Η άγνωστη ιστορία του ‘Αη Γιάννη Κυνηγού στη λεωφόρο Βουλιαγμένης
Στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, φρουρός και πύλη για την είσοδο στα Νότια Προάστια, ο Άγιος Ιωάννης Κυνηγός φιλοξένησε κάποτε έναν πραγματικό άγιο. Η νότια συγγραφέας Πολύμνια Ρέγκου* γράφει στο NouPou την ιστορία του.
- 30/08/2024
- Κείμενο: Πολύμνια Ρέγκου
- Φωτογραφίες: Νίκος Χριστοφάκης
Άνθρωποι βιαστικοί. Πρόσωπα σφιγμένα, αγουροξυπνημένα. Τρέχουν να προλάβουν. Κατηφορίζουν τις σκάλες, μπαίνοντας μέσα στη γη που μοιάζει να τους καταπίνει. Το μετρό, μόνο αυτό έχει σημασία. Θέλουν να μεταφερθούν σε όλες τις άκρες της Αθήνας, για να βουτήξουν και πάλι στην καθημερινότητα τους. Έτσι πρέπει. Είναι αγώνας. Δεν κοιτούν, δεν βλέπουν. Μπροστά τους υπάρχει ένας μεγαλοπρεπής ναός. Υπάρχει το απομεινάρι ενός ναΐσκου. Υπάρχει ένα μνημείο. Υπάρχει τέλος μια ολόκληρη ιστορία, που κρύβει αγάπη, αγωνίες, κρυφές ονομασίες μα και μεταφυσικά φαινόμενα. Μόνο ένα παιδί σηκώνει το βλέμμα καθώς κυνηγά τα περιστέρια, δείχνει το πρόσωπο του ιερέα που είναι σκαλισμένο στο μνημείο και λέει δυνατά.
«Παππούλης, χαμογελά….»
Πάντα μου έλεγε η γιαγιά μου «…σαν έφτανα στο Αη Γιάννη τον Κυνηγό, ήξερα πως πλησίαζα σπίτι και αναθαρρούσα παιδί μου». Ο λόγος για τον Άγιο Ιωάννη στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, στη Δάφνη. Τώρα φαντάζει κεντρικός ναός, μα τότε ήταν πνιγμένος στα δέντρα, μέσα στο δάσος που περιέβαλλε την πρωτεύουσα. Φρουρός και πύλη για την είσοδο στα Νότια Προάστια.
Τότε τον έλεγαν Κυνηγό ή Περιβολάρη. Η ονομασία «Περιβολάρης» ήταν σαφές γιατί δόθηκε. Μποστάνια και βοσκοτόπια είχε τότε η περιοχή. Κυνηγός όμως λεγόταν για πολλούς λόγους. Σύμφωνα με τη γιαγιά, έκαναν στάση εκεί οι κυνηγοί, καθώς επέστρεφαν από τις εξορμήσεις τους στα δάση της Ηλιούπολης και της Βάρης. Υπήρχε κι ένα καφενείο που τους φίλευε. Αυτό είχε ακούσει η γυναίκα, αυτό υποστήριζε. Η αλήθεια όμως ήταν, πως οι πρώτοι κτήτορες της Μονής, εκατοντάδες χρόνια πριν, ήταν ο Βασίλειος και ο Λουκάς Κυνηγός, θείος κι ανιψιός. Από εκείνους λοιπόν ονομάστηκε έτσι. Από εκείνους ονομάστηκε και το μικρό προπολεμικό καφενείο «Των Κυνηγών» και μπέρδευε τον κόσμο.
Το σπίτι της γιαγιάς ήταν στο Μπραχάμι. Εκείνη πήγαινε δυο τρεις φορές την εβδομάδα στο κέντρο της Αθήνας για δουλειά. Με τα πόδια πήγαινε κι αν ήταν τυχερή, την γύριζε πίσω κανένας γείτονας αγωγιάτης. Την αγαπούσε την εκκλησία αυτή. Πιότερο από τη δική της ενορία νομίζω. Ήταν το σημάδι πως η μέρα τελείωνε. Την τρόμαζε λέει να διασχίζει, κορίτσι πράμα το δάσος, μα σαν έφτανε στο ναό, ηρεμούσε η ψυχή της γιατί εκεί βρισκόταν ο Άγιος.
