Η ιστορία της Τρούμπας έχει φόντο τα καμπαρέ, την παρανομία, αλλά και τους αληθινούς Πειραιώτες
Αφιέρωμα: ΠειραιάςΜια ιστορία με τεκέδες, καμπαρέ, λέσχες, παρανομία αλλά και αληθινούς Πειραιώτες. Η Τρούμπα ήταν και παραμένει σημείο αναφοράς του αυθεντικού Πειραιά.
- 28/06/2022
- Κείμενο: NouPou.gr
Από τις αρχές του 20ού αιώνα στην Τρούμπα λειτουργούσαν κακόφημα μπαρ, οίκοι ανοχής και καμπαρέ. Αυτές ήταν οι ανάγκες ενός μεγάλου λιμανιού και πολύ περισσότερο των εξοδούχων ναυτών της εποχής, που συνήθιζαν να ζητούν «συντροφιά» και αλκοόλ.
Στις αρχές του αιώνα, η μαζική εσωτερική μετανάστευση προς το άστυ στήνει την ζύμωση μιας νέας «ράτσας», τους «Πειραιώτες» όπως μας λέει στο ομώνυμο βιβλίο του ο Διονύσης Χαριτάτος: Υδραίοι, Χιώτες, Μανιάτες, Κρητικοί, Θρακιώτες, Πόντιοι, Νησιώτες, Μακεδόνες, Ρουμελιώτες, Θεσσαλοί, Ηπειρώτες. Με την καταστροφή της Σμύρνης και τα μεγάλα προσφυγικά ρεύματα του 1922, η έννοια του κράματος αποκτάει μια ακόμα μεγαλύτερη δυναμική. Μικρασιάτες και Κωνσταντινουπολίτες ενσωματώνονται με την σειρά τους στον Πειραιά. Εκείνα τα χρόνια κάθε γειτονιά του Πειραιά αποκτά το δικό της χρώμα, ενώ παράλληλα όλοι μαζί συνθέτουν τα συλλογικά χαρακτηριστικά του Πειραιώτη.
1900 – 1940: Τεκέδες, Ρεμπέτικο και άβατο
Από το προσφυγικό ρεύμα της Μικρασιατικής καταστροφής, το στοιχείο μιας νέας μουσικής έρχεται να ριζώσει στον Πειραιά και πιο συγκεκριμένα στην Τρούμπα. Ο λόγος για το ρεμπέτικο τραγούδι και την γνωστή τετράδα του Πειραιά (Γιώργος Μπάτης, Μάρκος Βαμβακάρης, Στράτος Παγιουμτζής, Ανέστης Δελιάς) η οποία έφερε την παράδοση στην περιοχή και έστησε τους πρώτους τεκέδες. Γράφει ο ρεμπέτης Νίκος Μάθεσης στα απομνημονεύματά του: «Ο Πειραιάς πριν μισό αιώνα με τα καταγώγια, τους ντεκέδες, τα μπαρμπουταντζίδικα, τα Βούρλα και τα καφέ-σαντάν του». Ο τεκές είναι ένα μέρος με τον δικό του συγκεκριμένο κώδικα, που απαγορεύει την είσοδο σε ανήλικους και καλεί τα «κουτσαβάκια» απ’ όλη την Αθήνα για την μέθεξη της αυθεντικής ρεμπέτικης διασκέδασης.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης με την αγία τετράδα, ο Παπαϊωάννου, ο Κερομύτης, ο Γενίτσαρης, ο Τάκης Μπίνης και πολλοί άλλοι μεγαλουργούν σε αυτό το πλαίσιο. Ο δημοσιογράφος και ερευνητής Βασίλης Κουτούζης το περιγράφει με γλαφυρότητα: «Όσο για μπουζούκια, ο Πειραιάς με τους μαγκίτες του, ήτανε ορχήστρα πλήρης. Μέρα και βράδυ από όπου και να πέρναγες, δηλαδή από καφενείο, άκουγες το κελάηδισμα του μπουζουκιού ή του μπαγλαμά και την μυρωδιά της ταλμίρας (χασίς) είτε από αργιλέ, είτε από τσιγαριλίκι. Και αυτός που το έπαιζε το μπουζούκι δεν ήταν κάνα παιδάκι, ήταν άνθρωπος της “τούφας” και το είχε μάθει στο σχολείο – φυλακή. Έτσι λεγότανε η φυλακή για να μην καταλαβαίνουν οι ανίδεοι».
