Μ. Παρασκευή του 1967, όπου το Πραξικόπημα των Συνταγματαρχών άλλαξε το ρου της Ελληνικής ιστορίας και θυμόμαστε ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της εποχής. Την απόπειρα δολοφονίας του Παπαδόπουλου στην παραλιακή.
- 21/04/2017
- Κείμενο: NouPou.gr
Τρίτη και 13. Ώρα 7:30 το πρωί μια Αυγουστιάτικης μέρας του 1968 στο Λαγονήσι. Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος μπαίνει στο τεθωρακισμένο αυτοκίνητό του με προορισμό την Αθήνα, με απαρτία της συνοδείας του, μοτοσικλετιστές και αυτοκίνητα με αστυνομικούς μπρος και πίσω. Όλα βαίνουν καλώς μέχρι τις 7:34 όπου η πομπή βρίσκεται στο 31ο χιλιόμετρο Αθηνών-Σουνίου και ακούγεται έκρηξη. Είναι δύο δευτερολέπτα που έχουν προσπεράσει το σημείο. Ο Παπαδόπουλος και η πομπή του σώζονται παρά τρίχα.
Την προηγούμενη μέρα, στις 11 το βράδυ ο Γλυφαδιώτης Αλέξανδρος Παναγούλης με τον Νικόλα Λεκανίδη βρίσκονται στην περιοχή που είχαν επιλέξει, για να τοποθετήσουν την μπαταρία προκειμένου να γίνει η πυροδότηση. Τα εκρηκτικά είχαν μπει δυο-τρεις μέρες πιο μπροστά. Αλλά πάνω στη γέφυρα υπάρχει ένα ζευγάρι. Και αυτό τους καθυστερεί πάρα πολύ και τους αναγκάζει να βάλουν τη μπαταρία σε μεγαλύτερη απόσταση, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιηθεί καλώδιο παραπάνω από όσο θα έπρεπε. Ενώ είχαν υπονομεύσει έξι σημεία, η μπαταρία που χρησιμοποιήθηκε από ένα παλιό αυτοκίνητο, δεν μπόρεσε να τροφοδοτήσει και τα έξι και έσκασε μόνο το ένα, κι αυτό λίγο αφότου πέρασε η πομπή.
Ο βιογράφος Κώστας Μαρδάς, έχει καταγράψει την αφήγηση του ίδιου του Παναγούλη: «Θυμάμαι σαν να είχα μισοκοιμηθεί ανάμεσα στους βράχους. Από τις κινήσεις των αστυνομικών καταλαβαίνω ότι το αυτοκίνητο πρόκειται να περάσει. Νάτο. Φαίνεται στο βάθος του δρόμου. Μπροστά είναι οι μοτοσυκλετιστές, αμέσως κατόπιν ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας, πίσω το αυτοκίνητο της Ασφάλειας. Στη μέση το αυτοκίνητο που με ενδιαφέρει. Ενα αυτοκίνητο μαύρο. Χάθηκαν πάλι σε μία στροφή. Σηκώνομαι λίγο για να δω πότε θα περάσει τη στροφή. Χαίρομαι που το χέρι μου, που κρατάει το καλώδιο, δεν τρέμει καθόλου…Τα μάτια μου πάντα καρφωμένα στο δρόμο. Η συνοδεία ξαναφάνηκε. Πλησιάζει. Πλησιάζει πάντοτε πιο πολύ. Το μαύρο αυτοκίνητο μεγαλώνει. Το χέρι μου κάνει την επαφή. Πετιέται ένας μεγάλος σωρός από χώματα και πέτρες. Οι νάρκες έχουν εκραγεί. Εγώ το έκανα, εγώ που δεν μπορώ να σκοτώσω άνθρωπο. Εγώ που πρέπει, έπρεπε να σκοτώσω τον τύραννο… Αραγε πέτυχα; Με βασανίζει αυτό το ερώτημα».