«Ποιος Άγιος γιαγιά;», ρωτούσαμε όλα τα εγγόνια. «Ποιο δάσος;». Νομίζαμε πως τα έχανε η γριούλα. Οι Άγιοι για εμάς, ήταν όσοι μαρτύρησαν για την πίστη μας, στα χέρια άπιστων κατακτητών. Δάσος πλέον δεν υπήρχε. Η λεωφόρος Βουλιαγμένης ήταν ένας κεντρικός δρόμος πια, γεμάτος εμπορικά καταστήματα και σινεμά. Το «Νανά», η «Γαρδένια», το «Ατλαντίς». Πού να φανταστούν τα νεανικά μας μυαλά πως, πριν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η περιοχή ήταν ένας μικρός παράδεισος;
Ο «Άγιος» της γιαγιάς μας, ήταν ο Ναξιώτης ιερέας Νικόλαος Πλανάς. «Δεν ακουμπούσαν τα πόδια του στη γη. Δεν περπατούσε, ίπτατο!», συνέχιζε η γιαγιά. «Σαν λειτουργούσε τον περιέβαλε φως. Λέγαμε πως είναι το φωτοστέφανο. Έκανε και θαύματα παιδί μου. Γιάτρευε κόσμο με την προσευχή. Δεν κρατούσε το μισθό του, παρά τον έδινε σε χήρες και ορφανά. Δεν χρειαζόταν έλεγε τίποτα αυτός. Του έδινε ο τόπος καρπούς. Οι βοσκοί λίγο γάλα. Έλεγε και τα μελούμενα. Εκεί έμενε. Σε ένα καλύβι δίπλα στο ναό».
Σα μεγάλωσα είπα να ψάξω λίγο την ιστορία που έλεγε η πρόγονή μου. Η αλήθεια είναι πως η έπαρση της νιότης με έκανε να την αμφισβητήσω. Θεωρούσα πως οι άνθρωποι της δικής της εποχής, έφτιαχναν μύθους και δοξασίες για να διασκεδάσουν λίγο την πλήξη τους. Δεν υπήρχε τηλεόραση. Δεν υπήρχε κινηματογράφος. Τα σενάρια λοιπόν τα δημιουργούσαν μόνοι τους. Ο πιο παραμυθάς της παρέας έλεγε τις ιστορίες στα καφενεία και τις πλατείες. Ο επόμενος έβαζε δικά του στοιχεία και κάπως έτσι ο μύθος ξεχείλωνε. Ακούς εκεί πετούσε ο ιερέας και φώτιζε το κορμί του σα λειτουργούσε…
Με διάθεση λοιπόν απόρριψης διάβασα αρκετά. Καταρχήν τον μνημόνευσε ο μεγάλος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Τύχαινε συχνά να ψέλνει δίπλα του στο ναό. Άνθρωπος της πίστης κι εκείνος, παρατηρούσε τον Άγιο. Επιβεβαιώνει σε κείμενά του την Αγιοσύνη και την απλότητά του. Στο διήγημά του «Τραγούδια του Θεού», τον αναφέρει. Υπάρχουν μαρτυρίες ιερέων, που σπούδασαν με λεφτά που έδινε εκείνος. Παιδιά που μεγάλωσαν με δικά του χρήματα.
Μιλούσε λέει σα λόγιος. Ήταν εύστροφος και ετοιμόλογος πάντα. Οι λέξεις που χρησιμοποιούσε φανέρωναν άνθρωπο βαθύτατα μορφωμένο. Κι όμως δεν είχε σπουδάσει ο Άγιος. Πολλοί πιστεύουν πως δεν τελείωσε ούτε τις πρώτες τάξεις του σχολείου. Δύσκολα χρόνια. Έμεινε ορφανός από πατέρα, μικρός κι έπρεπε να σταθεί στη μάνα του και την αδερφή του. Έφυγαν από τη Νάξο. Ήρθαν στην Αθήνα για μια καλύτερη ζωή. Έκανε οικογένεια πριν ενηλικιωθεί ακόμη. Η μητέρα του τον πίεσε σε αυτό. Έχασε τη γυναίκα του κι έμεινε μόνος με ένα μικρό παιδί, τον Ιωάννη. Βρισκόμαστε στο 1879. Η ιερατική του ζωή, μόλις ξεκινά.