Ο ίδιος ο Τάκης Μπίνης αφηγείται πώς εγκατέλειψε την Τούμπα της Θεσσαλονίκης, για την Τρούμπα του Πειραιά: «Τέλειωσα τη δευτέρα Γυμνασίου με άριστα, το ίδιο και στην Τρίτη και άκουγα κάπου κάπου που συζητούσαν η μάνα κι ο πατέρας μου για το μέλλον μου. Ο ένας έλεγε πως θα γινόμουν δικηγόρος, ο άλλος ήθελε να γίνω αξιωματικός κι εγώ έλεγα από μέσα μου, “κούνια που σας κούναγε”, σε λίγο θα με χάσετε από την Τούμπα, θα είμαι μπουζουξής μες στη μαγκιά, στην Τρούμπα του Πειραιά». Από τα πολλά τραγούδια που γράφτηκαν για την Τρούμπα εκείνης της εποχής το «Χρόνια μες στην Τρούμπα» του Μάρκου, περιγράφει την εποχή αυτή με τον καλύτερο δυνατό τρόπο:
«Χρόνια στην Τρούμπα
μαγκίτης κι αλανιάρης
ρώτησε να μάθεις
κι ύστερα να με πάρεις
Είμαι παιδάκι έξυπνο
παίζω και μπουζουκάκι
οι φίλοι με προσέχουνε
γιατί ‘μαι Συριανάκι
Στην πιάτσα που μεγάλωσα
όλοι μ’ έχουν θαυμάσει
γιατί ‘μαι μάγκας κι έξυπνος
και σ’ όλα μου εντάξει
Οι μάγκες με προσέχουνε
κι όλοι με λογαριάζουν
όταν με βλέπουν κι έρχομαι
μαζί μου νταλκαδιάζουν».
1944-1967: Η Τρούμπα μετά την Kατοχή
Το 1944 – 1967, είναι η εποχή που οι οίκοι ανοχής εξαπλώνονται στην Τρούμπα. Με την απαγόρευση του Μεταξά, «Τα Βούρλα» (στα σύνορα Τρούμπας και Δραπετσώνας) και οι τεκέδες κλείνουν και τα μαγαζιά αυτά γίνονται από την μια νύχτα στην άλλη οίκοι ανοχής, μιας και το περιβάλλον προσφερόταν για παράνομες δραστηριότητες, στο μεγάλο οικοδομικό τετράγωνο που περικλειόταν από την Ακτή Μιαούλη, τη Φιλελλήνων, την Κολοκοτρώνη και την Σωτήρος Διός. Διασημότεροι δρόμοι της νέας εποχής, είναι οι δρόμοι Φίλωνος και Νοταρά. Δεκάδες «κόκκινα φανάρια», και εκατοντάδες κορίτσια απ’ όλη την Ελλάδα με τα παρατσούκλια τους στα πεζοδρόμια. Ιδιαίτερα ανάγλυφη εικόνα αυτής της εποχής για την Τρούμπα μας δίνει η ταινία του 1963 «Τα Κόκκινα Φανάρια».
Μεταξύ του 1960 και 1965, η περιοχή είναι στις δόξες της. Οι οίκοι ανοχής πολλαπλασιάζονται, και ανάμεσά τους ανοίγουν και τα διάσημα καμπαρέ – χώροι με στριπτίζ, «νούμερα», χορούς και σόου, με τα πλέον διάσημα να είναι τα «Τζων Μπουλ» και «Μπλακ Κατ». Μέσα σε αυτές τις συνθήκες που διαμορφώνονται στην Τρούμπα, η ζωή συνεχίζεται και για όλους όσους κατοικούν εκεί. Έτσι, ανάμεσα στα κατ’ εκτίμηση περίπου 100 νυχτερινά μαγαζιά ζούνε κανονικά οικογένειες. Στους πλέον δημοφιλείς δρόμους μάλιστα, για να μην ενοχλούνται από την πελατεία που συρρέει στην Τρούμπα, τοποθετούνται στα σπίτια ταμπέλες που γράφουν: «εδώ μένουν οικογένειες». Σκηνές αυτής της πλευράς της Τρούμπας βλέπουμε στην διάσημη ταινία «Καλώς μας ήλθε το δολάριο».
