Ο δράκος της Βουλιαγμένης: Ένα απάνθρωπο έγκλημα που συγκλόνισε την κοινή γνώμη
Το καλοκαίρι του 1953, ο "Δράκος της Βουλιαγμένης" χτύπησε και ένα μέντιουμ διελεύκανε την υπόθεση.
- 03/12/2017
- Κείμενο: Mυρτώ Γεωργάκη
Σε τρεις περιπτώσεις, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, η ελληνική αστυνομία αξιοποίησε τις γνώσεις και τις ικανότητες ενός μέντιουμ ώστε να φτάσει στην εξιχνίαση εγκληματικών υποθέσεων. Η πιο γνωστή, έως σήμερα, περίπτωση αφορά στην υπόθεση του «Δράκου της Βουλιαγμένης», που το καλοκαίρι του 1953 συγκλόνισε την κοινή γνώμη. Στον εντοπισμό του δράστη και την πλήρη διαλεύκανσή της, βοήθησαν καθοριστικά οι ικανότητες της Ελένης Κικίδου, ενός από τα γνωστότερα μέντιουμ εκείνη την εποχή.
Το σκηνικό
Ήταν Τετάρτη 5 Αυγούστου 1953 στο Μικρό Καβούρι της Βουλιαγμένης. Η ώρα 9 το βράδυ. Εκείνη τη ζεστή καλοκαιρινή νύχτα, δεκάδες διασκορπισμένα ζευγάρια απολαμβάνουν τη θάλασσα και το ειδυλλιακό τοπίο. Μικρές βάρκες πηγαινοέρχονται στην απέναντι πλευρά του Λαιμού Βουλιαγμένης, ενώ τα κοντινά παραθαλάσσια κέντρα σφύζουν από κόσμο.
Ξαφνικά, τέσσερις πυροβολισμοί διασπούν την ησυχία και τους χαμηλότονους ερωτικούς ψιθύρους. Η μία σφαίρα πετυχαίνει τον 35χρονο ιδιωτικό υπαλλήλο, Θοδωρή Δέγλερη και τον σκοτώνει ακαριαία. Άλλες δύο τραυματίζουν στην κοιλιακή χώρα και ελαφρά στο κεφάλι την 24χρονη φίλη του Σοφία Μαναβάκη και μία αστοχεί.
Η Σ. Μαναβάκη αιμορραγεί δίπλα στο νεκρό φίλο της και καλεί σε βοήθεια. Από παντού ακούγονται φωνές αγωνίας και τα άλλα ζευγάρια απομακρύνονται από την περιοχή. Λίγα λεπτά αργότερα, ένα νέος άντρας εμφανίζεται από το σκοτάδι και πλησιάζει την Σ. Μαναβάκη.
«Θέλετε να σας βοηθήσω;» ρωτάει.
«Δείτε αν ζει ο αγαπημένος μου» απαντά εκείνη, γεμάτη αγωνία.
Ο νεαρός άντρας σκύβει πάνω από τον Θ. Δέγλερη και ακουμπά το αυτί στο στήθος του. Αμέσως μετά, με γρήγορες κινήσεις αφαιρεί το ρολόι του θύματος και ύστερα στρέφεται προς την Σ. Μαναβάκη, η οποία, καθώς είναι τραυματισμένη, δεν μπορεί να μετακινηθεί.
Ο Θ. Δέγλερης και η Σ. Μαναβάκη
«Ζει» της λέει καθησυχαστικά. «Η καρδιά του κτυπάει».
Γύρω, ακούγονται φωνές. Πολίτες και αστυνομικοί, που έχουν ειδοποιηθεί, πλησιάζουν στο σημείο. Ο άγνωστος κοιτάζει γύρω ανήσυχα, ύστερα αρπάζει την τσάντα της γυναίκας και εξαφανίζεται. Χωρίς να το γνωρίζει, η Σ. Μαναβάκη έχει δει, έχεισυνομιλήσει με το δολοφόνο και έχει πέσει θύμα κλοπής από αυτόν.
Η Σ. Μαναβάκη μεταφέρεται στο νοσοκομείο, όπου διαφεύγει τον κίνδυνο, αλλά δεν μπορεί να δώσει ακριβή περιγραφή του δράστη, επικαλούμενη το σκοτάδι που επικρατούσε στην περιοχή την ώρα της δολοφονίας, αλλά και την κατάστασή της εξαιτίας του δικού της τραυματισμού. Οι αστυνομικοί ερευνούν την ευρύτερη περιοχή για πειστήρια και εξετάζουν όλες τις πιθανές εκδοχές.
Μετά τις πρώτες ημέρες και ενώ το μυστήριο γύρω από τη δολοφονία μεγαλώνει, οι εφημερίδες, που αφιερώνουν στην υπόθεση πολλές σελίδες, «βαφτίζουν» τον δράστη ως «Δράκο της Βουλιαγμένης». Την ίδια στιγμή, γίνονται προσαγωγές υπόπτων και σεσημασμένων κακοποιών, η Σ. Μαναβάκη δίνει διαδοχικές καταθέσεις και οι εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές προχωρούν σε αναπαράσταση του εγκλήματος ώστε να διαφωτιστούν ορισμένα σκοτεινά σημεία. Τίποτα, ωστόσο, δεν φέρνει κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα.