Κερδίζει γρήγορα την αγάπη των πιστών. Το βλέμμα του. Οι λέξεις του. Η χροιά της φωνής του. Ηρεμούσε τις ψυχές. Ολοένα και περισσότεροι συρρέουν στις εκκλησίες που υπηρετεί για να τον ακούσουν, να τον δουν, να τον αγγίξουν.
Ο ναός του Αη Γιάννη γίνεται η μόνιμη βάση του. Για πάνω από μισό αιώνα λειτουργεί ακούραστα. Ξέρει πως έρχονται γι’ αυτόν. Δε μπορεί να σταματήσει. Τον χρειάζονται. Ακόμη κι όταν τα πόδια του δεν τον κρατούν πια συνεχίζει. Φτάσαμε στις 28 Φεβρουαρίου του 1932. Ο Άγιος είναι πια ογδόντα δύο χρονών. Αντέχει όμως. Με τη Δύναμη του Θεού αντέχει. Είναι Κυριακή του Ασώτου. Το ποίμνιο τον περιμένει. Νιώθει βαρύς. Κουρασμένος. Πρέπει όμως να πάει. Την τελειώνει τη Λειτουργία. Κανείς δεν καταλαβαίνει το παραμικρό. Μετά όμως καταρρέει. Τρέχουν οι πιστοί να σώσουν τον άνθρωπό τους. Κανείς ποτέ δεν είχε τόσο κόσμο κοντά του τις τελευταίες του στιγμές. Δεν τον άφησαν στιγμή μοναχό του. Είχε όμως τελειώσει η αποστολή του στον κόσμο τούτο. Τον καλούσε δίπλα του ο Θεός. «Η Θεία χάρη να σας ευλογεί!», ψέλλισε κι έκλεισε τα μάτια του για πάντα, τη νύχτα της 2ας Μαρτίου.
Χιλιάδες άνθρωποι τον αποχαιρέτησαν. Το δάσος γύρω από την εκκλησία, γέμισε κόσμο. Ετάφη δίπλα στο ναό. Του έφτιαξαν και το μνημείο, με το πρόσωπό του που μειδιά.
Πέρασαν τα χρόνια. Η εκκλησία έπρεπε να μεγαλώσει γιατί ο κόσμος πλήθαινε. Ο ναός που ήταν χτισμένος τον 15ο αιώνα καταστράφηκε. Μόνο το παλιό Άγιο Βήμα έμεινε όρθιο σε πείσμα κάθε καταστροφής. Ο Άγιος Νικόλας ήθελε όρθιο το ιερό του, έλεγαν. Κι άλλες φήμες; Κι άλλες δοξασίες; Κι όμως, όταν κάποτε αποφασίστηκε να κατεδαφιστεί το ιερό, για να μεγαλώσει ο δρόμος, παράξενα πράγματα άρχισαν να συμβαίνουν. Χαλούσαν τα τρυπάνια. Σταματούσαν οι μπουλντόζες. Έσβηναν οι μηχανές. Φοβήθηκαν λοιπόν οι εργάτες κι αρνήθηκαν να ακουμπήσουν το Άγιο Βήμα. Το μνημείο του Πατέρα Νικολάου Πλανά. Στήθηκε ακριβώς δίπλα του. Εκεί ήταν η θέση του. Εκεί ανήκε.
Την επόμενη φορά που θα τρέξετε να προλάβετε το μετρό για να σας απορροφήσει η καθημερινή ρουτίνα, κάντε μια στάση. Σταθείτε λίγο μπροστά στο απομεινάρι του παλιού Ναού. Κοιτάξτε την εικόνα του ιερέα στο μνημείο. Αν είσαστε Χριστιανοί κάντε το σταυρό σας, αν δεν πιστεύετε, απλώς ρίξτε μια ματιά. Το πιο πιθανό είναι να χαμογελάσετε βλέποντας το καλοκάγαθο πρόσωπο. Ποιος ξέρει… ίσως οι πιο τυχεροί να πάρουν και την ευλογία του…
*Η Πολύμνια Ρέγκου γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Άγιο Δημήτριο. Φοίτησε στο 1ο Γενικό Λύκειο, το λεγόμενο «Στρογγυλό». Τα τελευταία 15 χρόνια ζει στο Παλαιό Φάληρο. Το πρώτο της βιβλίο, το μυθιστόρημα με τίτλο «Πολεμίστρες στη Στέγη», κυκλοφορεί από την ΚΑΠΑ Εκδοτική.