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της περιοχής που μεσουρανεί σε αυτή την περίοδο είναι οι παράνομες λέσχες. Οι περισσότερες από τις λέσχες αυτές υπήρχαν από την εποχή των τεκέδων και του ρεμπέτικου, όμως η φτώχεια της κατοχής ανέστειλε με τον πλέον δραστικό τρόπο την λειτουργία τους για να έρθει η «ανάπτυξη» της δεκαετίας του 1960 και να τις αναστήσει. Τα παράνομα παιχνίδια που παίζονταν εκεί ήταν πάμπολλα και οι λέσχες αυτές είναι και ο βασικότερες λόγος που η περιοχή αποκτά σταδιακά μια φήμη για φασαρίες, συλλήψεις, βια και μαχαιρώματα. Είναι η εποχή που η Τρούμπα μπορεί να υπερηφανεύεται για το «άβατό» της σε αστυνομικούς.
Όπως περιγράφει ο Βασίλης Κουτούζης: «Μέσα κάθε καρυδιάς καρύδι, μπράβοι, αβανταδόροι, μούτρα. Φόνοι πιο πολλοί στα παιχνίδια γιατί έχανες τα λεφτά σου, ίσως και ξένα που στα είχαν εμπιστευθεί να τους ψωνίσεις κάτι πράγματα. Μηνύσεις δεν γινόντουσαν ποτέ, θα καθαρίζανε στον δεύτερο γύρο που θα έβγαινε ο κάθε χτυπημένος απ’ το νοσοκομείο…Η αστυνομία το μάθαινε και ερχότανε να σου πάρει κατάθεση και εσύ τους έλεγες ότι έπεσες από ένα μικρό γκρεμό και σου μπήκαν κάτι σίδερα στην κοιλιά… και σου έλεγε μακάρι μόλις βγεις να σου μπούνε κι άλλα να ησυχάσουμε από εσάς τα τομάρια … Αν όμως έκανες μήνυση, κατέρρεες αυτομάτως και όλοι οι μάγκες είχαν να κάνουν με σένα και να σε ξεφτιλίσουν».
1970s – 1980s: Η Μεταπολίτευση και η Αλλαγή
Κι αν η εικοσαετία 1945 – 1965 ανέδειξε την Τρούμπα σε κέντρο του αγοραίου έρωτα και της κάθε λογής παράνομης διασκέδασης, φτάνουμε στο 1970 όταν πλέον τα «σπίτια» κλείνουν. Η περιοχή έψαξε να βρει μια νέα φυσιογνωμία, όμως το γεγονός ότι τα καμπαρέ έμειναν ακόμα ανοιχτά στάθηκε εμπόδιο στο να αλλάξει εξ’ ολοκλήρου και να προκύψει μια νέα Τρούμπα. Τα καμπαρέ τώρα ονομάζονται «Κεσάτια», βρίσκονται κατά βάση στο κεντρικό κομμάτι της γειτονιάς και ιδίως κοντά στο λιμάνι, για τη διασκέδαση Ελλήνων και αλλοδαπών ναυτικών.
Παράλληλα, στην δεκαετία του 1980 κάνει την εμφάνισή του και ένα πιο εξευγενισμένο είδος καμπαρέ με την χρήση του όρου «μπαλέτα». Οι «καλλιτέχνιδες» έρχονται από όλα τα μέρη του κόσμου με την μεσολάβηση διαφόρων γραφείων. Πολλές από τις εργαζόμενες έχουν παραστάσεις από ανάλογες περιοχές του εξωτερικού και δουλεύουν για περιορισμένο χρονικό διάστημα σε προγραμματισμένα ανά τον κόσμο «τουρ». Σε αυτά τα μαγαζιά, ο κόσμος πάει για την διασκέδαση μέσω θεάματος. Εδώ δεν υπάρχει και δεν υπονοείται καμία έννοια «συντροφιάς» με τις καλλιτέχνιδες – σταρ.