Στην οργάνωση της απόπειρας έχουν πάρει μέρος μεταξύ άλλων ο «Νικηφόρος» ή Νίκος Ζαμπέλης, ο «Ολύμπιος» -χάρη στην υπομονή του- Γιάννης Κλωνιζάκης, ο Λευτέρης Βερυβάκης ως «Πολύβιος», ο Δημοσθένης που δεν είναι άλλος από τον τέως υπουργό Ευστάθιο Γιώτα. Ο Παναγούλης είχε το ψευδώνυμο “Ανίκητος” και ο Λεκανίδης “Λευκός”. Η οργάνωση ονομαζόταν “Ελληνική Αντίσταση”.
Σε μια μαρτυρία του, ο Γιάννης Κλωνιζάκης, προδημοσίευση από το βιβλίο του Στέλιου Κούλογλου «Μαρτυρίες για τη δικτατορία και την αντίσταση», από τις εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ», περιγράφει χαρακτηριστικά: “Η απόπειρα απέτυχε από ατυχία. Μας είχαν βοηθήσει άνθρωποι της φρουράς του Παπαδόπουλου οι οποίοι ήταν Κρήτες στην καταγωγή. Αυτοί μας έδωσαν τη διαδρομή που κάνει κάθε πρωί, τι ώρα ξεκινάει, τι ώρα περνάει από τον τόπο που επιλέξαμε. Αν υπήρχε καμιά καθυστέρηση θα μας ειδοποιούσαν οι Χωροφύλακες της Φρουράς να μην ξεκινήσουμε. Εγώ είχα το καθήκον να πετάξω καρφιά σε ορισμένες περιοχές για να προκληθεί κυκλοφοριακή σύγχυση. Και άλλοι είχαν καθήκον να πυροδοτήσουν κάποιους εκρηκτικούς μηχανισμούς σε ορισμένες περιοχές. Σε μέρη πάντα που να μην κινδυνεύουν άνθρωποι. Όλα πήγαιναν καλά μέχρι τη στιγμή που έγινε η πυροδότηση. Επειδή το καλώδιο ήταν μεγαλύτερο, υπήρχε μια καθυστέρηση κάποιου δέκατου του δευτερολέπτου, η ταχύτητα όμως με την οποία έτρεχε ο Παπαδόπουλος ήταν πολύ μεγάλη και την γλίτωσε. Αν είχαμε πετύχει θα έπεφτε σύγχυση και φαγωμάρα στη χούντα και θα είχαμε αλλαγή της κατάστασης. Δεν είχαν ετοιμάσει διαδοχή, δεν φαντάζονταν ποτέ ότι ήταν δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο εναντίον τους, διότι στηρίζονταν στα δρακόντεια μέτρα που έπαιρναν για κάθε μετακίνησή τους”.
“Μετά την έκρηξη ο Ζαμπέλης και ο Λεκανίδης έφυγαν με το αυτοκίνητο. Ο Αλέκος διέφυγε μέσω θαλάσσης, πήγε κάτω από ένα οχετό και είχε την ατυχία την ώρα που έφευγαν οι χωροφύλακες να πέσει το καπέλο του επικεφαλής μέσα στη θάλασσα. Πήγε να το πάρει και τον είδε μέσα στον οχετό. Αλλιώς θα είχε ξεφύγει κι αυτός. Μετά από μερικές μέρες ο Λεκανίδης πήγε στην Κυπριακή πρεσβεία και πήρε νέα εκρηκτικά. Γιατί είχαμε πει ότι ακόμη και να συλληφθεί κάποιος, εμείς θα συνεχίσουμε. Αλλά στις 19 του μηνός, ημέρα Πέμπτη αν θυμάμαι καλά, με συνέλαβαν. Στην γιάφκα της Ερεσού είχε γίνει μια βροχή, μπήκαν κάποια νερά στο υπόγειο, βρήκαν ότι υπήρχε μια καταπακτή. Έψαξαν και εκεί μέσα βρήκαν το αρχείο με τα ονόματα και τις διευθύνσεις των μελών της οργάνωσης. Και ξεκίνησε αμέσως το ξήλωμα. Συλληφθήκαμε όλοι μας την ίδια περίπου ώρα”.
