Ρέμα Πικροδάφνης: Μια ζωντανή μνήμη φύσης μέσα στην καρδιά της Αθήνας
Μέσα από παιδικές αναμνήσεις της Νότιας συγγραφέα Πολύμνιας Ρέγκου, ιστορικά στοιχεία και εικόνες γεμάτες ζωή, ανακαλύπτουμε ξανά το Ρέμα της Πικροδάφνης, έναν φυσικό θησαυρό που αντέχει στον χρόνο και τις ανθρώπινες παρεμβάσεις στην καρδιά της τσιμεντένιας Αθήνας.
- 06/01/2025
- Κείμενο: Πολύμνια Ρέγκου
Το νερό είναι ζωή, έτσι μάθαμε στο σχολείο. Χωριά και οικισμοί αναπτύσσονται όπου υπάρχουν πηγές. Πλάι στις πηγές η φύση οργιάζει. Φυτά, λουλούδια, βότανα ανθίζουν και προσελκύον με τη σειρά τους κάθε λογής πλάσμα, να χορτάσει και να σβήσει τη δίψα του. Οι εικόνες που σχηματίζονται έτσι, θυμίζουν πίνακα ζωγραφικής. Άπειρες αποχρώσεις του πράσινου, ανταύγειες όλων των χρωμάτων, ζώα, δέντρα, πουλιά.
Οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αναπτύχθηκαν γύρω από τα ποτάμια τους. Τα αγάπησαν, τα ανέδειξαν και τα έκαναν πηγή εσόδων. Η Αθήνα για κάποιο λόγο δεν αντέγραψε αυτή την πρακτική. Τα ποτάμια της και τα ρέματά της, θεωρήθηκαν αντίπαλοι της ανάπτυξης, τροχοπέδη του πολιτισμού και της απρόσκοπτης κυκλοφορίας των οχημάτων.
Χρόνια πριν, δεκάδες πρασινωπές κορδέλες στόλιζαν τον χάρτη της Αττικής, με αρχηγούς τον Κηφισό, τον Ιλισό και τον Ηριδανό. Σήμερα οι δυο τελευταίοι ποταμοί έχουν μετατραπεί σε άσφαλτο και μπετό, ενώ μόνο ο Κηφισός συνεχίζει πεισματάρικα να δηλώνει την παρουσία του.
Στα νότια προάστια η παραφωνία αυτή συνεχίστηκε. Ο Βουρλοπόταμος, το κακόφημο ποτάμι του Φαλήρου, μετατράπηκε στη λεωφόρο Αμφιθέας. Το όμορφο ρέμα της Πικροδάφνης μπαζώθηκε ή έγινε σκουπιδότοπος. Για κάποιο λόγο αποφασίσαμε πως δε μας αρέσει το κελάρυσμα του νερού. Δε μας ενδιαφέρει η ομορφιά της φύσης και πως στον βωμό της δικής μας διευκόλυνσης, θυσιάζουμε κάθε εμπόδιο, αδιαφορώντας για την αξία του.
Είχα την τύχη να μεγαλώσω κοντά στο ρέμα της Πικροδάφνης. Εκεί, κάπου στη δεκαετία του 1980, έπαιζα στις όχθες του, μαζί με άλλα παιδιά. Το σπίτι της θείας, που ευτυχώς επισκεπτόμασταν συχνά, ήταν χτισμένο δίπλα στο ρέμα. Μάλιστα περνούσαμε ένα σιδερένιο γεφύρι, στο ύψος περίπου της Αγίας Βαρβάρας, για να φτάσουμε. Αυτό και μόνο μας έκανε να νιώθουμε πως πηγαίναμε εκδρομή στην εξοχή, παρόλο που ήμασταν ακόμη στον δήμο μας.
Ένα μικρό λυόμενο ήταν το σπίτι, μα στα μάτια μας φάνταζε σαν αρχοντικό, αφού είχε για κήπο την πανέμορφη όχθη. Πεταλούδες κι άλλα ιπτάμενα έντομα μας κύκλωναν αλλά δε νιώθαμε φόβο, ούτε αποστροφή. Σπάζαμε το πιο μακρύ καλάμι που μπορούσαμε να βρούμε και παίζαμε ξιφομαχία. Μαζεύαμε χαμομήλι ύστερα από παραγγελία της μαμάς μας, για να το κάνουμε αφέψημα. Κυνηγούσαμε σαύρες και μαζεύαμε γυρίνους μέσα σε γυάλινα δοχεία. Τα ανοιξιάτικα βράδια ψάχναμε για πυγολαμπίδες, για να τις φυλακίσουμε και να φέγγουν μέσα στα δωμάτιά μας. Προσπαθούσαμε να πάρουμε μαζί μας λίγη φύση κατά την επιστροφή μας στις άχαρες, πολύβουες γειτονιές μας.
Δυστυχώς όμως η φύση δεν φυλακίζεται κι έτσι, σαν τελείωνε η επίσκεψή μας, γυρνούσαμε πίσω στην καθημερινότητα της πόλης μας. Κι όμως, η πόλη δεν άλλαζε. Δεν είχαμε ταξιδέψει μακριά. Αυτό το θαύμα έκανε το ρέμα. Μετέτρεπε μαγικά σε εξοχή, τον ίδιο δήμο.