Η δεκαετία του 1980 φέρνει μια ακόμα αλλαγή που οδηγεί σταδιακά προς την αναβάθμιση της περιοχής. Στην εποχή της μείωσης των δεικτών της ανεργίας κάνουν την εμφάνισή τους τα γραφεία ναυτικών εταιριών και εργασιών, γραφεία που έστελναν προσωπικό σε καράβια, εργοστάσια, οικοδομές, ή και σε ότι άλλης μορφής χειρωνακτικές δουλειές. Τέτοιου τύπου επιχειρήσεις υπήρχαν μεταπολεμικά σε πολλές περιοχές του Πειραιά και, δειλά – δειλά, κάνουν πλέον την εμφάνισή τους και στην Τρούμπα. Έτσι, ένα μεγάλο κομμάτι της γειτονιάς γεμίζει με γραφεία και σταδιακά «εξευμενίζεται» αφήνοντας πίσω του την «νύχτα» των παλαιότερων εποχών.
1990s – 2000s: Οι συνθήκες για μια νέα Τρούμπα
Η ολοκληρωτική όμως αλλαγή δεν συντελείται από την μια ημέρα στην άλλη. Η Τρούμπα πλέον και ήδη από την δεκαετία του 1990 αποκτάει το χαρακτηριστικό του «άλλη το πρωί, άλλη το βράδυ». Μπορεί τα «σπίτια» και οι λέσχες να έχουν κλείσει, τα καμπαρέ να έχουν λιγοστέψει πραγματικά, η γειτονιά να έχει αποκτήσει μια πιο φυσιολογική εικόνα το πρωί με τις επιχειρήσεις, όμως το βράδυ η φήμη κι ο φόβος έμεναν ακόμα εκεί.
Η νέα χιλιετία βρίσκει την Τρούμπα σε μια κατάσταση υποβαθμισμένη, με τις πληγές του παρελθόντος ορατές, χωρίς όμως καμία από τις δραστηριότητες που είχαν την στήσει, ενεργή. Είναι απλά ένα φάντασμα του παρελθόντος της με τις ιστορίες της και τους ανθρώπους που τόσα χρόνια είχαν μάθει να ζούνε μέσα στις συνθήκες της ανομίας και παρανομίας. Η αίγλη των Ολυμπιακών του 2004 που φτάνουν και στο μεγάλο λιμάνι της χώρας προσδίδουν μια πρώτη αίσθηση ωραιοποίησης που δεν ξεπερνά τους δύο-τρεις πρώτους δρόμους της. Έτσι, απλά για το μάτι, που έχει συνηθίσει να βλέπει τις βιτρίνες. Κάποια κτίρια πέφτουν για να σηκωθούν μεγάλα γραφεία ναυτιλιακών εταιρειών που πλέον δεν χωρούν στον υπόλοιπο Πειραιά και συνάμα εκμεταλλεύονται την απίστευτα βολική τοποθεσία της Τρούμπας.
Όμως η δομική της μεταμόρφωσης έρχεται μόλις πριν λίγα χρόνια, όταν πια η φήμη και η ιστορία της Τρούμπας ξέφτισε τελείως από το πέρασμα των χρόνων και συνάντησε την μεταμοντέρνα τάση των σύγχρονων πόλεων που τόσο πολύ αγαπάει την (πρόσκαιρη) αναδόμηση των γειτονιών με «βεβαρημένο» ή έστω «εγκαταλελειμμένο» παρελθόν. Άλλωστε, η πόλη έχει ξαναζήσει την ανάλογη αυτή ιστορία με άλλες περιοχές όπως του Ψυρρή, το Γκάζι, το Μεταξουργείο, ο Κεραμεικός.
Πηγές:
Βασίλης Κουτούζης, «Η Τρούμπα του Πειραιά άλλοτε και τώρα». Βασίλης Πισιμίσης, «Βούρλα-Τρούμπα. Μια περιήγηση στο χώρο του υποκόσμου και τη πορνείας του Πειραιά (1840-1968)», εκδόσεις Τσαμαντάκη. Διονύσης Χαριτόπουλος, «Πειραιώτες», εκδόσεις Τόπος. Νίκος Μάθεσης, «Να πώς έφερα τα μπουζούκια στην σημερινή δόξα, προ 35ετίας απ’ τα καταγώγια του Πειραιώς».