Ο Παναγούλης μετά τη σύλληψή του, οδηγείται στο κολαστήριο του ΕΑΤ-ΕΣΑ. Ανακρίνεται με «χειρουργικές» μεθόδους από τους Θεοφιλογιαννάκο, Μάλλιο και Μπάμπαλη, αλλά δε λυγίζει στα βασανιστήρια. «Από την πρώτη στιγμή και παρουσία των Λαδά, Τζεβελέκου, Καραμπάτσου άλλων ανωτέρων και ανωτάτων αξιωματικών άρχισε με τα χέρια δεμένα πίσω να μου κάνει εγκαύματα με το τσιγάρο του, να μου τραβάει τα μαλλιά και να μου χτυπάει το κεφάλι ωρυόμενος. Η ανάκριση άρχισε κλιμακούμενη από της περιοχής των γρονθοκοπημάτων, των εγκαυμάτων, της φάλαγγος και των ραβδισμάτων μέχρι και της περιοχής των σεξουαλικών βασανιστηρίων. Ο Θεοφιλογιαννάκος ο ίδιος προσωπικά με χτύπησε με ένα καλώδιο, κατ’ επανάληψη σε όλο μου το σώμα. Υπάρχουν ακόμη στην περιοχή των ώμων μου σημάδια γιατί το άκρο του καλωδίου ήταν δεμένο με σύρμα και δημιούργησε μεγαλύτερη πληγή. Και στη μια πλευρά και στην άλλη. Ο ίδιος ο Θεοφιλογιαννάκος υπήρξε μάρτυρας όταν ο Μάλλιος και ο Μπάμπαλης μου είχαν περάσει σιδηρά βελόνη στην ουρήθρα και εθέρμαιναν το εκτός της ουρήθρας μέρος…» θα πει στην ανατριχιαστική κατάθεση στου στη δίκη των βασανιστών ο Αλέκος Παναγούλης. Ωστόσο, οι χουντικοί δεν αντιλαμβάνονται αμέσως την ταυτότητά του. Τον περνούν για τον αδερφό του, υπολοχαγό του Ελληνικού στρατού.
Μετά από πολλές μέρες βασανισμού, οδηγείται μεταξύ ζωής και θανάτου σε νοσοκομείο και αμέσως μετά την ανάρρωσή του δικάζεται από το Στρατοδικείο στις 3 Νοεμβρίου 1968. Καταδικάζεται σε δις εις θάνατον, μαζί με άλλα μέλη της Εθνικής Αντίστασης, στις 17 Νοεμβρίου 1968.
Στο πόρισμά του ο Θεοφιλογιαννάκος εμφανίζει τον Γεωρκάτζη, υπουργό Εσωτερικών και Άμυνας της Κύπρου, ως αρχηγό της οργάνωσης «Ελληνική Αντίσταση» και ως προμηθευτή του Παναγούλη με όπλα και εκρηκτικά υλικά. Ηταν μια εποχή πολύ κρίσιμων διαπραγματεύσεων με την Τουρκία. Η αποκάλυψη ότι ο υπουργός Αμυνας ήταν «τρομοκράτης» εξασθενούσε τη θέση των Ελληνοκυπρίων. Ο διαπραγματευτής Γλαύκος Κληρίδης κατέφτασε τότε στην Αθήνα για να προσπαθήσει να πείσει τον Παπαδόπουλο να απαλειφθεί από το πόρισμα η εμπλοκή Γεωργάτζη. Ο Παπαδόπουλος συμφώνησε, με τον όρο να αποπεμφθεί ο Κύπριος υπουργός. Ο Γεωρκάτζης αναγκάστηκε σε παραίτηση, αλλά ο δικτάτορας δεν τήρησε το λόγο του. Λέγεται πως ο Θεοφιλογιαννάκος, είχε «προηγούμενα» με τον Γεωρκάτζη, γιατί όταν υπηρετούσε στην Κύπρο με το επώνυμο Θεοφίλου, ο Γεωρκάτζης τον απέλασε διότι έβριζε χυδαία τον Μακάριο.