Μερικές ημέρες αργότερα, οι αστυνομικοί εντοπίζουν στην ευρύτερη περιοχή την τσάντα της Σ. Μαναβάκη, το πορτοφόλι της άδειο από χρήματα -ο δράστης είχε αφαιρέσει από το εσωτερικό, περίπου 30.000 δρχ- και τα πέδιλα του δράστη, που εγκατέλειψε διαφεύγοντας. Το σημαντικότερο, όμως, εύρημα είναι το όπλο του εγκλήματος, ένα πιστόλι «Σμιθ & Γουένσον», που βρίσκεται κρυμμένο σε απόσταση 200 μέτρων από το σημείο της δολοφονίας. Στα ευρήματα υπάρχουν δακτυλικά αποτυπώματα, όμως ο δράστης δεν είναι σεσημασμένος.
Η αστυνομία απευθύνεται στο γνωστό μέντιουμ Ελένη Κικίδου
Η Αστυνομία έκανε ότι μπορούσε, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Αποφάσισαν έτσι να καλέσουν το γνωστό μέντιουμ Ελένη Κικίδου για να τους βοηθήσει να βρουν τον ένοχο, προσπαθώντας να αναπαραστήσει τη σκηνή της δολοφονίας και να βρει νέα στοιχεία. Αν και αρχικά η Κικίδου δίστασε, συμφώνησε τελικά να μεταβεί στον τόπο του εγκλήματος.
Το ίδιο βράδυ κατεβαίνουν, συνοδευόμενοι από τη βοηθό της Ελ. Κικίδου, στην Βουλιαγμένη και με βάρκα περνούν, απέναντι, στο Καβούρι. Φτάνουν στο σημείο του εγκλήματος.
Η Ελένη Κικίδου, χρησιμοποιώντας τη διαίσθησή της, περπάτησε ακριβώς στα βήματα του δολοφόνου και άρχισε να περιγράφει με εκπληκτικές λεπτομέρειες την σκηνή της δολοφονίας, όπως την έβλεπε στο μυαλό της.
“Ο δολοφόνος τους επλησίασε πολύ κοντά, πίσω από την πλάτη τους, στο πεύκο. Κάθησε εκεί τρία τέταρτα της ώρας και παρακολούθησε όλην την συνομιλίαν τους και τις τρυφερότητές τους. Έπειτα έφυγε από κει και ήρθε σ’ αυτό εδώ το πεύκο πλαγίως σε απόσταση δύο μέτρων. Τη στιγμή αυτήν η νέα ήτο ξαπλωμένη κατά γης. Επάνω της ο Δέγλερης εις τρυφεράν περίπτυξιν. Τότε ο δολοφόνος εκάθησε οκλαδόν και τους σημάδεψε και πυροβόλησε.”
Είχε δώσει μάλιστα και λεπτομερή περιγραφή της εικόνας του δολοφόνου:
“Είναι ψύχραιμος και έχει μια φοβερή κακία μέσα του. Δεν είναι τόσο κουτός, όσο τον φαντάζονται. Είναι ψηλός, μελαχρινός, έχει αφήσει τα πέδιλά του μακριά. Πυροβολεί επανειλημμένως και φεύγει προς την αντίθετον κατεύθυνσιν και κρύβεται. Έπειτα κρύβει το πιστόλι κάτω από το μέρος των βράχων και επανέρχεται προς το θύμα του. Ο Δέγλερης δεν έχει ακόμα ξεψυχήσει. Του πιάνει το σφυγμό δήθεν και του κλέβει το ρολόι. Κλέβει ακόμα την τσάντα. Την ανοίγει, παίρνει το πορτοφόλι. Έπειτα εξαφανίζεται προς τον Λαιμόν. Παίρνει μεταφορικόν μέσον, πιθανώς βάρκα και περνά απέναντι. Ξέρει από θάλασσα κι έχει ξαναμπή σε θάλασσα. Το ένα πόδι του είναι πληγωμένο από τις πέτρες, όπως έτρεχε ξυπόλητος. Έχει επίσης χαλασμένα δόντια … Του λείπουν πολλά δόντια”
Η Ελένη Κικίδου έδωσε κι άλλα στοιχεία για τον “Δράκο της Βουλιαγμένης”:
“Επρόκειτο περί ανθρώπου ικανού να αλλάζει κοστούμια. Το πιστόλι είναι τυλιγμένο με σπάγκους και είναι κάτω από μια πέτρα. Δεν είναι μεγάλο πιστόλι και δεν είναι δικό του. Ο δολοφόνος το έχει κλέψει από καιρό. Είναι υψηλός, αδύνατος, με εξαϋλωμένη φυσιογνωμία. Φορεί σκούρο παντελόνι και κοντό υποκάμισο. Φορεί τώρα λινά παπούτσια. Πρώτα φορούσε πέδιλα. Καφέ πέδιλα, μεγάλα, νούμερο 42. Όχι πολύ εφθαρμένα. Κανείς δεν τον υποπτεύεται. Εργάζεται σ’ ένα εστιατόριο μέσα στην κουζίνα. Δεν βγαίνει έξω. Την νύκτα μόνο πηγαίνει και κοιμάται στο ύπαιθρο. Το μέρος που μένει δεν έχει δέντρα. Το όνομά του αρχίζει από Σ. Κάτι έχει πάθει αυτός ο άνθρωπος μικρός. Κάτι σοβαρό που του έχει από τότε αναστατώσει τη ζωή. Κάνει τον κουτό, αλλά δεν είναι κουτός. Βλέπω στρατιώτες, αξιωματικούς, μα εκείνος δεν είναι στρατιώτης ούτε και μένει μαζί τους.”