Πέρασαν τα χρόνια και το Ρέμα της Πικροδάφνης φάνταζε ολοένα και πιο μακρινό. Μπορεί να φταίγαμε εμείς, που μεγαλώνοντας δεν αναζητήσαμε ξανά το σιδερένιο γεφυράκι.
Κάποια μέρα βρέθηκα να περπατώ, στην λεωφόρο Αγίου Δημητρίου κοντά στην οδό Λιδωρικίου. Έκανε ζέστη τρομερή, θυμάμαι. Ιούλιος μήνας κι ο καύσωνας σου έκοβε την ανάσα. Πέρασα μπροστά από ένα μεγάλο βενζινάδικο και ξαφνικά αισθάνθηκα πως άλλαξε ο αέρας. Δεν τολμώ να πω πως δρόσισε, όχι, όμως ξαφνικά το οξυγόνο ανανεώθηκε. Ένιωσα μια ευχάριστη πνοή ανέμου να χαϊδεύει δειλά το σώμα μου. Μα βέβαια, περνούσα δίπλα από τον παλιό μου φίλο. Κάτω ακριβώς από τον δρόμο περνούσε το ποτάμι των παιδικών μου χρόνων. Τα κτίρια εξαφανίστηκαν και το τοπίο άνοιξε. Το πεζοδρόμιο μετατράπηκε σε γεφύρι και οι τοίχοι των οικοδομών έγιναν κάγκελα. Σταμάτησα. Κοίταξα κάτω και το είδα να κυλά ανέμελα, σε πείσμα του καύσωνα και της ξηρασίας. Ήταν βέβαια λαβωμένο από την ανθρώπινη παρέμβαση, μα ζούσε ακόμη και πότιζε όποιο φυτό είχε την τύχει να φυτρώσει κοντά του. Στο νου μου επέστρεψε και πάλι η όχθη, που ήταν παιδότοπος για μένα δεκαετίες πριν.
Θυμήθηκα το όνομα, Πικροδάφνη, που πάντα μου θύμιζε εξοχή και κάτι από αρχαία τραγωδία. Με το μυαλό μου άρχισα να φτιάχνω ιστορίες, για κυνηγημένες νύμφες που έτρεχαν να σωθούν από την ακόρεστη λαχτάρα, κάποιου ερωτύλου θεού του Ολύμπου. Ίσως κάποια από αυτές, να μεταμορφώθηκε σε πικροδάφνη, κάπου κοντά στο τρεχούμενο νερό. Μήπως γι’αυτό ονομάστηκε έτσι;
Αναζήτησα πληροφορίες κι έμαθα πως η πραγματικότητα ήταν αρκετά πεζή. Έκρυβε ομορφιά μα και σκληρότητα και δωσιλογισμό. Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο Γερμανός Γεώργιος Γκρώμαν, φίλος της Βασιλικής Οικογένειας, απέκτησε μεγάλες εκτάσεις στις εκβολές του ρέματος, κοντά στη θάλασσα. Έχτισε λοιπόν ένα ζηλευτό αρχοντικό και αποφάσισε να ομορφύνει το «άχαρο» για το γούστο του, ρέμα, φυτεύοντας τροπικά φυτά και πικροδάφνες. Πραγματικά το μέρος έγινε ακόμη πιο εντυπωσιακό και η βίλα Γκρώμαν σημείο συνάντησης της αφρόκρεμας της Αθήνας. Ο Γκρώμαν όμως, ήταν άνθρωπος σκληρός σαν τον πατέρα του. Εκμεταλλευόταν τους εργάτες στα μεταλλεία της Σερίφου και εξαιτίας του η απεργία τους, το 1916, πνίγηκε στο αίμα. Έγινε δωσίλογος στην Κατοχή και κατάφερε να διαφύγει στη Γερμανία μετά τον πόλεμο. Είχε προλάβει να βαφτίσει με τον τρόπο του, το όμορφο ρέμα, με ένα όνομα που το συνοδεύει τόσα χρόνια, χωρίς ποτέ να αλλαχθεί.
Έμαθα ακόμη πως το συνολικό του μήκος είναι περίπου εννέα χιλιόμετρα. Πηγάζει από τον Υμηττό και διασχίζει τα νότια προάστια. Μόνο στην Ηλιούπολη έχει διατηρηθεί απόλυτα το φυσικό του κάλος, δημιουργώντας ένα πάρκο, όπου το νερό τρέχει απρόσκοπτα σε πέτρινη κοίτη. Στα υπόλοιπα σημεία, το μικρό αυτό ποτάμι, έχει κακοποιηθεί βάναυσα. Μπάζα και λύματα το καταστρέφουν καθημερινά. Άχαρες πολυκατοικίες, άναρχα δομημένες καλύπτουν την τερπνότητα της θέας του.
Κι όμως αυτό συνεχίζει. Όπου το αφήνουν να ρέει ελεύθερα, χαρίζει απλόχερα ζωή, δροσιά και ευωδίες. Δημιουργεί την ψευδαίσθηση εξοχικού τοπίου μέσα στην τσιμεντούπολη. Θυμίζει ανοιξιάτικα πρωινά, καλαμομαχίες, κυνήγι σαύρας και μαγιάτικα στεφάνια.