Αμέσως μετά το τέλος της δίκης, ο Παναγούλης μεταφέρεται στην Αίγινα για την εκτέλεση. Αρνείται κατηγορηματικά να υποβάλλει αίτηση χάριτος. Τότε ξεσηκώθηκε παγκόσμια κατακραυγή και ασκήθηκαν σοβαρότατες διεθνείς πιέσεις να αποτραπεί η εκτέλεση. O Παπαδόπουλος τελικα ζήτησε την απονομή χάριτος στον καταδικασθέντα Παναγούλη. Είναι γεγονός, πως με την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα και την αντίστασή του στα βασανιστήρια κατέκτησε το σεβασμό όλων, ακόμη και του Θεοφιλογιαννάκου και του Παπαδόπουλου, ο οποίος δήλωσε για τον Παναγούλη τα Χριστούγεννα του 1993, πίσω από τα κάγκελα του Κορυδαλλού: «Αυτός, μάλιστα! Έκανε αντίσταση, όπως τη λέτε. Καίτοι απεπειράθη να με δολοφονήσει, οφείλω να ομολογήσω ότι ήταν πραγματικό παλικάρι».
Ο Παναγούλης δραπετεύει από τη φυλακή στις 5 Ιουνίου 1969 με τον δεσμοφύλακά του, συλλαμβάνεται όμως εκ νέου και μεταφέρεται και πάλι στις φυλακές Μπογιατίου. Εκεί τον περιμένει η απομόνωση σε ένα κελί, αντίγραφο τάφου, που έφτιαξαν ειδικά γι’ αυτόν. Επιχειρεί να δραπετεύσει αρκετές φορές αλλά χωρίς επιτυχία. Ως διέξοδο γράφει ποιήματα και συνεχίζει να το κάνει, ακόμη κι όταν του στερούν κάθε γραφική ύλη. Γράφει χρησιμοποιώντας για μελάνι το αίμα του και για χαρτί τους τοίχους του κελιού-τάφου του. Τον Αύγουστο του 1973, έπειτα από τεσσεράμισι σχεδόν χρόνια φυλάκισης, αφήνεται ελεύθερος, χάριν της γενικής αμνηστίας που απονείμει το καθεστώς των συνταγματαρχών στους πολιτικούς κρατούμενους, με την κατάργηση της Βασιλείας και την ανακήρυξη της «Προεδρικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας». “Δεν αισθάνομαι ελεύθερος” θα πει “απλώς μεγάλωσε ο χώρος της φυλακής μου”. Συνεχίζει να οργανώνει ομάδες αντίστασης, μέχρι την πτώση της χούντας.
Στην μεταπολίτευση ο Παναγούλης εκλέγεται βουλευτής της Β΄ Αθηνών με τη σημαία της Ένωσης Κέντρου-Νέες Δυνάμεις στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974. Εξαπολύει σωρεία καταγγελιών κατά των πολιτικών που συνεργάστηκαν με τη χούντα. Γίνεται ανεξάρτητος βουλευτής και έρχεται σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης, Ευάγγελο Αβέρωφ. Δέχεται πολιτικές πιέσεις αλλά και απειλές για τη ζωή του για να αποσύρει τις καταγγελίες του, με διαρρήξεις στο πολιτικό του γραφείο και απειλητικά μηνύματα. Το θέμα είναι πως έχει ανακαλύψει τα αρχεία της ΕΣΑ. Υπάρχει μια γενικότερη αμηχανία στα πρόσωπα που συνδέονται με το μηχανισμό της βίας.
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης σκοτώθηκε την Πρωτομαγιά του 1976, σε ηλικία 36 χρόνων, σε τροχαίο ατύχημα στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, όταν το αυτοκίνητό του έπεσε σε υπόγειο κατάστημα επί της λεωφόρου κάθετα στην πορεία, λίγες μέρες πριν την αποκάλυψη των φακέλων της ΕΣΑ, οι οποίοι λέγεται πως περιείχαν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις εις βάρος ορισμένων πολιτικών που συνεργάστηκαν με τη χούντα. ‘Αραγε πρόκειται όντως για ατύχημα ή για προμελετημένη δολοφονία;