Ο δολοφόνος συλλαμβάνεται
Οι αποκαλύψεις και οι περιγραφές του μέντιουμ βοήθησαν την Αστυνομία, που ξεκίνησε να κάνει νέες έρευνες. Άντρες της αστυνομλιας πήραν καταθέσεις από ανθρώπους, που σύχναζαν στο Μικρό Καβούρι και όλοι αναφέρονταν σε έναν άγνωστο άντρα, που το τελευταίο διάστημα περιφερόταν στη περιοχή, είχε πρόσφατα απολυθεί από το 25ο Σύνταγμα Πεζικού και είχε τα χαρακτηριστικά τα οποία είχε περιγράψει η Ελ. Κικίδου, με πιο σημαντικό την ουλή στο λαιμό. Από τη διασταύρωση των στοιχείων, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο πιθανότερος ύποπτος είναι ο 25χρονος Μιχάλης Στεφανόπουλος, ο οποίος είχε απολυθεί προ διμήνου από το εν λόγω στρατόπεδο και έχει μια έντονη ουλή στο δεξιό μέρος του λαιμού, από παλιότερη οδοντιατρική εγχείριση.
Στις 2 Σεπτεμβρίου τον συλλαμβάνουν στο σπίτι του επί της οδού Νικηφόρου Oυρανού 17, στην περιοχή του λόφου Λυκαβηττού. Αυτός αρχικά αρνείται κάθε σχέση με το έγκλημα, αλλά στη συνέχεια “σπάει” και ομολογεί πως είναι ο δράστης της δολοφονικής επίθεσης εναντίον του Θ. Δέγλερη και της Σ. Μαναβάκη.
Καθώς η ανάκριση και οι έρευνες για το παρελθόν του προχωρούν, γίνεται γνωστό πως ήταν ηδονοβλεψίας και, από την εποχή της εφηβείας του, συνήθιζε να παρακολουθεί τις ερωτικές διαχύσεις ζευγαριών σε άλση και πάρκα της Αθήνας, αλλά και σε παραθαλάσσιες τοποθεσίες.
Υποστηρίζει πως πυροβόλησε το θύμα, επειδή προηγουμένως είχε διαπληκτιστεί μαζί του, αλλά η Σ. Μαναβάκη τον διαψεύδει.
Ο “Δράκος της Βουλιαγμένης” λύγισε και ανέφερε σε δημιογράφους της εποχής:
«Δεν είμαι εγώ ο δολοφόνος. Δεν σκότωσα εγώ. Δεν θυμούμαι να σκότωσα. Το πάθος μου με τύφλωσε! Τους έβλεπα εκεί μπροστά μου να αγκαλιάζονται, να φιλιούνται. Να την έχει κοντά του, πολύ κοντά του, κι εγώ έβλεπα, μόνο έβλεπα μέσα στο σκοτάδι κι άκουγα τους ψιθύρους και τους στεναγμούς τους. Εγώ ήμουν καταδικασμένος μόνο να βλέπω… Δεν θυμάμαι πως μου ήρθε να τραβήξω το πιστόλι και να ρίξω μια, δυο, τρεις, τέσσερις φορές… Κι έπειτα ήρθε η χαρά. Η κοπέλα ήταν πια ανυπεράσπιστη. Έτρεξα να την βοηθήσω. Ήταν δικιά μου πια η κοπέλα. Ο φίλος της ξεψυχούσε. Ήταν δικιά μου, με καταλαβαίνεις; Και την αγκάλιασα και την έσυρα κοντά μου κι εκείνη νόμισε ότι ήθελα να την βοηθήσω κι εγώ την έπιανα… Έπειτα, όλα τελείωσαν. Είχα συνέλθει… Με κυρίευσε ο φόβος της τιμωρίας κι έφυγα…»
Ο δολοφόνος, Μιχάλης Στεφανόπουλος, καταδικάστηκε σε θάνατο. Κατά την ώρα της εκτέλεσης, ο Στεφανόπουλος ζήτησε να του δέσουν τα μάτια και να του λύσουν τα χέρια.